Πέρσι ξεροσταλιάζαμε στο μπαρ Βαρτάν στην Αίγινα. Όμορφος χώρος, μια παλαβή ηθοποιός σέρβιρε τα ποτά και μουσική έπαιζε ο Αντρέας, παλιός ντιτζέι στο θρυλικό Θηρίο του Ψυρρή. Ο Αντρέας έπαιζε πολλά από το λέιμπελ True Thoughts, καλλιτέχνες όπως Alice Russell και τέτοιους. Έπαιζε κι άλλα πολλά, μετα-λάτιν, νεο-φανκ, βραζιλιάνικα πολλά και διάφορα: τζαζλά ακούσματα καλοκαιρινά. Περνάγαμε πολύ ωραία, κυρίως λόγω μουσικής και κόσμου. Και να σκεφτείτε ότι κατά κανόνα εγώ αυτά δεν τα ακούω. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα ψωνίσαμε ό,τι μπορούσαμε να βρούμε από True Thoughts. Τα ακούγαμε όλον το χειμώνα.
Φέτος ξαναβρεθήκαμε στην Αίγινα λόγω ανωτέρας βίας. Ξαναπήγαμε στο Βαρτάν. Και πάλι ωραίος κόσμος. Κάτι γυναίκες να τις πιεις στο ποτήρι του μαρτίνι με ελιά. Η μουσική ωστόσο μια αφρώδης λαουντζιά πεθαμένη, νίνα-νάνα, μουσική για σκαφάτους και ξεροψημένες κυρίες κατευθείαν από λιποαναρρόφηση. Μπαίνουμε μέσα, άφαντος ο Αντρέας. Τελειώνουμε τα κοκτέιλ και ρωτάμε τη γλυκύτατη κοπέλα που σέρβιρε τι απέγινε ο κοσμήτορας των ντιτζέι Αντρέας (αν δω αυτή την έκφραση λογοκλεμμένη, θα θυμώσω). Μας έστειλε στα Περδικιώτικα.
Εισίν ουν Περδικιώτικα, μπαρ παλαιότατο της Αιγίνης. Μπαίνουμε μέσα κι όλοι πέρναγαν καλά. Η μουσική ήταν αλάνθαστα Αντρέας. Ο κόσμος, από πιτσιρικάδες ροκάδες (τα Περδικιώτικα είναι παραδοσιακά ροκόμπαρο) μέχρι Αιγινήτες διαζευγμένους σιτεμένους. Όσοι δε χόρευαν, κάνανε κέφι αδιαμφισβήτητο. Τα είπαμε και με τον Αντρέα. Περάσαμε κι εμείς καλά, κι όχι σαν απολιθωμένα στελέχη χρηματιστηριακών στον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο που σκαρδαμύσσουν τάχα μου κάπως λοξά για να βλέπουν τι περνάει από δίπλα, καθώς κρατούνε το μοχίτο στο χέρι σαν να ήτανε φλιτ.
Φεύγοντας, μου λέει ένας από την παρέα: "Πρώτη φορά πέρασα τόσο καλά σε πουράδικο." (Εκ του πουρό -- όρος για -ηντάρη σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από αρσενικά 25-35 που δουλεύουνε σε διαφημιστική ή στην κινητή τηλεφωνία και που πλένει τα χυμένα τους, σιδερώνει τα σιέλ πουκάμισα και τους μαγειρεύει ντολμάδες η μαμά τους.) Είχε δίκιο. Μόνο που δεν είχε ξαναμπεί σε πουράδικο, έτσι;
Οι νέοι μας (αυτοί οι 25-35 που λέγαμε, και οι συν αυτοίς) δε βγαίνουνε: μια ταβέρνα κοστίζει όσο δυο σποτάκια για το ταβάνι του σαλονιού, μου είπε μια ψυχή. Όταν βγαίνουνε βαριούνται, θέλουνε να πάνε σπίτι να δούνε τηλεόραση. Δε διασκεδάζουν. Άσε που και το σεξ καταργήθηκε ως ηδονή και γλυκασμός και παιχνίδι το 1995 -- έκτοτε 'σηματοδοτεί' απλώς άλλα πράματα, εικάζεται δε ότι σύντομα θα μετονομαστεί σε "τα θέλω μου" (καταπώς η περίοδος λεγότανε "τα ρούχα μου"). Όλα αυτά τα έχει περιγράψει ο Θάνος Κάππας στο κείμενό του Τα Μπαράκια στην ΑΒού, παλιότερα. Μας έχει πιάσει ο πουριτανισμός από την κοτσιδούλα τη ράστα και μας σέρνει στο πλακόστρωτο της Κέρκυρας, της Μυκόνου, της Οίας, της Ρόδου, του Ηρακλείου...
