Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Οι γέροντες και ο Πέτρος

Για τον γέροντα Πορφύριο άκουσα για πρώτη φορά το 1991. Τότε όλοι είχανε γέροντες ή γεροντάδες, τότε άρχισε η μόδα με τα κομποσχοίνια και με όλο αυτό το "πνευματικό" απολιτίκ πλαίσιο ιδεών που οικογενειακός φίλος και νυν δεσπότης έλεγε ότι "δεν είναι Πίστη, είναι ενός είδους κουλτούρα".

Τον γέροντα Πορφύριο τον είχε πνευματικό ένα πάρα πολύ όμορφο κορίτσι που μου άρεσε τρελά αλλά δεν είχα το θάρρος. Δηλαδή είχα το θάρρος, αλλά είχα φάει μια πολύ ευγενική χυλόπιτα και μετά έβγαινε με διάφορους και ούτω καθεξής -- απλώς τότε δεν είχα μάθει την dark and tedious art του κολλιτσίδα, να μην καταλαβαίνω από "τελειώσαμε" και από "δεν θέλω".

Ο γέροντας Πορφύριος ήδη προσέλκυε πλήθη. Ήδη τότε η Χάρις (ας την πούμε έτσι) παραπονιόταν ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που εκμεταλλεύονταν τη φήμη του γέροντα και ότι ο Γέροντας (με κεφαλαίο) τους κρατάει σε απόσταση αλλά ότι όταν "κοιμηθεί" θα καπηλευτούν πλήρως, στο έπακρο κι επικερδώς τη μνήμη του. Αυτά έλεγε η Χάρις, με το κατάλευκο δέρμα, την όλο νάζι φωνή και ένα σώμα σαν σύννεφο.

Βεβαίως δεν χρειαζόταν να έχεις προορατικό χάρισμα για να μαντέψεις ότι προς τα εκεί πήγαινε η δουλειά. Ο Πορφύριος στον Ωρωπό, ο Ιάκωβος στον όσιο Δαβίδ στην Εύβοια και ο Παΐσιος στο Άγιον Όρος θα έπαυαν σε λίγο να είναι αγοραφοβικά (όπως αρμόζει σε ασκητές) ανθρωπάκια που ήθελαν να πάνε στον Παράδεισο. Παρεκβαίνοντας, άκουσα τον Ιάκωβο να περιγράφει τον Παράδεισο όπως τον είδε σε όραμα και ήτανε σχεδόν σπαρακτικό πως όλου του κόσμου η εξιδανίκευση δεν φτάνει να μας αποσπάσει από την ανάγκη μας για άγγιγμα· όχι για έρωτα, για άγγιγμα.

Πράγματι, στα χρόνια που ακολούθησαν ο Παΐσιος μετατράπηκε από τους αιωνίως στρατόκαυλους και υπεραναπληρωτικά εθνικιστάδες βορειορθόδοξους σε σαολίν χρησμοδότη και Υπέρμαχο Λοχαγό του Γένους. Η όποια κληρονομιά ενός ταπεινού ανθρώπου μεταποιήθηκε σε εθνοκαρτούν και συναξάρι της πιο σκοταδιστικής κι επαρχιώτικης πολιτικής Ορθοδοξίας. Βλέπω ότι τώρα ήρθε η ώρα του Πορφυρίου.

Η κλίκα η οποία διαχειρίζεται τους βίους σύγχρονων αγίων ως προπαγάνδα που θα διαμορφώνει στο εξής την πολιτική και την κοινωνική ζωή του τόπου, όσοι απαρτίζουν τους ΑΝΕΛ και τη ραχοκοκκαλιά της ΝΔ ή βρίσκονται διεσπαρμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ ως πατριώτες και ρωμιοί νεορθόδοξου τύπου, έχουνε στα χέρια τους την ιδεολογική ηγεμονία της σημερινης και της αυριανής Ελλάδας. Αυτή η κλίκα ανατράφηκε στις οργανώσεις, ανδρώθηκε από τον Χριστόδουλο και ήρθε στα πράγματα χάρη στην κυνική διαστροφή της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών στα χέρια των μνημονιοκρατών και των χίψτερ νεοφιλελεύθερων, αναλαμβάνοντας όσα άφησαν κάτω κι έφυγαν τρέχοντας οι πρώην αριστεροί.

