Από το oeuvre του Φον Τρίερ έχω αποξενωθεί εδώ και χρόνια: το Dancer in the Dark μού είχε φανεί μελό αιμοβόρο και άσκηση στη σκληρότητα, ενώ το Dogville υβρίδιο δοκιμίου, σινεμά και θεάτρου (και αναφανδόν αιμοβόρο και μοβόρικο). Μετά βαρέθηκα.
Το Nymphomaniac πήγα να το δω επειδή
- Το έθαψε ο Δανίκας, και δη ως ψυχρό σκανδιναβικό πορνό. Θα πρέπει να είναι αδαής από πορνό: το σκανδιναβικό πορνό είναι το μόνο στο οποίο οι ηθοποιοί μορφάζουνε και χαμογελούν σχεδόν πηγαία,
- Το υμνούν κριτικοί που κανονικά απεχθάνονται τον Φον Τρίερ, το κινηματογραφημένο σεξ, ή και τα δύο,
- Έχει θέμα το σεξ,
- Έχει σεξ.
Ο Σέλιγκμαν απηχεί απόψεις, στάσεις και ένα γενικότερο πλαίσιο σκέψης που μοιραζόμαστε πολλοί: είμαστε όλοι ελεύθεροι και υπεύθυνοι, η ενοχή είναι είτε ναρκισσισμός είτε πρόσκομμα κι εκούσια αναπηρία, η επιθυμία και η ηδονή είναι -- ας πούμε -- καθαρές an sich. Η Τζο αναιρεί με λελογισμένη αγριότητα και μια καλή δόση χιούμορ αυτές τις στάσεις ως μάλλον ακαδημαϊκές και ιδεαλιστικές: ως στάσεις ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες, πλην όμως αποστειρωμένες από ανθρωπίλα.
Το χιούμορ πάντως δεσπόζει στην ταινία, αλλά πρόκειται για δανέζικο χιούμορ, που δεν το πιάνουνε καλά καλά οι υπόλοιποι Σκανδιναβοί: λ.χ. οι σκηνές στο τρένο, με τον χορό των βλεμμάτων και εκφράσεων, είναι γνήσια αστείες, ενώ τα κειμενικά σχόλια επί της οθόνης τις φέρνουν στα όρια της φάρσας.
Η σύνθεση είναι απίστευτα σφιχτοδεμένη, μορφικά το έργο πάει πολύ πιο πέρα από τις προηγούμενες ταινίες του Φον Τρίερ. Οι συζητήσεις για τα δέντρα και τα φύλλα, δηλαδή τη φύση, τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, τα διάφορα μοτίβα (το ψάρεμα, ο Μπαχ...) που δουλεύονται μέχρι να πάψουνε να είναι ορατά, οι όψεις της σωματικότητας, οι εκδοχές του σπαραγμού, οι αποπλανήσεις -- όλα τρέχουνε παράλληλα και πολυφωνικότατα συνθέτοντας άγρια κινηματογραφική ποίηση.
Η ταινία πραγματεύεται αλλά και δείχνει την ανθρώπινη κατάσταση και αλήθειες που δεν αντέχουμε, κάνει ποίηση άγρια με αφορμή τον σεξουαλικό εθισμό μέσα στα συμφραζόμενα της ανάγκης, της επιθυμίας και της ελευθερίας. Ποιες αλήθειες που δεν αντέχουμε; Πέρα από την περίφημη (πια) εικασία για τα εγκλήματα από έρωτα και για τα εγκλήματα από σεξ (που είναι, λέει, πολύ λιγότερα), έχουμε τον προβοκατορικό ορισμό του έρωτα ως 'ζήλεια συν πόθος'. Έχουμε και το σπαρακτικό επεισόδιο με τον θάνατο του πατέρα, που ξεκινάει με aequanimitas, λόγο γνώσεως και Επικουρο και τελειώνει με ουρλιαχτά, πόνο, σκατά αλλά και την Τζο να καυλώνει. Υπάρχει και το όχι λιγότερο σπαρακτικό επεισόδιο με την εγκαταλελειμμένη σύζυγο (αρτυμένο με χιούμορ, ίσα ίσα για να καίει περισσότερο). Υπάρχει και η ανία του σεξουαλικού αθλητισμού, σαν μια μονότονα επαναλαμβανόμενη διαδρομή σε κάποιο πάρκο, αλλά και η κριτική της χίμαιρας της (όποιας) ερωτικής αποκλειστικότητας, εκεί όπου εκτυλίσσεται η πολυφωνική σύνθεση τριών εραστών (αφού ο ένας από μόνος του δεν αρκεί -- έστω και αν είναι ο Cantus Firmus του έρωτα).
Και η τσόντα; Κομμένη βεβαίως, υποτίθεται, αλλά και εδώ η μορφή ακολουθεί το περιεχόμενο, που λένε: σεμνή στη μηχανικότητά της, αφού π.χ. το κοντινό σε πίπα στην οθόνη του Ιντεάλ αφήνει ασκίρτητο και τον πιο ζωντανό θεατή, μέχρι να σμίξει τελικά η ηρωίδα με αυτόν με τον οποίο είναι ερωτευμένη, όπου δικαιώνεται η παράδοση του σκανδιναβικού πορνό -- αν και όχι για καλό.
Ανέβηκε στο The Greek Cloud, στις 15.II.2014
Να διαβάζει κανείς τον Δανίκα είναι η υπέρτατη στιγμή αναγνωστικού μαζοχισμού...είτε γράφει για ταινίες είτε για ο,τιδήποτε άλλο...ο τύπος είναι κυριολεκτικά για κλάματα (ή για γέλια)! Όσον για την ταινία, εκείνο που σοκάρει πάνω απ' όλα είναι ο ψευδο-φιλελευθερισμός της στο πλαίσιο ενός πέραν πάσης κριτικής 'απελευθερωμένου' ουμανισμού...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσον αφορά τη 'μορφή' της, τα κινηματογραφικά-σκηνοθετικά ευρήματα του Δανού είναι σαφώς μία από τα ίδια (εννοώ ότι απλώς αναπαράγει τη μανιέρα του και τίποτα άλλο).
Είδαμε την ίδια ταινία;
Πφ, μπήκα να κράξω, αλλά συμφωνώ. Βλακείες. No fun.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κείμενο για το Β' μέρος το διάβασες;
Διαγραφή