Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Οι ωραίες γυναίκες



Οριακώς επιτρέπεται να είσαι ωραία γυναίκα.

Αν είσαι πρόσχαρη, είσαι βεβαίως ρηχή, μάλλον και ηλίθια. Ακόμα και αν δε δώσεις δείγματα αφέλειας ή κουταμάρας, θα σου φερθούν σαν να είσαι χαζούλα, γιατί είσαι μπριόζα και ξυπνάς τον Πυγμαλίωνα μέσα τους. Και δεν υπάρχει θηρίο πιο ανήμερο από τον Πυγμαλίωνα.

Αν είσαι λάγνα, ε, τα αυτονόητα: η Πόρνη της Βαβυλώνος και το Θηρίο το σατανικό που καβαλάει, ταυτόχρονα. Η βαμπίρα που θα πιει το αίμα των αντρών είσαι. Κτλ.

Αν βέβαια είσαι σιωπηλή και με κάπως βαρειά ιδιοσυγκρασία, σνομπάρεις το σύμπαν, το παίζεις βαμπ. Είσαι ένα ακατάδεχτο πλάσμα. Αν πάλι δεν είσαι των πόθων και των ερώτων, είσαι μια γκόμενα ωραία μα ψυχρή: πλαγγόνα.

Αν είσαι μάνα, πήγες και χαντακώθηκες. Αν όχι, δεν ήσουνα για τέτοιες υψηλές αποστολές.

Αν αναφλέγεσαι και οργίζεσαι, αν έχεις γνώμη και τη λες, θα σε ζωγραφίσουν σαν να είσαι η Μέδουσα. Θα δώσεις αφορμή για κουρασμένες αντιπαραβολές μεταξύ μορφής και ερεβώδους ή τρικυμιώδους χαρακτήρα. Θα πέσει και κάτι για ορμόνες στην κουβέντα.

Αν δεν ασχολείσαι με την εμφάνισή σου, έχεις μια δόση μπλαζεδιάς και μισανθρωπίας, που χαραμίζεις τόσην ομορφιά θάβοντάς την κάτω από σακιά και φούτερ -- αλλιώς είσαι μια κοκέτα που δεν αρκείσαι στη φυσική ομορφιά σου.

Αν είσαι ωραία γυναίκα, όσοι δε σε φθονούν, σε ποθούν λες κι είσαι ήδη δική τους. Όσοι δε σε φοβούνται, ψάχνουνε τρόπο να φανούν συγκαταβατικοί μαζί σου. Όσοι σε εξιδανικεύουν, το κάνουνε για να σε βγάλουν εκτός πλαισίου, για να βρίσκεσαι αλλού: μακριά τους.


Το ότι είσαι ωραία είναι ο μοχλός που ανοίγει όλες τις πόρτες σου παραβιάζοντάς τες. Σε ερμηνεύει πλήρως.

Όπως και αν ήσουν άσχημη.

Ή, γενικότερα, το ότι είσαι γυναίκα: αυτό εξηγεί τα πάντα.

GatheRate

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Ήχοι μακρινοί

to VJF, for asking

"Τι ήχους θυμάσαι από την παιδική σου ηλικία, δηλαδή;"

Η ερώτηση με βρήκε εξαπήνης. Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι, γεύσεις, μυρωδιές, τόπους, την αφή ενός κουβερλί. Αλλά όχι ήχους.

Εντάξει, οκέι, υπάρχει το ραδιόφωνο που έπαιζε στην κουζίνα. Γράφω ακριβώς από κάτω γι' αυτό:
Στο ράδιο, στην κουζίνα δηλαδή, έπαιζε μόνο Δεύτερο Πρόγραμμα: "τι να μου κάνουν δάκρυα δυο και στεναγμοί σαρανταδυό", "πουθ' έρχεσαι; απ' τη Βαβυλώνα", "αύριο πάλι θα 'ρθω να σε δω", "γιε μου, οι αρχόντοι ειν' εμπόροι του πολέμου", "να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη", "τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου" -- και τέτοια. Στο πικάπ ακούγαμε Διονυσίου και Θεοδωράκη (Κάντο Χενεράλ και, δυστυχώς, Στην Ανατολή) και Χαμόγελο της Τζοκόντας.
Θυμάμαι και την εισαγωγή της Συννεφιασμένης Κυριακής, σήμα κάποιας διαφημιστικής εκπομπής της δισκογραφικής εταιρείας Κολούμπια, που ακούγαμε κάθε Κυριακή που πήγαινα να φάω στον παππού και στη γιαγιά. Καμμιά φορά μετά το φαγητό ερχόταν ο μπαρμπα-Γιώργος να παίξει τάβλι με τον παππού, που δεν κατάφερε να με κάνει ποτέ ταβλαδόρο. Αλλά το αποφασιστικό χτράπ από τα πούλια καθώς τα χτύπαγαν πάνω σε μάνες, παραμαμάδες και ανοιχτά πούλια, καθώς και το ξερό κελάρυσμα των ζαριών που κυλούν, είναι κανονικότατα καταχωρισμένα. Στο τέλος τους τις Κυριακές, βεβαίως, τις στάμπαρε το βράδυ το μισητό σήμα της Αθλητικής Κυριακής: το σάλπισμα της κατάθλας και της Δευτέρας, η υπενθύμιση ότι σε λιγότερο από 12 ώρες θα χτύπαγε το κουδούνι.

Με τα κουδούνια και τα τοιαύτα είχα πάντοτε πρόβλημα, ήδη από τον καιρό που με πήγαιναν στην παιδική χαρά, από αυτές που ήτανε στρωμένες με τσιμέντο για να μη σκονιζόμαστε και για να πληγιάζουνε τα γόνατα, όπως άρμοζε σε παιδικά γόνατα. Θυμάμαι τον πανικό που μου προκαλούσε η σφυρίχτρα του φύλακα όταν έκλειναν οι κούνιες: τράβαγα τη μάνα μου από το χέρι κι έτρεχα προς την καγκελόπορτα να φύγουμε, μην τυχόν και κλειστούμε μέσα τη νύχτα.

Τρίλιες έκανε κι ο Μπίλης, το καναρίνι μας. Είχε μάλιστα μια πολύ χαρακτηριστική τρίλια. Δηλαδή μπορεί να μην ήτανε χαρακτηριστική, δεν ξέρω: δεν έχω ξανασυνυπάρξει με καναρίνι από τον καιρό που τον ψόφησε τον Μπίλη η γιαγιά, μάλλον επειδή του έκανε καθημερινό μπάνιο, λέγαμε τότε. Ακόμα και τώρα, άμα ακούω καναρίνια νομίζω ότι είμαι στην οδό Κάλβου -- για πάρα πολύ λίγο, βεβαίως.

Προτελευταίος ήχος: οι πόρτες των ταξί. Που έπρεπε να κλείνουμε γερά, αλλά χωρίς να τις βαράμε. Σιγά τις πόρτες. Αυτός ο ξερός ερμητικός ήχος: δρουπ. Δεν είχαμε ποτέ οικογενειακό αυτοκίνητο, δεν οδηγούν οι δικοί μου. Όπου και να πηγαίναμε, πηγαίναμε με συγκοινωνία. Αν όμως ο προορισμός ήτανε σημαντικός (π.χ. η θεία Βαρβάρα) ή μακρινός, κάθε άφιξή μας ξεκίναγε με το δρουπ της πόρτας του ταξί.

Τέλος, ένα τραγούδι. Παιζόταν πολύ όταν ήμουνα πολύ παιδί. Οταν ήμουν 16, κάπου εκεί, ένα πρωί μου ήρθε απότομα και χωρίς καμμιά προειδοποίηση τραγουδισμένος ο στίχος "ούτε τον φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα". Δεν ήξερα το τραγούδι, δεν ήξερα τίποτα. Δεν το είχα ξανακούσει για 11 με 12 χρόνια το τραγούδι. Θυμόμουν μόνον τον στίχο αυτό: "ούτε τον φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα". Πήγα σε ένα δισκάδικο στην Αλεξάνδρας, από αυτά που φαινόντουσαν κάπως πιο κυριλέ (γιατί τον Έλβις τον είχαμε μόνο για να μας γράφει κασέτες). Του τραγούδησα φάλτσα τον στίχο. Ο μουσάτος στο διασκάδικο μου είπε ότι πρέπει να είναι από τον "Στρατιώτη" του Χρήστου Λεττονού. Κοίταξα τους τίτλους στο εξώφυλλο -- καμμία σχέση. Εκανε 4000 δρχ. γιατί ήτανε παλιός και καταργημένος δίσκος. Ντράπηκα να του ζητήσω του μουσάτου να μου βάλει να ακούσω λίγο από κάθε τραγούδι. Έφυγα άπρακτος. Τον είχα στον νου μου τον στίχο αλλά καμωνόμουν ότι δε με ένοιαζε πια που δεν έβρισκα το τραγούδι.

Μερικούς μήνες μετά ξεκίνησα να κάνω μια νεανική εκπομπή στον καινούργιο τότε ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τελικά με έδιωξαν ευγενικά μετά από 7-8 εκπομπές γιατί ήθελα να πληρώνομαι, γιατί έπαιζα πολλά "ξένα" και μάλλον επειδή είχα κάνει εκπομπή για το σεξ -- πάντως είπα σε όλους ότι σταμάτησα γιατί ήθελα να αφοσιωθώ στις Πανελλαδικές. Στη δισκοθήκη του σταθμού υπήρχε ο δίσκος Τετραλογία, του Μούτση. Τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την απροσδόκητη ανακάλυψη του χαμένου τραγουδιού:

GatheRate

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Ας κρατήσουν οι χοροί

Χτες, ανήμερα του Πάσχα, ο Μελωδία προσπαθούσε όλη μέρα να μας πείσει ότι είναι Β' Πρόγραμμα (που τόσο μας λείπει). Κάποια στιγμή, μεταξύ γεύματος και καφέ, έπεσε το "Ας κρατήσουν οι χοροί". Θυμήθηκα πως, όταν πρωτοάκουσα το τραγούδι, μου είχε κάνει εντύπωση στους στίχους η λέξη "Ορθοδοξία": δεν νομίζω να την είχα ξανακούσει. Γενικά, το τραγούδι μού είχε φανεί αλλόκοτο, άλλωστε στο ράδιο, στην κουζίνα δηλαδή, έπαιζε μόνο Δεύτερο Πρόγραμμα: "τι να μου κάνουν δάκρυα δυο και στεναγμοί σαρανταδυό", "πουθ' έρχεσαι; απ' τη Βαβυλώνα", "αύριο πάλι θα 'ρθω να σε δω", "γιε μου, οι αρχόντοι ειν' εμπόροι του πολέμου", "να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη", "τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου" -- και τέτοια. Στο πικάπ ακούγαμε Διονυσίου και Θεοδωράκη (Κάντο Χενεράλ και, δυστυχώς, Στην Ανατολή) και Χαμόγελο της Τζοκόντας. Με δυο λόγια, τι έλεγε αυτό το τραγούδι; Και πού να το καταλάβει ένα μανιφέστο ένα παιδί;

Τώρα, που είμαι σε μια ελαφρώς λιγότερο τρυφερή ηλικία, είχα την ευκαιρία να ξανακούσω και να ερμηνεύσω το τραγούδι: ένα American Pie για τη νεορθόδοξη γενιά σχεδόν αποστατών Ρηγάδων, που τους άρεσε ο Σίμων Καρράς κι ο Κόντογλου και ανακάλυπταν το Άγιον Όρος αλλά δεν ήθελαν ούτε τον χαντούμικο ψευτοασκητισμό των παπάδων (και ποιος τον ήθελε τότε), ούτε τον πουριτανισμό του σ. Φαράκου.

Το "ας κρατήσουν οι χοροί" ήταν μανιφέστο όταν βγήκε: κοινοτισμός (τα Αμπελάκια ως παράδειγμα), Ορθοδοξία (ως ιδεολογική ιδιοσυστασία), αντιθεσμικότητα των άγριων κλαν του χωριού ("φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες").

Το "ας κρατήσουν οι χοροί" στα 2014 είναι η περιγραφή του Τέρατος, του χριστοδουλικού-σαμαρικού σωβινισμού, όπου συνυπάρχουν το τσαγανό του Έλληνα, η απαξίωση του πολιτικού και η παρανόησή του ως υπόθεση "αγάπης", ο Θεός της Ελλάδας, τσάμικα-καλαματιανά (χοροί κυκλωτικοί), ένας τόπος κλειστός, το Άγιο Φως, η μαυρομαντιλούσα μάνα στην Ήπειρο -- ενώ ο πλούτος παραμένει στα χέρια αυτών που πρέπει. Με δυο λόγια: "Ανάσταση", ως ένα ατομικό γεγονός αυτοβελτίωσης, ως ένα ιδιωτικό καταφύγιο παρηγόριας και καραγκιοζικής-σεφερλίδικης σάτιρας, και καθόλου μα καθόλου Επανάσταση.  Παραμένουμε ασφαλείς μέσα στο κουκούλι της ανωτεροτητας και της εντός συνόρων ιδιοσυστασίας μας, επαρχιώτες που αδυνατούμε να δούμε τον παγκόσμιο αντίκτυπο όσων συμβαίνουν εδώ. Κι έτσι, ο εξανδραποδισμός, η πολιτικοκοινωνική εκβαρβάρωση και η εξαθλίωση ενός ευρωπαϊκού λαού για να σωθούν η BNP, η Deutsche Bank και το ευρώ θα περάσουν στην ιστορία ως μια σειρά από ακατανόητα ασυνάρτητα γεγονότα (όπως για μας το κίνημα στο Γουδί ή η Δίκη των Εξ), και όχι ως κάτι σαν τον ισπανικό εμφύλιο, η πρώτη μάχη μεταξύ ελευθερίας-δημοκρατίας-διαφωτισμού και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

Χωριό αυτόνομο, τίποτα δεν είμαστε βρε. Εθνική Ελλάδος, γεια σου. Τι να φταίει η Βουλή.

Ανέβηκε στο The Greek Cloud, στις 21.IV.2014

GatheRate

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Μετά (περίπου) δέκα έτη

Μέσα από τα μπλογκ αναδύθηκαν γραφές και προσωπικότητες στις οποίες εγώ ως αναγνώστης χρωστάω πολλά, χρωστάω ευ ζην και απόλαυση και πολλαπλές μετακινήσεις των οπτικών γωνιών μου. Ανάμεσα στα μπλογκ βρίσκονται σπουδαία κείμενα και κάποιες φωνές που, χωρίς την αυτόματη αυτοέκδοση, θα έμεναν συσκευασμένες και ξεχασμένες μέσα σε συρτάρια ή μέσα σε σκληρούς δίσκους. Κάποιοι πάλι χρησιμοποίησαν τα μπλογκ ως μέσο, ως πλατφόρμα, για να πουν τα σπουδαία δικά τους, είτε αυτά ήταν πρακτικά και τεκμηριωμένα, είτε ποιητικά, είτε συναρπαστικά, είτε ό,τι άλλο. Τελικά, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτές οι φωνές, αυτά τα κείμενα, αυτές οι προσωπικότητες ξέφυγαν ή θα ξεφύγουν από την πλατφόρμα των μπλογκ.

Τα μπλογκ όμως στην πλειοψηφία τους ανέδειξαν τελικώς ένα ύφος, έναν άλφα τρόπο γραφής: αποσπασματικό και θυμόσοφο, υπαινικτικό, με αποσιωπήσεις και με πολλά αποσιωπητικά, ελαφρώς μεθυσμένο και ζαβά προυστιανό... Τα μπλογκ ποτίστηκαν από την αμεσότητα και την τεχνητή προφορικότητα της σχολής Κλικ, από τον υποκειμενισμό του χρονογράφου, από τον συναισθηματισμό και τη χαμηλή οπτική γωνία του ερωτοχτυπημένου στιχουργού και του ημερολογιογράφου. Κύλησαν χαμηλόφωνα, υποκειμενικά ή και αλαλάζοντας -- συνήθως ομφαλοσκοπώντας, πάντως. Άλλα ήταν ανοιχτά ημερολόγια, άλλα ήτανε σαν μικρές εισηγήσεις περί τα κοινά σε οικογενειακά τραπέζια. Ακκίστηκαν τα μπλογκ ότι το μικρό, το στιγμιαίο και το καθέκαστο θα εξακτινωνόταν ανεξαιρέτως στο μεγάλο, στο γενικό, στο πολιτικό, στο πανανθρώπινο. Στις εκβολές των μπλογκ βρίσκουμε τα φρη πρες και τη νέα μυθιστοριογραφία του Λιβάνη και του Ψυχογιού.

Στην κληρονομιά των μπλογκ βρίσκεται λοιπόν ο μεγάλος ορθολογίζων υποκειμενισμός του φρη πρες, βρίσκεται και ο συναισθηματισμός που ζούληξε κι έπνιξε τον λυρισμό. Στα τελειώματα των μπλογκ υπάρχει η κενολογία που, είτε μιλάει για το προσωπικό είτε για το συλλογικό, καμώνεται ότι λέει κάτι μόνο και μόνο επειδή περπατάει με ρυθμό και επειδή είναι ντυμένη με καλολογία ή ρητορική ευχέρεια.
 

GatheRate

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Ακάλυπτος (ο παράδεισος)



Ανοίγω το πατζούρι του υπνοδωματίου, είναι από αυτά που διπλώνουν. Το πρωινό φως ρίχνει τη σκιά του μεγάλου δέντρου πάνω στην τέντα του μικροσκοπικού μπαλκονιού, σείονται οι σκιές των φύλλων. Από μακριά ακούγονται βαριά ρολά πατζουριών που ανοίγουν. Στέκομαι. Ανασαίνω. Ακάλυπτος: ο παράδεισος.

Οι ακάλυπτοι δεν είναι απλώς αίθρια: είναι και δεν είναι σαν το μέσα μέρος ενός ιδιότυπου  Πανοπτικού, όμως ενός Πανοπτικού περιορισμένου από φυτά, τέντες, απλωμένα ρούχα, πατζούρια, κουρτίνες, την αντανάκλαση πάνω στα τζάμια, τα μεγάλα δέντρα που υψώνονται στη μέση του ακάλυπτου. Υπάρχει μια γωνία του κρεβατιού μου στην οποία με βλέπουν από την κουζίνα απέναντι. Άγνωστοι ανταλλάσσουμε βλέμματα στον ακάλυπτο. Και όχι βλέμματα μόνο, λ.χ. πριν τρία χρόνια έγραψα γι' αυτό:
Το πρωί σήμερα πριν το πλοίο διάβασα αυτό, για τον Μπαγιαντέρα. Απόψε, πριν από λίγο, βγήκα στο σκοτάδι να απλώσω τα ρούχα. Θαύμαζα το αγαπημένο δέντρο στον ακάλυπτο και ξαφνικά ακούω από τη διπλανή πολυκατοικία κάποιον να τραγουδάει χαμηλόφωνα αλλά καθαρά -- όπως αρμόζει σε καλοκαιρινή οινοποσία που βγάζει στον ακάλυπτο -- "σα μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει". Μετά τραγούδησε άλλα τρία του ρεμπέτη.
Αυτή η παράδοξη και περιορισμένη κοινότητα με είχε κάνει να σκεφτώ κι εγώ παραλληλισμούς με τα σοσιαλμήντια, το 2009:
Όπως λέει κι η Μάτζικα, τα μπλόγκια είναι μπαλκόνια. Γνωρίζουμε τους άλλους μέσα από τα μπλογκ τους όπως γνωρίζουμε όσους βλέπουμε μέσα από μπαλκονόπορτες, μισόκλειστα πατζούρια και κουρτίνες στον ακάλυπτο να απλώνουν ρούχα, να ντύνονται, να συνευρίσκονται κάθιδροι, να στέκονται απορημένοι μπροστά σε καθρέφτες, να λογοφερνουν και να σφουγγαρίζουν. Δεν ξέρετε τελικά τίποτα για μένα. Δεν ξέρω φυσικά τίποτα για εσάς. Εκτός και αν έχουμε πιει καφέ μαζί μετά τις καλημέρες του μπαλκονιού.
Ενώ, ακόμα παλιότερα, πριν καν αποκτήσω σπίτι δικό μου, έλεγα ότι
Ακούω τους ήχους από τον ακάλυπτο. Με ηρεμούν. Με μαγεύουν, με κάνουν να αισθάνομαι σαν παιδί, μαγεμένη ψυχή, που έλεγα παλιά. Μεγάλη επινόηση ο ακάλυπτος, όπως και η ταράτσα, εκεί που πραγματικά αισθάνεσαι τι θα πει πόλη και αστικό τοπίο -- αλλά φαντάζομαι τα έχουνε πει αυτά οι πολεοδόμοι κι οι αρχιτέκτονες.
Σκεφτόμουνα λοιπόν τις προάλλες, πόσο καλό είναι να υπάρχει στην καρδιά κάθε οικοδομικού τετραγώνου της Αθήνας, της Αθήνας που με αφορά τουλάχιστον, όχι πάρκινγκ, αλλά χώρος ακάλυπτος, κι ας είναι σπανιότατα κοινόχρηστος. Δεν πειράζει: πολλές φορές τα πρωινά στην Αθήνα, ο ακάλυπτος είναι ο παράδεισος, κάτι σαν τη χαρά της ζωής.

Περνώντας από έξω προς τα μέσα: είμαι ένας άνθρωπος με "κέλυφος σκληρό, απωθητικό, αηδές, αδιαπέραστο", μια πανοπλία μέσα στην οποία καίει η "κρύα θαμπή φωτιά" μου. Το κέλυφος με προστατεύει από τον έξω κόσμο, μα καμμιά φορά κάνει τη φωτιά να ασφυκτιά, να πνίγεται, να τρεμοπαίζει καπνίζοντας. Καλά καλά, ούτε το βλέμμα μου δεν αναχαιτίζεται με τίποτα: δε θα συναντήσει το δικό σου αν δεν το επιτρέψω.

Κι όμως το κέλυφος, που καλύπτει την καρδιά μου, δεν είναι παρά μια πανοπλία που αποζητώ την ευκαιρία να την ξεντυθώ και να την πετάξω με το που θα μπω στο σπίτι, εκεί όπου είναι το σπίτι. Η χαρά μου δεν είναι να περιφέρομαι αρματωμένος, η χαρά μου είναι να αποκαλύπτομαι και να μένω ακάλυπτος: στη φιλική εμπιστοσύνη, στη γαλήνια απόσυρση της αγάπης, στο δόσιμο του έρωτα. Αυτό αποζητώ, να είμαι ακάλυπτος. Αυτό είναι παράδεισος: οι ώρες που είμαι ακάλυπτος, οι άνθρωποι με τους οποίους είμαι ακάλυπτος. Ακάλυπτος, λοιπόν, ή αλλιώς: στον παράδεισο.

GatheRate

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Μικρή αρχαιολογία της επιθυμίας ή Το πολιτικό ως αντίδοτο της ενοχής (γραμμένο μαζί με τον Χρήστο Νάτση)

Το κείμενο αυτό είναι γραμμένο από κοινού με τον Χρήστο Νάτση. Ο Νάτσης ήταν ο Μπόουι κι εγώ ο Μπράιαν Ήνο: παραγωγός και χτενιστής. Η φωτογραφία είναι του Weegee.

Την εποχή του απολίτικου ακτιβισμού, δηλαδή μία εποχή πριν, κοινωνική ευθύνη και διακριτική δράση για τα δικαιώματα των άλλων, συνήθως επιστολογραφικού και φιλανθρωπικού χαρακτήρα, εκτόνωναν τα ενσυναισθητικά αντανακλαστικά του μέσου επαγγελματία κάτω των 50. Την εποχή εκείνη επαναβεβαιώθηκε, και δη σαν να αποτελούσε αξίωμα, η ενοχική αντίληψη για την απόλαυση: η απόλαυση του ενός είναι η οδύνη πολλών. Οι πολλοί θα βρίσκονταν κατά κανόνα στον Τρίτο Κόσμο, ή και στον καθ' ημάς Τέταρτο Κόσμο. Για παράδειγμα, η συγκομιδή του καφέ σου γίνεται από σκλάβους ενώ η σοκολάτά σου προϋποθέτει κι αυτή σκλαβιά. Το μπιφτέκι σου καταστρέφει το τροπικό δάσος και επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με διοξείδιο του άνθρακα από βοοειδή που πέρδονται. Το πουκάμισό σου το έραψαν παιδιά στο Μπανγκλαντές. Η εκδρομή με τα δικά σου παιδιά και τον πατέρα τους καταστρέφει το στρώμα του όζοντος ενώ σπονσοράρει τα αυταρχικά καθεστώτα του Αραβικού κόσμου, μέσω των πολυεθνικών του πετρελαίου. Μια βραδιά στο στριπτιζάδικο τροφοδοτεί απαρέκκλιτα ένα παγκόσμιο δίκτυο δουλεμπορίας γυναικών, που οι απολίτικοι αποκαλούν ευφημιστικά 'τράφικινγκ'. Ακόμη, στους κύκλους ακραίων, η δωρεάν παιδεία για τα παιδιά σου επιβαρύνει φορολογικά την εύπορη κυρία που επέλεξε να στείλει τα δικά της στο ιδιωτικό σχολείο. Και πάει λέγοντας.

Βεβαίως, η καχυποψία απέναντι στην απόλαυση, η εξαργύρωση κάθε χαράς με την οδύνη κάποιων κάπου αλλού, μακριά ή κοντά, έχει τις ρίζες της ήδη στο πλατωνικό Συμπόσιο, όπου διαμορφώνεται η μεγάλη αφήγηση που θέλει την απόλαυση, αλλά και την επιθυμία την ίδια, να θεμελιώνονται αρνητικά, να προϋποθέτουν οπωσδήποτε την έλλειψη. Στην γενεαλογία της επιθυμίας ως έλλειψης -- της επιθυμίας δηλαδή ως εξαγόμενου μιας αρνητικής διαδικασίας -- κεντρική θέση κατέχει βεβαίως ο μύθος του ανδρογύνου, ο χωρισμός του οποίου κάνει άντρα και γυναίκα να ψάχνουν εναγωνίως το άλλο τους μισό.Ο μύθος του ανδρογύνου προσδίδει στην επιθυμία ως έλλειψη αρχετυπική θεμελίωση αλλά και γκροτέσκο χαρακτήρα -- έναν χαρακτήρα που δεν θα απολέσει ποτέ στις διάφορες εκφάνσεις του, μυθώδεις ή μη. Σύμφωνα με τον μύθο, υπήρχαν αρχικά μόνο κατι σφαιροειδή ανθρώπινα όντα με διπλό πρόσωπο και διπλά γεννητικά όργανα, με οκτώ άκρα που μετακινιόντουσαν κάνοντας τούμπες. Κι έπειτα, μετά από απόφαση των θεών, ο Δίας αρπάζει αυτά τα όντα και τα διχοτομεί σαν «βρασμένα αυγά». Από τότε και στο εξής αρχίζει η αιώνια αναζήτηση του Άλλου, που εξυπακούει και υπογραμμίζει τη δομική ανολοκληρότητα του όντος. Ανολοκληρότητα που μόνο προσωρινά μπορεί να καταπραϋνθεί με το σεξ, για να επανέλθει ακόμη εντονότερη. Ο πλατωνικός μύθος λοιπόν εικονίζει υποδειγματικά ακριβώς αυτή την αντιδραστική πολιτική οικονομία της θέλησης.

Όπως είναι αναμενόμενο, τη σκυτάλη από τον Πλάτωνα θα παραλάβει ο Χέγκελ, που θα συνεχίσει αυτήν την παράδοση προσθέτοντας κι αυτός έναν αρχετυπικό μύθο, που με τη σειρά του θα μπολιάσει ολόκληρο τον 19ο και 20ο αιώνα: τον μύθο του Κυρίου και του Δούλου. Ο Χέγκελ σκηνοθετεί κι αυτός μια προϊστορική αναμέτρηση, όπου ο Δούλος είναι αυτός που φοβήθηκε για τη Ζωή του και προτίμησε να γινει υπηρέτης από το να ρισκάρει να πεθάνει. Κι όμως, αυτή η στιγμη της διαμεσολάβησης της επιθυμίας θα δώσει στον Δούλο, με το πέρασμα του χρόνου, το πλεονέκτημα. Ο Κύριος, που δεν παραιτείται από την επιθυμία του, που την εκπληρώνει θετικά, έχει τελικά την ανάγκη του Δούλου, που δουλεύει το Πράγμα. Η τριβή του Δούλου με το Πράγμα -- δηλαδή η εργασία -- θα τον καταστήσει τελικά κυρίαρχο του παιχνιδιού.

Πολλαπλά διαμεσολαβημένη, η διαλεκτική Κυρίου και Δούλου θα επηρεάσει και όλη τη μεταπολεμική γαλλική σκέψη: από τον Μπατάιγ και τον Μπλανσό, μέχρι (λοξά στην αλλαγή) και τον Λακάν, τον μύστη των σύγχρονων οπαδών της μη ολοκλήρωσης και του φόβου της καθαρής, θετικής, παραγωγικής επιθυμίας. Στα χέρια των Γάλλων, η επιθυμία ως αρνητικότητα, η μέχρι τα όρια του γκροτέσκου αναζήτηση του ελλίποντος Άλλου, θα δώσει μεν αριστουργήματα όπως την Μαντάμ Εντουαρντά, αλλά επίσης θα προσδέσει την απόλαυση γερά στο άρμα της ενοχής. Η επιθυμία ως αρνητικότητα θα οδηγήσει στη θλιβερή οντολογία της μελαγχολίας, στην οποία με τη σειρά της είναι ριζωμένη η πολιτική αμηχανία μιας σκέψης δωματίου (μιας σκέψης που διατηρεί ρητώς αιμομικτικές σχέσεις με τις πηγές της, που τη βαραίνει το άγχος της επίδρασης). Δεν υπάρχει ίσως καλύτερη εξεικόνιση αυτής της συνθήκης από τους Ονειροπόλους του Μπερτολούτσι: τρεις νέοι βρίσκονται παγιδευμένοι στα αδιέξοδα της δυτικής επιθυμίας (λογοκεντρικής και φαλλοκεντρικής) που ευνουχίζει την πράξη: ενώ έξω το πολιτικό κυματίζει, εκείνοι μέσα παραμένουν άπρακτοι, σε υστερική παράλυση σχεδόν.

Στο χρονολογικό ενδιάμεσο αυτών των προσεγγίσεων, μεταξύ του Χέγκελ και των Γάλλων, αλλά λειτουργώντας ως αντίποδας, βρίσκεται από το 1844 κιόλας ο Μαρξ. Το χρήμα στα 'Παρισινά χειρόγραφα' περιγράφεται ως το αποτέλεσμα της συσσωρευμένης αποχής από την εκπλήρωση της παραγωγικής επιθυμίας. Αυτή η περιγραφή προοικονομεί την δυσκοίλια ικανοποίηση της ηθικιστικής φιλανθρωπίας στην εποχή του απολίτικου ακτιβισμού κατανωλωτών με συνείδηση, καθώς και των κομψών συμβολικών διαμαρτυριών τους.

Η λύση, η μόνη λύση από τους Νέους Χρόνους και μετά τουλάχιστον, είναι βεβαίως το πολιτικό: άλλωστε, ας έχουμε κατά νου πως η ιδιότητα του πολίτη θεμελιώνεται στην φορολογία μετά το no taxation without representation. Με άλλα λόγια, η εκχώρηση τμήματος του εισοδήματός μου είναι η υλική βάση του δικαιώματος. Παράλληλα είναι και η υλική βάση της απαίτησης ενός κράτος δικαίου και πρόνοιας, που θα αναλαμβάνει αυτό να μετατρέπει την φιλανθρωπία σε κοινωνική πολιτική. Για να γίνουμε πιο σαφείς: δεν υπάρχει πράξη μεταβίβασης χρήματος, πλούτου κτλ. που να μην είναι εξουσιαστική. Το ίδιο το κράτος, ως πεδίο εκδίπλωσης των αντιθέσεων και των συγκρούσεων των κοινωνικών ομάδων, είναι ο προνομιακός τόπος άρθρωσης του πολιτικού και ως εκδήλωσης της επιθυμίας.

Με άλλα λόγια, η ενοχικά ηθικίστικη κι ευνουχισμένη επιθυμία να προσφέρω στον συνάνθρωπο από το υστέρημά μου αποτελεί τελικά τον αναδιπλασιασμό της σύγκρουσης εντός του υποκειμένου. Πρόκειται όμως για έναν αναδιπλασιασμό που επικυρώνει την ήττα μιας χειραφετημένης, θετικής, καταφατικής προσωπικότητας. Αν αντιμετωπίζω ενοχικά τις επιθυμίες μου, έχω εξασφαλίσει την αδυναμία μου να τις εκφράσω και να τις διεκδικήσω πολιτικά, είτε πρόκειται για πληρωμένες διακοπές, είτε για περίθαλψη, είτε για χειραφέτηση από τον κοινωνικό έλεγχο.

Η επιθυμία τελικά, η γενναιότητα της επιθυμίας, συναρτάται με το πολιτικό ως πράξη.

GatheRate

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Η γενιά και το τρίπτυχο

Το αμερικανικό όνειρο πείθει (ακόμα) ότι όλοι μπορούνε να γίνουν πλούσιοι και επιτυχημένοι. Η ελληνική πραγματικότητα, τον καιρό που μεγάλωνα και ήμουν νεαρός (τώρα πια είμαι επιτέλους νέος) έπεισε ότι όλοι είμαστε πλούσιοι. Βοηθούσε και το τουλάχιστον ένα περιουσιακό που είχε σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια: κτήμα, ρίζες, χωράφια, οικόπεδο, διαμέρισμα, σπίτι, εξοχικό -- κάτι.

Η μητέρα μου, ακόμα και τώρα, εκνευρίζεται να με ακούει να λέω ότι από τα 16 μέχρι τα 34 έζησα σε οικονομική στενότητα, ειδικά για τα πρώτα εφτά χρόνια, που ζούσα μαζί τους: "στερήθηκες ποτέ τίποτα; γιατί λες ότι ήμασταν φτωχοί;". Λες και είναι κουσούρι να είσαι φτωχός, ή (με βάση το τι σημαίνει σήμερα να είσαι φτωχός στην Ελλάδα) να μην το φυσάς: να βασίζονται τέσσερις άνθρωποι σε μία πρόωρη μειωμένη σύνταξη.

Κι όμως, αυτή η "πραγματικότητα" μας αφηνε κι εμάς να ελπίζουμε ότι θα μπορούσαμε κι εμείς να κάνουμε άχρηστες σπουδές ή ταξίδια στο Παρίσι με διατροφή σάντουιτς, τόνο κονσέρβα και μπισκότα. Η πεποίθηση ότι δεν είμαστε φτωχοί μάς άφησε να ονειρευόμαστε και άλλα πολλά πέρα πέρα από έναν καλό γάμο, ένα σπίτι, μια δουλειά. Η γενιά μου δεν είναι μόνο δαπίτες και παιδιά του Κλικ και μπουζουκονταγλάν ψευτοροκάδες, η γενιά μου έβγαλε και γενναίες γυναίκες και ξεκαβαλημένους άντρες. Και μου φαίνεται ότι όσοι έρχονται μετά από εμάς είναι πολύ καλύτεροι, πιο ελεύθεροι, πιο διαβασμένοι, πιο μαχητικοί. Γιατί έζησαν τη συντριβή της πεποίθησης αυτής και, όπως λέει και στο Damage του Λουί Μαλ (ταινία τοτέμ για μένα): "Damaged people are dangerous. They know they can survive."

 Βεβαίως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Από την τριάδα της τυραννίας, το γνωστό τρίπτυχο της δουλείας, η οικογένεια είναι ο ισχυρότερος εξουσιαστικός μηχανισμός, ο πιο βαθύς -- γιατί τη σημαία του (που τη λεν αγάπη) την κρατάει μια μάνα στο όνομα του πατρός. Μάνα έχουν και οι άθρησκοι και οι απάτριδες. Κι έτσι, την πατρίδα την πολεμάς, την απομυθοποιείς, τη χλευάζεις, την αποκηρύσσεις, την ξεφορτώνεσαι (τάχα) με εξορία ή (τέλος πάντων) πολεμάς να την αλλάξεις -- κάτι. Τη θρησκεία, πάλι, τη διαγράφεις, την αποσυναρμολογείς, τη μεταμορφώνεις ή την υποτάσσεις. Αλλά την οικογένεια μπορεί να σου την ξεριζώσει μόνο με τανάλια κανας ψυχαναλυτής. Και μάλιστα, παίρνει καιρό το ξερίζωμα, και χρειάζεται αντοχή στον πόνο, καθώς η τανάλια κουνιέται πέρα δωθε με βία.

Ψυχαναλυτής και μόνο; Δεν ξέρω. Τον Νοέμβριο έτρωγα στο σπίτι του προέδρου της ψυχιατρικής εταιρείας ευρωπαϊκής χώρας. Είχε φτιάξει κατι ωραία λαζάνια, έφαγα το μισό ταψί. Τον ρώτησα για την ψυχοθεραπεία. Η άποψή του ήταν ότι πάνω απ' όλα μετράει η ενσυναίσθηση του αναλυτή και το πώς κολλάει μαζί σου -- όχι τόσο τα ερμηνευτικά εργαλεία ή οι μέθοδοι. Ούτε καν τα φάρμακα του ψυχίατρου ("εκτός αν μιλάμε για σχιζοφρένεια ή ψύχωση"). Εξίσου καλή δουλειά μπορεί να κάνει ο γκουρού κι ο εξομολόγος. "Άρα και ο κολλητός σου, που του λες τα δικά σου μετά από ενδοσκόπηση;", τον ρώτησα. "Α, όχι: ο κολλητός σου δεν είναι αυθεντία. Ο αναλυτής, ο ψυχοθεραπευτής, ο γκουρού, ακόμα κι ο εξομολόγος, αν πιστεύεις, είναι αυθεντία: θα αναγκαστείς να κάτσεις να τον ακούσεις."

GatheRate

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Σκηνές από μια κηδεία


Πηγαιμός:

Την ώρα που πέθαινε, μέσα στη νυχτα, ήμουν χαρούμενος. Αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ.

Αγόρασα μια μαύρη γραβάτα το 2009. Δεν την έχω φορέσει ακόμα, αν και κοντεύω να πάρω Μάστερ στον θάνατο και στις κηδείες (1, 2, 3 και 4), γιατί δεν ήταν αρκετά κοντινός ο εκλιπών. Τελικά μου δάνεισε μία ο πατέρας μου, μια νάυλον, άθλια.

Λεξοτανίλ στην τσέπη του σακακιού. Για μένα τίποτα.

Στον σταθμό των ΚΤΕΛ πούλαγαν βιβλία. Αλλά ανακατεύομαι όταν διαβάζω μέσα σε ΚΤΕΛ. Κι ύστερα σκέφτηκα ότι θέλω να μην έχω τίποτε στα χέρια μου, να μην κρατάω τίποτα. Είχε γουάι-φάι μέσα στο λεωφορείο αλλά μετά από λίγο παύει να συνδέεται.

Όταν μπορεί να τρέχει το μυαλό στα τρυφηλά, δεν πλήττεις. 'Ισα ίσα, παρηγοριέσαι.

Πρακτορείο. Δρομολόγια για Αλβανία, ανορθόγραφα: Shqiperia. Η τελική ευθεία. Σε ένα τσαγαλί καντέτ που πρωτομπήκα το 1982.

Δεν είναι από ταινίες αυτή η πράσινη θάλασσα που βλέπω στα όνειρά μου. Είναι ο Κάμπος την άνοιξη.

Ξόδι:

Κρατάω μια γυναίκα ηλικιωμένη και ταλαιπωρημένη. Όπως πολύ σωστά το έθεσε μια φίλη, για εμάς τους άντρες η μάνα είναι ακριβώς αυτό από μια ηλικία και μετά: μια γυναίκα ηλικιωμένη κι εύθραυστη. Ούτε πρώην ερωμένη, ούτε η mother του Ρότζερ Γουώτερς, ούτε η σκοτεινή καταπίεση που δεν μας άφησε να πάμε στη Νορβηγία με ωτοστόπ. Βαστάζω τη μάνα μου καθώς περπατάμε ανάμεσα σε παραμορφωμένα πρόσωπα και κλαμένα μάτια.

Το σοκ του λειψάνου δεν υπάρχει. Με εξαίρεση θύματα δυστυχημάτων, ο νεκρός όντως δείχνει απλώς να κοιμάται, ό,τι και αν έχει υποστεί. Είναι και η ταρίχευση. Αυτό πάντως που υπάρχει είναι η αναμονή του σοκ, χειρότερη από τη μαρτυρία των ζωντανών μας ματιών. Πάντοτε χειρότερη. Αντικρύζεις τον νεκρό και καθαίρεσαι.

Άθλιες ψαλμωδίες, υβριστικά άθλιες. Μπλαζέ παπάς. Οι πόρνες προάγουν υμάς, γιατί τουλάχιστον οι πόρνες υποκρίνονται ότι νοιάζονται για τον καημό μας, ότι κάπως συμμετέχουν τέλος πάντων.

Απότομος πνιγμός: είμαι το γιουσουφάκι της ενσυναίσθησης. Ο πόνος των άλλων συντονίζεται και πολλαπλασιάζεται εντός μου. Λέω: έχασα τον αγαπημένο μου άνθρωπο. Είμαι εντάξει. Μετά σκέφτομαι: έχασε τον εραστή της· έχασε τον πατέρα του· έχασε τον πατέρα της· έχασε τον μικρό της αδερφό. Πονώ που υποφέρουν, ο λαιμός μου σφύζει. Παραλύω, κατακλύζομαι, ποντίζομαι.

Υπάρχει λόγος που φοράμε μαύρα γυαλιά.

Να πάνε να γαμήσουν και να πάνε να γαμηθούν όσοι ξινίζουνε τα μούτρα όταν ακούνε κοπετούς και ουρλιαχτά και θρήνους. Σε αυτά, όπως και στα βογκητά και τα μουγκρητά και τις στοναχές των ερώτων, υπάρχει ακατέργαστη και λαμπρή η ανθρωπότητα. Γι' αυτό είναι αβάσταχτα, γι' αυτό "ενοχλούν".

Ταφή.

Παύση: 

Φαγητό στο πατρικό. Παπαρούνες παντού. Αναμνήσεις του πεθαμένου. Τα ίδια κεντήματα, τα ίδια κάδρα στον τοίχο. Ύπνος στο κρεβάτι που κοιμόμουν πάντα.

Βρισκόμαστε στην αρχή του σταδίου της Άρνησης, που λένε.

Επιστροφή:

Κατούρημα στον σιδηροδρομικό σταθμό.  Μπορντούρα με μπλε πλακάκια πάνω από το ύψος των ματιών. Διακοσμητικό μοτίβο: το όνομα του μακαρίτη, ξανά και ξανά, με χρυσά γράμματα στο μπλε φόντο. Πόσο πιθανό; Αλλά και πόσο μεταφυσικά ανάρμοστο; Όραμα στα ουρητήρια -- μήνυμα στον καμπινέ.

Εξωπραγματική ομορφιά. Λιβάδια, πλαγιές, δάση, κορυφές. Μια Ελλάδα που δε βλέπεις από αυτοκινητόδρομο, παρά μόνον από την κατάμονη και προπηλακισμένη σιδηροδρομική γραμμή. Άνοιξη παντού.

GatheRate

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Πόλη


Τόσα χρόνια στο μπλογκ, δεν έχω γράψει ποτέ ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Μου θυμίζουνε λίγο τους τσελεμεντέδες περιοδικών με συμβουλές για το σεξ: όταν δεν είναι ανακριβείς, είναι υποκειμενικές, ενώ στην καλύτερη περίπτωση περισσότερο σου ανοίγουνε την όρεξη παρά σου ανοίγουνε παράθυρα.

Η Πόλη, βεβαίως, είναι άλλη περίπτωση. Είναι το τοτέμ του Έλληνα. Επίσης, από παιδί μεγάλωσα με ιστορίες της αλλά έπρεπε να φτάσω σε μεγάλη ηλικία για να πατήσω τα λεγόμενα πάτρια: πρέπει να γράψω γι' αυτήν. Βεβαίως, δεδομένου ότι το ταξίδι στην Πόλη είναι μόδα τρελή από τον καιρό που οι τράπεζες έδιναν (με το στανιό) διακοποδάνεια, πρέπει να είμαι από τους τελευταίους Έλληνες που ταξίδεψε στη Βασιλεύουσα. Ωστόσο, έχω κάποιες παρατηρήσεις:

Αν ψάχνετε Ελληνισμό, υπάρχουν η Γερμανία και το Αμέρικα. Αν πάλι πάτε στην Πόλη για να βρείτε το Βυζάντιο, καλύτερα να πάτε στη Σαλονίκη· ή στο Άγιον Όρος, αν σας αφήνουν.

Αν πάτε στην Ιστανμπούλ επειδή εκεί συναντιέται η Ανατολή με τη Δύση, προτιμήστε το Ντύσελντορφ (με τους 50.000 γιαπωνέζους του) ή οποιαδήποτε πόλη με μεγάλη Τσαϊνατάουν. Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται πέρα από Ανατολή και Δύση, μοιάζει περισσότερο με τη Νέα Υόρκη: είναι μια αχανής κοσμόπολη με ιλιγγιώδη ποικιλία στα πάντα, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων της -- άλλωστε, οι πόλεις είναι οι άνθρωποί τους. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη υπάρχει ως κοσμόπολη τα τελευταία 1400 χρόνια και υπήρξε αυτοκρατορική πρωτεύουσα και πόλη-όνειρο και πόλη-τρόπαιο για 16 αιώνες. Συγκρίνετέ τη με τη χτεσινή Νέα Υόρκη και με το επί ενάμιση αιώνα αυτοκρατορικό Λονδίνο, και θα προετοιμαστείτε για την ιλιγγιώδη εμπειρία της Πόλης. Κάπως.

