Την άποψή μου για τη μουσική παιδεία στην Ελλάδα και τα μουσικά αντανακλαστικά μας την έχω γράψει εδώ. Απόψε σκέφτηκα τους στίχους των ελληνικών τραγουδιών ακούγοντας στον Μελωδία την εκτέλεση του 'Κάγκελα Παντού' με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Η αντίδρασή μου ήταν αυθόρμητο και καταιγιστικό γέλιο (δεν το ξέρετε, αλλά το γέλιο μου παγώνει το αίμα -- όμως αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, τι χρωστάτε τώρα κι εσείς να σας ζαλίζω με παρενθέσεις): η επικά αριστερή ψαλτική φωνή του Κύπριου αδερφού Ιωαννίδη έκανε τη συγκεκριμένη ερμηνεία να ακούγεται σαν παρωδία. Δηλαδή κάτι σαν τις εκτελέσεις του 'Μόνοι πάνω στη γη' από τον ίδιο τον Πανούση.
Κι επειδή τα γέλια σταματημό δεν είχαν, είπα να διαλογιστώ πάνω στον στίχο του 'Κάγκελα Παντού' για να καλμάρω και να βγάλω τον σκασμό. Έτσι αντιλήφθηκα ότι είναι από τα λίγα ελληνικά τραγούδια των οποίων ο στίχος πρωτοτυπεί όσον αφορά τη διάθεση. Δηλαδή: αν απογυμνώσετε από τη μουσική του το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι (ό,τι έχει πάθει δηλαδή η αρχαία λυρική ποίηση), και αν εξαιρέσουμε τη μελοποιημένη ποίηση, κάτι μουρλομπγιόρκ τύπου Μ. Κριεζή / Λένα Πλάτωνος, κάτι σεμνολετριστές όπως η Νικολακοπούλου καθώς και τους Σαββόπουλους & υιούς, Τρύπες & υιούς ή τον Σωκράτη Μάλαμα, θα βρεθείτε μπροστά σε μια θαυμαστή ομοιογένεια διάθεσης: αυτή του κλαψοκλάματος, του κλαψονταλκά και της κλαψοκλάψας. Πολλή κλάψα. Πολύ κλάμα. Δυστυχία. Χωρισμός. Πόνος. Ανείπωτος.
Ενώ το σκεφτόμουν αυτό μεταφέρθηκα στα 1978. Όχι σωματικώς. Το καλοκαίρι του '78 (αλλά και κατόπιν) πηγαίναμε στο Αυλάκι για μπάνια με εκδρομικό. Στο εκδρομικό πάντα η ίδια κασέτα, του Πάριου. Πάντα. Βαριόμουνα στη διαδρομή, βαριόμουνα και τον Πάριο. Ήξερα όμως ότι ανάμεσα στα λυπητερά τραγούδια όπως 'λυπήσου με', 'μη φεύγεις μη', 'θα με θυμηθείς', βρέχει, κρυώνω, πεθαίνω, σβήνω, λιγώνομαι υπήρχε και ένα χαρούμενο προς το τέλος: το 'Τώρα τέρμα στα λάθη'. Ήξερα ότι όταν θα ακουγόταν αυτό το ένα χαρούμενο τραγούδι, θα πλησιάζαμε σπίτι πια (πράγματι, το 'Τώρα τέρμα στα λάθη' έπεφτε εκεί κοντά στο Πεντάγωνο).
Μετά μεταφέρθηκα στα 1996, νοερά πάντα. Είχε έρθει στην Ελλάδα η ελληνοελβετή ξαδέρφη μου, η Θέα. Πήγαμε στην παραλιακή: ήθελε ελληνικό κλάμπιν η κοπέλα. Τότε, παιδιά μου, είχαν ήδη αρχίσει (όχι και τόσο) δειλά-δειλά να μπασταρδεύουνε με σκυλοπόπ τα προγράμματα στα χορευτάδικα. Κι επειδή ο ρυθμός του τσιφτετελιού βγάζει από μέσα μας τον δεν-ξέρω-ποιον στον καθένα, όταν τελείωσε ο τραγουδιάρης τον αμανέ και η Θέα το λίκνισμά της, με ρωτάει (η Θέα) τι έλεγε το τραγούδι. Της εξήγησα ("πονάω, βογγάω, χτυπιέμαι και σέρνομαι") και το βρήκε 'διασκεδαστικό, όλο πόνο και χωρισμούς, δηλαδή, όπως τα ιταλικά τραγούδια'.
Να αφεθούμε λοιπόν μοιρολατρικά στη μεσογειακή μας ταυτότητα ως καθοριστική της θεματολογίας και της διάθεσης των τραγουδιών μας; Όχι: δείτε τα δημοτικά τραγούδια ή τα ρεμπέτικα ή ακόμα και το ελαφρύ τραγούδι (ξέρετε: 'εγώ θα σ' αγαπώ και μη σε νιάζει', 'μόνο κοντά σου', 'να το πάρεις το κορίτσι' κτλ.).
Αν το ψάξετε λίγο θα δείτε ότι γενικά υπάρχει ένα 'συμβολικό' έλλειμμα χαράς (ή, αν θέλετε, ποπ διάθεσης) στην ελληνική κοινωνία. Αυτό στο τραγούδι εκφράζεται κυρίως με δύο τρόπους: πρώτον, με την αλγολαγνική εμμονή σε θέματα πόνου, θλίψης, χωρισμού. Σύμβολο αυτής της εμμονής, ο κακόφωνος βάρδος, το ελληνικό τοτέμ, ο πτωχοαλαζόνας (όπως τον αποκάλεσε ο Φάις) Καζαντζίδης, και μάλιστα ο Καζαντζίδης της περιόδου εκείνης που οίμωζε τουρκοκαραμουζάτα κι αβάσταχτα για ξενιτειές και βάσανα, μανούλες, δυστυχίες -- την ώρα που του κόλλαγαν πεντακοσάρικα και χιλιάρικα διάφοροι που ούτε να ξενιτευτούν αναγκάστηκαν, ούτε βάσανα ένιωσαν πέρα από την απόρριψη της κονσοματζούς. Μιλάω για τη συγκεκριμένη φάση, γιατί ο Καζαντζίδης, με μια κιθάρα στο χέρι, είπε και πολλά από τα λεγόμενα 'ελαφρολαϊκά', αδίκως επισκιάζοντας τον καημένο τον Γαβαλά (ο οποίος μάλλον ήτανε πολύ κυριλέ για τους κιμπάρηδες καυλοκαμένους μαμάκηδες) ή και τον πάρα πολύ μεγάλο Ζαμπέτα...
Δεύτερον, εκφράζεται με τα βικτωριανά μας ήθη. Άσκηση: πιάστε ένα οποιοδήποτε τραγούδι, λ.χ. αυτά εδώ, κάτι ποιητικό και δυστυχισμένο από τους Πυξ-Λαξ ή και το ωραιότατο 'το πλοίο θα σαλπάρει'. Μεταφράστε τα στα αγγλικά. Βάλτε θαυμαστικό στο τέλος κάθε στίχου. Σαν τι μοιάζει; Σαν ελάσσονα βικτωριανά ποιηματάκια. Νοσταλγίες και πόνοι, θλίψεις και χωρισμοί, πάθη σεμνά χωρίς κορμιά, υγρά και τσαχπινιές. Θυμάμαι (πάλι) ότι όταν μάθαινα αγγλικά και μετέφραζα στίχους τραγουδιών από το Μουσικόραμα για τους φιλοπερίεργους γονείς μου είχα μεγάλο πρόβλημα: όλο για σεξ και χασίσια μιλάγανε (οι στίχοι, όχι οι γονείς). Σύμβολο της σεμνοτυφίας μας: η (μάνα της ΑΕΚ πλέον) Δέσποινα Βανδή και το τραγούδι 'Σεξ', πιο συγκεκριμένα. Τι λέει εκεί ο μουσηγέτης Φοίβος; ότι η Δέσποινα φαντασιώνεται, τρίβεται, τεντώνεται, σέρνεται, χαϊδεύεται. Αυτά. Τέλος. Αυτό είναι το στιχουργικό σεξ στο ελληνικό τραγούδι: άιντε το πολύ μαλακία. Και βεβαίως δεν είμαστε σε αυτό το μπλογκ κατά της μαλακίας, όμως από μόνη της δε φτάνει. Υπάρχουνε κι άλλα.
Τελικά δεν είναι τυχαίο που για χρόνια κυκλοφορούσε τόσος πολύς μεταφρασμένος στίχος στο ελληνικό πεντάγραμμο.
Επίμετρο: Ο Καρράς (που κάνει τον Καζαντζίδη να ακούγεται μπελ κάντο) και 'οι άλλοι', ένα δυνατό κείμενο του βυτίου.
Από την άλλη, επανερχόμενος σε αυτά που έλεγα πιο πάνω για τα πεντακοσάρικα και τα χιλιάρικα, πάντοτε αναρωτιόμουνα πού τα βρίσκουν τόσα λεφτά όσοι τα τρώνε στη 'νύχτα', γιατί η 'νύχτα' είναι ακριβή. Από κάποιον τα στερούν, ε; όπως ο σχωρεμένος ο ξάδερφός μου. Ενώ εγώ, λ.χ., και να 'θελα να ζήσω την παρακμή, δεν τα έχω, μανούλα μου...
Κι επειδή τα γέλια σταματημό δεν είχαν, είπα να διαλογιστώ πάνω στον στίχο του 'Κάγκελα Παντού' για να καλμάρω και να βγάλω τον σκασμό. Έτσι αντιλήφθηκα ότι είναι από τα λίγα ελληνικά τραγούδια των οποίων ο στίχος πρωτοτυπεί όσον αφορά τη διάθεση. Δηλαδή: αν απογυμνώσετε από τη μουσική του το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι (ό,τι έχει πάθει δηλαδή η αρχαία λυρική ποίηση), και αν εξαιρέσουμε τη μελοποιημένη ποίηση, κάτι μουρλομπγιόρκ τύπου Μ. Κριεζή / Λένα Πλάτωνος, κάτι σεμνολετριστές όπως η Νικολακοπούλου καθώς και τους Σαββόπουλους & υιούς, Τρύπες & υιούς ή τον Σωκράτη Μάλαμα, θα βρεθείτε μπροστά σε μια θαυμαστή ομοιογένεια διάθεσης: αυτή του κλαψοκλάματος, του κλαψονταλκά και της κλαψοκλάψας. Πολλή κλάψα. Πολύ κλάμα. Δυστυχία. Χωρισμός. Πόνος. Ανείπωτος.
Ενώ το σκεφτόμουν αυτό μεταφέρθηκα στα 1978. Όχι σωματικώς. Το καλοκαίρι του '78 (αλλά και κατόπιν) πηγαίναμε στο Αυλάκι για μπάνια με εκδρομικό. Στο εκδρομικό πάντα η ίδια κασέτα, του Πάριου. Πάντα. Βαριόμουνα στη διαδρομή, βαριόμουνα και τον Πάριο. Ήξερα όμως ότι ανάμεσα στα λυπητερά τραγούδια όπως 'λυπήσου με', 'μη φεύγεις μη', 'θα με θυμηθείς', βρέχει, κρυώνω, πεθαίνω, σβήνω, λιγώνομαι υπήρχε και ένα χαρούμενο προς το τέλος: το 'Τώρα τέρμα στα λάθη'. Ήξερα ότι όταν θα ακουγόταν αυτό το ένα χαρούμενο τραγούδι, θα πλησιάζαμε σπίτι πια (πράγματι, το 'Τώρα τέρμα στα λάθη' έπεφτε εκεί κοντά στο Πεντάγωνο).
Μετά μεταφέρθηκα στα 1996, νοερά πάντα. Είχε έρθει στην Ελλάδα η ελληνοελβετή ξαδέρφη μου, η Θέα. Πήγαμε στην παραλιακή: ήθελε ελληνικό κλάμπιν η κοπέλα. Τότε, παιδιά μου, είχαν ήδη αρχίσει (όχι και τόσο) δειλά-δειλά να μπασταρδεύουνε με σκυλοπόπ τα προγράμματα στα χορευτάδικα. Κι επειδή ο ρυθμός του τσιφτετελιού βγάζει από μέσα μας τον δεν-ξέρω-ποιον στον καθένα, όταν τελείωσε ο τραγουδιάρης τον αμανέ και η Θέα το λίκνισμά της, με ρωτάει (η Θέα) τι έλεγε το τραγούδι. Της εξήγησα ("πονάω, βογγάω, χτυπιέμαι και σέρνομαι") και το βρήκε 'διασκεδαστικό, όλο πόνο και χωρισμούς, δηλαδή, όπως τα ιταλικά τραγούδια'.
Να αφεθούμε λοιπόν μοιρολατρικά στη μεσογειακή μας ταυτότητα ως καθοριστική της θεματολογίας και της διάθεσης των τραγουδιών μας; Όχι: δείτε τα δημοτικά τραγούδια ή τα ρεμπέτικα ή ακόμα και το ελαφρύ τραγούδι (ξέρετε: 'εγώ θα σ' αγαπώ και μη σε νιάζει', 'μόνο κοντά σου', 'να το πάρεις το κορίτσι' κτλ.).
Αν το ψάξετε λίγο θα δείτε ότι γενικά υπάρχει ένα 'συμβολικό' έλλειμμα χαράς (ή, αν θέλετε, ποπ διάθεσης) στην ελληνική κοινωνία. Αυτό στο τραγούδι εκφράζεται κυρίως με δύο τρόπους: πρώτον, με την αλγολαγνική εμμονή σε θέματα πόνου, θλίψης, χωρισμού. Σύμβολο αυτής της εμμονής, ο κακόφωνος βάρδος, το ελληνικό τοτέμ, ο πτωχοαλαζόνας (όπως τον αποκάλεσε ο Φάις) Καζαντζίδης, και μάλιστα ο Καζαντζίδης της περιόδου εκείνης που οίμωζε τουρκοκαραμουζάτα κι αβάσταχτα για ξενιτειές και βάσανα, μανούλες, δυστυχίες -- την ώρα που του κόλλαγαν πεντακοσάρικα και χιλιάρικα διάφοροι που ούτε να ξενιτευτούν αναγκάστηκαν, ούτε βάσανα ένιωσαν πέρα από την απόρριψη της κονσοματζούς. Μιλάω για τη συγκεκριμένη φάση, γιατί ο Καζαντζίδης, με μια κιθάρα στο χέρι, είπε και πολλά από τα λεγόμενα 'ελαφρολαϊκά', αδίκως επισκιάζοντας τον καημένο τον Γαβαλά (ο οποίος μάλλον ήτανε πολύ κυριλέ για τους κιμπάρηδες καυλοκαμένους μαμάκηδες) ή και τον πάρα πολύ μεγάλο Ζαμπέτα...
Δεύτερον, εκφράζεται με τα βικτωριανά μας ήθη. Άσκηση: πιάστε ένα οποιοδήποτε τραγούδι, λ.χ. αυτά εδώ, κάτι ποιητικό και δυστυχισμένο από τους Πυξ-Λαξ ή και το ωραιότατο 'το πλοίο θα σαλπάρει'. Μεταφράστε τα στα αγγλικά. Βάλτε θαυμαστικό στο τέλος κάθε στίχου. Σαν τι μοιάζει; Σαν ελάσσονα βικτωριανά ποιηματάκια. Νοσταλγίες και πόνοι, θλίψεις και χωρισμοί, πάθη σεμνά χωρίς κορμιά, υγρά και τσαχπινιές. Θυμάμαι (πάλι) ότι όταν μάθαινα αγγλικά και μετέφραζα στίχους τραγουδιών από το Μουσικόραμα για τους φιλοπερίεργους γονείς μου είχα μεγάλο πρόβλημα: όλο για σεξ και χασίσια μιλάγανε (οι στίχοι, όχι οι γονείς). Σύμβολο της σεμνοτυφίας μας: η (μάνα της ΑΕΚ πλέον) Δέσποινα Βανδή και το τραγούδι 'Σεξ', πιο συγκεκριμένα. Τι λέει εκεί ο μουσηγέτης Φοίβος; ότι η Δέσποινα φαντασιώνεται, τρίβεται, τεντώνεται, σέρνεται, χαϊδεύεται. Αυτά. Τέλος. Αυτό είναι το στιχουργικό σεξ στο ελληνικό τραγούδι: άιντε το πολύ μαλακία. Και βεβαίως δεν είμαστε σε αυτό το μπλογκ κατά της μαλακίας, όμως από μόνη της δε φτάνει. Υπάρχουνε κι άλλα.
Τελικά δεν είναι τυχαίο που για χρόνια κυκλοφορούσε τόσος πολύς μεταφρασμένος στίχος στο ελληνικό πεντάγραμμο.
Επίμετρο: Ο Καρράς (που κάνει τον Καζαντζίδη να ακούγεται μπελ κάντο) και 'οι άλλοι', ένα δυνατό κείμενο του βυτίου.
Από την άλλη, επανερχόμενος σε αυτά που έλεγα πιο πάνω για τα πεντακοσάρικα και τα χιλιάρικα, πάντοτε αναρωτιόμουνα πού τα βρίσκουν τόσα λεφτά όσοι τα τρώνε στη 'νύχτα', γιατί η 'νύχτα' είναι ακριβή. Από κάποιον τα στερούν, ε; όπως ο σχωρεμένος ο ξάδερφός μου. Ενώ εγώ, λ.χ., και να 'θελα να ζήσω την παρακμή, δεν τα έχω, μανούλα μου...
(χμ, για μπάνιο στο αυλάκι το '78... και μετά μου λες πως δεν είσαι αστός)
ΑπάντησηΔιαγραφήωραίο αυτό με τη βικτωριανή ποίηση, δεν το είχα σκεφτεί
δάκρυα, πόνος, πικρός καφές, μάνα μου πονώ, στο σταθμό του Μονάχου, κλπ κλπ...
ΑπάντησηΔιαγραφήέτσι μεγαλώσαμε...
Όλα κι όλα, Σραόσα μου, ο Στελάρας ήτανε ό,τι αν είποι τις, αλλά κακόφωνος δεν ήτανε. Παπάδες είχε στο λαρύγγι ο μακαρίτης. Άκου με και μένα τον άσχετο που έχω φάει τα νιάτα μου (back in the early 14th century) με τις φωνητικές και τα σολφέζ.
ΑπάντησηΔιαγραφή@xilaren: Προφανώς είστε τόσο αστό που δεν πιάσατε το 'εκδρομικό', ε; Μάλλον δε σας λέει τίποτα.
