Είμαι από αυτούς που άμα δούνε μπροστά τους τυρογαριδάκια ή πρινγκλς δεν μπορούνε να σταματήσουν. Καμμιά φορά συμβαίνει και με ποπ κορν, άμα είναι τραγανό. Πέφτω με τα μούτρα. Στούκας. Κι επειδή ξέρω καλά ότι με κοιτάζουνε γύρω γύρω, "τρώει το ζώον ο χοντρός, τρώει πατατάκια το χτήνος" λένε, προσπαθώ να πω στον εαυτό μου ότι αυτό είναι το τελευταίο και να σταματήσω. Αλλά μπα. Αμόκ με πιάνει. Πάντως χοντρός δεν έγινα από τα πατατάκια, άλλωστε έμαθα από μικρός να τα αποφεύγω. Το σουλούπι μου είναι τέτοιο. Κοιλίτσα, βυζάκια, μαγουλάκια. Το γλυκό παιδί. Το παιδί των γλυκών. Κι ας τρώω μόνο μιλφέι και καμμιά πάστα, αν και αυτό δεν το λέω ποτέ, γιατί με κοροϊδεύουν: δεν ξέρουν ότι από μικρός έχω καλές διατροφικές συνήθειες.
Τα τυρογαριδάκια τα θυμήθηκα γιατί πήγα χτες με τον Σταύρο σε εκείνο το μπαρ που συχνάζει ο Σαργκάνης. Ναι, ο γνωστός. Αυτός που "φυτεύει πατάτες". Ε μας έβγαλαν τυρογαριδάκια με τα ποτά -- ούτε ξηροκάρπια, ούτε τσιψ. Μόλις τα είδα τα τυρογαριδάκια, τα εξαφάνισα. Μετά έγλειψα και στη ζούλα τα δάχτυλά μου τα τυροπορτοκαλί. Ο Σταύρος ποσώς ενδιαφέρθηκε, να μου μιλήσει ήθελε. Στην αρχή φοβήθηκα μην τον έβαλε η αδερφή μου να με αρχίσει πάλι με τα περιουσιακά και τις μαλακίες, πράγματα που κανόνισε ο γέρος μου με διαθήκη κανονικότατη: αυτά εγώ κι η αδερφή μου, αυτά τα αδέρφια μου από την Καβαλιώτισσα. Μέχρι και για την Ιλεάνα άφησε κάτι ο γέρος, δηλαδή και εκεί ήτανε το πρόβλημα, εγώ τον καταλαβαίνω, οι άλλοι κλώτσαγαν, η αδερφή μου άφριζε για την "πουτάνα τη Ρουμάνα, που θα πάρει χτήματα για τα τσιμπούκια που του έπαιρνε". Ούτε να την ακούω δεν άντεχα να μιλάει έτσι, σκληρή και χυδαία. Δεν καταλαβαίνει τα ανθρώπινα πράγματα η αδερφή μου. Είναι σκληρή κατά βάθος. Ή μάλλον η σκληρότητα είναι η άμυνά της. Δεν ξέρω.
Εγώ πάλι τους καταλαβαίνω τους ανθρώπους, μια χαρά. Και φαίνεται. Έρχονται και μου λένε την ιστορία της ζωής τους. Σου λέει ο άλλος "ο χοντρός δεν έχει ζωή, είναι αμερόληπτος". Κι έτσι σου εμπιστεύεται αβίαστα τη δική του. Διάβαζα έναν τύπο σε ένα μπλογκ που, από εδώ το έφερνε, από εκεί το γύριζε, ήθελε να παινευτεί πόσα του εμπιστεύονται οι άλλοι και πόσα μυστικά κουβαλάει. Σιγά ρε ξομολόγε, τι να πω κι εγώ δηλαδή. Αν άνοιγα μπλογκ και έγραφα όσα μου εμπιστεύονται, εγώ να δεις τι βρωμόξυλο θα έτρωγα και τι κυνήγι θα έπεφτε. Γιατί σε εμένα τα λένε όλα, χωρίς περιστροφές και ταμπού. Γιατί, είπαμε, χωρίς ζωή ο χοντρός κι αμερόληπτος. Βούδας: πάνω από τα ανθρώπινα, λίγο πιο πάνω δηλαδή, όχι πολύ. Σου λέει ο άλλος, ο χοντρός πάθος έχει τα πιτόγυρα και τις ζαμπονοτυρόπιτες αλλά μέχρι εκεί: μπορώ να του πω για τα γκομενικά μου και για τα ξώγαμα και για τον τζόγο και για τα μεθύσια και για τα κέρατα και για τα λεφτά που έφαγα και για τις πουστιές που έπαιξα και για όλα. Και δεν θα με κρίνει ο χοντρός, γιατί είναι χοντρός και ξέρει από πάθη, κι ας είναι τα πάθη του πίτσα και εκλαίρ.
