Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Σε μια ταβέρνα της Βιέννης


Τα μάτια του είναι κόκκινα. Πραγματικά άσχημος, πραγματικά. Δεν ξέρω, ίσως φταίει το κρασί: όσο τον κοιτάζω τόσο μαγνητίζομαι από το πόσο άσχημος είναι. Είναι βεβαίως κι αυτός πίτα, μεθυσμένος. Δεν ακούει καλά καλά τι λέω, έχει και φασαρία εδώ μέσα, είναι και οι βυζάρες της κόρης του κάπελα που ασταμάτητα παρακολουθώ τόσην ώρα.

"Zum Wohl!" αλαλάζει και καταπίνει μια γουλιά σαν να ήταν λαύδανο, τα μάτια του πετάγονται έξω κι είναι κατακόκκινος εδώ και ώρα. "Οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες", σχεδόν φώναξε, "σπέρνουνε δυναστείες με τα αρχίδια τους. Γκαστρώνουν γυναίκες και παλλακίδες και ελπίζουν ότι τα παιδιά τους θα γίνουν κι εκείνα αυτοκράτορες και βασιλιάδες -- αλλά οι ίδιοι θα έχουνε πεθάνει: τον δεύτερο Λεοπόλδο θα τον ξεχάσουν όταν έρθει ο τρίτος. Και τον Φραγκίσκο. Και όλους. Σπέρνουν δυναστείες και μετά τα παιδιά και τα εγγόνια τους καταργούν τους ίδιους παίρνοντας το όνομά τους. Σε κάθε δυναστεία υπάρχει μόνον ο βασιλιάς και ο διάδοχος -- όλοι οι προηγούμενοι στη δυναστική γραμμή είναι απλώς ονόματα κι ανάμνηση."

Κούνησα το κεφάλι σχεδόν απότομα, συμφωνώντας στανικώς: είχα αρχίσει πια να ζαλίζομαι από το κρασί και ήδη το περπάτημα μέχρι το σπίτι μου φαινόταν τόσο επώδυνο όσο πρόβα με τον μαέστρο. Εκείνος συνέχισε: "Ο Κύριός μας φύτεψε Εκκλησία και δεν άφησε διαδόχους παρά μόνον τους μαθητές Του κι εκείνοι τους χειροθετούν τους διαδόχους τους, αφού δεν έχουν αρχίδια." Γέλασε τόσο δυνατά που, αν δεν γινότανε χαμός, θα πίστευα ότι πράγματι γύρισε και μας κοίταξε η μισή ταβέρνα. "Αλλά η Εκκλησία Του Τον λατρεύει και Τον μνημονεύει εις τους αιώνες. Του παίζουμε λειτουργίες και Του γράφουμε ύμνους."

Το κεφάλι μου γύριζε. Θε μου, τι λέει ο μαστρο-Λουί; Τι λέει;

"Εγώ όμως θα φτιάξω δυναστεία με τη μουσική. Χωρίς διαδόχους και χωρίς παιδιά. Εγώ θα είμαι το ζωντανό όνομα, εγώ θα είμαι και ο γενάρχης. Θα είμαι παρών. Θα υπάρχω εγώ και όταν θα γράφεται μουσική, θα είμαι εκεί: όπως ο Κύριος σε κάθε συνάθροιση πιστών Του. Και όποιος θα παίζει μουσική, όποιος θα παιδεύεται να βγάλει ό,τι δεν ήθελε να παίξει η κοντέσσα Τζουκάρντι, η γλυκειά καριόλα, θα είναι παιδί μου και διάδοχός μου και πιστός μου. Αλλά το όνομά μου δεν θα σβήσει ποτέ. Ούτε η μουσική μου. Όσο υπάρχει πιανοφόρτε, ή ό,τι άλλο φτιάξουν. Εγώ θα είμαι παρών. Και κανείς δεν θα θέλει να παρεξηγήσει τον γενάρχη της μουσικής! Η δική μου δυναστεία ποτέ δεν θα σβήσει."

"Μαέστρο, είναι αργά", απάντησα. "Πάμε."

GatheRate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου