Από μικρός τρωγόμουνα να φύγω. Στα 15 μου έγραψα ένα ποίημα (από αυτά που έκαψα στην μπανιέρα του πατρικού μου, χρόνια μετά) με τίτλο 'Φυγή'. Δε με χώραγε το σπίτι, δε με χώραγε η Αθήνα, δε με χώραγε η Ελλάδα. Ή έτσι νόμιζα ο έρμος. Ξημεροβραδυαζόμουν πάνω από άτλαντες και χάρτες, έβλεπα road movies, δοκίμαζα φαγητά από αλλού.
Έψαχνα να μιλήσω με ξένους, να καταλάβω τι είναι ανθρώπινο και τι απλώς ελλαδικό: βρήκα έναν Σέρβο αγιογράφο, Κύπριους συμφοιτητές, έναν Άγγλο παπά πιτσιρικά και τη γυναίκα του, μια αμερικάνα ζωντοχήρα με παιδί που ήθελε να πηδηχτούμε, μια ομογενή κοπελιά που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σαουδική Αραβία, έναν ελληνοαμερικανό συνομήλικο, έναν Ολλανδό χαουζά, τον ελληνορουμάνο κολλητό (τζίνιους), τον ελληνογαλλοτσέχο φίλο του (δημοσιογράφο), τον ελληνοπολωνό φίλο του (σούπερ καλλιτέχνης), τον ομογενή από Βουλγαρία φίλο του (μου χάρισε το δώρο του να διαβάζω κόμικ), μια Λονδρέζα που φασωθήκαμε: δύσκολα έβρισκες ξένους στην Αθήνα τότε.
Στον ύπνο μου έρχονταν (και έρχονται και θα έρχονται) ο Ταΰγετος, η Αλάσκα, ο λαβύρινθος που λέγεται μεγαλούπολη, η ησυχία του δάσους, το λοξό φως του Βερμέερ (αργότερα έμαθα κι άλλους), χώρες με τετράμηνους χειμώνες.
Τελειόφοιτος πήγα στη Γαλλία. Την επόμενη χρονιά στο Λονδίνο. Η άφιξη περιγράφεται εδώ:
Στην Αγγλία, μια εποχή που είχα βεβαιωθεί ότι δε θα επέστρεφα ποτέ στην Ελλάδα, ανοικοδόμησα τη δική μου Ελλάδα από το μηδέν. Μουσικά στην αρχή, με τις 'Εικόνες' της Βενετσάνου και με Τρύπες (τη 'Νύχτα των άλλων' και το 'Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι'). Μετά μαγειρεύοντας. Μετά ξαναδιαβάζοντας δειλά ποίηση και μυθιστόρημα ελληνικό (ας ειν' καλά η Ζ.). Μετά κάνοντας παρέα με Έλληνες που δεν ήταν Ελληνάρες της Αγγλίας, που δεν ήταν κωλόπαιδα Βου-Που-κι-απ'-αλλού με όλο το sense of entitlement της οικουμένης. Μετά αναπολώντας, βασανιστικά, ατέλειωτα, επώδυνα κι ατελώς την Αθήνα. Αυτό το τελευταίο ήτανε μια κόλαση σαν του πόθου: το μεσοδιάστημα μεταξύ όσων αναπολείς λιγάκι και όσων, μάταια ίσως, προσδοκάς κρυφά, το μεσοδιάστημα που κυρίως αντηχεί από την πλαστή νηνεμία μεταξύ τους.
Το Λονδίνο το ερωτεύτηκα. Το απομυθοποίησα όταν αντίκρυσα τη Βοστώνη: ένα Λονδίνο πιο καλά καμωμένο, αμερικάνικα φτιαγμένο (αλλά πολύ πιο πληκτικό). Στη Νέα Υόρκη το Λονδίνο το απολησμόνησα: αγόρασα κι ένα δαχτυλίδι όταν ξαναπήγα εκεί και είπα: "εδώ θα αποφασίσεις, με αυτό το δαχτυλίδι, να αλλάξεις τη ζωή σου". Έκανα έναν αρραβώνα μεταξύ του εαυτού μου και της ζωής μου. Και φόρεσα το δαχτυλίδι.