ΑπάντησηΔιαγραφή:-P
@καλό λύκο: Αφήστε. Εγώ θυμάμαι καθαρά να ξυπνάω, παιδί, να πηγαίνω στην κουζίνα όπου έπαιζε το ράδιο και να με υποδέχεται το 'Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα, κλαίει κι η Παναγιά' ή το 'Τι να μου κάνουν δάκρυα δυο και στεναγμοί σαρανταδυό, μανούλα μου'. Τουλάχιστον τότε υπήρχε μορατόριουμ στα 'Το ένα τ' άλογο', 'Βρέχει φωτιά στη στράτα μου' και στο (μέχρι που ήρθα στην Κύπρο άγνωστό μου) 'ο κυρ Θάνος πέθανε' -- τα οποία πλέον παίζονται και σε γάμους.
@άλλο: Και το Πεγκάκι έχει φωνή. Κι εμείς όμως εχουμε ψυχή. Να τολμήσω να διορθώσω: όχι παπάδες αλλά χαροκαμένους μουεζίνηδες είχε ο σχωρεμένος. Ήταν πάντως από φύση του χολερικός άνθρωπος (ήτανε κολλητός κολλητού του πατέρα μου), ο πόνος δεν ήτανε περσόνα (καλή ώρα τα άφωνα και άχρωμα της μαζικής παραγωγής μας). Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη του Καζαντζίδη, ίσα ίσα. Είναι ότι έχει θεσπιστεί ως τοτέμ και πρότυπο Έλληνα κι ελληνικής ψυχής.
Ναι σε όλα πλην Στέλιου. Όχι γιατί δεν ισχύουν όσα λες αλλά γιατί αποτελούν μόνο τα συμφραζόμενα μιας τεράστιας εκφραστικής περιοχής η οποία είτε ως βυζαντινό είτε ως οθωμανικό μέλος είτε ως υβρίδιο (καθότι η επιμειξία συνεχίζεται σε πείσμα των καθαρολάγνων), άστραψε και βρόντηξε. Τα τοτέμ λατρεύονται και αποκαθηλώνονται (όπως καληώρα) αλλά ακόμα και τότε (τώρα) δεν χάνουν τις μαγικές ιδιότητές τους, δεν παύουν να είναι αυτό που ήταν: λατρεμένα τοτέμ. Δεν καθαρίζεις εύκολα με τον Καζαντζίδη, ούτε μουσικολογικώς, ούτε καλλιτεχνικώς, ούτε κοινωνιολογικώς πώς.
ΑπάντησηΔιαγραφή(άχρηστη διόρθωση: το sex είναι νομίζω Κοκκίνου. Αλλά το παράδειγμα μια χαρά είναι έτσι).
η πρώτη μου αντίδραση (αλλά δε γράφονται αυτά σε πχοιτικά μπλογκζ) είναι "Χέστε με επιτέλους με τον Καζαντζίδη, με τον Καρρά, με όοοολους αυτούς τους χαροκαμένους πια, με την καψούρα και την ξενητειά." Δεν έννοώ τους ίδιους τους τραγουδιστές, εννοώ αυτή την αφορήτη λατρεία που σέρνουν πίσω τους, λατρεία που δεν είναι κατασκευασμένη αλλά σύμπτωμα της νεοελληνικής ψυχοπαθολογίας. Έλεος πια με τα τοτέμ μας: τα ουίσκια του κωλόμπαρου, την καψούρα του αρσενικού, την κακούργα ξενιτειά, τη λεβεντιά του να τρως πολυκατοικία αντιπαροχής στις γκόμενες, το να σε σπιτώνει ο παντρεμένος που σε δέρνει (όταν δε δέρνει τη γυναίκα του), το να τα παίζεις όλα για όλα σε δυο ζαριές και μετά να ξεχρεώνει πλένοντας σκάλες η γυναίκα σου, τα φανταράκια που χορεύουν ζεμπεκιές -- ΟΛΑ. Κι άμα θέτε γκάμα, πάρτε Ζαμπέτα, κι άμα θέτε είδος μεικτό αλλά νόμιμο, πάρτε Ρόζα Εσκενάζυ, κι άμα θέτε φωνάρα καραμουζάτη οθωμανική, Χριστοδουλόπουλος, κι άμα θέτε 'αυθεντικότητα' πάρτε ρεμπέτικο παλιό. Αλλά έλεος πια, έλεος. 'Ελεος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά αυτά δε γράφονται. Όπως δεν μπορείς να πεις στον Εγγλέζο ότι η Νταϊάνα ήτανε μια μουρλοκακόμοιρη αργόσχολη ή ότι ο Χάρρυ εξώφθαλμα δεν είναι γιος του Καρόλου. Εθνικά τοτέμ. Γι' αυτό είναι τοτέμ: δεν τα αγγίζεις.