Αυτό ήθελε κι ο Σταύρος, να μου μιλήσει. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν θα αρχίσουμε το τροπάρι για τα περιουσιακά, ετοιμάστηκα να ακούσω παράπονα για την αδερφή μου. Όχι, όλα μια χαρά στο σπίτι. Ανακούφιση. Μετά η σειρά μου: κι εμένα η οικογένεια μια χαρά, ο μεγάλος, η μικρή, μια χαρά. Η δουλειά, καλά, παραδόξως ο κόσμος δεν έκοψε τα μαθήματα μουσικής. Ήπια μια γουλιά τζιμ-μπιμ να ξεπλύνω τα γαριδάκια. Βεβαίως είχανε κολλήσει στα δόντια αλλά δεν μπορείς να βάλεις νύχι μπροστά στον κόσμο. Από το "χοντρός" μέχρι το "γουρούνι" είναι μόλις μια μικρή απρέπεια δρόμος.
Και μ' άρχισε ο Σταύρος. Η αδερφή μου είναι η μόνη γυναίκα που έχει πάει στη ζωή του. Εκεί λίγο κόντεψα να πνιγώ. Με είδε που χαμογέλασα αμήχανα, σχεδόν κάπως ηλίθια. Κατέβασε όλη τη βότκα (πώς το πίνουνε το σπίρτο ρε γαμώτο;), μια και κάτω, άσπρο πάτο. Μου είπε ότι αυτό είναι αλήθεια και δεν θέλει να το συζητήσει. Εντάξει, είναι μικρότερός μου ο Σταύρος, αλλά είναι γυμναστής. Είναι ωραίος άντρας. Θα μπορούσε να είχε όποια θέλει. Αυτό δεν ήτανε το πρώτο που σκέφτηκα. Το πρώτο ήτανε μια εικόνα, φλασιά, να πηδάει την αδερφή μου. Σκοτοδίνη σχεδόν. Αλλά είπαμε, ο χοντρός υπεράνω, δεν πα' να μιλάμε για την αδερφή του. Και ξεκίνησε να μου μιλάει.
Εγώ στο μεταξύ έπινα το δεύτερο το τζιμ-μπιμ. Σκεφτόμουν από τις πολλές γυναίκες, πριν τη γυναίκα μου τη Λητώ και μετά, εκείνη που αγάπησα. Άφησα το βλέμμα μου αριστερά από τα μάτια του Σταύρου, στο κενό, σε κάτι μπουκάλια στο μπαρ με λικέρ που κανείς δεν πίνει και που δεν ξέρουν κι οι απαίδευτοι μπάρμαν τι να τα κάνουνε... Κι έτσι ο Σταύρος νόμιζε ότι τον ακούω με προσήλωση και έγνοια, ενώ εγώ πέταγα. Πέταγα πίσω στα Γιάννενα είκοσι χρόνια πίσω.