Βεβαίως ο Παμούκ θα σας πει ότι η Ιστανμπούλ ξέπεσε επειδή έχασε τις μειονότητές της. Το Με λένε Κόκκινο και, λιγότερο, το Μαύρο βιβλίο θα είναι πάντοτε ανάμεσα στα αγαπημένα μου μυθιστορήματα, αλλά ο νομπελίστας έχει μετατραπεί κάπως σε Σώτη Τριανταφύλλου (και μιλάω σαν κάποιος ο οποίος επίσης έχει χαρεί βιβλία της Τριανταφύλλου, και ακόμα απορεί τι έπαθε). Η ορφάνια και οι εθνοτικές εκκαθαρίσεις όντως οδήγησαν τη Σμύρνη, τη Σαλονίκη, την Οδησσό, το Λβοφ, την Πράγα, την Τεργέστη και άλλες πόλεις στον μαρασμό. Ωστόσο, τελικά τον Παμούκ τον ενοχλεί η μουσουλμανική φτωχολογιά, η κούρδικη προσφυγιά,  και ο ερντογανισμός που έχουν (κατά την οπτική του) αντικαταστήσει την εκκοσμίκευση-εξευρωπαϊσμό, τον κομψό Ρωμιό / Εβραίο / Αρμένη και τη γαλλομάθεια. Δεν αντιλαμβάνεται ότι, όπως η Νέα Υόρκη έκανε δικούς της Ιρλανδούς, Ιταλούς, Εβραίους, λατινοαμερικάνους και τόσους άλλους, το ίδιο ακριβώς έχει κάνει ξανά και ξανά η Σταμπούλ. Και το ξανακάνει ήδη.

Οι κοσμοπόλεις είναι τα αχανή και πολυεπίπεδα θέατρα της ανθρωπότητας, μέσα σε αυτές η ανθρωπότητα παίζει και ζει τους ρόλους της ενώ παρακολουθεί ταυτόχρονα τον εαυτό της. Είναι συνθετότερες από τις χώρες που τις φιλοξενούν, όπως ο εγκέφαλος είναι πολυπλοκότερος από το σώμα που τον υπηρετεί και που τον ζει και το οποίο διαφεντεύει. Είναι δυνατότερες από κάθε θρησκεία, ιδεολογία ή και τρόπο ζωής. Έχουνε χαρακτήρα όμως αναλύονται σε εκατομμύρια χαρακτήρες. Αν αγαπάτε την ανθρωπότητα, ή αν θέλετε να σπουδάσετε την ανθρωπότητα, να πάτε εις την Πόλη.

GatheRate

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Γοργόνες


Σήμερα σκεφτόμουνα γοργόνες. Κάποιοι τις λένε σειρήνες. Έχουνε τη χάρη δελφινιού αλλά είναι γυναίκες. Όταν αναστενάζουν ακούγονται τραγούδια του βυθού. Είναι ανυπότακτες και είναι όμορφες σαν άστρο. Κάποιοι λένε ότι είναι και μοχθηρές, τις βρίζουνε: μυρίζουν ψαρίλα, λέει, αλλά μάλλον αυτούς δεν τους ζύγωσαν ποτέ γοργόνες. Σε πλησιάζουν αθόρυβα, γλυστρούν ανεπαίσθητα γύρω σου -- δεν είναι πλάσματα του αφρού -- και, αφού σε εξετάσουν εκεί που κολυμπάς στα βαθιά, ξεπροβάλλουν και σε χαιρετάνε μ' ένα απλό "γεια". Όμως δεν ακινητούν ποτέ: αν θα ήθελες να τις φωτογραφίσεις, κουνημένες θα βγούν, τουλάχιστον όμως η θολή κίνησή τους θα τονίζει λάμψεις φευγαλέες του φεγγαριού πάνω στο στιλπνό τους δέρμα.

Οι γοργόνες έχουνε θάρρος και λευκά δόντια. Είναι γυναίκες γενναίες και λίγο αγέρωχες. Δεν τραγουδούν καθόλου. Ίσα ίσα σε αναγκάζουν να ονειρεύεσαι την ησυχία του βυθού, τον μετεωρισμό της καταβύθισης, τις ξαφνικές επιθυμίες του νερού. Σε γητεύουν. Σε σπρώχνουν απαλά, το στεριανό σου σώμα δηλαδή, που μόνο να επιπλέει αντέχει, να βουτήξεις προς μια ιδιότυπη λαχτάρα, προς μια πολύ βαθειά νοσταλγία για κάπου όπου ακόμα δεν έχεις πάει. Ο προορισμός μπορεί να είναι κάποιο νησί τους, κοραλένια δάση, ή το κορμί τους απλώς.

Οι γοργόνες μιλάνε λίγο και κυρίως προτιμούν το γέλιο: γελούν το γέλασμα των αναρίθμητων κυμάτων. Τα μάτια τους είναι στο χρώμα του βυθού. Κι όσο κοιτάζεις τα φύκια μαλλιά τους που κυματίζουν βαριά και νωθρά στο ελάχιστο ρεύμα, κι όσο κοιτάζεις τα υδρόφιλά τους στήθη και τις ζωγραφιστές ρώγες που τα στεφανώνουν, κι όσο αναρωτιέσαι πού τις έβλεπαν οι παλιοί τις ψαρίσιες ουρές, εκεί όπου εσύ βλέπεις ξυπόλητα πόδια κάποιας παραλίας, τόσο σε ζώνει ο φόβος και η ταραχή: "πού θα με πάει αυτή;", "πώς σμίγεις με ένα τέτοιο πλάσμα;", "με τι τρόπους θα με κατασπαράξει;", "άραγε θυμώνει εύκολα, σαν εκείνη που βούλιαζε τα πλοία;". Γιατί όταν θα σε βρει η γοργόνα, το μόνο εφόδιο που σου βρίσκεται είναι κάτι ιστορίες των παλιών. Και η διάθεση να χαθείς και να ποντιστείς.

Όταν δεις τη γοργόνα να κάνει βουτιές χτυπώντας στην επιφάνεια της θάλασσας, παριστάνοντας το δελφίνι, μπορεί να νομίσεις ότι η χαρά της είναι απεριόριστη, όπως είναι ο πόθος της, όπως είναι η γητειά της. Μπορεί να νομίσεις ότι είναι πλάσμα εύθυμο. Όμως μόνο για χάρη σου παίζει στην επιφάνεια, μόνο για σένα είναι το κύλισμα στην επιφάνεια. Η γοργόνα ανήκει στον βυθό, στη σιωπή και στο λιγοστό του φως. Θα έρθει η γοργόνα πίσω στον αφρό ξανά και ξανά για σένα, θα σε τραβήξει (για λίγο; για πάντα;) να ναυαγήσεις, να δεις το βένθος. Αλλά ξέρει πότε θα σε αφήσει. Αν σε αφήσει.



GatheRate

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Διασύροντας την πατρίδα μου μπροστά στους ξένους

"Δε μου αρέσουν οι Γερμανοί. Έκανα στρατό στη Γερμανία το '47: κανένας δεν είχε υπηρετήσει στο Δυτικό Μέτωπο. Κανένας δεν ήξερε πού τους πάνε τους Εβραίους. Κανένας δεν ήξερε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γενικά, κανείς δεν είχε καταλάβει."

"Ντρέπομαι που είμαι Έλληνας. Κανείς δεν ξέρει για τις νάρκες στα σύνορα και τους πνιγμένους στο Αιγαίο. Κανείς δε μιλάει για βασανιστήρια και εκτελέσεις στις φυλακές. Κανείς δεν ασχολείται με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εντάξει, η κλίμακα είναι μικρότερη, αλλά είμαστε μικρή χώρα."

[...]

"Ιδέα δεν είχα. Χρειάζεστε μηχανισμούς αντιπροπαγάνδας."

(Συζήτηση που ξεκίνησε με θέμα "αγαπάμε την Ελλάδα, αγαπάμε τους Έλληνες".)

GatheRate

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Περί ζώων κινήσεως (De Motu Animalium)

Γράφω με αφορμή αυτό, ένα κείμενο με τόνο πατερναλιστικό και ηθικολογικό, όπως και η μεγάλη πλειονότητα όσων διαβάζουμε πια στα φρηπρές και στο διαδίκτυο. Πρόκειται για ακόμη ένα κείμενο σαν κι αυτά τα παλιά αθηναϊκά χρονογραφήματα, που περιέγραφαν την σῆψιν τῆς κοινωνίας. Μόνο που τα σύγχρονα χρονογραφήματα δεν έχουνε σκοπό να διεγείρουν, αλλά αποκλειστικά να νουθετήσουν μέσα από εκβιαστικά και τεχνητά διλήμματα, τάχα μου ηθικού ή βιολογικού χαρακτήρα: στο κείμενο λοιπόν δεσπόζει η τεχνητή αντινομία μεταξύ ερωτικής επιθυμίας (της γυναίκας, βεβαίως) και μητρότητας. Οι μάνες δε γαμιούνται, κι αν γαμιούνται είναι σαν σκύλες. Αυτό όμως ισχύει μόνο στις μεσογειακές κοινωνίες μετά τα 1970, οπότε και η γυναίκα θα γεννήσει εκεί στα τριαντατόσα, λέει, μόνον αφού (λέει) πάψει να είναι ερωτικά ενεργή· ισχύει επίσης στο φαντασιακό του παιδιού κάθε μάνας.

Αλλά ας γίνω πιο προσωπικός. Είμαι σε μακροχρόνια σχέση με τη Ζ. Δε φτιάχνομαι ούτε με το να είμαι κερατάς, ούτε με τρίτους ανθρώπους ανάμεσά μας, ούτε με το swinging. Δεν έχω κοιτάξει ποτέ κινητά, σημειώσεις, ημερολόγια, μηνύματα κτλ. της Ζ. και γνωρίζω πως είμαι πολύ τυχερός στο ότι αυτό είναι αμοιβαίο.

"Και αν σε απατήσει;" με έχουνε ρωτήσει πολλές φορές. Πρώτον, τα "απάτη" και "απιστία" είναι ήδη προβληματικά σαν όροι, αφού ονομάζουν την εξωσυζυγική ερωτική δραστηριότητα, τη μοιχεία που λέμε, ακριβώς όπως και την ατιμία προς ανθρώπους ("απάτη") και προς θεούς ("απιστία"). Το αντεπιχείρημα ότι η μοιχεία γίνεται εν κρυπτώ και πίσω από έναν πέπλο διακριτικότητας, σιωπής ή ψεύδους είναι άσχετο: πολλά, μα πάρα πολλά μυστικα υπάρχουνε μεταξύ δύο ανθρώπων που ζούνε μαζί. Κάθε μα κάθε είδους. Όσο αγαπημένοι και να είναι. Όπως είπε και μια φίλη 9 χρόνια παντρεμένη: "Δεν τα ξέρεις όλα για τον άλλο. Δε γίνεται. Εγώ δε θέλω να τα ξέρω όλα για τον [άντρα μου]." Ας επαναδιατυπώσω την ερώτηση λοιπόν: "κι αν με κερατώσει;"

Παρακάμπτω προσωπικά δεδομένα που δεν αφορούν κανένα και λέω ότι παίζουνε δυο σενάρια:

Αν με κεράτωσε, κεράτωνε, κερατώνει ή κερατώσει γιατί θέλει να σηματοδοτήσει ή να πυροδοτήσει το τέλος της σχέσης μας, δεν υπάρχει νόημα να εξεγερθώ κατά της αρπαχτής ή της παράλληλης σχέσης. Τέλος. Έχω δει πολλά ζευγάρια να χωρίζουν χωρίς να έχει υπάρξει σκιά από κέρατο, έχω δει να χωρίζουν και μετά από ψυχαναγκαστικό αλληλοκεράτωμα. Έχω γνωρίσει ζευγάρια που έζησαν μαζί αγαπημένα μέχρι το τέλος, παρά την εκατέρωθεν ερωτική αυτοδιάθεση δεκαετιών. Και έχω ακούσει και κάθε τι ενδιάμεσο: όλα τα "δε θα πετάξω μια ευτυχισμένη ζωή στα σκουπίδια για ξεπέτες", "εμένα με αγαπάει" κτλ. αλλά και τα "δε θα τη μοιραστώ με κανέναν πούστη ποτέ", "τσουλαπουτανακαριόλα να φύγεις να φύγεις να φύγεις". Κτλ. κτλ. κτλ.

Αν πάλι με κεράτωσε, κεράτωνε, κερατώνει ή κερατώσει γιατί ο άλλος (ή η άλλη) της πρόσφερε ή θα της προσφέρει κάτι που δεν μπορώ εγώ, παρότι μαζί μου θέλει να είναι, καλώς. Βεβαίως δε (θα) θέλω να ξέρω λεπτομέρειες και δε θα ένιωθα ή νιώσω τρομερά επαρκής σαν εραστής και σύντροφος. Θα ζηλέψω λυσσαλέα και μέχρι τα ζοφερά μου έγκατα. Αλλά νισάφι: δεν μπορείς να ζεις με έναν άνθρωπο πάνω από, ξέρω γω, πέντε χρόνια και να έχεις την απαίτηση να είσαι τα πάντα γι' αυτόν: να είσαι όλοι οι φίλοι, να είσαι όλες οι παρέες, να είσαι όλος ο έρωτας. Και όπως δε θέλουμε να είμαστε ο ένας φίλος της γυναίκας μας (εκτός αν είμαστε πολύ άρρωστοι), δεν μπορεί να θέλουμε να είμαστε ο ένας εραστής: δεν είναι διαφορετικός ο έρωτας. Και αυτό που λέω δεν αφορά καν τη λεγόμενη "φθορά" ή "κόπωση" στο ζευγάρι. Γενικά, η απαίτηση μια ερωτική σχέση να είναι μονοθεϊστικού τύπου, απόλυτη και στο στυλ "οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ" δουλεύει ίσως σε μια αυταρχική κοινωνία (σαν αυτή που μας χτίζουν), στις ερημιές ή με μέσο όρο συμβίωσης καμμιά εφταετία το πολύ. Η Ζ. το έχει θέσει λίγο διαφορετικά: "Αν θες να έχεις τον έλεγχο του άλλου, δε χρειάζεσαι σχέση: να πάρεις έναν σκύλο."

Δύο τελευταία σημεία: αν όντως προκαλώ τη μοίρα μου και μάθετε κάποτε ότι χώρισα γιατί με κεράτωσε η Ζ., θυμηθείτε ότι είμαστε άνθρωποι κι ότι είμαστε αντιφατικοί και (ευτυχώς) ευάλωτοι. Επίσης, αν έρθει η σχέση σας εν ψυχρώ και στα καλά καθούμενα να σας πει στα πλαίσια της τάχα ειλικρίνειας ότι σας τα φόρεσε, είτε είναι αμερικανοχιψτεράκι είτε θέλει να χωρίσετε. Και αυτή είναι η μόνη γενίκευση που μπορώ να κάνω με σχετική ασφάλεια.

GatheRate

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Απόστροφος


Απολαμβανα που πέρπαταγα στην πόλη τη νύχτα. Ησυχία. Ακινησία. Κάποιες εστίες μουσικής, καμμιά γάτα τρομαγμένη σαλτάρει έξω από κάδους. Ωραία πόδια μετεφηβικά μέσα στις κάλτσες τους: ευτυχώς ακόμα ψύχρα νυχτερινή. Το φως του φεγγαριού πίσω από κτήρια που το κρύβουν. Μακρινά γέλια. Είμαι εδώ και δε χρειάζεται να είμαι πουθενά αλλού. Για χρόνια προσπάθησα να νιώσω τους άλλους, αυτούς τους άλλους που μέτραγαν για μένα, προσπαθώντας να γίνω κάποιος άλλος, να γίνω πολλοί, να γίνω άλλος. Τώρα, όσο κι αν δεν το θέλουν, όσο κι αν το αρνούνται, τελικά τους νιώθω και τους νιώθω απλώς όντας αυτός που είμαι, αυτός ο ένας και ο τάχα προβλέψιμος.