Θα πω κι αυτό, παρότι πρέπει να κάνω άλλα πράγματα και βιάζομαι. Είχα κι εγώ μεγάλη άρνηση για τον Καζαντζίδη. Απώθηση σχεδόν σωματική. Ένα μεσημέρι έτρωγα μόνος σε κάποια φοιτητική εστία (τρέχα γύρευε, δεν πάνε ούτε κατό-κατομπενήντα χρόνια από τότε) και περίμενα κάποιους που δεν έρχονταν. Ξαφνικά συγκεντρώθηκα στα τραγούδια του, όπως έπεφταν το ένα πίσω από το άλλο και η γύρω χλαπαταγή μου φάνηκε ότι σιώπησε. Άκουγα μόνο το καθαρό βιλούδο! Και είναι μαγικό πώς αυτό που ήταν ως τότε απεχθές, γύρισε ξαφνικά στο ανάποδό του. Έφυγα ενθουσιασμένος και συγκινημένος. Είναι να σου σκάσει, που λένε. Όποτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά η Ελληνοελβετή εξαδέλφη: σε κλαμπ ήταν, χαριτωμένους τους βρήκε τους στίχους. Εγώ τι να πω στη Γερμανίδα σύζυγο φίλου, που προσπαθούσα να της εξηγήσω τους στίχους των τραγουδιών που ακούγονταν στο γαμήλιο γλέντι της; Γούρλωσε τα μάτια και, αν είχε το νόουχάου, θα 'φτυνε τον κόρφο της η γυναίκα...
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφή«η πρώτη μου αντίδραση (αλλά δε γράφονται αυτά σε πχοιτικά μπλογκζ) είναι "Χέστε με επιτέλους με τον Καζαντζίδη, με τον Καρρά, με όοοολους αυτούς τους χαροκαμένους πια, με την καψούρα και την ξενητειά."»
Για να είμαι ειλικρινής, συνήθως, έχω την ίδια αντίδραση. Δεν τους πολυμπορώ του λαϊκούς, πόσω μάλλον τους ντεμέκ. Τους βρίσκω βαρετούς (με εξαιρέσεις). Δεν την καταλαβαίνω αυτή η λατρεία, αυτή η πίστη. Αλλά τη νιώθω, και δεν μπορώ να την δω σαν σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας. Παρά τις υπερβολές της, μού μοιάζει υγιής.
Ίσως είναι αυτό που λέει ο κ. Θας: είναι να σου σκάσει.
Γενικά αυτό το κομμάτι της ελληνικής σύγχρονης μουσικής που δεν ανήκει στο σκυλοποπ πάσχει απο χρόνια μελαγχολία.Αλλά το χειρότερο είναι ότι είναι μια μελαγχολία αβαθής, μια μελαγχολία που μαζί της δεν φέρνει βαθύτερες ιδέες, μια μελαγχολία που δεν γίνεται αφορμή για ψάξιμο των πραγμάτων. Είναι κλάψα σκέτη, σαν επεισόδιο απο νεανική σαπουνόπερα.Συν τοις άλλοις υπάρχει και μια τελμάτωση ως προς το ύφος: ακούμε τα ίδια τραγούδια που ακούγαμε πριν μια δεκαετία τη στιγμή που σε χώρες όπως την Αγγλία στο ίδιο χρονικό διάστημα ολόκληρα ρεύματα μουσικής δημιουργήθηκαν,άκμασαν και χάθηκαν. Το ελληνικό τραγούδι νομίζω έχει καταντήσει μαυσωλείο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟσο για τον Καζαντζίδη,απο τη στιγμή που υπάρχει ο Μπιθικότσης μικραίνει πάρα πολύ.
Καλά, ρε παιδιά, μην τρελαθούμε κι εντελώς. Τα μύρια δίκια έχει ο Σραόσα για την κακομοιριά του μακαρίτη (εγγενή ή όχι) και για την τοτεμική αύρα του. Και ο μαζοχισμός του μετανάστη στο Ντύσελντορφ που έκανε το σκατό του παξιμάδι για να αγοράσει "του Καζαντζίδη το καινούργιο" είναι κι αυτός μέρος της ελληνικής παράνοιας: αντιμετωπίζουμε τη ζώσα μιζέρια με καταβύθιση σε φικτίφ μιζέρια, και το φχαριστιόμαστε κιόλας. Γκρηκ τράτζεντυ, αν έχετε ακουστά: βλέπεις το ανθρωπάκι που σκότωσε τον μπαμπά του και έβγαλε τα μάτια της μαμάς του, τον κλαις και φεύγεις απ' το θέατρο ξαλαφρωμένος. Αχ, ωραία ήταν η κηδεία, που έλεγε κι η θεια μου η Μαρουσώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστά και αληθινά όλα αυτά, και μέρος της (νεο)ελληνικής παθολογίας, αλλά δεν αναιρούν την απλή (τεχνικής φύσεως, αν θέλετε) διαπίστωση. Είτε παπάδες είτε μουεζίνηδες είχε ο μακαρίτης στο λαρύγγι, οιαδήποτε σύγκρισις με Πεγκάκια και άλλα σκύβαλα είναι παραπλανητική, Σραόσα μου.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία, και να με συμπαθάς για το αντιρρητικόν.