Στη Νέα Υόρκη δε θα ζήσω ποτέ. Το Λονδίνο το λέω ακόμα 'πατρίδα'. Όπως και την Ολλανδία των λίγων ευτυχισμένων εβδομάδων, σκορπισμένων εδώ κι εκεί. Την Ελλάδα την ξανάφτιαξα μέσα μου από την αρχή.
Αλλ' όμως άνθρωπος, λέει, έγινα στο Λονδίνο.
Έψαχνα να μιλήσω με ξένους, να καταλάβω τι είναι ανθρώπινο και τι απλώς ελλαδικό: βρήκα έναν Σέρβο αγιογράφο, Κύπριους συμφοιτητές, έναν Άγγλο παπά πιτσιρικά και τη γυναίκα του, μια αμερικάνα ζωντοχήρα με παιδί που ήθελε να πηδηχτούμε, μια ομογενή κοπελιά που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σαουδική Αραβία, έναν ελληνοαμερικανό συνομήλικο, έναν Ολλανδό χαουζά, τον ελληνορουμάνο κολλητό (τζίνιους), τον ελληνογαλλοτσέχο φίλο του (δημοσιογράφο), τον ελληνοπολωνό φίλο του (σούπερ καλλιτέχνης), τον ομογενή από Βουλγαρία φίλο του (μου χάρισε το δώρο του να διαβάζω κόμικ), μια Λονδρέζα που φασωθήκαμε: δύσκολα έβρισκες ξένους στην Αθήνα τότε.
Στον ύπνο μου έρχονταν (και έρχονται και θα έρχονται) ο Ταΰγετος, η Αλάσκα, ο λαβύρινθος που λέγεται μεγαλούπολη, η ησυχία του δάσους, το λοξό φως του Βερμέερ (αργότερα έμαθα κι άλλους), χώρες με τετράμηνους χειμώνες.
Τελειόφοιτος πήγα στη Γαλλία. Την επόμενη χρονιά στο Λονδίνο. Η άφιξη περιγράφεται εδώ:
... ένα πρωινό Κυριακής με καμπάνες σε μια Λέστερ Σκουέαρ που μύριζε πίσσα, κάτουρα και μπαγιάτικα μπυρόνια, καλυμμένη από λιγδερές λαδόκολλες που σάριζε ο άνεμος, σπαρμένη κομματιασμένα μπουκάλια, ποτισμένη από ξερατά, ξερατά και ξερατά. Ήταν η αρχή κυριολεκτικά ενός πολιτισμικού και προσωπικού σοκ (δε χρησιμοποιώ το 'κυριολεκτικά' μεταφορικά, όπως είθισται, παρά το χρησιμοποιώ κυριολεκτικά). Στην Αγγλία έμαθα ότι είμαστε η βιολογία μας, η ελεύθερη βούλησή μας αλλά και η ιστορία μας. Ο δάσκαλός μου, ο σημαντικότερος ίσως δάσκαλος που είχα ποτέ, του οποίου το όνομα κρατάω με καμάρι, τιμή κι αγάπη μυστικό για να μην καρφώνομαι εδώ ποια σχολή αγγειοπλαστικής έβγαλα, αφού με πέθανε στο καψόνι επί δύο συναπτά τρίμηνα, μου λέει μια μέρα: "Don't be sorry. It is important to know the art of self-restraint, however it is even more important to be yourself."Για χρόνια έλεγα ότι στην Αγγλία έγινα άνθρωπος. Όχι επειδή μού έδωσε τα φώτα του το κακομοιρονήσι, όποιος έχει ζήσει εκεί εκτός ελληνικών γκέτο έστω και 2 μήνες, ξέρει πολύ καλά τι εννοώ. Όχι μόνον επειδή επιτέλους έφυγα μακριά από όσα δε με χώραγαν. Έγινα άνθρωπος γιατί ξεκίνησα εκεί να μαθαίνω να είμαι ο εαυτός μου, όχι αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ή περίμεναν από εμένα. Γιατί έμαθα ότι είμαστε αυτοί που είμαστε και τα υπόλοιπα είναι προσχήματα, δικαιολογίες και μεταμέλειες περιττές και μάταιες: με αυτό που είμαστε πρέπει να δουλέψουμε, όχι με την προσδοκία να γίνουμε κάποιος άλλος ή κάτι άλλο.
