Για τον γέροντα Πορφύριο άκουσα για πρώτη φορά το 1991. Τότε όλοι είχανε γέροντες ή γεροντάδες, τότε άρχισε η μόδα με τα κομποσχοίνια και με όλο αυτό το "πνευματικό" απολιτίκ πλαίσιο ιδεών που οικογενειακός φίλος και νυν δεσπότης έλεγε ότι "δεν είναι Πίστη, είναι ενός είδους κουλτούρα".
Τον γέροντα Πορφύριο τον είχε πνευματικό ένα πάρα πολύ όμορφο κορίτσι που μου άρεσε τρελά αλλά δεν είχα το θάρρος. Δηλαδή είχα το θάρρος, αλλά είχα φάει μια πολύ ευγενική χυλόπιτα και μετά έβγαινε με διάφορους και ούτω καθεξής -- απλώς τότε δεν είχα μάθει την dark and tedious art του κολλιτσίδα, να μην καταλαβαίνω από "τελειώσαμε" και από "δεν θέλω".
Ο γέροντας Πορφύριος ήδη προσέλκυε πλήθη. Ήδη τότε η Χάρις (ας την πούμε έτσι) παραπονιόταν ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που εκμεταλλεύονταν τη φήμη του γέροντα και ότι ο Γέροντας (με κεφαλαίο) τους κρατάει σε απόσταση αλλά ότι όταν "κοιμηθεί" θα καπηλευτούν πλήρως, στο έπακρο κι επικερδώς τη μνήμη του. Αυτά έλεγε η Χάρις, με το κατάλευκο δέρμα, την όλο νάζι φωνή και ένα σώμα σαν σύννεφο.
Βεβαίως δεν χρειαζόταν να έχεις προορατικό χάρισμα για να μαντέψεις ότι προς τα εκεί πήγαινε η δουλειά. Ο Πορφύριος στον Ωρωπό, ο Ιάκωβος στον όσιο Δαβίδ στην Εύβοια και ο Παΐσιος στο Άγιον Όρος θα έπαυαν σε λίγο να είναι αγοραφοβικά (όπως αρμόζει σε ασκητές) ανθρωπάκια που ήθελαν να πάνε στον Παράδεισο. Παρεκβαίνοντας, άκουσα τον Ιάκωβο να περιγράφει τον Παράδεισο όπως τον είδε σε όραμα και ήτανε σχεδόν σπαρακτικό πως όλου του κόσμου η εξιδανίκευση δεν φτάνει να μας αποσπάσει από την ανάγκη μας για άγγιγμα· όχι για έρωτα, για άγγιγμα.
Πράγματι, στα χρόνια που ακολούθησαν ο Παΐσιος μετατράπηκε από τους αιωνίως στρατόκαυλους και υπεραναπληρωτικά εθνικιστάδες βορειορθόδοξους σε σαολίν χρησμοδότη και Υπέρμαχο Λοχαγό του Γένους. Η όποια κληρονομιά ενός ταπεινού ανθρώπου μεταποιήθηκε σε εθνοκαρτούν και συναξάρι της πιο σκοταδιστικής κι επαρχιώτικης πολιτικής Ορθοδοξίας. Βλέπω ότι τώρα ήρθε η ώρα του Πορφυρίου.
Η κλίκα η οποία διαχειρίζεται τους βίους σύγχρονων αγίων ως προπαγάνδα που θα διαμορφώνει στο εξής την πολιτική και την κοινωνική ζωή του τόπου, όσοι απαρτίζουν τους ΑΝΕΛ και τη ραχοκοκκαλιά της ΝΔ ή βρίσκονται διεσπαρμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ ως πατριώτες και ρωμιοί νεορθόδοξου τύπου, έχουνε στα χέρια τους την ιδεολογική ηγεμονία της σημερινης και της αυριανής Ελλάδας. Αυτή η κλίκα ανατράφηκε στις οργανώσεις, ανδρώθηκε από τον Χριστόδουλο και ήρθε στα πράγματα χάρη στην κυνική διαστροφή της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών στα χέρια των μνημονιοκρατών και των χίψτερ νεοφιλελεύθερων, αναλαμβάνοντας όσα άφησαν κάτω κι έφυγαν τρέχοντας οι πρώην αριστεροί.
Ιδεολογική ηγεμονία δεν έχει όποιος μας χαλάει τη σούπα· βεβαίως η ιδεολογική ηγεμονία δεν συνεπάγεται μονολιθική ιδεολογία με απόλυτη κυριαρχία επί πάντων -- αυτός ο μπαμπούλας βρίσκεται κυρίως στο μυαλό του Γκυ Ντεμπόρ και ίσως του Αντόρνο, αφού υποκουλτούρες και αντίσταση υπάρχουν κι ας μη φαίνονται. Ιδεολογική ηγεμονία διαθέτει όποιος θέτει τους όρους του δημόσιου διαλόγου.
