Παλιά, πολύ παλιά, γράφαμε στα μπλόγκια για να εκτονωνόμαστε: δεν είναι τυχαίο που ένα από τα πρώτα ελληνόφωνα μπλογκ είχε υπότιτλο "ο πόνος μου σε πίξελ". Αργότερα, πολλοί την είδαμε δημοσιογράφοι (με πηγές από δεύτερο και τρίτο και τέταρτο χέρι) και επιδραστικοί γνωμογράφοι, αν και ο καθένας μας είναι λιγότερο επιδραστικός από την Εστία και μία τάξη μεγέθος λιγότερο επιδραστικός από την Ελεύθερη Ώρα).
Ας εκτονωθώ κι εγώ λοιπόν.
Πήγα έναν νεοφερμένο συνάδερφο για καφέ. Αφού συζητήσαμε θέματα της δουλειάς και σχολιάσαμε ζητήματα επιβίωσης του κλάδου -- σας υπενθυμίζω ότι είμαι αγγειοπλάστης -- ο νεαρός συνάδερφος, που μόλις έφτασε από το Ηνωμένο Βασίλειο όπου το Κοινοβούλιο είναι ένα μπουρδέλο άνευ κομματικής πειθαρχίας, έκανε την αναπόφευκτη ερώτηση:
"Περνάς καλά εδώ;"
Διστάζοντας απάντησα: "I've hated every single minute of it".
Πίσω από το φυτό που με χώριζε από τον διπλανό καναπέ ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή:
"Και γιατί δε φεύγετε;"
Ο γενειοφόρος φορέας της τσιριχτής φωνής, με τα χέρια που κρατούσαν το τάμπλετ να τρέμουν, προσπάθησε να βρει το βλέμμα μου. Του το αρνήθηκα μέχρι το τέλος: ελάχιστη άμυνα απέναντι στην αδιακρισία. Χωρίς να διστάσω -- άλλωστε έχω ακούσει εκατοντάδες φορές αυτή την ερώτηση -- του είπα:
"Γιατί αγαπώ τη δουλειά μου."
"Αντιλαμβάνεσθε ότι το 'hate' είναι πολύ βαρειά κουβέντα;"
"Έτσι αισθάνομαι. Σκεφτήκατε ότι μπορεί να φταίω εγώ και όχι ο τόπος σας;"
Και συνέχισα τη συζήτηση με τον συνάδερφο.
Ηθικό δίδαγμα; Ουδέν. Οξυδερκής παρατήρηση που να γενικεύεται στην κοινωνία, στη νοοτροπία, στο Zeitgeist ή που να οδηγεί σε κάποια εμβριθή διαπίστωση για τους μικρούς τόπους; Ουδεμία. Αφόρμηση για κοφτερό χρονογράφημα Τριανταφύλλου-Χωμενίδη-Τατσόπουλου-Θεοδωρόπουλου-Δοξιάδη-Κανέλλη; Ουδεμία.
Χωρίς να το θέλω ιδιαιτέρως, έχω ζήσει πολύ και έξω από το αστραφτερό θωρακισμένο καβούκι του εγώ μου και έξω από το τσίγκινο στέγαστρο της καταγωγής μου, εθνικής και ταξικής, ώστε να ξέρω ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και δε γουστάρουνε να κακολογείς τον τόπο τους.
Μα μία γενίκευση; κάτι; ένα take-home συμπέρασμα, ρε αδερφέ; Κατιτίς;
Αυτό: "μη ρωτάς πώς περνάω".
Ας εκτονωθώ κι εγώ λοιπόν.
Πήγα έναν νεοφερμένο συνάδερφο για καφέ. Αφού συζητήσαμε θέματα της δουλειάς και σχολιάσαμε ζητήματα επιβίωσης του κλάδου -- σας υπενθυμίζω ότι είμαι αγγειοπλάστης -- ο νεαρός συνάδερφος, που μόλις έφτασε από το Ηνωμένο Βασίλειο όπου το Κοινοβούλιο είναι ένα μπουρδέλο άνευ κομματικής πειθαρχίας, έκανε την αναπόφευκτη ερώτηση:
"Περνάς καλά εδώ;"
Διστάζοντας απάντησα: "I've hated every single minute of it".
Πίσω από το φυτό που με χώριζε από τον διπλανό καναπέ ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή:
"Και γιατί δε φεύγετε;"
Ο γενειοφόρος φορέας της τσιριχτής φωνής, με τα χέρια που κρατούσαν το τάμπλετ να τρέμουν, προσπάθησε να βρει το βλέμμα μου. Του το αρνήθηκα μέχρι το τέλος: ελάχιστη άμυνα απέναντι στην αδιακρισία. Χωρίς να διστάσω -- άλλωστε έχω ακούσει εκατοντάδες φορές αυτή την ερώτηση -- του είπα:
"Γιατί αγαπώ τη δουλειά μου."
"Αντιλαμβάνεσθε ότι το 'hate' είναι πολύ βαρειά κουβέντα;"
"Έτσι αισθάνομαι. Σκεφτήκατε ότι μπορεί να φταίω εγώ και όχι ο τόπος σας;"
Και συνέχισα τη συζήτηση με τον συνάδερφο.
Ηθικό δίδαγμα; Ουδέν. Οξυδερκής παρατήρηση που να γενικεύεται στην κοινωνία, στη νοοτροπία, στο Zeitgeist ή που να οδηγεί σε κάποια εμβριθή διαπίστωση για τους μικρούς τόπους; Ουδεμία. Αφόρμηση για κοφτερό χρονογράφημα Τριανταφύλλου-Χωμενίδη-Τατσόπουλου-Θεοδωρόπουλου-Δοξιάδη-Κανέλλη; Ουδεμία.
Χωρίς να το θέλω ιδιαιτέρως, έχω ζήσει πολύ και έξω από το αστραφτερό θωρακισμένο καβούκι του εγώ μου και έξω από το τσίγκινο στέγαστρο της καταγωγής μου, εθνικής και ταξικής, ώστε να ξέρω ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και δε γουστάρουνε να κακολογείς τον τόπο τους.
Μα μία γενίκευση; κάτι; ένα take-home συμπέρασμα, ρε αδερφέ; Κατιτίς;
Αυτό: "μη ρωτάς πώς περνάω".