Όταν πήρα πτυχίο από το Φυσικό σκεφτόμουν ότι είμαι ο πιο καλογαμημένος άντρας του κόσμου. Γνώρισα την Έλσα στην εξεταστική του Ιουνίου στο πρώτο έτος (τα πέρασα όλα). Τον Σεπτέμβριο ήδη ζούσαμε μαζί, κι ας περάσαμε χωριστά το καλοκαίρι, εγώ με την οικογένεια κι εκείνη με τη δική της. Τον Σεπτέμβριο λοιπόν μοιραστήκαμε ένα δυαράκι. Δεν είχε ίντερνετ τότε, καλά καλά δεν είχε κινητά, τα Γιάννενα ήτανε στου διαόλου το ανάθεμα, 8 κι 9 ώρες οδήγημα από την Αθήνα, ενώ από τη Σαλονίκη της Έλσας ούτε κουβέντα πριν την Εγνατία, με την Κατάρα και τους καρόδρομους. Ελεύθεροι και μόνοι. Στα Γιάννενα. Ζούσαμε κάτω από κουβέρτες σχεδόν νωπές από την υγρασία. Με τσιγάρα και μαυροδάφνη και άντε και καναν μπάφο κερασμένο. Το κάναμε κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ. Και φροντίσαμε με διάφορα προσχήματα τα υπόλοιπα πέντε χρόνια να μένουμε τουλάχιστον 320 μέρες τον χρόνο εκεί, 320 μέρες τον χρόνο μαζί. 320x5=1600. Έλσα, το κάναμε τουλάχιστον 1600 φορές. Αγκαλιά κάθε βράδυ, ή και ο καθένας στη γωνιά του, σαν παντρεμένοι. Όταν έρχονταν οι δικοί της αναρωτιόντουσαν πώς κοιμάται ο χαντούμης ο χοντρός σε τόσο στενό κρεβατάκι. Όταν έρχονταν οι δικοί μου αναρωτιόντουσαν τι το θέλει το υπέρδιπλο στο δωμάτιό της αυτή η Σαλονικιά, ποιος ξέρει τι καραπουτανάρα θα 'ναι, γιε μου πρόσεχέ την αυτήνε και κοίτα τις σπουδές σου· σε τσιμπουκώνει πού και πού; ρώταγε η αδερφή μου. Κι εγώ παρίστανα τον καημένο τον χοντρό που καταντροπιάστηκε: εύκολο είναι, ξέρω μια χαρά να το παραστήσω.
Χοντρό με έλεγε κι η Έλσα. "Χοντρέ με γκαβλώνεις", μου έλεγε. "Χοντρούλη, μ' αναβεις". "Μπουχέσα, δεν έχει σαν το πουλί σου", γέλαγε. Πήγα μερικές φορές να διαμαρτυρηθώ που μου μίλαγε έτσι (και, εντάξει τα άλλα, μα "πουλί";) αλλά δεν βαριέσαι, τι βάρος έχουνε τα λόγια όταν ζεις. Κανένα βάρος. Κι ήτανε γκομενάρα η Έλσα, η μία γκομενάρα του Φυσικού Ιωαννίνων -- έτσι είναι αυτές οι σχολές.
Κι ήμουνα φρόνιμος τότε. Ήξερα. Έλεγα: "αυτή είναι ο πρώτος μεγάλος έρωτας, η παντοτινή ανάμνηση, όμως θα έρθουν κι άλλες". Έλεγα ότι δεν θα είναι ο μεγάλος έρωτας, παρά ο πρώτος. Σκεφτόμουν καμμιά φορά ότι μετά τη Σχολή θα χώριζαν οι δρόμοι μας. Ότι μόνον αφελείς και αμερικανάκια πιστεύουν ότι η πρώτη αγάπη είναι η παντοτινή. Όμως εγώ ούτε αμερικανάκι ήμουν ούτε αφελής. Ήξερα πολύ καλά για τους ενθουσιασμούς της νιότης και τους φοιτητικούς έρωτες και τις μεγάλες προσδοκίες και τους μικροπαντρεμένους που το διέλυσαν δυστυχισμένοι στα εικοσιφεύγα και τα τριάντα. Είχα ήδη ακούσει πολλές, πάρα πολλές εκμυστηρεύσεις πολλών. Ήξερα ότι η παραζάλη και το δόσιμο, η γαλήνη της συντροφιάς της Έλσας και το ότι δεν την χόρταινα είχανε την εξήγησή τους: ήμουν 19 χρονών όταν τη γνώρισα. Κι ήμουν και χοντρός, που θα έβρισκα γκόμενα σαν την Έλσα; Όχι, σίγουρα δεν ήταν έρωτας κι αγάπη, βόλεμα και ασφάλεια, εξασφάλιση ήταν.
Αυτά τα έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου όταν ήμουνα φαντάρος. Και τον έπεισα τον εαυτό μου, όπως έπεισα τόσους και τόσους που ήρθαν και μου έλεγαν τον πόνο τους και μετά ζήταγαν συμβουλή. Κι ερχότανε στη Λάρισα να με δει η Έλσα και πηγαίναμε βόλτες στο "Αισθητικό Άλσος" και το κάναμε στο απαίσιο ξενοδοχείο που έμενε πριν γυρίσω στη Στρατιά. Και δεν μιλάγαμε για το μέλλον. Δηλαδή δεν της μίλαγα για το μέλλον.