Με ποιον διαφωνείς; Με αυτόν που ηγεμονεύει ιδεολογικώς. Τίνος τα επιχειρήματα προσπαθείς να αναιρέσεις; Εκείνου που διαθέτει ιδεολογική ηγεμονία. Με ποια "ηλιθιότητα" αντιπαρατίθεσαι; Της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας. Οι γεροντοκάπηλοι κι οι πολιτικώς Ορθόδοξοι, ξαδέρφια Σέρβων και Ρώσων ομοϊδεατών τους και αξεχώριστοι από τους μόλις-και-μετά-βίας-όχι-φασίστες δυτικοευρωπαίους "πατριώτες", είναι για τώρα και για το μέλλον ό,τι ήταν ο Πέτρος Κωστόπουλος τη δεκαετία του '90.
Το Κλικ και το Νίτρο έθεταν τους όρους της συζήτησης στην οποία ίσως να ήσουν ο απέναντι· τα έντυπα του Τερζόπουλου (και μετά της ΙΜΑΚΟ) πούλαγαν κάτι που είτε ήθελες να ζήσεις είτε να του εναντιωθείς, βγάζοντας π.χ. το κάθε 01. Όλοι μίλαγαν κι έγραφαν σαν Γιάννης Νένες και Μανίνα Ζουμπουλάκη, ακόμα και για να τους αντικρούσουν. Θυμηθείτε το τοτέμ Μαλβίνα, τόσο αντι-Κλικ στο ήθος και τόσο Κλικ στον τρόπο. Όπως οι πολιτικώς Ορθόδοξοι σήμερα, τότε η μπάνκα ήταν ο κωστοπουλισμός: καθόριζε το πλαίσιο και τη θεματολογία του δημόσιου διαλόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι η κουραδομαγκιά που πλεόν ανελλιπώς συνοδεύει τον εθνικισμό μας εισήχθη σε εντιτό του Κωστόπουλου, που έμπλεως έκστασης και σημιτισμού μάς έλεγε πόσο γαμάω είμαστε οι Έλληνες.
Το ζητούμενο δεν είναι να κοροϊδεύετε τους γεροντοκάπηλους, όπως το ζητούμενο δεν ήταν να κράζετε το Κλικ τότε -- εκτός και εάν είχατε να αντιπροτείνετε κάτι τόσο συγκροτημένο και (για τους όρους της ψόφιας τότε εποχής) τόσο τολμηρό όσο το 01.
Το ζητούμενο είναι να γίνουμε βλαμμένοι και να λέμε και να κάνουμε τα δικά μας, να κάνουμε αισθητή την παρουσία της κοσμάρας μας ο καθένας.
Τον γέροντα Πορφύριο τον είχε πνευματικό ένα πάρα πολύ όμορφο κορίτσι που μου άρεσε τρελά αλλά δεν είχα το θάρρος. Δηλαδή είχα το θάρρος, αλλά είχα φάει μια πολύ ευγενική χυλόπιτα και μετά έβγαινε με διάφορους και ούτω καθεξής -- απλώς τότε δεν είχα μάθει την dark and tedious art του κολλιτσίδα, να μην καταλαβαίνω από "τελειώσαμε" και από "δεν θέλω".
Ο γέροντας Πορφύριος ήδη προσέλκυε πλήθη. Ήδη τότε η Χάρις (ας την πούμε έτσι) παραπονιόταν ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που εκμεταλλεύονταν τη φήμη του γέροντα και ότι ο Γέροντας (με κεφαλαίο) τους κρατάει σε απόσταση αλλά ότι όταν "κοιμηθεί" θα καπηλευτούν πλήρως, στο έπακρο κι επικερδώς τη μνήμη του. Αυτά έλεγε η Χάρις, με το κατάλευκο δέρμα, την όλο νάζι φωνή και ένα σώμα σαν σύννεφο.
Βεβαίως δεν χρειαζόταν να έχεις προορατικό χάρισμα για να μαντέψεις ότι προς τα εκεί πήγαινε η δουλειά. Ο Πορφύριος στον Ωρωπό, ο Ιάκωβος στον όσιο Δαβίδ στην Εύβοια και ο Παΐσιος στο Άγιον Όρος θα έπαυαν σε λίγο να είναι αγοραφοβικά (όπως αρμόζει σε ασκητές) ανθρωπάκια που ήθελαν να πάνε στον Παράδεισο. Παρεκβαίνοντας, άκουσα τον Ιάκωβο να περιγράφει τον Παράδεισο όπως τον είδε σε όραμα και ήτανε σχεδόν σπαρακτικό πως όλου του κόσμου η εξιδανίκευση δεν φτάνει να μας αποσπάσει από την ανάγκη μας για άγγιγμα· όχι για έρωτα, για άγγιγμα.