Είμαι, έχω, νιώθω, μπορώ.


Η φωτογραφία είναι της murplejane

GatheRate

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Nymphomaniac II

Είδα χτες και το δεύτερο μέρος της ταινίας (εδώ οι εντυπώσεις μου απο το πρώτο) και μπορώ πια να πω ότι πραγματικά πρόκειται για αριστούργημα. Με εντυπωσίασε ότι τελικά όλο αυτό το πανόραμα της ανθρώπινης κατάστασης είναι αρθρωμένο πάνω σε μία ιστορια παραδόξως ανικανοποίητου έρωτα, της Τζο για τον Τζερόμ: δε διατρέχεται απλώς από αυτό το λαβ στόρυ. Με συγκίνησε βαθιά η σκηνή σπαραγμού στην οποία η Τζο ανακαλύπτει τελικά το δέντρο της: εδώ μιλάμε για σκηνή ανθολογίας. Προσέξτε επίσης τη μακρινή αντανάκλαση του φωτός πάνω στον θλιβερό τουβλότοιχο προς το τέλος της ταινίας, αντανάκλαση από κάποιο μακρινό κτήριο.

Σε αυτό το δεύτερο μέρος (αν και η ταινία είναι σαφώς ενιαία) ο νέρντικα διακειμενικός σχολιασμός του Σέλιγκμαν αναιρείται πια συστηματικά και με σαρκασμό ("αυτή σου η παρέμβαση ήταν η πιο αδύναμη", θα του πει κάποια στιγμή η Τζο). Ακόμα και η κριτικη του Σέλιγκμαν με βάση τις πραγματικότητες του σεξισμού και της πατριαρχίας ανατρέπονται, αφού η Τζο επιλέγει να δει όλόκληρη την αφήγησή της με όρους ανθρώπινης κατάστασης τελικά. Παράλληλα, όσο προχωράει η ταινία, ενισχύεται η ίδια η φωνή της Τζο -- ιδίως στη σκηνή με την απόπειρα ομαδικής ψυχοθεραπείας. Εκεί μπαίνει και ρητά η προφανής ερώτηση: ως ποιο βαθμό η ψυχοθεραπεία θέλει να μας απαλλάξει από τη δυστυχία και από πού ξεκινάει η λειτουργία της ως κάτι που θα μας συμμορφώσει με την κοινωνία. Επίσης, κατά πόσον η καθαρή ελεύθερη βούληση (η Τζο δεν είναι "σαν τις άλλες" στο γκρουπ ψυχοθεραπείας) είναι πηγή δυστυχίας, είτε χειραφετεί τις επιθυμίες μας είτε τις καταπιέζει, όπως του παιδεραστή; -- μια ερώτηση που θα επανέρχεται ξανά και ξανά, για όσο ακόμα θα υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι. Και άλλες πολλές λεπτομέρειες επιβραδύνουν την πλοκή καθώς την εμβαθύνουν μέχρι το σχεδόν αναπόφευκτα διπλό τέλος.

Το χιούμορ υποχωρεί και ενισχύεται η αγωνία: αυτό το δεύτερο μέρος γίνεται όλο και πιο ψυχοβγαλτικό όσο προχωράει ο κινηματογραφικός χρόνος, κι ας ξεκινάει από τη συγκινητικά ακαδημαΐζουσα και προσποιητά αφελή απεικόνιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως εκκλησίας της χαράς και του φωτός: άλλωστε έχει προηγηθεί το Θαβώρ του γυναικείου οργασμού, το οποίο επανέρχεται οπτικά όταν με το αίμα της (άρα, α λα Δυτικά) η Τζο ξανακερδίζει τον φωτισμό-οργασμό που απώλεσε όταν ερωτεύτηκε. Και μετά μετατρέπεται σε κάτι άλλο, σε τιμωρό και σε μέντορα.

Τέλος, ίσως τα σχόλια που κάνει για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό η ταινία να είναι από τα πιο καίρια που έχουν αρθρωθεί από την εποχή του Καμύ. Πρώτα διά στόματος Σέλιγκμαν: "και η θρησκεία και το σεξ είναι συναρπαστικά, αλλά δεν αφοσιώνομαι σε κανένα από τα δύο". Μετά διά στόματος Τζο: "κάθε φορά που η κοινωνία απαγορεύει μία λέξη, παραδέχεται την αδυναμία της να δικαιώσει τη μειονότητα που προσβάλλει η λέξη".
 

GatheRate

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Faraway, so close



Διάβασα πριν λίγο αυτό, της Moment in the Wind:
Φωτογραφία: Εδώ με 1-2 παρουσίες, μαζέψαμε μέσα την ορχιδέα μπας και σωθεί από την παγωνιά, ανοίξαμε ένα κόκκινο Βαλτικό να αγκαζάρει ό,τι βρεθεί πιο πρόχειρο, στην μια γραμμή σκαιπ με την μάνα, στην άλλη ανταλλάσσουμε χαμόγελα ανθρωπί με 1-2 απουσίες κι ευχαριστούμε την ελληνική πολιτεία που συνέβαλε τα μέγιστα να βγούμε στην γύρα να μας ψάχνουμε, να μας βρούμε. Ξανά.

Αυτό είναι ξενιτειά σήμερα, τελικά: Να δουλεύεις ατελείωτα, εν μέρει και για να δικαιολογήσεις την απουσία σου, τη ζωή σου που κυλάει παράλληλα με το κάπου αλλού όπου εσύ δεν είσαι. Και μετά να κρέμεσαι στον υπολογιστή μήπως και ανταλλάξεις καμμιά ανθρωπί κουβέντα με καναν άνθρωπο. Ώσπου να αρχίσει κανένας από αυτούς τους ελεεινούς, άφωνους και μογίλαλους καβγάδες, αν και σε ρυθμό προφορικού τσακωμού και με ένταση αφύσικη, της αφωνίας, που δε θα είχε μια κουβέντα πρόσωπο με πρόσωπο. Από αυτούς τους οιονεί: μέσω βάιμπερ, χανγκάουτ, φέισμπουκ. Στο σκάιπ δε βγαίνω: όσοι με έχουνε ζήσει μόνο στην Αθήνα ή εκεί γύρω βλέπουνε τη ματιά μου και νιώθουν αμήχανα. Όπως κι εγώ.

Λείπω από το 1996. Μέχρι το 2001 δεν είχα καμμά όρεξη να γυρίσω στην κωλοελλάδα τους, ήθελα να χαθώ στον πορφυρό λαβύρινθο που λέγεται Λονδίνο (όπως το βλέπει ο Μπόρχες στο Αλέφ). Αντ' αυτού αντάλλασσα στην επαρχία μήλα της μηλιάς μου με σέσκουλα της γειτόνισσας, γιατί εμείς οι Έλληνες τα κάνουμε χορτόπιτα, μέσα σε μια καθόλου μα καθόλου μποέμ φτώχεια. Ύστερα μου έλειψε η Ελλάδα, την ξαναέφτιαξα μέσα μου, ωστόσο μέχρι το 2009 ήθελα να πάω να ζήσω σε καμμιά μεγάλη πόλη: Άμστερνταμ, Βερολίνο, Βαρκελώνη, ίσως Κολωνία, Παρίσι.

Έκτοτε θέλω μόνο να πάω να χωθώ στα 69 τετραγωνικά μου στην Αθήνα και να κοιτάζω τα δέντρα και τα μπαλκόνια να βρέχονται μέσα από το σαλόνι μου ζεσταίνοντας τα χέρια μου γύρω από την κούπα του καφέ -- τέτοια πράματα, μπανάλ και χαμηλόφωνα, σα διαφήμιση γυρισμένη με φίλτρα παλιακά και cosy. Και θέλω να κάθομαι εκεί, στη μέση της πόλης όπου κάθε γωνιά της (πια) σημαίνει κάτι και να ξέρω ότι ανοίγοντας την πόρτα θα έχω δυνατότητα να πάω να βρω κάποιο φιλαράκι και να μιλήσουμε και να φάμε μισό λιγδερό ρεβυθοκεφτέ και λουκάνικο και να πιούμε καμμιά άθλια μπύρα ελληνική, χωρίς να μεσολαβούν καλώδια, σύρματα, σήματα, πληκτρολόγια κι οθόνες γαμημένες, χωρίς τα σκατοεμότικον που αντικαθιστούν τα λοξά βλέμματα και χωρίς τα λολ που εξυπακούουν μειδιάματα. Που θα ακούγεται το γέλιο μου και που θα λοξοκοιτάω όταν ακούω τα χαζά αστεία του άλλου.

Εγώ αυτό λέω ότι είναι η ξενιτειά στην εποχή μας.

GatheRate

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Ατάκτως ερριμμένα

Δούλευα πολύ όλη τη βδομάδα, απόψε σταμάτησα κατά τις δέκα, όχι γιατί κουράστηκα, αλλά γιατί μπούχτισα. Πολλή δουλειά, αλκοόλ κάθε βράδυ (όχι πολύ). Εξελίσσομαι σε κάποιον που έλπιζα να γίνω αλλά δεν το περίμενα, ναι, με ό,τι υλικά έχω: είμαι άνω των 30.

*

Ανθρώπινες σχέσεις που δε δοκιμάζονται είναι ή εμμονικές ή αβασάνιστες ή αδιάφορες. Οι ανθρώπινες σχέσεις δε χτίζονται στο διαρκώς και στο συνέχεια: ανταλλαγές και ισοζύγια ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται δεν έχουν θέση, μόνο δόσιμο υπάρχει από τον ένα στον άλλο, όσο μπορεί και όταν μπορεί και αν μπορεί ο καθένας.

*

"Εμείς γιατί δεν τρώγαμε καθόλου τριπάκια όταν ήμασταν εκεί;"
"Εδώ δεν είχαμε λεφτά για μπύρες και μετράγαμε σε ψώνια από το Τέσκο τα ταξίδια που δεν πηγαίναμε."

*

Ξεκίνησα να γράφω κάτι για τη μονογονία, αυτή την ανάγκη να είναι όλα μοναδικά στη ζωή μας: ένας προορισμός, μία ιδέα, μία σχέση, ένας ήρωας, ένα κέντρο, μία κατεύθυνση, ένας φίλος, ένας σκοπός, μία ειδίκευση, ένα μεγάλο ταξίδι. Μία όμως είναι μόνο η ζωή. Το παράτησα το γραπτό: οι πολλαπλότητες αγχώνουν και μπερδεύουν -- κοίτα τα δικά σου κι άσε τους άλλους στο ένα και μοναδικό τους.

*

Πριν χρόνια, ένας φίλος μου ήτανε τόσο μόνος, που μου είπε ότι τον συγκινούσαν οι τσόντες περισσότερο και από όσο τον καύλωναν. Δεν ξέρω τι τσόντες έβλεπε.

*

Όταν μιλάω σε ανθρώπους στα πλαίσια της δουλειάς μου, ποτέ δεν ξέρω τι λέω και αν βγάζει νόημα. Μόνον κάτι τικ και κάτι χαζές χειρονομίες εχω υπόψη.

*

Άνθρωποι που αγαπιούνται δεν το πολυλένε. Αυτά τα "σ' αγαπώ" είναι ωραία επιφωνήματα για την κλινοπάλη, αλλά ελάχιστα ειλικρινή -- κι υπάρχουν τελικά και πιο τελέσφορα. Από την άλλη, ένα "σ' αγαπώ" αληθινό αρκεί για κανα-δυο ζωές. Μόνον αυτό το "σ' αγαπώ πολύ" είναι χάλια: δε ζυγίζονται αυτά.

*

"Είμαι ντροπαλός και αγχωμένος."
"Μα γιατί;"
"Πάντα έτσι είμαι."

*

Είναι κάτι άνθρωποι που δε ρωτάνε και που δε ζητούν εξηγήσεις, που παίρνουν τη ζωή όπως τους έρχεται.

*

Οι σπουδές της Ζ. μού έμαθαν να μην ψάχνω να διαχωρίσω μαρτυρία από μυθοπλασία, παρά να ψάχνω να βρω την αλήθεια μέσα στη μυθοπλασία. Η φιξιόν μέσα στην αλήθεια κανένανε δεν πρέπει να αφορά: τόσα μυστικά μού λένε, το εμπέδωσα πια.

*

Αυτή την ώρα νιώθω απίστευτα όμορφα για ό,τι έχω ζήσει. Ας σταματήσω να γράφω εδώ, λοιπόν.

GatheRate

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Ουδός


Κάθε φορά που στέκεσαι στο κατώφλι και χτυπάς την πόρτα η στιγμή είναι μαγική κι ανεπανάληπτη. Κάθε φορά. Αν ανοίξει η πόρτα που σε βάζει σε κάποιο δωμάτιο και σε βγάζει σε έναν άλλο κόσμο, σαν εκείνες στο Μάτριξ, ε, τι να πει κανείς. Αν η πόρτα μείνει κλειστή, θα έχεις τουλάχιστον φτάσει μέχρι το κατώφλι, θα έχεις σταθεί εκεί και θα έχεις χτυπήσει την πόρτα.

GatheRate

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Περί ψυχής (De Anima)

Αυτό το σιχτίριο περί ψυχής θα το γράψω έχοντας συγκεκριμένους ανθρώπους, ανθρώπους κοντινούς, κατά νου. Γιατί συλλογική ψυχή, ή λ.χ. αφηρημένη αγάπη, δεν υπάρχει.

Ο κόσμος θέλει από εμάς να κάνουμε τα δικά του και μόνο τα δικά του. Υπόσχεται να μας ανταμείψει με πλούσιο αίσθημα καθήκοντος και με ήσυχη, σχεδόν αθόρυβη, συνείδηση. Όμως ο κόσμος δεν αρκείται να θέλει να κάνουμε τα δικά του, τα απαιτεί και τα επιβάλλει με το στανιό.

Αυτά που μας ζητάει ο κόσμος είναι ανεξαιρέτως ιδεοληπτικής φύσεως: σεμνά, στεγνά, μετρημένα κι εντελώς απολίτικα. Τα ιδεώδη του με τα οποία πρέπει να συμμορφωθούμε, μέσα στα οποία πρέπει να στριμώξουμε την ψυχή μας ακρωτηριάζοντας τις ζωές μας, είναι άκαμπτα φέρετρα δυο μεγέθη μικρότερα από την πιο συρρικνωμένη εκδοχή της. Όμως οι υποσχέσεις του κόσμου είναι κίβδηλες, κι αυτό το καταλαβαίνει γρήγορα όποιος υπήρξε νέος και απροστάτευτος απέναντι στην αντηλιά του κόσμου: για την ψυχή μας δεν υπάρχει αντίτιμο, η ζωή μας επικερδώς δεν ανταλλάσσεται με το νόμισμα του καθήκοντος και του πρέποντος. Για να μην πω για τις αθόρυβες συνειδήσεις: είναι ίδιον είτε των ψυχοπαθών είτε των νεκρών.