Στην Αγγλία, μια εποχή που είχα βεβαιωθεί ότι δε θα επέστρεφα ποτέ στην Ελλάδα, ανοικοδόμησα τη δική μου Ελλάδα από το μηδέν. Μουσικά στην αρχή, με τις 'Εικόνες' της Βενετσάνου και με Τρύπες (τη 'Νύχτα των άλλων' και το 'Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι'). Μετά μαγειρεύοντας. Μετά ξαναδιαβάζοντας δειλά ποίηση και μυθιστόρημα ελληνικό (ας ειν' καλά η Ζ.). Μετά κάνοντας παρέα με Έλληνες που δεν ήταν Ελληνάρες της Αγγλίας, που δεν ήταν κωλόπαιδα Βου-Που-κι-απ'-αλλού με όλο το sense of entitlement της οικουμένης. Μετά αναπολώντας, βασανιστικά, ατέλειωτα, επώδυνα κι ατελώς την Αθήνα. Αυτό το τελευταίο ήτανε μια κόλαση σαν του πόθου: το μεσοδιάστημα μεταξύ όσων αναπολείς λιγάκι και όσων, μάταια ίσως, προσδοκάς κρυφά, το μεσοδιάστημα που κυρίως αντηχεί από την πλαστή νηνεμία μεταξύ τους.
Το Λονδίνο το ερωτεύτηκα. Το απομυθοποίησα όταν αντίκρυσα τη Βοστώνη: ένα Λονδίνο πιο καλά καμωμένο, αμερικάνικα φτιαγμένο (αλλά πολύ πιο πληκτικό). Στη Νέα Υόρκη το Λονδίνο το απολησμόνησα: αγόρασα κι ένα δαχτυλίδι όταν ξαναπήγα εκεί και είπα: "εδώ θα αποφασίσεις, με αυτό το δαχτυλίδι, να αλλάξεις τη ζωή σου". Έκανα έναν αρραβώνα μεταξύ του εαυτού μου και της ζωής μου. Και φόρεσα το δαχτυλίδι.
Στη Νέα Υόρκη δε θα ζήσω ποτέ. Το Λονδίνο το λέω ακόμα 'πατρίδα'. Όπως και την Ολλανδία των λίγων ευτυχισμένων εβδομάδων, σκορπισμένων εδώ κι εκεί. Την Ελλάδα την ξανάφτιαξα μέσα μου από την αρχή.
Αλλ' όμως άνθρωπος, λέει, έγινα στο Λονδίνο.