Ιδεολογική ηγεμονία δεν έχει όποιος μας χαλάει τη σούπα· βεβαίως η ιδεολογική ηγεμονία δεν συνεπάγεται μονολιθική ιδεολογία με απόλυτη κυριαρχία επί πάντων -- αυτός ο μπαμπούλας βρίσκεται κυρίως στο μυαλό του Γκυ Ντεμπόρ και ίσως του Αντόρνο, αφού υποκουλτούρες και αντίσταση υπάρχουν κι ας μη φαίνονται. Ιδεολογική ηγεμονία διαθέτει όποιος θέτει τους όρους του δημόσιου διαλόγου.

Με ποιον διαφωνείς; Με αυτόν που ηγεμονεύει ιδεολογικώς. Τίνος τα επιχειρήματα προσπαθείς να αναιρέσεις; Εκείνου που διαθέτει ιδεολογική ηγεμονία. Με ποια "ηλιθιότητα" αντιπαρατίθεσαι; Της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας. Οι γεροντοκάπηλοι κι οι πολιτικώς Ορθόδοξοι, ξαδέρφια Σέρβων και Ρώσων ομοϊδεατών τους και αξεχώριστοι από τους μόλις-και-μετά-βίας-όχι-φασίστες δυτικοευρωπαίους "πατριώτες", είναι για τώρα και για το μέλλον ό,τι ήταν ο Πέτρος Κωστόπουλος τη δεκαετία του '90.

Το Κλικ και το Νίτρο έθεταν τους όρους της συζήτησης στην οποία ίσως να ήσουν ο απέναντι· τα έντυπα του Τερζόπουλου (και μετά της ΙΜΑΚΟ) πούλαγαν κάτι που είτε ήθελες να ζήσεις είτε να του εναντιωθείς, βγάζοντας π.χ. το κάθε 01. Όλοι μίλαγαν κι έγραφαν σαν Γιάννης Νένες και Μανίνα Ζουμπουλάκη, ακόμα και για να τους αντικρούσουν. Θυμηθείτε το τοτέμ Μαλβίνα, τόσο αντι-Κλικ στο ήθος και τόσο Κλικ στον τρόπο. Όπως οι πολιτικώς Ορθόδοξοι σήμερα, τότε η μπάνκα ήταν ο κωστοπουλισμός: καθόριζε το πλαίσιο και τη θεματολογία του δημόσιου διαλόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι η κουραδομαγκιά που πλεόν ανελλιπώς συνοδεύει τον εθνικισμό μας εισήχθη σε εντιτό του Κωστόπουλου, που έμπλεως έκστασης και σημιτισμού μάς έλεγε πόσο γαμάω είμαστε οι Έλληνες.

Το ζητούμενο δεν είναι να κοροϊδεύετε τους γεροντοκάπηλους, όπως το ζητούμενο δεν ήταν να κράζετε το Κλικ τότε -- εκτός και εάν είχατε να αντιπροτείνετε κάτι τόσο συγκροτημένο και (για τους όρους της ψόφιας τότε εποχής) τόσο τολμηρό όσο το 01.

Το ζητούμενο είναι να γίνουμε βλαμμένοι και να λέμε και να κάνουμε τα δικά μας, να κάνουμε αισθητή την παρουσία της κοσμάρας μας ο καθένας.

GatheRate

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

«Κατά μαλάκα» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»


Κάποιος απαισιόδοξος θα ισχυριζόταν ότι προστασία απέναντι στον μαλάκα δεν υπάρχει, πολλώ μάλλον ότι ο μαλάκας ούτε παλεύεται ούτε καταβάλλεται. Όπως το έθεσε και ο Φρειδερίκος Σίλλερ σε άπταιστα γερμανικά (από τα οποία δυστυχώς λείπει ο τεχνικός όρος "μαλάκας"),  mit der Dummheit kämpfen Götter selbst vergebens.

Παρόλ' αυτά από ένα πόνημα με τίτλο Πώς να μη γίνετε μαλάκας δεν θα μπορούσε να λείπει ένα κεφάλαιο σχετικό με την αυτοπροστασία μας, που να πραγματεύεται πώς θα πολεμήσουμε τον μαλάκα. Δυστυχώς ένα τέτοιο κεφάλαιο είναι μάλλον απαραίτητο αφού πολλοί γινόμαστε μαλάκες πολεμώντας τον μαλάκα. Όπως θα το έθετε ένας άλλος γερμανόφωνος: "Όποιος πολεμάει μαλάκες πρέπει να προσέξει μη γίνει ο ίδιος μαλάκας".

