Έψαχνα το I put a spell on you
Τέλος πάντων, για να μη μιλάω σε μάκρος για κάτι που δε μελέτησα σε βάθος: η ανάρτησή του για αλβανικά δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τις ελληνικές νίκες στην Αλβανία, πέραν του ότι είναι αφιερωμένη και σ' εμένα (στα μαλακισμένα τα συνασπισμένα [...]), μου θύμισε ένα επεισόδιο των σχολικών μου χρόνων. Μετά το α λα μανιέρ ντε Ολντ Μπόυ, ακολουθεί ένα α λα μανιέρ ντε θας, δηλαδής (πάντα δοκιμάζω διάφορες στάσεις):
Μας είπε η δασκάλα στην τρίτη ή στην τετάρτη δημοτικού, την κυρία Πάνου εννοώ, που έμοιαζε στην Εντίτ Πιάφ όπως την έβλεπα στα εξώφυλλα δίσκων του πατέρα, να μαζέψουμε πληροφορίες για το '40.
Πάω καρφωτός στον παππού (αυτόν από την Πόλη)· το κουμμούνι (Θεός σχωρέσ' τονα), αντί για ηρωικούς τσολιάδες, δειλούς κοκορόφτερους μακαρονάδες και ηρωικές μάχες υπό την Αγία Σκέπη, μου έλεγε άλλ' αντ' άλλων: για λάσπη και κρυοπαγήματα, για ψείρες, για τους κουτοπόνηρους Αλβανούς ("ό,τι απόσταση ρωτάγαμε, 'ένα τσιγάρο δρόμος' απαντούσαν"), για απρόθυμους Εβραίους κληρωτούς που έλεγαν 'πόκο παλάβρας', για τους ευγενέστατους αιχμάλωτους Ιταλούς αξιωματικούς, για το τι βάρβαρο και κτηνώδες πράμα είναι ο πόλεμος, που κάνει τον δάσκαλο κτήνος και το παιδαρέλι μακελάρη, για κάτι άλλα άσχημα παιδάκια από τη Νάααπολη που έκλαιγαν και πότε ζητάγανε την Παναγία και πότε Τη βλαστημάγανε ('porca Madonna!'), ότι λαφυραγωγούσαν σαρδέλες κονσέρβα από τους αιχμαλωτισμένους Ιταλούς κι έτσι δεν πέθαναν της πείνας -- αφού ακόμα κι η γαλέτα τους έλειπε, ότι όταν τραυματίστηκε και τον έστειλαν πακέτο στο στρατιωτικό νοσοκομείο στη Φλώρινα, όσοι πήγαιναν προς το μέτωπο τον έλεγαν τυχεράκια, παλιοκερατά και πουστο-δεν-ξέρω-τι που τη σκαπούλαρε. Τέτοια πράματα. Μερικά τα ξαναβρήκα χρόνια αργότερα στην 'Πορεία προς το μέτωπο' του Ελύτη κι αναγάλλιασα. Ο παππούς όμως δεν εντυπωσιάστηκε, είχε δουλέψει για τον Μηνά Μυρτίδη: τον Σεφέρη τον είχε γνωρίσει, ο Κατσίμπαλης ήτανε φίλος του, "ο Ελύτης φτιάχνει τα σαπούνια που παίρνω από την Αγορά για τη γιαγιά σου".
Απελπίστηκα. Τι υλικό να πήγαινα στο σχολείο; Πήγα στον μπαμπά. Είχε (ευτυχώς) τον δίσκο της Βέμπο με την ελληνική σημαία (έτσι τη λέγαμε τότε: "ελληνική σημαία". Τώρα είναι η Σημαία σκέτο). Τον έβαλα και μου τον έγραψε σε κασέτα Maxell, πανευτυχής: κανένα άλλο παιδάκι δεν θα είχε κάτι τέτοιο να φέρει στην τάξη. Μάλιστα έκατσα και άκουσα την κασέτα ολόκληρη. Το εξής τραγούδι όμως μου χάλασε τη ζαχαρένια:
ΕΛΛΗΝΟΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑΠάγωσα. Πάω στη μάνα μου. "Ρε μαμά, αυτό λέει 'βασιλιά' μέσα!" Σας υπενθυμίζω ότι είμαστε στην πρώτη πασοκοτετραετία, που κυβερνούσε ο κρατοκαταλύτης Άντικραϊστ-λαοπλάνος πατέρας του γιου του. "Βασιλιά είχαμε τότε", απαντάει η μάνα μου. Μουλαρώνω και πάω στον πατέρα μου τον ΚΚΕεσ. "Μπαμπά, να σβήσουμε το τραγούδι για τον βασιλιά." "Μα θα μείνει κενό στην κασέτα", απαντάει. Του εξηγώ ότι θα είναι περίεργο να παίξουμε στο σχολείο τραγούδι με βασιλιά. Συμφωνεί. Η μάνα μου ορύεται: "Δε θα αλλάξουμε την Ιστορία για τους κωλοπασόκους!" (τους οποίους είχε ψηφίσει ωστόσο κι αυτή πανηγυρικώς, όπως και όλη η κενωνία τότες.) "Αυτό είναι το τραγούδι, κι άμα δεν τους αρέσει, η κασέτα έχει κι άλλα!" Έλα όμως που το ελεγειακό 'Ζεχράααα, της Ελλάδος παιδιά' ήταν αμέσως μετά την 'Ελληνοβρετανική συμμαχία'.
Με τους Βρετανούς εμείς
έχουμε κοινά σημεία:
το συναίσθημα τιμής
και ψυχή στην τρικυμία.
Όπως αυτοί κι εμείς, παιδιά,
μ' ένα σκοπό: τη λευτεριά
και τον καλό μας βασιλιά!
Ζήτω το ουίσκι κι η ρετσίνα!
Τελικά δε θυμάμαι τι έγινε, νομίζω ότι η κασέτα έμεινε ακέραιη, γιατί σαν να θυμάμαι να αγωνιώ μήπως ακούσουμε τα τραγούδια της Β' πλευράς στην τάξη. Εξίσου βεβαίως θυμάμαι να σβήνει ο πατέρας μου την 'Ελληνοβρετανική συμμαχία', πατώντας το κουμπί της ηχογράφησης, πράγμα που μου έκανε εντύπωση, κι ας ίσως να μην έγινε τότε ακριβώς.
Πού θέλω να καταλήξω: άτιμο πράμα ο πόλεμος, σε βάζει να ψάλεις παιάνες στον εχτρό σου, μπας και σ' απαλλάξει από τον χειρότερο εχτρό σου.
Και τώρα, καληνύχτα.