Αυτό το ποστ σου μού άρεσε και για λόγους εντελώς εγωιστικούς. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου σε όλη την πορεία από την ελληνική ασφυξία στην εν αλλοδαπή αυτογνωσία, περνώντας από το στάδιο της ανασύνθεσης της Ελλάδας (μέχρι να φύγω από την Ελλάδα δεν πρέπει ποτέ να είχα ακούσει οικειοθελώς ελληνική μουσική). Βέβαια πρέπει να αλλάξει το όνομα του Λονδίνου με αυτό μιας επαρχιακής πόλης αυτών που τρώνε βατραχοπόδαρα(αν κι εκεί δεν έβρισκες εύκολα το συγκεκριμένο έδεσμα, αλλά τα διάφορα σουκρούτ, μπεκόφ και ζαμπονώ). Τέσπα, ουδείς τέλειος... ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτρασβούργο μυρίζω ή σφάλλω;
ΔιαγραφήThis. Το δικό μου Λονδίνο ήτο μεν επαρχιακή πόλη όπου οι υπερπλούσιοι μαζεύονται να πεθάνουν, τα δε στάδια της ανασύνταξης της Ελλάδας μέσα μου ακριβώς τα ίδια: για πρώτη φορά άκουγα Χαϊνηδες, και Θ. Παπακωνσταντίνου, με ολίγη από Διάφανα Κρίνα,ξαναδιάβαζα άπαντα Παπαδιαμάντη και Ελύτη, έμαθα να μαγειρεύω (μη ρωτήσεις τι, η μαγειρική είναι σαν την ποίηση, δεν μπορείς να την κάνεις επιτυχώς σε άλλη από τη μητρική σου γλώσσα, ή τα γευστικά σου μητρώα)κι έκανα παρέα με κάτι κωλόπαιδα της διανόησης απ'όλη την Ελλάδα, ουδεμία σχέση με ΒΠ επίσης. Χρόνια μετά κατέληξα να ευχαριστώ την Αμερική γιατί μ'έκανε άνθρωπο, μακριά από την κλειστοφοβική κοινωνία και οικονομία της Ελλάδας. Ωστόσο την Αθήνα δεν την αγαπώ πια, την αποδόμησα ολοκληρωτικά. Ένιωσα ότι πιο πολύ από την Αθήνα, πατρίδα μου ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα μου, όπου 14 χρόνια μετά μαζεύτηκαν οι αλλοεθνείς δυνάμεις να διώξουν τα ήμερα από την παραλία μας για να κάνουν μεγαθήρια ξενοδοχεία (σύντομα αποκλεισμένες για τις πλέμπες παραλίες, όπως Μαλιμπού) και αυτό:
Διαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=euOJkb0U8vE
(Επίσης ΝΥ μπλιάχ ρε Σρα, είναι προφανές ότι δεν έζησες εκεί, γι'αυτό την εκτιμάς τόσο. Εγώ απομυθοποίησα τη ΝΥ όταν πήγα Λονδίνο μετά 20 τόσα χρόνια. Ένα κακέκτυπο του Λονδίνου με φτηνότερα υλικά (βλέπε προσόψεις κτιρίων να καταρρέουν στα 6 μποφόρ στην Σάντυ) και παραισθήσεις μεγαλείου. Και επιδημία ψύλλων. Και ποντικών ακόμη και σε ανακαινισμένα διαμερίσματα.)
Πατρίδες. Το κλειδί είναι όντως στον πληθυντικό. Όλα αυτά τα μέρη απ'όπου περάσαμε, έστω και για λίγο. Όλα τα μέρη που αγαπήσαμε και μας διαμόρφωσαν. Ακόμη και τώρα, στο εξωτερικό, πατρίδα για τον ίδιο λόγο. Εμείς είμαστε ακόμη σε αρχικό στάδιο βέβαια αλλά όλα αυτά που γράφεις τα βλέπω μπροστά μου. Αποκοπήκαμε και βρεθήκαμε γρήγορα σε παρθένο περιβάλλον, ειδικά στην περιοχή μας που δεν έχει πολλούς Έλληνες. Περισσότερες ευθύνες αλλά και περισσότερη ευκολία να επαναπροσδιορίσεις τι θέλεις και πώς το κυνηγάς. Ακούω ακριβώς τα ίδια και από άλλα φιλαράκια που σκορπίσανε νωρίτερα από εδώ κι από εκεί και μου φαίνεται πια σαν φυσική διαδικασία.
ΔιαγραφήΧαμόγελα σε όλους σας τους πολυπάτριδες, λοιπόν.
ΔιαγραφήΣα να λέμε δηλαδή ότι το ζειν το χρωστάς στην Αθήνα και το ευ ζειν στο Λονδίνο :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ευ ζην μου το δίνουν οι δικοί μου άνθρωποι και, με απόσταση, τα βιβλία. Η Αθήνα είναι το παραμύθι μου και ο τόπος κάθε ευτυχίας, κάθε ευδαιμονίας: ο πριν και ο μετέπειτα παράδεισος.
Διαγραφή