Όπως είδαμε και στο οικείο κεφάλαιο το σχετικό με την τάχα θεομορφία τού μαλάκα, κατά τις διατυπώσεις του Ξανθάκη, όχι μόνο "δεν μπορεί κανείς να τον νικήσει" τον μαλάκα αλλά επιπλέον
όπου και να κρυφτείς
όσο και να κρυφτείς
ο μαλάκας θα σε βρεί

και θα σε τυραννίσει.
Με άλλα λόγια, ναι μεν δεν μπορείς να νικήσεις τον μαλάκα, αλλά θα αναγκαστείς οπωσδήποτε να τον πολεμήσεις αφού "θα σε βρει / και θα σε τυραννίσει".

Όπως αναφέρθηκε πριν, είναι πολύ εύκολο να γίνει κανείς μαλάκας πολεμώντας μαλάκες και η ανθρώπινη ιστορία βρίθει από παράδειγματα μαλακομάχων που έγιναν έως και χειρότεροι τριμαλάκες από τον χατζημαλάκα που πολέμαγαν. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός: οι μαλάκες είναι ακατάβλητοι, αφού είναι θωρακισμένοι με τις βεβαιότητές τους. Από εκεί και πέρα το πράγμα είναι κλασικές αρχές του πολέμου, το εσκαλέισον που λέει κι ο Τζόκερ στον Μπάτμαν: προσομοιώνεις τις αμυντικές βεβαιότητες που θωρακίζουν τον μαλάκα ώστε να τον προσβάλεις αλλά στο τέλος καταλήγεις να ενστερνίζεσαι αυτές τις όποιες βεβαιότητές σου κι εσύ ο ίδιος· κι έτσι γίνεσαι κι εσύ σιγά σιγά μαλάκας.


Ας αναφέρουμε συνοπτικά δύο παραδείγματα πολέμου με μαλάκα:

Ο ειλικρινής μαλάκας θα χρησιμοποιήσει αυτό που αποκαλεί ειλικρίνεια για να σας πλήξει. Αν πέσετε στην παγίδα, ξεκινώντας να πολεμήσετε κατά του μαλάκα καταλήγετε να πολεμάτε κατά τον μαλάκα: του λέτε κι εσείς κάποια αλήθεια (...) που φρονείτε ότι θα τον πονέσει. Όμως είπαμε: ο μαλάκας δεν πονάει γιατί και κατώτερός του είστε και είναι και θεός. Αποτέλεσμα; Γίνατε λίγο πιο πολύ μαλάκας χρησιμοποιώντας την ωμότητα μιας κάποιας ειλικρίνειας ως όπλο.

Ο μισογύνης μαλάκας θα κάνει τα μισογυνικά του, με τα "ναι μεν αλλά" του και με τα απ' όλα του. Ας πούμε ότι θέλετε να τον αντιμετωπίσετε είτε γιατί είστε γυναίκα, είτε γιατί είστε μουνόδουλος, είτε γιατί είστε αδερφάρα από αυτές που ξέρουν ότι η πατριαρχία έχει πολλά ποδάρια -- και μάλιστα όχι από αυτά που αρέσουν. Απαντάτε λοιπόν στα μισογυνικά του με μια προσβολή που αφορά τον χαρακτήρα ή το ποιόν του μισογύνη μαλάκα. Όμως ο μισογύνης δεν έβρισε εσάς προσωπικά ή μια γυναίκα, παρά μίλησε για αυτό το ψευδές, αόριστο και πολλαπλό είδωλο που λέγεται "γυναίκα", μίλησε για μια κατασκευή. Άρα ποιος είναι τώρα ο μαλάκας, που αντέταξε σε μια πλατωνική κουβέντα ένα σαφές ad hominem; Ποιος άλλος: εσείς.