Οι ρητορικές του κόσμου είναι πολλαπλές και πολύτροπες αλλά ρητές και κοφτές. Είναι προσαρμοσμένες σε κάθε πτυχή της ζωής μας, προσφέρουνε και από μια αυθεντία για κάθε πτυχή του βίου: ναι, ελευθερία αλλά όχι παραβατικότητα· ναι, γέλιο αλλά όχι χαβαλές και ξεκαρδίσματα· ναι, φιλία αλλά με όχι πολύ δόσιμο· ναι, μάθηση αλλά όχι πολυμάθεια και κριτική παντού· ναι, σάτιρα αλλά με σεβασμό· ναι, φιλί αλλά με λίγη γλώσσα και χωρίς πολλά σάλια· ναι, τέχνη αλλά να μην ενοχλεί με παλαβομάρες· ναι, δουλειά αλλά όχι πλήρης αφοσίωση· ναι επανάσταση αλλά ειρηνική και λελογισμένη· ναι, έρωτας αλλά με ρέγουλα και με σκοπό τον αιώνιο γάμο· ναι, γλέντι αλλά χωρίς υπερβολές, μεθύσια και σαχλές χορευτικές φιγούρες. Δεν πρόκειται για μέτρο και σωφροσύνη -- που πάντα επέρχεται ως ομοιόσταση -- παρά για στρίμωγμα μέσα σ' ένα μπασμένο στενόμακρο εξάγωνο από ιδεαλιστικούς καπλαμάδες και κοντραπλακέ.

Οι ρητορικές δεν είναι βεβαίως το μόνο όπλο του κόσμου, το υπερόπλο του είναι η ενοχή. Όχι οι τύψεις, οι τύψεις είναι διαλυτές στο αλκοόλ, σιγά. Με ενοχές μας πολεμάει και μας εξανδραποδίζει ο κόσμος. Βαυκαλιζόμαστε πιστεύοντας ότι ενοχές έχουνε μόνον όσοι ζούνε στα μπουντρούμια της θρησκείας ή αλυσοδεμένοι σε αρρωστημένες σχέσεις με τους γονείς τους: έχω δει τις πιο πύρινες ψυχές της γενιάς μου να τις μπουκώνει η ενοχή και να πνιγόμαστε στην κάπνα. Η ενοχή είναι πανίσχυρη, με χαμηλό ιξώδες και φτάνει παντού, άλλοτε σε καθαρή μορφή κι άλλοτε ως ιδεοληψία. Ιός είναι, που προσβάλλει την ηθική και την ενσυναίσθησή μας για να επιτεθεί και να αχρηστέψει την επιθυμία, την ελευθερία, την αυτοδιάθεση, την ανάγκη για ζωή, αυτό που λέμε "όνειρα", καημούς, λαχτάρες. Μέχρι στο τέλος να ζαρώσει η ψυχή μας και να χωράει με τα άκρα της σπασμένα κι ακρωτηριασμένα, συρρικνωμένη και ψόφια, μέσα στα ιδεώδη φέρετρα, δύο μεγέθη μικρότερα. Ή μέχρι να παραληρήσει η ψυχή μας στριγγλίζοντας αυτοκαταστροφικά, να γίνει άρπυια που θα κατασπαράξει τους άλλους και τον εαυτό της και θα σκίσει ίδια της τα μάτια της στο τέλος.

Με δυο λόγια: στον αγώνα μεταξύ της ψυχής σου και του κόσμου, πάρε το μέρος της ψυχής σου. Και άντε και γαμήσου, Φραντς Κάφκα.

GatheRate

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Αθανασίες


Έτσι ζούμε τη ζωή μας: από πάρτυ σε κρεβάτι, από κρεβάτι σε πλατεία καινούργιας πόλης, από πλατεία σε ανοιχτωσιά, από ανοιχτωσιά σε ενοικιαζόμενο. Έτσι ζούμε: από μαγική στιγμή σε θεοτική στιγμή, από τρίωρα έκστασης σε δεκαπεντάλεπτα καθαρής χαράς. Ενδιάμεσα κάνουμε τα εργόχειρά μας.

Ε και;

Δεν έχει 'ε και'. Όποιος έζησε στιγμές, υπήρξε αθάνατος. Όποιος έζησε μια στιγμή, έχει τη γεύση της αθάνατης μακαριότητας. Όχι "όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει", όχι κόντε και θεέ μου, δε θέλω να πεθάνω πολλές φορές, όχι. Θέλω να είμαι αθάνατος κάθε μια στιγμή, κάθε ένα δεκαπεντάλεπτο, κάθε μία ώρα, τρίωρο ή μέρα σε μια ανοιχτωσιά γαλήνια, έστω και μέσα σε έναν ωκεανό ανίας ή και πόνου και φτώχειας. Θέλω να έχω γίνει ξανά και ξανά, χίλιες φορές αθάνατος. Από πάρτυ σε κρεβάτι, από κρεβάτι σε πλατεία καινούργιας πόλης -- και ούτω καθεξής. Μέχρι να παραδοθώ εκεί που πρέπει και όταν πρέπει. Αλλά να έχω ζήσει χίλιες φορές, για να πεθάνω μία. Να έχω γευτεί χίλιες αθανασίες. Να έχουν πάρει από πάνω μου χαμόγελα αγαπημένων, ή και ούτε καν αγαπημένων, κάθε πόνο, λύπη και στεναγμό. Να έχω εκλάμψει ως φωστήρας στο αχνό και θολό φως του δρόμου τη νύχτα. Να με έχει εξαρπάσει από το πυρ ο χορός και η χαρά και το ακριβό φαρμάκι της φιλίας, σε δόσεις μικρές και στοχευμένες. Να έχω βρει τόπο αναψύξεως όχι μόνο σε τόπους χλοερούς αλλά και σε άνυδρους, σε ασφάλτους, σε λιθόστρωτα και face à la mer -- ή και σε όσα πίνουν οι άνθρωποι για να έρχονται κοντά με τον εαυτό τους και με τους άλλους.

Και κάτι ακόμα. Ξημερώνει η Κυριακή που θα πάτε να ακούσετε το ευαγγέλιο της Κρίσεως, εσείς δηλαδή, εγώ θα κοιμάμαι. Θα ακούσετε τον τρομερό λόγο όπου αναθεματίζει ο Κριτής του Κόσμου όσους κοίταξαν την πάρτη τους. Ας αφήσουμε στην άκρη ποιος είναι ο ben adam και αν θα κρίνει ποτέ ζώντας και νεκρούς: αυτό που θα σας πει το αυριανό ευαγγέλιο είναι ότι η ιδεολογία του νοικοκυραίου είναι αντίχριστη. Θα σας πει ότι πεθαίνει ό,τι δε μοιραζόμαστε και ότι τίποτα δεν είναι δική μας υπόθεση και μόνο. Όχι ρε σεις, δε θα γίνουμε μεγάλες ντοστογιεφσκικές καρδιές να αγαπήσουμε τον κόσμο, αδυνατώντας ωστόσο να αγαπήσουμε τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, όπως η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Και ούτε μοιραζόμαστε μόνο με όσους αγαπάμε (αλίμονο!), παρά μοιραζόμαστε αληθινά με όσους έχουμε για ίσους μας -- έστω κι αν  τους συναντήσαμε για μια στιγμή.

Όποιος μοιράστηκε στιγμές, υπήρξε αθάνατος. Όποιος μοιράστηκε έστω μια στιγμή, έχει τη γεύση της αθάνατης μακαριότητας.

Αμήν.

GatheRate

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Führe mich (πέρα από το προφανές)


Από το oeuvre του Φον Τρίερ έχω αποξενωθεί εδώ και χρόνια: το Dancer in the Dark μού είχε φανεί μελό αιμοβόρο και άσκηση στη σκληρότητα, ενώ το Dogville υβρίδιο δοκιμίου, σινεμά και θεάτρου (και αναφανδόν αιμοβόρο και μοβόρικο). Μετά βαρέθηκα.

Το Nymphomaniac πήγα να το δω επειδή
  1. Το έθαψε ο Δανίκας, και δη ως ψυχρό σκανδιναβικό πορνό. Θα πρέπει να είναι αδαής από πορνό: το σκανδιναβικό πορνό είναι το μόνο στο οποίο οι ηθοποιοί μορφάζουνε και χαμογελούν σχεδόν πηγαία,
  2. Το υμνούν κριτικοί που κανονικά απεχθάνονται τον Φον Τρίερ, το κινηματογραφημένο σεξ, ή και τα δύο,
  3. Έχει θέμα το σεξ,
  4. Έχει σεξ.
Η ταινία ήταν αποκαλυπτική. Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό Μαγικό βουνό, όπου ένας διάλογος ξετυλίγει διαλεκτικά μια πάλη ιδεών. Των ιδεών του Σέλιγκμαν απέναντι στο βίωμα (και την ερμηνεία του) της Τζο. Στο κέντρο της διαλεκτικής αυτής διαδικασίας βρίσκεται, βεβαίως, η ανθρώπινη κατάσταση. Το διαλεκτικό στοιχείο πράγματι δεσπόζει: ο ακροατής-ψυχαναλυτής Σέλιγκμαν ψέγει την ηρωίδα που από τη θρησκεία επέλεξε το πιο άνοστο στοιχείο, την ενοχή. Η ηρωίδα αναιρεί τη θέση με την αφήγησή της. Ο ακροατής-ψυχαναλυτής προτείνει ότι στο κυνήγι και στο ψάρεμά της η ηρωίδα δεν έβλαψε κανέναν, ίσα ίσα, η ηρωίδα αντικρούει με μια άλλη αφήγηση. Και ούτω καθεξής.

Ο Σέλιγκμαν απηχεί απόψεις, στάσεις και ένα γενικότερο πλαίσιο σκέψης που μοιραζόμαστε πολλοί: είμαστε όλοι ελεύθεροι και υπεύθυνοι, η ενοχή είναι είτε ναρκισσισμός είτε πρόσκομμα κι εκούσια αναπηρία, η επιθυμία και η ηδονή είναι -- ας πούμε -- καθαρές an sich. Η Τζο αναιρεί με λελογισμένη αγριότητα και μια καλή δόση χιούμορ αυτές τις στάσεις ως μάλλον ακαδημαϊκές και ιδεαλιστικές: ως στάσεις ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες, πλην όμως αποστειρωμένες από ανθρωπίλα.

Το χιούμορ πάντως δεσπόζει στην ταινία, αλλά πρόκειται για δανέζικο χιούμορ, που δεν το πιάνουνε καλά καλά οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί: λ.χ. οι σκηνές στο τρένο, με τον χορό των βλεμμάτων και εκφράσεων, είναι γνήσια αστείες, ενώ τα κειμενικά σχόλια επί της οθόνης τις φέρνουν στα όρια της φάρσας.

Η σύνθεση είναι απίστευτα σφιχτοδεμένη, μορφικά το έργο πάει πολύ πιο πέρα από τις προηγούμενες ταινίες του Φον Τρίερ. Οι συζητήσεις για τα δέντρα και τα φύλλα, δηλαδή τη φύση, τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, τα διάφορα μοτίβα (το ψάρεμα, ο Μπαχ...) που δουλεύονται μέχρι να πάψουνε να είναι ορατά, οι όψεις της σωματικότητας, οι εκδοχές του σπαραγμού, οι αποπλανήσεις -- όλα τρέχουνε παράλληλα και πολυφωνικότατα συνθέτοντας άγρια κινηματογραφική ποίηση.

Η ταινία πραγματεύεται αλλά και δείχνει την ανθρώπινη κατάσταση και αλήθειες που δεν αντέχουμε, κάνει ποίηση άγρια με αφορμή τον σεξουαλικό εθισμό μέσα στα συμφραζόμενα της ανάγκης, της επιθυμίας και της ελευθερίας. Ποιες αλήθειες που δεν αντέχουμε; Πέρα από την περίφημη (πια) εικασία για τα εγκλήματα από έρωτα και για τα εγκλήματα από σεξ (που είναι, λέει, πολύ λιγότερα), έχουμε τον προβοκατορικό ορισμό του έρωτα ως 'ζήλεια συν πόθος'. Έχουμε και το σπαρακτικό επεισόδιο με τον θάνατο του πατέρα, που ξεκινάει με aequanimitas, λόγο γνώσεως και Επικουρο και τελειώνει με ουρλιαχτά, πόνο, σκατά αλλά και την Τζο να καυλώνει. Υπάρχει και το όχι λιγότερο σπαρακτικό επεισόδιο με την εγκαταλελειμμένη σύζυγο (αρτυμένο με χιούμορ, ίσα ίσα για να καίει περισσότερο). Υπάρχει και η ανία του σεξουαλικού αθλητισμού, σαν μια μονότονα επαναλαμβανόμενη διαδρομή σε κάποιο πάρκο, αλλά και η κριτική της χίμαιρας της (όποιας) ερωτικής αποκλειστικότητας, εκεί όπου εκτυλίσσεται η πολυφωνική σύνθεση τριών εραστών (αφού ο ένας από μόνος του δεν αρκεί -- έστω και αν είναι ο Cantus Firmus του έρωτα).

Και η τσόντα; Κομμένη βεβαίως, υποτίθεται, αλλά και εδώ η μορφή ακολουθεί το περιεχόμενο, που λένε: σεμνή στη μηχανικότητά της, αφού π.χ. το κοντινό σε πίπα στην οθόνη του Ιντεάλ αφήνει ασκίρτητο και τον πιο ζωντανό θεατή, μέχρι να σμίξει τελικά η ηρωίδα με αυτόν με τον οποίο είναι ερωτευμένη, όπου δικαιώνεται η παράδοση του σκανδιναβικού πορνό -- αν και όχι για καλό.

  Ανέβηκε στο The Greek Cloud, στις 15.II.2014

GatheRate

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Περί ουρανού (De Caelo)


Όλοι οι άνθρωποι αντικρύζουμε το στερέωμα πάνω από τα κεφάλια μας. Στερέωμα, τι ωραία λέξη: the heaven of fixed stars, das Firmament. Τι ωραία λέξη, κρίμα που είναι σκέτη ψευτιά. Ζούμε με την αίσθηση ότι ο κόσμος μας έχει ένα γαλανό ανέφελο καπάκι, ενα μπρούτζινο σκέπασμα της γάστρας μέσα στην οποία ζούμε. Αλλά δεν υπάρχει κανένα στερέωμα, κανένα κυρτό κάλυμμα του κόσμου μας: όταν κοιτάζουμε τον ουρανό κοιτάζουμε το ανηλεές κενό, τα χάη του κενού διαστήματος, το βλέμμα μας κατευθύνεται πίσω στον χρόνο, προς την άκρη του αφιλόξενου και στείρου σύμπαντος.

Δεν υπάρχει ουρανός. Η χρωστική του κοπανιστού αέρα μάς κρύβει το έρεβος πέρα από τον μικρό και οικείο πλανήτη μας. Κάθε φορά που κοιτάζουμε τ' άστρα ατενίζουμε το διαστρικό κενό να χαίνει από πάνω μας, απροστάτευτοι κι ανυπεράσπιστοι πίσω από ένα λεπτό στρώμα αέρα που φιλάρεσκα λέμε ατμόσφαιρα.

Τον κόσμο δεν τον επιστεγάζει κάποιος στέρεος θόλος. Η Νουτ που στοργικά γέρνει από πανω μας είναι μύθος. Όχι, δεν υπάρχει τίποτε στερεό πάνω από τα κεφάλια μας. Δε μας σκεπάζει τίποτα. Δε μας καλύπτει τίποτα. Ο κόσμος που ζούμε, η μικρή κουτσουλιά που περιβάλλει έναν διάπυρο σιδερένιο πυρήνα, είναι ασκεπής και ασεβής και χάσκει ορθάνοιχτος. Δε θα πέσει ποτέ στο κεφάλια μας ο ουρανός γιατί δεν υπάρχει ουρανός.

Ό,τι ζούμε, ό,τι είμαστε, ό,τι έχουμε κείται ασυσκεύαστο κι απροστάτευτο πάνω στην εφήμερη φλούδα του πλανήτη, φάτσα στον άπειρο και αδιάφορο κόσμο της σκοτεινής ύλης και της διαστρικής σκόνης, και του πυρωμένου υδρογόνου. Είμαστε ξέσκεποι. Είμαστε ακάλυπτοι κι ορθάνοιχτοι.