Το 'αντιρρητικόν' καλοδεχούμενο. Πάντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν outsider. Τόσο outsider όσο ήταν ο Μητροπολίτης Πάφου στις Αρχιεπισκοπικές εκλογές... Ο πρώτος λίγο Κύπριος (λόγω πατέρα), λίγο Λιβανέζος (λόγω μητέρας), λίγο Βρετανός (μια που μεγάλωσε εκει), λίγο Κρητικός (μια που έβγαλε τα πρώτα μεροκάματά του εκεί), τώρα Αθηναίος (μια που οι μεγάλες πίστες και τα φράγκα είναι στην Αθήνα). Μέχρι τον μεγάλο Τελικό μεσολαβεί αρκετός χρόνος για προετοιμασία, για promo-tour στο πρώην ανατολικό μπλοκ και φυσικά εμφανίσεις στην ελληνική ΤιΒί. Εξώφυλλα, συζητήσεις επι συζήτησεων , αχ Θέε μου, πότε θα περάσει κι αυτό... Εκείνη τη μέρα, στην εκπομπούλα της μελαχρινής, βγαλμένης από κόκκαλα japanimation παρουσιάστριας, ο νεαρός αοιδός θα μιλήσει για ακόμη μια φορά για το τραγούδι του,για όσους του έχουν σκάψει το λάκο το τελευταίο διάστημα(δε θα κρατήσει κακία), για τη ζωή του.. Κάποια στιγμή, αρχίζει να τραγουδάει ζωντανά,αυθόρμητα, χωρίς μουσική, ένα αγαπημένο του αραβικό σκοπό. Στο μυαλό της παρουσιάστριας "ανατολίτικη" μελωδία ισοδυναμεί με τσιφτετελοκατάσταση, έτσι σηκώνει τα χέρια και λικνίζεται αργά στους ρυθμούς του τραγουδιού, ώς η Πρώτη του Χορού, η Πρώτη των Γλαστρών.
ΑπάντησηΔιαγραφή- Μπράβο, πολύ ωραίο!! τι λένε οι στιχοι;;;
-Είναι ενα μοιρολόι της Παναγίας....!
:Ο ΟΥΥΥΠΣΣΣ..
και έτσι ξαφνικά βλέπω την παλάμη μου να ερχεται καταπάνω μου και να συγκρούεται μετωπικά με την κεφαλή μου... Και το μυαλό μου είναι θολό και το δικό τους πιο λειψό.
YASSOUMARIΩ,YASSOUPANAGITSAMOU
ακίνδυνε, είσαι πελώριος: σας καλώ όλους να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό. Τι θε να πει ο ποιητής;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης, τι κρατάει με το αριστερό του το παλληκάρι της φωτογραφίας;
ΑπάντησηΔιαγραφήParsifal mou myrizei. Spathia (afto krataei sraosha to pallikari, to spathi tou, ti nomizes?) fysi, xrysa lyta mallia, symvola gonimotitas kai isxys.
ΑπάντησηΔιαγραφήParsifal, Parsifal.
Μάλλον δεν συνειδητοποιείς ότι είναι καλλίτερα που «δεν τά έχεις».
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Έριχ Φρομ είχ εγράψει πριν χρόνια ένα βιβλίο με τίτλο "Να έχεις ή να είσαι;".
Αν δεν τό έχεις διαβάσει, προσπάθησε να το βρείς.
«Ο φίλος Ναπολέων προειδοποιεί:
Κάνει καλό στην ψυχική υγεία»
Ούφ! Τά 'πα όλα.
αγάπη - αφοπλισμός - ειρήνη
Ναπολέων
Ορίστε, τα λέει εδώ πολύ ωραία η συκιά:
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην Ελλάδα και είναι δύσκολο να τα βγάλει πέρα κανείς με ένα χαμηλό μισθό κλπ, αλλά μου τσακίζει τα νεύρα όταν τα κανάλια σε κάθε γιορτή αρχίζουν 2-3 βδομάδες πριν τα ρεπορτάζ για τη τιμή της γαλοπούλας και του αρνιού και τις συνεντεύξεις με ηλικιωμένους που λένε "είναι απλησίαστα, φέτος δε θα φάμε κρέας, θα είναι άδειο το γιορτινό τραπέζι, θα κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, θα βράσουμε πέτρες κλπ" Ακόμα και το χιούμορ της ελληνικής επιθεώρησης είναι πάντα αυτό του δεν έχουμε να φάμε, άνθρωποι που τρώνε από τα σκουπίδια. And I repeat, δε λέω ότι δεν υπάρχει εξαθλίωση και φτώχεια, αλλά αυτό το παράπονο του "δεν έχουμε να φάμε" έχει ποτίσει το DNA του Έλληνα και βλέπεις νέα παιδιά να βγαίνουν έξω κάθε βράδυ και να γλεντάνε, και όταν τους λες πως περνάς, σου λένε "άστα φίλε, δύσκολα" (και να σημειώσω περικαλώ ότι για το μέσο Αμερικάνο οι καθημερινές έξοδοι σε καφέ και κλαμπ είναι όνειρο θερινής νυκτός).