Γίνεται λοιπόν να είσαι κατά του μαλάκα χωρίς να γίνεσαι κατά τον μαλάκα; Ίσως, αλλά ακόμα και οι θεοί το ψάχνουν το πώς, όπως είδαμε. Πιθανόν μια καλή μέθοδος μαλακομαχίας είναι να ακινητείς περιμένοντας να ξεθυμάνει ο μαλάκας και μετά να παραστήσεις ότι τίποτε δεν κατάλαβες, ότι δεν έτρεξε κάστανο: κανείς μαλάκας δεν αντέχει να νιώθει ότι είναι ατελέσφορη η μαλακία που τον δέρνει και τον κινεί και τον ζωοποιεί. Τότε λοιπόν ίσως και να σκάσει ο μαλάκας -- που είναι και το ουσιώδες.

GatheRate

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

«Είναι ο μαλάκας Θεός;» από το «Πώς να μη γίνετε μαλάκας»


Βεβαίως κάθε μαλάκας πιστεύει ότι είναι θεός ή και ο Θεός. Ενδεχομένως αυτό είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του μαλάκα: πιστεύει ότι είναι θεός. Σίγουρα η πεποίθησή του ότι είναι αντίθεος (με την ομηρική έννοια) είναι ισχυρή: είπαμε ότι μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες· όσο πιο ακράδαντες, τόσο πιο μαλάκας. Όμως ο μαλάκας δεν πιστεύει απλώς ότι είναι θεός, παρά μοιάζει με θεό και σε κάτι ακόμα: δεν ορίζεται εύκολα.

Ο Θεός των μονοθεϊστικών θρησκειών όντως ορίζεται κυρίως αποφατικά: μέσω του τι δεν είναι παρά με βάση κάποια χαρακτηριστικά του. Ο Θεός αυτών των θρησκειών είναι υπερβατικός, ενώ "κάθε θεότητα που δεν είναι υπερβατική, έχει γνωρίσματα: ο Βαάλ τη μοσχαροκεφαλή και τις μύγες, ο Απόλλων τον ήλιο και το τόξο" κτλ. Ο ένας Θεός δεν έχει γνωρίσματα, λέμε ότι δεν έχει σώμα (ασώματος), ότι δεν βρίσκεται κάπου στον χώρο (πανταχού παρών), ότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητός (απερινόητος). Γι' αυτό και συσσωρεύουν οι θρησκείες επίθετα του Θεού τους (99 το Ισλάμ, περισσότερα οι χριστιανοί), γνωρίσματά του, αφού τον ίδιο τον Θεό τους δεν μπορούν να τον ορίσουν επιτυχώς. Μέσα από τη συσσώρευση επιθέτων προσπαθούν οι πιστοί Του να περιγράψουν και να προσεγγίσουν τον υπερβατικό Θεό τους.

Έτσι και στην περίπτωση του μαλάκα. Παρά τις βεβαιότητές του, απέχει ιλιγγιωδώς από το να είναι υπερβατικός. Ωστόσο δεν ορίζεται με βεβαιότητα. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο είναι να διατυπωθεί ένας ορισμός του μαλάκα. Τι είναι μαλάκας; Αμηχανία. Πώς ορίζεται; Θέμα. Συνήθως λοιπόν αναγκαζόμαστε να συσσωρεύσουμε κι εμείς χαρακτηρισμούς κι επίθετα και περιγραφές και περιστατικά με μαλάκες αφού ο μαλάκας δεν ορίζεται. Ο Χρήστος Ξανθάκης, που ζήλωσε τη δόξα του μεγάλου αυτού πονήματος για τον μαλάκα που διαβάζετε κι εσχάτως ασχολήθηκε και αυτός με το θέμα, το διατυπώνει με τον κατάλληλο τόνο:
ο μαλάκας είναι ασταμάτητος, ασύνορος και απροσμέτρητος
και δεν μπορεί κανείς να τον νικήσει
Ακριβώς γι' αυτό τον λόγο, ο μαλάκας αποτελεί διαρκεί πηγή εκπλήξεων, ανεξαιρέτως δυσάρεστων. Ακόμα και όταν ξέρουμε ότι κάποιος είναι μαλάκας και είμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι, ποτέ δεν είμαστε επαρκώς προετοιμασμένοι: θα βρει εκείνος τον τρόπο να μας βλάψει ή να μας βγάλει από τα ρούχα μας ή έστω να μας ενοχλήσει. Θα βρει εκείνος τον τρόπο να γίνει ακόμα πιο μαλάκας ή να γίνει μαλάκας με κάποιον καινούργιο τρόπο. Γιατί είναι έμπειρος και ξέρει. Γιατί η βεβαιότητα σε συνδυασμό με τον σολιψισμό σε απαλλάσσουν από την υποψία ότι μπορεί να γίνεσαι γελοίος, ενώ σε εμψυχώνει να ανέβεις καμαρωτός και ξεσκούφωτος το Έβερεστ της μαλακίας μέχρι την κορυφή του, ή μέχρι να σε σκοτώσουν η ανοξία και το μαλακόκρυο.