Δεν υπάρχει τέρμα προς τα πάνω.

Δεν υπάρχει ουρανός.

GatheRate

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ερωταποκρίσεις


Είμαι δέντρο.
Ναι, μα θυμήσου ότι και τα δέντρα πεθαίνουν, είτε για να προσφέρουν το πιο ευγενικό υλικό που ξέρει ο άνθρωπος, είτε γιατί τελείωσε ο χρόνος τους. Ακόμα και τα δέντρα μαραίνονται στο τέλος.

Είμαι καθρέφτης.
Καλώς, αλλά το ξέρεις ότι κάθε καθρέφτης πάντοτε παγιδεύει λίγο από το φως που δέχεται.

Είμαι βιβλιοθήκη.
Μάλιστα, αλλά να μην ξεχνάς ότι η βιβλιοθήκη χωρίς τα μάτια των αναγνωστών της είναι αποθήκη, ότι κάθε διαδρομή μέσα της είναι μια καινούργια βιβλιοθήκη. Μέσα στην ησυχία της γεννιούνται σιωπηλά φωνές, βοή και μουσικές.

Είμαι βράχος.
Α, όλοι ξέρουν πως οι βράχοι...

Είμαι λαβύρινθος.
Εντάξει, όμως στην καρδιά κάθε λαβύρινθου υπάρχει κάτι που προσμένει να βρεθεί. Αλλιώς, το ξέρεις κι αυτό, λαβύρινθος δε χρειάζεται.

Είμαι ματιά προς τον έναστρο ουρανό.
Οκέι, κι έμαθες ότι ματιά χωρίς το σώμα δεν υπάρχει. Τα μάτια βλέπουνε ψηλά, βαθιά και μακριά μετά τον έρωτα, με τους χυμούς και τις αναθυμιάσεις του.

Είμαι καταιγίδα και βροντή.
Έχεις επίγνωση ότι οφείλεις το φως της αστραπής και να ποτίσεις τον κόσμο, λοιπόν.

GatheRate

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

#ANTEGAMISOUVAGELI



Αντιφάσκω;
Ε ναι λοιπόν, αντιφάσκω,
(Άπλετος είμαι, περιέχω πολλαπλότητες.)

II.


Λάδι λάδι και τηγανίτα τίποτα. Όπως στην κοινωνία, έτσι και στα κοινωνικά μέσα. Όπως στα καφενεία, έτσι και στα σοσιαλμήντια. Όπως στις συναναστροφές και στις ατέρμονες γκομενοσυζητήσεις και στα ανούσια καυλαντίσματα πάνω από ποσότητες κακού καφέ, έτσι και στο ίντερνετ, στριμωγμένοι ανάμεσα σε αρκουδάκια, σε στίκερ, σε εμότικον και σε άτυπους διαγωνισμούς κρυάδας-εξυπνάδας.

III.


Η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται απεγνωσμένα τις ακροδεξιές ψήφους, αυτό το 10 με 15% τοις εκατό που μας λερώνει και μας ποδηγετεί από το 1944, όμως απροσχημάτιστα πλέον. Και η ΝΔ είναι ικανή να σκοτώνει και κόσμο, τραγικής ποιότητας για τον οποίο μόνο μια μειοψηφία σκοτίστηκε, μια μειοψηφία που έτσι κι αλλιώς δε θα ψήφιζε ΝΔ. Και είναι ικανή να σακατεύει κόσμο, που αφρόνως διαδηλώνει, για τον οποίο μόνο μια μειοψηφία σκοτίστηκε, μια μειοψηφία που που έτσι κι αλλιώς δε θα ψήφιζε ΝΔ. Η τιμή αυτού του τόπου είναι στα χέρια αυτής της μειοψηφίας, και λυπάμαι αν δε σας αρέσει αυτό που λέω.

IV.


Το τραγούδι μου ήταν πάντα το Bigmouth strikes again, για ευνόητους λόγους: που να μην έσωνα να μιλήσω. Έτσι εξιδανίκευσα το άπιαστο, το ανέφικτο, το ανατολίτικο: τη σιωπή. Υιοθετούσα τσιτάτα όπως "Seul le silence est grand; tout le reste est faiblesse." ή "Ἡ σιωπὴ μυστήριόν ἐστι τοῦ αἰῶνος τοῦ μέλλοντος" (αν και ο ίδιος, πολύ πιο καίρια, συνεχίζει:"οἱ δὲ λόγοι ὄργανόν ἐστι τούτου τοῦ κόσμου"). Σε αυτόν τον κόσμο είμαστε, αυτός ο κόσμος καίγεται: να πάει να γαμηθεί η σιωπή, μήπως και καρποφορήσει, κι αν δεν καρποφορήσει, μήπως και ωριμάσει και βρει τον εαυτό της. Καμμιά σιωπή, γαμώ το κέρατό μου: η σιωπή είναι εξιδανίκευση και ο τρόμος μπροστά στην έκθεση του κάθε ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης. Αυτοί που πουλάνε μίσος και αμάθεια και απάθεια θέλουν να σιωπούμε και να υπομένουμε, καθώς θυσιαζόμαστε για το κοινό καλό των τραπεζών: ανεξαρτήτως πρόθεσης, η κοινωνική λειτουργία της σιωπής -- η σιωπή ως πράξη -- είναι απελπισία, αποδοχή και παραίτηση. Η σιωπή είναι υστερική παράλυση. Θα έχουμε όση σιωπή θέλουμε όταν με το καλό ψοφήσουμε.

V.

Όσοι μιλάμε, κρινόμαστε από το έργο μας. Έχει σημασία τελικά να έχεις έργο. Έργο που έχει εκτεθεί και κυκλοφορήσει και έχει κριθεί (ή έχει μείνει στα αζήτητα -- είναι κι αυτό καταξίωση ενός είδους). Αλλά να έχει εκτεθεί και να έχει κυκλοφορήσει το έργο, όχι μόνον εσύ.

VI.


Είμαι επηρμένος; έχω την έπαρση κάθε αυτοδημιούργητου και αυτάρκους ανθρώπου. Έχω την περηφάνεια κάθε ανθρώπου που δε γεννήθηκε στα πούπουλα, που δεν είχαν οι δικοί του μια μικρή μηχανή να κόβει λεφτά ώστε "να καλλιεργήσει τα ταλέντα του". Καμαρώνω που έκανα ό,τι έκανα και πέτυχα όσα πέτυχα χωρίς να χαριστώ ποτέ σε κανέναν (μάλλον προς την άλλη μεριά κλίνω, ωμός και άχαρος και μονοκόμματος), χωρίς να γλείψω, χωρίς να μου κάνει ποτέ χατίρια κανένας. Γιατί λες, ό,τι έκανα (όσα κι αν είναι αυτά, όσο ευτελή) το κατάφερα με την αξία μου. Είναι και αυτό έπαρση.

Το χάσταγκ του τίτλου είναι της γνωστής διαδικτυακής περσόνας Calypso Larah. Η φωτογραφία στο IV. είναι της Σ. Τσιπλάκου.

GatheRate

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Ζωντοχήρος (ερωτογράφημα)

Όταν ήταν μικρότερος δεν το ήξερε αυτό, δεν το υποψιαζότανε καν: αν βγαίνεις με μια γυναίκα και είναι αμήχανη, μάλλον σε θέλει. Άργησε να το μάθει, λίγο γιατί ήταν πάντοτε κακός μαθητής, βιαστικός κι απρόσεχτος σε όλα του και αμελής, λίγο γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορεί να θέλουν πάνω του οι γυναίκες. Κοίταγε με φθόνο τους γυμνασμένους συνομηλίκους του, όχι τους ωραίους, τους γυμνασμένους, μετά κοίταγε τον οριακά γυμνασμένο (ή οριακά αγύμναστο) εαυτό του και την ασουλούπωτη φάτσα του. Είναι δυνατόν να τον θέλουν οι γυναίκες; Πώς γίνεται; Μήπως όσες ανέμιξαν τις ανάσες και τους χυμούς τους μαζί του είναι κάπως συνεννοημένες μεταξύ τους να του κάνουν τα χατίρια; Μήπως ξέρω γω κατά βάθος ανήκουν όλες τους σε τύπο γυναίκας που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο γουστάρει τύπους σαν κι αυτόν;

Με το πέρασμα του χρόνου πήρε το θάρρος να τις ρωτάει πού και πού τι τους αρέσει πάνω του. Οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν απροσδόκητες, δηλαδή αναμενόμενα απροσδόκητες, τελικά. Μία ψέλλισε ένα σύντομο εγκώμιο της γλώσσας του, αλληγορικό και κάπως συγκεχυμένο, που μίλαγε για πεταλούδες, μεσημέρια και ρίγη· αργότερα, έχοντάς τον καθαρίσει με επιμέλεια και ζήλο στα όρια της νοσηλείας με τη δική της γλώσσα, του είπε για τον πούτσο του. Κάποια άλλη, αφού συνόψισε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του πούτσου του, ιεράρχησε από κάτω του και άλλες περιοχές του σώματός του, λησμονημένες γωνιές της πατρίδας μας, που λέμε, γιατί το σώμα είναι η μία πατρίδα και η γεωγραφία του η πιο σπουδαία και πιο δύσκολη πατριδογνωσία: του είπε λοιπόν για το στέρνο του και για την πλάτη του (μα, την πλάτη;), του είπε και για τα πόδια του. Τα πόδια εντάξει, άλλωστε γυναίκες και άντρες τον κοίταζαν στον κώλο, εκεί κοντά, εκεί πιο πάνω: εκείνη η μεριά του σώματός του ήταν η τουριστική, η πλευρά του νησιού με το όποιο φυσικό κάλλος. Επιπλέον, μια άλλη είχε να λέει και να λέει πολλά για τον κώλο του: τον τσίμπαγε, τον χούφτωνε (όπως κι άλλες), αλλά και τον έγλειφε και, το κυριότερο, τον παίνευε και τον παίνευε πολύ. Τέλος πάντων, με τα χρόνια έμαθε ότι υπήρχαν πάνω στο κατ’ αυτόν μαλτέζικο τοπίο του κορμιού του περιοχές ελκυστικές για τις γυναίκες. Εντάξει: το αρεσούμενο του ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου. Το βασικό πρόβλημά του παρέμενε όμως να καταλαβαίνει ποια τον ήθελε, ό,τι κι αν ήθελε πάνω του.

Γιατί ήτανε πρόβλημα; Γιατί είναι δύσκολος, ο δόλιος. Ανάμεσα στα είκοσι και στα εξήντα, παντρεμένος-χωρισμένος χωρίς παιδιά, μια ζωή μοναχικό σκυλί, λίγο άγριο και πότε πότε κουταβίσια γκρινιάρικο, πολύ τεμπέλης για γυμναστήριο και πολύ εστέτ για να οικοδομήσει μπάκα, είχε τις ορμές εικοσάρη και τα μυαλά εξηντάρη και ήταν έτσι ακριβώς τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και ποθεί δύσκολα, πολύ δύσκολα. Κι όταν ποθεί, τη βάζει την άλλη απέναντι και την εξετάζει, τάχα ψυχρά και αποστασιοποιημένα: γιατί τη θέλω; τη θέλω πραγματικά; ποια μου θυμίζει και λέω πως τη θέλω; μα θα μπλέξω με αυτή που ψάχνει σύζυγο, συγκάτοικο, μπαμπά; κι αν είναι καμιά τρελή; Συνήθως τρελές ήτανε βεβαίως. Και παντρεμένες, αρραβωνιασμένες, λογοδοσμένες, ή τα είχαν ήδη με το Μανώλη του Γ3. Και τελικά ερχόταν σε επίγνωση ότι, ναι ρε, ναι, την ποθεί την Τάδε, τη Δείνα, τη Χριστίνα, την Κατερίνα, τη Σούλα (από το Σουλτάνα), τη Βέρα, την μία ή την άλλη. Θα ερχόταν σε επίγνωση του πόθου αφού θα ξύπναγε ένα πρωί και πριν καλά καλά αναδυθεί από τον ύπνο θα την είχε παίξει άγρια στη σκέψη τους, στην ανάμνηση μιας σκιάς λαιμού ή εκείνης της ανώνυμης ζώνης από το στήθος στη μασχάλη, ενός αστραγάλου, μιας ρώγας μέσα από το φόρεμα, αφού θα ονειροπολούσε με λίγα περισσότερα από τα παραπάνω, αφού μια εντυπωμένη εικόνα της θα σάρωνε πορνογραφικές θολούρες, αφού θα καύλωνε στη νοερά διερώτηση «θα την έγλειφα;». Και έπρεπε να καταλάβει αν κι εκείνη τον ήθελε. Γιατί χυλόπιτα είχε να φάει από τα εικοσιτρία και καθόλου μα καθόλου δεν νοσταλγούσε την αλευρώδη υφή της («ας μείνουμε φίλοι») ή τη γεύση της («είσαι καλό παιδί»).

Και μέχρι τα τριάντα του, που πήρε διαζύγιο κόσμια και συναινετικά, δεν ήξερε πώς να διαγιγνώσκει αν τον θέλει μια γυναίκα. Δεν είχε κάποιο τεστ, κάποια κριτήρια. Έβγαινε με κάποιες, πάντα ευγενικός και κύριος. Μερικές, λίγες όπως είπαμε, τις ήθελε. Ποθεί λίγες αλλά ποθεί πολύ. Και, όπως και να το κάνουμε, ε, υπέφερε. Άραγε αυτή τώρα τον ήθελε ή τον εκτιμούσε απλώς; Έτσι ντύνεται ή έτσι ντύθηκε γι’ αυτόν; Είναι πάντοτε γλυκειά ή βάζει τώρα το κατιτίς το έξτρα; Του μιλάει για πρώην γκόμενους για να φτιάξει μια άλφα διάθεση κι ατμόσφαιρα ή γιατί τον αντικρύζει φιλικά; Γιατί, άμα είσαι ευγενικός και κύριος, έχεις και αυτό το χάντικαπ: μπορεί η άλλη απλώς να χαίρεται την παρέα σου. Να το πούμε κι αλλιώς: αν είσαι ψυχάκιας, αντικοινωνικός, δογματικός, αγενής, κακομαθημένο, κανας πιστοποιημένος μαμάκιας ή ένα κουβάρι ανασφάλειες και βεβαιότητες εκτεθειμένες σαν κεραίες τηλεοπτικές να εξέχουνε, ξέρεις ότι η Ματίνα, η Φλώρα, η Μαρία, η Ισμήνη βγαίνουνε μαζί σου για δεύτερη φορά γιατί σε θέλουν: δεν τις γοήτεψε ούτε η ευγένειά σου, ούτε το χιούμορ σου, ούτε η καλή παρέα σου, ούτε η μεγάλη η καρδιά σου. Περιμένουνε να κάνεις αυτό για το οποίο υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο οι μαλάκες άντρες, τα απελέκητα καγκούρια, τα τσογλανοειδή υποκείμενα που δε νιώθουν, το μόνο που αξίζει να περιμένει μια γυναίκα από έναν ψυχάκια: να σκύψεις πάνω από το τραπέζι και αδράχνοντας το γόνατό τους να προσκολληθείς πάνω τους με ένα αδηφάγο γλωσσόφιλο σαν λάμπραινα, η οποία θα αποκολληθεί μόλις τις απομυζήσει, ώρες μετά, σε κανα χοτέλ στον Ασπρόπυργο ή τις Τζιτζιφιές, συνήθως οριστικά. Αν είσαι από τους άλλους, τους ευγενικούς και κύριους, μπορεί απλώς να γουστάρει τη συντροφιά σου η Πόπη, η Ντορίτα, η Μισέλ, η Ανδρομάχη.