'Οταν απολύθηκα, ανέβηκα Σαλονίκη 2 φορές, κατέβηκε κι εκείνη Αθήνα, είχαμε πια και κινητά. Την τελευταία φορά που ανέβηκα Σαλονίκη ήτανε βουβή. Μίλησε μόνο την ώρα του σεξ, αυτά τα δικά της που έλεγε. Μετά δεν μίλαγε. Πήραμε το λεωφορείο και από το Γεντί Κουλέ κατηφορίσαμε μέχρι το σπίτι της στη Φιλίππου, εκείνη έμενε μόνη πια. Εκεί στο Τσινάρι ήπιαμε ένα τσίπουρο. Με κοίταξε και μου είπε "έχεις φύγει, ε;". Έκλαψε. Έκλαψα κι εγώ. Πολύ έκλαψα, με αναφιλητά. Μας κοίταγαν κάτι μπουγατσοκιμάδες μαλάκες, "δεν τον κάθεται τον χοντρό τον αγαπούλη η γκόμενα" θα σκέφτηκαν. Πού να ήξεραν ότι αγαπούλης θα γινόμουνα πολύ πιο μετά.
Ανταλλάξαμε μετά κάτι μηνύματα, καμμιά ντουζίνα τηλεφωνήματα. Δεν υπήρχε και φέισμπουκ τότε να βρυκολακιάζουν οι σχέσεις. Χαθήκαμε. Άμα άκουγα το "χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια" έκλαιγα. Μετά ήταν η Τασία, η Βούλα, η Στέλλα η ψυχ. Στο μεταξύ τελείωσα και τα ωδεία κάνοντας ιδιαίτερα Μαθηματικά-Φυσική-Χημεία οικόπεδα με δόσεις. Διδάσκω πιάνο. Παίζω πιάνο. Με μαύρο κουστούμι μέχρι και στο Γκάλαξυ έχω παίξει, του Χίλτον, όχι το ποτάδικο του κυρ-Γιάννη. Ζω από τη μουσική, τι άλλο θέλω; Παντρεύτηκα τη Λητώ, κάναμε τα παιδιά μας. Ένα βράδυ ξύπνησα για να πιω νερό. Θυμήθηκα την Έλσα. Κατάλαβα ότι δεν υπήρξε έρωτας όπως η Έλσα. Αυτήν αγάπησα, τουλάχιστον όσο αγάπησα τη Λητώ μου. Ίσως και περισσότερο. Μάλλον αθεράπευτα.. Πήγα για ύπνο κι είδα έναν εφιάλτη με γάτες, κάτι γάτες του σατανά που μετεωρίζονταν. Έκτοτε βλέπω εφιάλτες τακτικά. Είναι το αντίτιμο. Όπως και ένα κακό σκίρτημα όταν παίζω Σοπέν, τον μόνο που γούσταρε η Έλσα "απ' αυτά". Τα πληρώνω ευχαρίστως κι αδιαμαρτύρητα.
Τη βρήκα την Έλσα στο φέισμπουκ πριν 2-3 χρόνια. Έχει δυο κοριτσάκια κι έναν άντρα κάπως τροφαντό. Γούστα. Δεν αλλάζουν. Μουνάρα και τώρα, όπως και τότε. Φαίνεται ευτυχισμένη. Άλλωστε κι εγώ ευτυχισμένος θα την φαίνομαι.
Ο Σταύρος μου είπε όσα είχε να πει. Ήπιε και το τέταρτο ή πέμπτο ποτό του (βότκα πορτοκάλι -- μα πώς κρατάει το σώμα του έτσι με τόσο αλκοόλ ο καριόλης; ή μπορεί να έκανε απόψε μια εξαίρεση). Του είπα ότι θα ξαναμιλήσουμε, τον έβαλα σε ένα ταξί μη σκοτωθεί οδηγώντας. Ανηφόρισα κι εγώ για το κέντρο. Να καθαρίσει το κεφάλι μου πρώτα. Το τραμ πέρασε από δίπλα πάμφωτο. Πρόλαβα δυο τρία πρόσωπα μέσα του να κοιτάζουν προς τα έξω. Μετά χάθηκε στη στροφή.