Μια τεταρτη ιδιότητα του μαλάκα (πέραν από το ιδεασμό ισοθεΐας, την αδυναμία να οριστεί και το ότι πάντοτε θα βρει τρόπους να μας βλάψει) είναι τέλος η κάτωθι. Και σε αυτήν την ιδιότητά του ο μαλάκας μοιάζει με τον τιμωρό Θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών, και πάλι επιγραμματικώς διατυπωμένη από τον οψίμως ενδιαφερθέντα Ξανθάκη:
όπου και να κρυφτείς
όσο και να κρυφτείς
ο μαλάκας θα σε βρεί

και θα σε τυραννίσει
Τι άλλο να πει κανείς λοιπόν εκτός από το ni Dieu ni malakas.

GatheRate

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Το Παρίσι και το μοναστήρι


Πρέπει να υπάρχουν ακόμα πολλοί που νομίζουν ότι "δεν είμαστε λαός" επειδή "είμαστε βρωμιάρηδες και δεν σεβόμαστε τον δημόσιο χώρο" και οι οποίοι αποδίδουν αυτή μας την κακοδαιμονία (υποκριτικώς ντρέπονται πια να πουν "γυφταριό") στο ότι δεν περάσαμε Διαφωτισμό κτλ. Όσο και αν έχουνε ταξιδέψει αυτοί οι άνθρωποι, μάλλον έχουν ταξιδέψει λειψά. Άλλωστε το ταξίδι ποσώς δεν επεκτείνει τους ορίζοντές μας και σίγουρα από μόνο του δεν θεραπεύει απολύτως τίποτα, ούτε τη στενομυαλιά ούτε τον ρατσισμό.

Όσοι τα λένε αυτά, ότι είμαστε "από τη φύση μας" ή λόγω Τουρκοκρατίας ή και Βυζαντίου "τέτοιοι", αν δεν έχουν χρήματα να ταξιδέψουν για να δούνε το σκουπιδομάνι μεγάλων και μικρότερων πόλεων της Εσπερίας, ας πάνε σε κανα μοναστήρι της πατρίδας μας.

Εκεί, στα μοναστήρια, τους περιμένει μια εντελώς διαφορετική εικόνα από τα λιγδιασμένα περιτυλίγματα και τα σπασμένα μπουκάλια και το ρέον κάτουρο στους δρόμους βορείως των Άλπεων πριν επελάσουν τα δημαοτικά συνεργεία καθαρισμού.

Ας πάνε λοιπόν σε κάποιο μοναστήρι, που είναι ο ρωμεϊκότερος θεσμός που υπάρχει, ο πιο μη διαφωτισμένος, και ο οποίος στελεχώνεται από τους ρωμεϊκότερους ρωμιούς. Εκεί ας χορτάσει ευταξία και καθαριότητα επιπέδων Ζάλτσμπουργκ, ας θαυμάσει τη φροντίδα παντού· μετά λοιπόν ας έρθει μετά να μας πει για τον Διαφωτισμό που δεν έχουμε περάσει και πώς αυτή η έλλειψη φταίει που "είμαστε τέτοιο μπουρδέλο" ή που "βρωμάν οι πόλεις μας".

Τέλος πάντων, κάποια στιγμή θα καταλάβουμε ότι οι καθαρές πόλεις προϋποθέτουν εξοπλισμένα και στελεχωμένα συνεργεία καθαριότητας· ότι τα φροντισμένα πάρκα προϋποθέτουν και συνεργεία καθαριότητας και κηπουρούς αλλά και τη χρήση τους απ΄οτο κοινό. Γενικότερα, κάποτε θα πάρουμε χαμπάρι ότι ο σεβασμός του δημόσιου χώρου προϋποθέτει τουλάχιστον να υπάρχει αίσθηση κοινότητας και, γενικότερα, εδραιωμένη η αντίληψη του ότι ζούμε σε κοινωνία.