Προσπαθούσε λοιπόν κι αυτός να βγάλει άκρη. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τα τριάντα, που χώρισε, τον είχανε κακομάθει οι γυναίκες, τρελές συνήθως είπαμε (αν θυμάστε): απλούστατα, τον κυνηγούσαν αυτές. Μία του χούφτωσε τον πούτσο επικά και στην ψύχρα εκεί που περπάταγαν κανονικά, σημάδι αλάνθαστο ακόμα και γι’ αυτόν, μια άλλη του είπε «φίλα με, ρε μαλάκα, φίλα με», η πρώην γυναίκα του τον τράβηξε γερά από την γραβάτα πάνω της, προσδίδοντας στο πρώτο φιλί τους κάτι από την ηδονική ασφυξία του απαγχονισμού. Ήτανε λοιπόν και άμαθος ο άνθρωπος. Με το πέρασμα του χρόνου, και δεδομένου ότι οι άντρες βγαίνουν από την εφηβεία εκεί περίπου στα τριανταπέντε, μπήκε κι αυτός επιτέλους στο νόημα: αν βγεις με γυναίκα και είναι αμήχανη, μάλλον σε θέλει. Εάν φυσικά δεν έχει απλώς βαρεθεί τη ζωή της μαζί σου, εάν δεν αναλογίζεται πόσο λάθος έκανε να βγείτε, εάν δεν ονειρεύεται τηλεόραση και να βγάλει τα ατελέσφορα τακούνια που την πέθαναν.

Περίπου πέντε χρόνια μετά, παρέμενε ο εαυτός του. Από μια ηλικία και μετά αυτό γίνεται: παραμένεις ο εαυτός σου, δεν υπάρχουν αλλαγές. Το μόνο το οποίο μπορείς να προσδοκάς είναι να μάθεις περισσότερα για τον εαυτό σου, να πας λίγο πιο βαθιά από την πατριδογνωσία, να πας λίγο πιο πέρα από μια προσωπική σου ιστορία διατυπωμένη με συμβάντα, σαν παραμυθάκι. Και ένας καλός τρόπος, λένε, για να μάθεις λίγη παραπάνω γεωλογία και για να σπουδάσεις την ιστορία σου είναι και μέσα από τον έρωτα. Ναι, αυτόν των άκρως αισθητών.

Για έξι μήνες έμεινε μόνος. Λίγο που δεν ποθεί πολλές, λίγο που δυσκολεύεται σε κάθε μία καινούργια γνωριμία. Προσπαθούσε λοιπόν κι αυτός να δει θετικά τη μόνωση, να το χαρεί που έμεινε μόνος εντελώς. Μαγείρευε, καθόταν στο διαμερισματάκι του και απολάμβανε το κρασί του ή το ποτό του. Έβλεπε ταινίες, για μερικές κράταγε και σημειώσεις. Διάβαζε και βιβλία, πολλά βιβλία. Το ίντερνετ, τα κοινωνικά μέσα, του φαίνονταν είτε επαναληπτικά είτε ευτελή, μια βαβούρα στοιχειωδών βαβισμάτων ή ρητορικής επίδειξης, όταν δεν χτίκιαζε από ηλιοβασιλέματα, κιουτ ζωάκια και σοφά ρητά. Απεναντίας το ίντερνετ, η πορνογραφία, ήταν ένα ατέλειωτο πανηγύρι. Ανακάλυψε κι αυτός την Αμερική, εντρύφησε κι αυτός στην τσόντα, εκεί μακριά από την εφηβεία και στο κατώφλι της μέσης ηλικίας. Σιγά σιγά έμαθε τι του αρέσει να μπανίζει, έγινε εκλεκτικός, ένας πρακτικός πορνογνώστης, ένας αυτοδίδακτος γκουρμέ της τσόντας: ανακάλυψε πόσο του αρέσουν οι ομοφυλοφιλικές τσόντες και ποιες ακριβώς, τι είδους πορνογραφικές λεσβίες τον φτιάχνουν, πόσο φως πρέπει να έχει ένα ερασιτεχνικό γαμήσι για να τον καυλώσει, ποια μεγάλα στούντιο προτιμάει ή απλώς ανέχεται· άρχισε να μαθαίνει ονόματα πορνοστάρ, να απολαμβάνει να παρακολουθεί σεξουαλικούς συνωστισμούς (αν και ήξερε ότι δεν είχε καμιά όρεξη να τους δοκιμάσει), να συγκαταβαίνει με τις χαζές πλοκές που τις σπρώχνουν υπερπρόθυμες κουκλάρες, να συμφιλιώνεται με τα πραγματικά φετίχ του (κάλτσες! χοντρούλες! δάχτυλα!) και να δείχνει μεγαλόψυχη κατανόηση για τα τερατουργήματα πλαστικών χειρουργών. Μαλακιζόταν, με η χωρίς πορνογραφία, δύο και τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα, κάθε μέρα· αρχικά καμάρωνε που ακόμα είχε ορμές εικοσάρη, χαιρόταν τη νωθρή διαύγεια που ερχότανε μετά τη μαλακία. Αισθανόταν ελεύθερος και ανοιχτός με τον κυριολεκτικότατα μαλακισμένο τρόπο που αισθάνονται ελεύθεροι και ανοιχτοί οι μετέφηβοι όταν τους αφήσουνε μόνους οι γονείς τους το καλοκαίρι στο σπίτι: περισσότερο σαν αφηρημένη δυνατότητα παρά σαν βούληση για πράξη.

Μετά τρεις περίπου μήνες μπούχτισε τις τσόντες και μετά από λίγο σιχάθηκε και την πολλή μαλακία. Μαλακιζόταν πια μια φορά τη μέρα, με παράπονο και με νοσταλγία, ανεβάζοντας σε επανάληψη στο θέατρο του νου του μεγάλες ερωτικές στιγμές του παρελθόντος του. Η διάθεσή του γινόταν πια υπερβολικά ενδοσκοπική, θυμόταν την πρώην γυναίκα του, θυμόταν και όλες τις άλλες, όλες όμως, θυμόταν τον μεγάλο έρωτα τον αγιάτρευτο, θυμόταν γενικώς. Άρχισε σιγά σιγά να περιφέρεται μέσα στο διαμέρισμα, πότε με έναν καφέ, πότε με μια σόδα χλιαρή ή με ένα ποτό στο χέρι, και να σημειώνει νοερά πού έγινε τι με ποια, κι ας είχε φύγει το παλιό κρεβάτι πριν χρόνια, κι ας είχε ανακαινιστεί η κουζίνα με θύμα τον μαρμάρινο νεροχύτη τον απέθαντο, κι ας είχε πεταχτεί ο καναπές, κι ας είχαν προ καιρού καταστραφεί στο καθαριστήριο οι κουρτίνες που κάποτε έκλεισε θεατρικά μέρα μεσημέρι για να πλησιάσει την, επίσης αμήχανη, Βέρα και να της βγάλει το αριστερό βυζί έξω από το μπουστάκι λες και της έκανε χειραψία. Λίγες βδομάδες μετά, κάθε φορά που την έπαιζε ήτανε σαν να επιβεβαίωνε την υποψία ότι έρωτας δεν θα ξαναρχόταν. Εκεί στους πέντε μήνες ήτανε επιπλέον βέβαιος, η ψυχή εξηντάρη, ότι δε θα του ξανασηκωνότανε ποτέ. Αν και άμαθος εντελώς από μπουρδέλα, αφού πρόλαβαν και τον περιέλαβαν οι συμμαθήτριες από τα 16 του, άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να αποταθεί σε επαγγελματίες. Θα ήτανε διασκεδαστικός πελάτης, μια πινελιά αμήχανης πρωτοτυπίας, αν μη τι άλλο, μέσα στη βάρδια της κοπέλας: ζωντοχήρος που πρωτοανέβηκε τη σκάλα στα σαράντα του.

Εκεί στους πέντε, πεντέμιση μήνες προσπάθησε να βάλει μια καινούργια καθημερινή ρουτίνα: γύριζε από τη δουλειά, που πάντοτε του άρεσε και ας μην ήταν τίποτε «σπουδαίο» ή «δημιουργικό», και έτρωγε μόνον απ’ έξω πια ή πήγαινε με κανα φίλο για τσίπουρα ώστε να ακούει τα οικογενειακά προβλήματα των άλλων: τα οικονομικά, τις κτητικές γυναίκες, τα επαγγελματικά, τις αντρικές ζήλειες, τα ζαβά πεθερικά, τα άρρωστα κουτσούβελα – τη σπάνιδα και θλίψη του στοχοπροσηλωμένου πηδήματος των παντρεμένων που όλα αυτά κάλυπταν ελλιπώς. Μετά γύριζε σπίτι και έβλεπε ταινίες και έπινε μέχρι να κοιμηθεί. Ενδιάμεσα διάβαζε 3-4 σελίδες από την Άννα Καρένινα ή από τον ‘Γέρο και τη θάλασσα’ και αναρωτιόταν τι να κάνει η Βέρα, τι να κάνει ο μεγάλος έρωτας (που ούτε το όνομά της δεν ήθελε να πει), αν περνάει καλά η πρώην με τον νυν της. Άλλοτε έτρεμε από νοσοφοβία: κάπου τώρα μέσα του γινόταν η μοιραία μετάλλαξη, κάπου τώρα μέσα του κουμούλιαζε ένας θρόμβος. Η ψυχή εξηντάρη καταβυθιζόταν, βούλιαζε αργά και απομακρυνόταν μέσα σε νερά διαυγή προς έναν βυθό που δε θα φτάσεις με καμιά βουτιά. Έπρεπε να βρει έναν εθισμό, κατά προτίμηση όχι δαπανηρό ή θανατηφόρο.

Έπεσε λοιπόν στα κοινωνικά μέσα για να τον νανουρίζουν οι ξένες φλυαρίες, οι ατέρμονοι καβγάδες, οι γνώμες κι οι κοσμάρες, οι παρεξηγήσεις μικρού χωριού, τα κουτσομπολιά πριβέ και στο μεϊντάνι – για να τον νανουρίζουν οι ζωές των άλλων. Παρακολουθούσε λοιπόν διακριτικά λίγο πολύ τα νταραβέρια και τις λογομαχίες και τους πόνους των άλλων. Ο ίδιος ανέβαζε πότε κανα τραγούδι, πότε καμιά είδηση ή κάποια αξιοσημείωτη φωτογραφία που έβρισκε ενώ καθόταν αργός μπροστά στην οθόνη. Απέφευγε να γράφει, δεν ήξερε από τέτοια: ούτε να γράψει πολλά μπορούσε, ήταν αμελής κι απρόσεχτος, ούτε η δήθεν επιγραμματικότητα του πήγαινε. Τελικά ένα βράδυ, αργά, μετά από δυο-τρεις τεκίλες, έστειλε μήνυμα σε κάποια που του άρεσε πολύ η φωτογραφία της, το μισάνοιχτο σοβαρό χαμόγελο και το μισάνοιχτο ντεκολτέ, σίγουρα μυρωμένο. Μέσα σε μια βδομάδα κουβέντιαζαν ολονυχτίς με τις ώρες, το πρωί πήγαινε στη δουλειά και σερνόταν: οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του τον έκαναν να μοιάζει με αυνάνα συστηματικό – αν και είχαν παρέλθει οι καιροί εκείνοι.

Στις δέκα μέρες βγήκαν, η κοπέλα ήτανε λιγάκι μεγαλύτερή του, όμως εκείνος την έβλεπε και την ένιωθε έτσι: «κοπέλα». Όταν τελικά την είδε από κοντά έκανε ότι δεν την εξέτασε, όμως ήξερε ότι είχε όλη τη βραδιά μπροστά του. Είχαν ανταλλάξει τρεις τέσσερις φωτογραφίες, αλλά είναι δεδομένη η κολακεία των φωτογραφιών μας που διαλέγουμε να μοιραστούμε, ήδη από τον καιρό της δαγκεροτυπίας. Την κοίταγε λοιπόν λοξά και δεν ήξερε τι να σκεφτεί για το σώμα της: μάλλον την ήθελε μόνο και μόνο επειδή τόσους μήνες τον είχε μαράνει και τον είχε διαβρώσει η μοναξιά, ε; Την ήθελε πραγματικά; Ποιος ξέρει. Περίεργο σώμα είχε, από αυτά που δεν περιγράφονται, ψηλή και λεβέντισσα θα την έλεγε αν θα την έλεγε κάτι, αλλά τον γαργαλούσε η θέα του και η μυρωδιά του εξ αποστάσεως· μετά από κανα δυο ποτά και κοιτώντας την σχεδόν αφηρημένα και πάντως απλανώς ένιωσε τη μικρή συμφόρηση όταν αρχίζει η καύλα, ποια του θύμιζε δεν ήξερε αλλά η ματιά της έκαιγε όπως τον έχει ξανακάψει ματιά άλλη μία, άντε δύο, φορές. Τι έψαχνε εκείνη, άδηλο. Αν ήτανε τρελή, επίσης άδηλο. Ευτυχώς ήταν ανύπαντρη ή χωρισμένη: αδέσμευτη κι ανεμπόδιστη. Τα έπιναν μέχρι τις τέσσερις. Εκείνη παρέμενε κεφάτη αλλά ευδιάκριτα αμήχανη, «άρα με θέλει», ενώ ο ίδιος αισθανόταν άνετα, χαλαρά, όμορφα: σαν να ήταν η ψυχή του διακοπές. Σταυροφιλήθηκαν και χωρίστηκαν. Πήγε σπίτι, ξεντύθηκε, την έπαιξε γι’ αυτήν αλλά επίτηδες το έκοψε και δεν έχυσε. Αποκοιμήθηκε χαμογελώντας.

Τον ξύπνησε το θηρίο ο ήλιος του Σαββάτου. Το σώμα του γινότανε ξανά τουριστικός προορισμός και συνέβαινε κάτι πολύ παραπάνω: ξαναζούσε και γι’ αυτό ξαναγινόταν τουριστικός προορισμός. Όταν σταυροφιλήθηκαν το προηγούμενο βράδυ μύρισε τον απόηχο του ιδρώτα της, μεθύσι άγριο και δεινότερο από τα πέντε ουίσκια που είχε κατεβάσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι θα το κάνουν, ότι θα βουλιάξει στο κορμί της χωρίς προορισμό και πλάνο, ότι θα τη γαμήσει με τις ώρες μία και δύο φορές και ότι την τρίτη θα τη χύσει κάπως αλλιώς, ότι στο μεταξύ θα γλείψει και θα δαγκώσει και θα καταφιλήσει ό,τι έχει και δεν έχει. Ότι κάθιδρος θα της χάριζε απλά κι ανέμελα το κορμί του, ολόκληρη την πατρίδα του, όπως θα διαγούμιζε τυφλά και με μανία το δικό της. Ότι θα ανασαίνει από κάτω της και από πάνω της και από πίσω της και – μετά – από δίπλα της, σαν τρένο και σαν χύτρα, άκομψα κι άγαρμπα κι ανέμελα. Για πρώτη φορά ήξερε από πριν ότι την επόμενη φορά που θα τη συναντούσε, πολύ πριν της το κάνει, θα έσκυβε να τη φιλήσει εκείνος πρώτος. Και κάθε υποψία χηρείας θα χανόταν επιτέλους.

GatheRate