στον γενναίο και δυνατό άνθρωπο που με πήρε τηλέφωνο μετά το Πάσχα
Σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής, γαμιστρώνα, για να συνεννοούμαστε, πρωτοπήγα μεγάλος, στα εικοστέσσερα. Πιο πριν δεν είχα λεφτά για τέτοια έξοδα, όσα έβγαζα από τα ιδιαίτερα μετά βίας έφταναν για εξόδους με μία χάινεκεν (μπλιαχ), ενώ βεβαίως και ντρεπόμουν αφάνταστα. Δεν είχα και αμάξι. Και ντρεπόμουν αφάνταστα.
Η πρώτη μου φορά σε ξενοδοχείο "για λίγο" είχε προεργασία μάλλον ανορθόδοξη: το κορίτσι μου ρώτησε τον αδερφό της πού να πάει με τον γκόμενο, είχε τρομάξει το μάτι μας με τους ματάκηδες. Ο αδερφός της μας συνέστησε ένα καλό. Βεβαίως δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα και πολύ άνετα στη σκέψη ότι ο αδερφός της κοπέλας, που ήταν και μικρότερός της, είχε κάνει μια δουλειά που κανονικά ήτανε δική μου. Επίσης, δεν είχα καθόλου πείρα και το ψάρωμά μου πρέπει να φαινόταν από την αρχή της διαδικασίας, όταν βγήκαμε από το αυτοκίνητο της δικιάς μου, μέχρι τη στιγμή που πλήρωσα στη ρεσεψιόν, μέχρι τη στιγμή που άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Εκεί άρχισαν τα δύσκολα.
Η κοπέλα μου είχε ζητήσει επίμονα το δωμάτιο να μην έχει καθόλου καθρέφτες. Όχι λόγω χαμηλής αυτοεικόνας, αλλά λόγω ενός πρόσφατου περιστατικού, που στα δικά μου αυτιά είχε φτάσει ως εξής: ένας φίλος μας είχε πάει το κορίτσι του σε ένα ξενοδοχείο στον Στρέφη. Ο ρεσεψιονίστας εκεί τους εξήγησε ότι χρειαζότανε ταυτότητα για να τους δώσει δωμάτιο, αλλά ο φίλος ήτανε του χώρου και τελικά (μια και επειγόντουσαν) έδωσε ταυτότητα η κοπέλα. Μετά από δυο-τρεις βδομάδες έφτασε στο σπίτι του κοριτσιού ένας φάκελος με παραλήπτη τον κύριο που είχε το ίδιο επώνυμο με εκείνη. Ο φάκελος περιείχε δυο-τρεις φωτογραφίες που κανένας μπαμπάς κόρης δεν θέλει να δει, υποθέτω, και ένα εκβιαστικό σημείωμα. Ο πατέρας του κοριτσιού, που δεν μάσαγε, πήρε το ξενοδοχείο καπάκι και τους ζήτησε όνομα υπεύθυνου και διεύθυνση για να αναλάβει ο δικηγόρος του και το θέμα έληξε εκεί. Η όλη φάση ήτανε πάντως αρκετή να κάνει τη δική μου κοπέλα καχύποπτη απέναντι στους καθρέφτες των ξενοδοχείων, αφού από πίσω τους έστηναν τότε τις κάμερες.
Κάπου εκεί ξεκίνησε και η δικιά μου καχυποψία απέναντι τους καθρέφτες, άσε που μόλις είχα διαβάσει όλον τον Μπόρχες και μου είχε μείνει από εκεί και το "οι καθρέφτες και η συνουσία είναι απεχθείς, γιατί πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των ανθρώπων". Εντάξει, με τη συνουσία δεν είχα ζητήματα αρχής, ούτε με τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων είχα πρόβλημα (αρκεί να μη μου συμβεί παρελπίδα κι αναπάντεχα) και πάντοτε διασκέδαζα με τα άπειρα είδωλα που παρήγαν οι αντικρυστοί καθρέφτες στην είσοδο της πολυκατοικίας της θείας Βάσως. Ωστόσο κάτι υπήρχε στους καθρέφτες που με ζόριζε.