Συνεπώς η βρωμιά, ο θόρυβος και η αταξία γύρω μας οφείλονται και στο ότι κάποια στιγμή κατά τη νεώτερη ιστορία μας αποφασίσαμε ότι μπορούμε με τον (όποιο) συσσωρευμένο πλούτο μας και με τον εγκλεισμό στο σπιτάκι μας να υποκαταστήσουμε τα δημόσια αγαθά και τους δημόσιους χώρους: η νεοελληνική βρωμιά και η χωροταξική αναρχία είναι συνέπειες του πώς μας ήθελε η πολιτική εξουσία από το 1949 και μετά.

GatheRate

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Ένας άλλος κόσμος, σφαιρικός


Πάντως ό,τι και να πει κανείς, όσο και να διαμαρτυρηθεί, όσο και να καμώνεται τον ανώτερο, οι ποδοσφαιρόφιλοι, οι ένθεοι του ποδοσφαίρου, αυτοί που τέλος πάντων είναι το αντίθετο των άμπαλων σαν κι εμένα, είναι τυχεροί άνθρωποι: προνομιούχοι.

Όλοι εμείς οι άμπαλοι έχουμε την επικαιρότητα των πολιτικών θεμάτων, των οικονομικών προβλημάτων, του μέλλοντος της κοινωνίας ή του πλανήτη ή των ίδιων των ζωών μας για να βαυκαλιζόμαστε, αυτοί έχουνε διαρκώς ζωντανή και τρέχουσα ενημέρωση για μεταγραφές, προπονητικές δηλώσεις, διαστρέμματα, αποτελέσματα του λευκορωσικού, του κολομβιανού ή του μολδαβικού πρωταθλήματος. Ενημέρωση που μάλιστα εξυπηρετεί ο σφριγηλός αθλητικός τύπος, όχι σαν τις σκιές περασμένων μεγαλείων όπως το Βήμα κι η Καθημερινή ή σαν τις καινοφανείς φυλλάδες που πουλάνε χούντα και προφητείες του Πατροκοσμά. Η ποδοσφαιρική επικαιρότητα υπάρχει είτε ανεξάρτητα από την υπόλοιπη, είτε ως παραπλήρωμα της υπόλοιπης είτε, για κάτι καλτσιοθεωρητικούς, ως μια προνομιακή ερμηνευτική σκοπιά του κόσμου.

Οι άμπαλοι επίσης έχουμε τους ήρωες και τους κακούς μιας πραγματικότητας που επηρεάζει και ενίοτε δηώνει τις ζωές μας, εκτός κι αν ασχολούμαστε με το σινεμά ή με το ροκενρόλ για να ξεφεύγουμε. Το πάνθεον της μπάλας όμως είναι πλήρες, συνεπές και αυτόνομο, ένα πάνθεον επικό και εφάμιλλο του σύμπαντος της Μάρβελ. Το πάνθεον της μπάλας όμως δεν είναι κόμιξ για νέρντουλες, είναι σημαντικότερο από την πραγματικότητα, όπως άλλωστε οι θεοί είναι σημαντικότεροι από τους ανθρώπους, είτε είναι θεοί της Αρετής και του Ερνέστο Βαλβέρδε, είτε της Κακίας και του βασιλείου εκείνου του αχώνευτου που όλοι βρίζουν. Μεσα στη σύνθετη νομενκλατούρα του ποδοσφαίρου, στο Μπάλα Universe, προϊόν μεταγραφικών θεογονιών και θαυμαστών αποκαλύψεων, δεσπόζουν οι ημίθεοι ήρωες: τα αντικείμενα αρσενικών τάχα ανερωτικών και θηλυκών στάνταρ ερωτικών πόθων, οι στρατιές ποδοσφαιριστών. Στις τάξεις τους χωράει ο αλαζόνας αχιλληίσκος Κριστιάνο Ρονάλντο, ο φάλσταφ κάγκουρας πώς τον λένε, ο σχεδόν ιησουχριστός Τζωρτζ Μπεστ, ο Μέσι-Αρτζούνα, ο αηγιώργης Μαραντόνα -- και ούτω καθεξής.