Καλά τα λες για την κλάψα, το πολύ το κλάψ κλαψ το βαριέται κι ο λαός...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι σαν να ασχολούνται όλοι-στο θέμα σου οι μουσικοί, οι συνθέτες, αλλά και οι τραγουδιστές- με το δεύτερο συνθετικό της λέξης χαρμο-λύπη.
Λείπει το χαρμο, ή το χάρμα, ή το χαρμόσυνο, ή η χαρμονή, ή η χάρμη.
Θέλει παιδεία (ή παίδεμα;) όμως για να ξέρεις ακόμη και να χαρείς, πόσο μάλλον να καταφέρεις να δημιουργήσεις και να μεταδώσεις το συναίσθημα της γνήσιας χαράς στον άλλον...
Είναι δυσκολότερο άλλωστε να κάνεις τον δέκτη της καλλιτεχνικής σου έμπνευσης να γελάσει παρά να κλάψει, έτσι δεν είναι;
Πάντως σου συνιστώ να μην ξαναπιαστείς με το συγκεκριμένο θέμα, γιατί ανακυκλώνεις έτσι και συ το φαινόμενο κλάψα. Βάλε απλά ένα δίσκο του Καζαντζίδη και κλάψε για την κλάψα που μας δέρνει...:-)
υ.γ. ο Rakasha ποιός είναι;
ο λαός πεινάει..λεβεντώνεται..και δεν πηδάει!
ΑπάντησηΔιαγραφήχαχα
απολαυστικό,
με έμφαση στο
''τη λεβεντιά του να τρως πολυκατοικία αντιπαροχής στις γκόμενες, το να σε σπιτώνει ο παντρεμένος που σε δέρνει....''
Πάντως σου συνιστώ να μην ξαναπιαστείς με το συγκεκριμένο θέμα, γιατί ανακυκλώνεις έτσι και συ το φαινόμενο κλάψα. Βάλε απλά ένα δίσκο του Καζαντζίδη και κλάψε για την κλάψα που μας δέρνει...:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΊσως η καλύτερη συμβουλή που μου 'δωσαν τελευταία! :-)
υ.γ. ο Rakasha ποιός είναι;
Δε μου επιτρέπεται να πω, μας παρακολουθεί κι η ΕΥΠ. Για τις ανάγκες μας, αρκεί να αποκαλύψω ότι πρόκειται για κακοποιό πνεύμα.
@gasireu: αυτά τα παραδείγματα δεν είναι φανταστικά, είναι βγαλμένα από τη ζωή. Ακριβώς όπως η Μαρία η Άσχημη! ;-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΏφφου ώφφου
ΑπάντησηΔιαγραφήρα μουζουρού του Μόρφου
έκαμες με τζι επέλλανα για θκιο βυζιά του κόρφου
Δεν ξέρω τι θα πει 'μουζουρού'.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμα καλύτερα, Χατζ(ι)ηθανάσης.
Shraosha, σου βγάζω το καπέλο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να αφήσω την "Στελλιάδα", επισημαίνω το υπέροχο:
"η επικά αριστερή ψαλτική φωνή του Κύπριου αδερφού Ιωαννίδη".
Για τους στίχους των Πυξ Λαξ, δε, και την λοιπή (αποσκοπούσα σε λυκειακές κυλότες) "ευαισθησία", θα μπορούσα να γράφω σελίδες αλλά... σταματώ εδώ.
Εύγε.
ΥΓ: Παρ'όλ'αυτά, το πέρασμα στη χαρά μέσω της θλίψης είναι πάγιο μοτίβο της παγκόσμιας μουσικής, της ανάγκης μας για κάθαρση. Υπερβαίνει την ανόητη "κλάψα" και δεν ταυτίζεται μ'αυτήν.
ΥΓ2: Στα πατρικά αυτοκίνητα, εκτός του Πάριου, ευδοκιμούσε και ο Χούλιο Ιγκλέσιας. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, δηλαδή. Μιλάμε για βασανισμένη γενιά!