Δε διασκεδάζουν οι νέοι μας, μόνο τα πουρά πια. Πώς να διασκεδάσουν; Έχουνε δάνεια. Έχουνε τη μάνα που μεγαλώνει τα βλαστάρια τους. Έχουνε κινητά. Θέλουνε κι άλλο αμάξι για το πεζοδρόμιο. Θέλουνε νέα καλύμματα για το αμάξι. Φουσκωτό. Θέλουνε κι άλλες τσάντες. Κι άλλα παπούτσια. Κι εγώ είμαι υπέρ των παπουτσιών. Αλλά αφού δε βγαίνουν έξω, τι να τα κάνουν τα παπούτσια; Να τα συνδυάσουν με το ξεχειλωμένο τισέρτ 'Θέλω ΤΙΜ' που φοράνε για ολοήμερη μπυτζάμα;
Κατά τ' άλλα, ο Έλληνας δεν έχει ρε απωθημένα. Δεν είμαστε καταπιεσμένοι Δυτικοί. Όποιος τα πιστεύει αυτά να βγει στις Εθνικές. Εκεί αντικρίζεις την αντίδραση στην καταπίεση της γυναίκας / της γκόμενας / του γκόμενου, του εργοδότη (κυρίως), των πεθερικών, των παιδιών να την πετάει σα σπαλομπριζόλα το ελληνικό αρσενικό πάνω στην κουρελού της γελοιότητας που λέγεται ΠΑΘΕ. Εκεί βγάζει τα απωθημένα του το ελληνικό αρσενικό -- άλλωστε οι μπύρες μας είναι μίζερα κατούρια: προσπερνάει νταλίκες, τρέχει με 120 στις κατσικοπλαγιές, τεστοστερώνεται που ροβολάει καμμιά 500ρια μέτρα στο αντίθετο ρεύμα με το Χιουντάι του, χώνεται μπροστά σου για να αποφύγει μετωπική. Οι ελληνικοί δρόμοι δεν είναι πίστες Φόρμουλας 1, όπως έγραψε κάποιος στο Βήμα, είναι πεδία εκπαίδευσης για καμικάζι αυτοκτονίας. Άλλοι λαοί πνίγουνε τον πόνο τους στις αιθυλικές αλκοόλες, στην Ελλάδα κουνάμε τα σημειωτικά τριχερά μας αρχίδια στους θλιβερούς δρόμους μας. Μόνο που στο αλκοόλ πνίγεσαι μόνος σου. Στον δρόμο παίρνεις κι εμένα σβάρνα, θλιβερή καταπιεσμένη λατέρνα, ξεκούρδιστε μαμάκια.
Εγώ έτσι πέρασα στις διακοπές μου.
εεεεεεεεμ, κάτι ήθελα να σου πω σχετικά με το ποστ αλλά ασ'το.
ΑπάντησηΔιαγραφήwelcome "back", little s.
η τελευταια σου παραγραφος ειναι ενα μικρο επος. Προτεινω να μοιραστει σε φυλλαδιο σε ολα τα διοδια στις εξοδους απο Αθηνα :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπ' τη μούρη μας πήρες, ρε Σραόσα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν χορταίνω...
(πουρό;!)
Τέρμα, αυτό εννοούσαν οι πιτσιρικάδες του 80 όταν έλεγαν "γύρισα φορτωμένος". ΜΕ φτιάξατε, δεινέ.Βέβαια, στείλατε το τέλος της λαγνείας δέκα χρόνια αργότερα, αλλά υποθέτω σωστά.
ΑπάντησηΔιαγραφή@ξυλαren: βραβείο πιο πρωτότυπου (σχεδόν Ceci n'est pas une pipe) σχολίου: "Λέω να κάνω ένα σχόλιο που λέει 'δεν κάνω σχόλιο'...".
ΑπάντησηΔιαγραφή@δόχτωρ-ίβολ: ναι, να το μοιράζουμε, για να βγαίνουνε μετά οι διάφοροι και να καμαρώνουνε που στους δρόμους αψηφάμε την Αρχή, την Αυθεντία και τον Θάνατα (sic). Μη γελάτε, οι Γάλλοι το έχουν ήδη κάνει αυτό, και κορδώνονται που σκοτώνονται στους δρόμους (το έχω δει και σ’ ένα δοκίμιο για τον Καμύ).
@ξυδάκης, @μες-στον-γιαλό-της-Κέρκυρας: Κοιτάξτε, μην τρελαθούμε κιόλας. Πέρασα πολύ ωραία. Ο ένας με πήγε σπίτι του και με τάισε μακαρόνια (έχει κι ωραίο σπίτι ο μπαγάσας). Ο άλλος μου έφτιαξε φραπέδες στο γραφείο του, κι ας ετοιμάζεται για τελετές. Ο άλλος μού πήρε δώρο τον Εγγονόπουλο. Η άλλη με τάισε δις ή τρις -- έχασα τον μπούσουλα. Ένας κύριος με φλορτωσε βιβλία και ιδέες. Πέρασα μια ρομαντική εβδομάδα με τον Ρακάσα. Γύρισα τη μισή Ελλάδα χωρίς να ταλαιπωρηθώ. Είχα ερωτικές συνερεύσεις σε δωμάτιο κοτετσιού των €98 (πλην όμως δωμάτιο με θέα).
Ε, μην είμαστε κι αχάριστοι...
σίλαρεν για σένα και κοίτα να σοβαρευτείς!
ΑπάντησηΔιαγραφήτον ρακάσα τον έχεις σε καμια φώτο;
γουέλκαμ είπαμε!
:-Ρ
"Μαμά μου που ζεις/μαμά μου ξεκόλλα/θέλω τσάντα επώνυμη/δεν θέλω αυτή τη φόλα"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό διαφήμιση αλυσίδας καταστημάτων παιχνιδιών - αφιερωμένη συμπληρωματικά στην παράγραφο για τα όνειρα και τα απωθημένα του νεοέλληνα.