Τέλος, εμείς οι άμπαλοι για να ζήσουμε χαρές και συγκινήσεις, για να μας αγγίξει η ευτυχία, περιμένουμε να πάρουμε κανα πτυχίο, να ανοίξουμε κανα σπίτι, να δούμε καναν φίλο, να βρούμε έναν δικό μας άνθρωπο, να γράψουμε κανα βιβλίο ή να κάνουμε καμμιά συναυλία ή έκθεση ή κατασκευή, να πάμε κανα ταξίδι, να αναγνωριστεί η δουλειά μας, να αγαπήσουμε, να μας ερωτευτεί καμμιά θεότητα, να κάνουμε παιδιά. Οι ένθεοι του ποδοσφαίρου, στον βαθμό που ασχολούνται με όλες αυτές τις μπανάλ σάχλες, έχουν επιπλέον τους δίκαιους αγώνες του ΠΑΟΚ, την έκσταση του να το σηκώνεις στην Πορτογαλία, τα θαύματα "μια στα χίλια χρόνια" τύπου Ρόμα-Μπαρσελόνα 3-0, τον ποδοσφαιρικώς ακατάβλητο λαό της Βραζιλίας, το from zero to hero της Λέστερ κτλ.

Λέμε κι εμείς ότι ζούμε, δηλαδή.

GatheRate

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Γυμνοί τόποι

Κανένας χώρος, είτε εξωτερικός είτε εσωτερικός, δεν αντέχει να μένει γυμνός. Δεν έχει σημασία αν είναι δωμάτιο, μπαλκόνι, δρόμος, μπαρ, πλατεία ή εξοχή: για να υπάρξει πραγματικά κάθε τόπος πρέπει να ντυθεί, να επιπλωθεί, να σαρκωθεί -- πείτε το όπως θέλετε. Αλλά γυμνός τόπος είναι μη-τόπος.

Ένας τρόπος να ντύσεις έναν χώρο, ιδίως άμα είναι εσωτερικός, είναι η μουσική. Πήγα το Πάσχα στο Pirée, όπου παίζει μουσική ο Κώστας Παντιώρας. Εντυπωσιάστηκα από το πώς η μουσική μπορεί να καταστήσει έναν χώρο ενδαφέροντα και συναρπαστικό, και μάλιστα έναν χώρο γυμνό, που θα ήταν απλώς αδιάφορος ή και ασυνάρτητος αν απουσίαζε η μουσική. Χάρη στη μουσική του, η χιψτεροεκλεκτική διακόσμηση ενός κάπως ανοικονόμητου εσωτερικού χώρου έχανε κάτι από την ειρωνεία που κουβαλάει κάθε υπαινιγμός σε κάτι άλλο (στο μπουρδέλο, στην περίπτωσή μας): η μουσική μετέτρεπε τη διακόσμηση από πράγματα που προσπαθούν να στήσουν νόημα σε ρούχο ή και σάρκα, σε κάτι από το οποίο αποστασιοποιείσαι ενδεχομένως αλλά το οποίο είναι φορέας ομορφιάς (ως ρούχο) ή και ζωής (ως σάρκα).

Οι χώροι και οι τόποι μπορούνε να επενδυθούν βεβαίως και αλλιώς, όχι μόνον μουσικά. Αλίμονο. Και εννοείται ότι ο πιο καίριος και ο πιο δύσκολος τρόπος να ντύσεις έναν χώρο είναι οι αναμνήσεις. Είναι ο πιο καίριος γιατί είναι ο πιο σαφής: όταν ντύνονται με αναμνήσεις οι τόποι λειτουργούν ως σκηνικά πράξεων, ως το φόντο μπροστά στο οποίο στήθηκαν πρόσωπα ή σώματα, ως σκηνές γεμάτες αποτυπώματα διαθέσεων. Με την ανάμνηση ο τόπος παραπέμπει στο γεγονός ή στη διάθεση, όταν δεν είναι ο τόπος το ίδιο το γεγονός και η ίδια η διάθεση. Αυτή η επένδυση, αυτή η σάρκωση γυμνών τόπων είναι επίσης ευάλωτη στην αποστασιοποίηση· επιπλέον την υπονομεύει η ζαχαρόπηκτη υπερτροφία της νοστλαγίας και -- το χειρότερο -- ο σκώρος της λήθης που στο τέλος όλα θα τα φάει.

GatheRate