Οι καθρέφτες είναι σαν ψυχαναγκαστική εμμονή: το να κοιτάζεις μέσα τους προϋποθέτει και απαιτεί τη διαρκή κι αμέριστη προσοχή σου. Ακόμα και αν κατά τύχη ή φευγαλέα κοιτάξεις μέσα τους, συνήθως θα σου αποσπάσουν την προσοχή και θα την κρατήσουνε για πάρτη τους. Επίσης, προσέξτε το "μέσα στον καθρέφτη": οι καθρέφτες είναι ψεύτες. Ενώ δεν είναι παρά στιλπνές επιφάνειες, όλη η επιτυχία τους και η σαγήνη τους συνίστανται στο ότι καμώνονται πως διαθέτουν βάθος. Είναι όμως χειρότεροι από οθόνες, πολύ χειρότεροι. Παράλληλα, αυτά που σου προσφέρει ο καθρέφτης, δηλαδή η αντεστραμμένη συμμετρία, το ψευδές βάθος, τον εαυτό σου απέναντι σαν να είναι κάποιος άλλος, σου τα προσφέρει και ο εφιάλτης καθώς και κάποιες μορφές νόσου ψυχικής. Ο καθρέφτης, ο εφιάλτης, η ψυχική νόσος δεν παραμορφώνουν το είδωλό σου, αλλά το στήνουν απέναντί σου και προσδίδουν σε αυτό το είδωλο βάθος και αληθοφάνεια. Δεν το παραμορφώνουν το είδωλό σου, όχι απαραίτητα, αλλά σε καλούνε στανικώς να το παρατηρείς να το παρακολουθείς καθώς σε παρακολουθεί. Σε βάζουν να προσηλωθείς σε κάτι που δεν είναι παρά το καθρέφτισμα της προσήλωσής σου στο ίδιο το καθρέφτισμα. Ο καθρέφτης γίνεται η κεφαλή της Μέδουσας: σε αναγκάζει να την αντικρύσεις και αυτό που βλέπεις σε πετρώνει και σε νεκρώνει. Μόνο που αυτό που βλέπεις δεν είναι παρά το είδωλό σου που σε κοιτάζει να το κοιτάζεις.
Οι καθρέφτες σε ψυχαναγκάζουν με τρόπο που δεν σε ψυχαναγκάζει το είδωλό σου σε μια οθόνη όταν σε τραβάει κάμερα: σε αυτή την περίπτωση, αν κοιτάζεις τον φακό, δεν βλέπεις το είδωλό σου στην οθόνη, τουλάχιστον δεν το αντικρύζεις κατάματα· εάν πάλι κοιτάζεις την οθόνη, βλέπεις το βλέμμα σου να κοιτάζει αλλού, αφού δεν αντικρύζει τον φακό.
Με τους καθρέφτες (και με την νόσο που τους μοιάζει) δεν διαπραγματεύεσαι. Δεν κάθεσαι να εξετάσεις προσεκτικά το είδωλο που σου προσφέρουν για να μάθεις κάτι για τον εαυτό σου ή για να καρτερείς να αλλάξει κάπως ο φωτισμός, ώστε να σου αποκαλύψει κάτι καινούργιο με τις νέες σκιές. Είδωλο είναι, πρόκειται απλώς για φως. Άρα λοιπόν αποστρέφεις το βλέμμα, αναγνωρίζεις ότι βάθος δεν έχει ο καθρέφτης, σηκώνεσαι και βγαίνεις έξω. Βγαίνεις έξω, εκεί όπου οι γραμμές φυγής συναντιούνται κάπου στον πραγματικό χώρο, όχι μέσα στον πλασματικό πάτο κάποιου καθρέφτη, στην στιλπνή επιδερμίδα του. Βγαίνεις έξω.