Πράγματι, στα χρόνια που ακολούθησαν ο Παΐσιος μετατράπηκε από τους αιωνίως στρατόκαυλους και υπεραναπληρωτικά εθνικιστάδες βορειορθόδοξους σε σαολίν χρησμοδότη και Υπέρμαχο Λοχαγό του Γένους. Η όποια κληρονομιά ενός ταπεινού ανθρώπου μεταποιήθηκε σε εθνοκαρτούν και συναξάρι της πιο σκοταδιστικής κι επαρχιώτικης πολιτικής Ορθοδοξίας. Βλέπω ότι τώρα ήρθε η ώρα του Πορφυρίου.
Η κλίκα η οποία διαχειρίζεται τους βίους σύγχρονων αγίων ως προπαγάνδα που θα διαμορφώνει στο εξής την πολιτική και την κοινωνική ζωή του τόπου, όσοι απαρτίζουν τους ΑΝΕΛ και τη ραχοκοκκαλιά της ΝΔ ή βρίσκονται διεσπαρμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ ως πατριώτες και ρωμιοί νεορθόδοξου τύπου, έχουνε στα χέρια τους την ιδεολογική ηγεμονία της σημερινης και της αυριανής Ελλάδας. Αυτή η κλίκα ανατράφηκε στις οργανώσεις, ανδρώθηκε από τον Χριστόδουλο και ήρθε στα πράγματα χάρη στην κυνική διαστροφή της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών στα χέρια των μνημονιοκρατών και των χίψτερ νεοφιλελεύθερων, αναλαμβάνοντας όσα άφησαν κάτω κι έφυγαν τρέχοντας οι πρώην αριστεροί.
Ιδεολογική ηγεμονία δεν έχει όποιος μας χαλάει τη σούπα· βεβαίως η ιδεολογική ηγεμονία δεν συνεπάγεται μονολιθική ιδεολογία με απόλυτη κυριαρχία επί πάντων -- αυτός ο μπαμπούλας βρίσκεται κυρίως στο μυαλό του Γκυ Ντεμπόρ και ίσως του Αντόρνο, αφού υποκουλτούρες και αντίσταση υπάρχουν κι ας μη φαίνονται. Ιδεολογική ηγεμονία διαθέτει όποιος θέτει τους όρους του δημόσιου διαλόγου.
Με ποιον διαφωνείς; Με αυτόν που ηγεμονεύει ιδεολογικώς. Τίνος τα επιχειρήματα προσπαθείς να αναιρέσεις; Εκείνου που διαθέτει ιδεολογική ηγεμονία. Με ποια "ηλιθιότητα" αντιπαρατίθεσαι; Της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας. Οι γεροντοκάπηλοι κι οι πολιτικώς Ορθόδοξοι, ξαδέρφια Σέρβων και Ρώσων ομοϊδεατών τους και αξεχώριστοι από τους μόλις-και-μετά-βίας-όχι-φασίστες δυτικοευρωπαίους "πατριώτες", είναι για τώρα και για το μέλλον ό,τι ήταν ο Πέτρος Κωστόπουλος τη δεκαετία του '90.
Το Κλικ και το Νίτρο έθεταν τους όρους της συζήτησης στην οποία ίσως να ήσουν ο απέναντι· τα έντυπα του Τερζόπουλου (και μετά της ΙΜΑΚΟ) πούλαγαν κάτι που είτε ήθελες να ζήσεις είτε να του εναντιωθείς, βγάζοντας π.χ. το κάθε 01. Όλοι μίλαγαν κι έγραφαν σαν Γιάννης Νένες και Μανίνα Ζουμπουλάκη, ακόμα και για να τους αντικρούσουν. Θυμηθείτε το τοτέμ Μαλβίνα, τόσο αντι-Κλικ στο ήθος και τόσο Κλικ στον τρόπο. Όπως οι πολιτικώς Ορθόδοξοι σήμερα, τότε η μπάνκα ήταν ο κωστοπουλισμός: καθόριζε το πλαίσιο και τη θεματολογία του δημόσιου διαλόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι η κουραδομαγκιά που πλεόν ανελλιπώς συνοδεύει τον εθνικισμό μας εισήχθη σε εντιτό του Κωστόπουλου, που έμπλεως έκστασης και σημιτισμού μάς έλεγε πόσο γαμάω είμαστε οι Έλληνες.
Το ζητούμενο δεν είναι να κοροϊδεύετε τους γεροντοκάπηλους, όπως το ζητούμενο δεν ήταν να κράζετε το Κλικ τότε -- εκτός και εάν είχατε να αντιπροτείνετε κάτι τόσο συγκροτημένο και (για τους όρους της ψόφιας τότε εποχής) τόσο τολμηρό όσο το 01.
Το ζητούμενο είναι να γίνουμε βλαμμένοι και να λέμε και να κάνουμε τα δικά μας, να κάνουμε αισθητή την παρουσία της κοσμάρας μας ο καθένας.