ή Το ντάρμα του Ρακάσα
Πάνω που πήγαινα να κοιμηθώ, μετά από μια βραδυά οινοποσίας και γενικότερης μοσχοβολένιας ευδαιμονίας, μπήκε ο τέτοιος μέσα μου ('I don't need to sell my soul, he's already in me', που έλεγε κι ο ύμνος της εφηβείας μας) και γραφω αυτό.
Πολλά πράματα τελικά είναι ζήτημα περικειμένου ('κόντεξτ', ντε). Αλλιώς γράφεις όταν εμπνέεσαι από και απαντάς (έστω κι έμμεσα) σε τσαχπίνηδες, ευγενικούς και ευφυείς συμπλογκάδες, αλλιώς σούρνεσαι κι αντιδικείς και ζοχαδιάζεσαι και μεμψιμοιρείς όταν κινδυνεύεις να σε ποδοπατήσουν κάθε λογής ιεροεξεταστές και γίδια, αφού αποπατήσουν πάνω σου.
Πάλι μεταμπλόγκινγκ, δηλαδή. Χάλια μαύρα, παρακμή. Θέμα έκθεσης:
Γιατί να γράφω λοιπόν.
Και κυρίως: μοναξιά. Ο alberich (γκουρού μου), δε γράφει γιατί -- λέει -- δεν ξέρει να γράφει. Από κει να καταλάβετε. Άλλοι δε γράφουν για άλλους λόγους.
Άμα δε διαβάζεις, τι να γράψεις;
Πραγματικά βαρέθηκα. Διάβαζα τη βαρεμάρα που βγάζουνε τα κείμενά μου των τελευταίων μηνών και με πιάνει, τι άλλο, βαρεμάρα. Μετά από 400-τόσα ποστ δεν έμεινε κανένας στο στενάκι όπου παίζαμε, μόνον κάτι ανώμαλοι που μας μπανίζουν και μουρμουράνε, κάτι θεοσκοτωμένα χαζά και τα συνήθη κωλόπαιδα που θέλουνε να μας βάλουνε τρικλοποδιά για να σκάσουμε πάνω στην άσφαλτο.
Πρέπει να πάψω να φιλοτιμούμαι και να γράφω ψυχαναγκαστικά κάθε τόσο, πρέπει να ακολουθήσω το ντάρμα του Ρακάσα: "στη χάση και στη φέξη". Άμα υπάρξει καμμιά συνταρακτική αφορμή. Άντε, να λινκάρω τίποτα βίντεο πού και πού.
Όποιος θέλει ολόκληρο το μυθιστόρημα, να μου γράψει. Υπόσχομαι να απαντάω στα ιμέιλ.
Πάνω που πήγαινα να κοιμηθώ, μετά από μια βραδυά οινοποσίας και γενικότερης μοσχοβολένιας ευδαιμονίας, μπήκε ο τέτοιος μέσα μου ('I don't need to sell my soul, he's already in me', που έλεγε κι ο ύμνος της εφηβείας μας) και γραφω αυτό.
Πολλά πράματα τελικά είναι ζήτημα περικειμένου ('κόντεξτ', ντε). Αλλιώς γράφεις όταν εμπνέεσαι από και απαντάς (έστω κι έμμεσα) σε τσαχπίνηδες, ευγενικούς και ευφυείς συμπλογκάδες, αλλιώς σούρνεσαι κι αντιδικείς και ζοχαδιάζεσαι και μεμψιμοιρείς όταν κινδυνεύεις να σε ποδοπατήσουν κάθε λογής ιεροεξεταστές και γίδια, αφού αποπατήσουν πάνω σου.
Πάλι μεταμπλόγκινγκ, δηλαδή. Χάλια μαύρα, παρακμή. Θέμα έκθεσης:
"Γιατί εγώ βαριέμαι πια να μπλογκάρω."Τα σώψυχά μου δεν είχα ποτέ σκοπό να τα απλώσω μπουγαδικώς, αυτά είναι για τους φίλους, όχι για τα φόρα. Όταν το κάνω, πρόκειται για σώψυχα τουλάχιστον δεκαετίας, α λα αρχεία Φόρεϊν Όφις. Αλλά κι αυτό έχει καταντήσει αηδία: χεστήκατε στο κάτω-κάτω για τη σχέση μου με τον Μπετόβεν ή για προπολεμικά γκομενικά μου. Η επικαιρότητα σχολιάζεται καλύτερα από άλλους, συνήθως επαγγελματίες. Τα σπάνια καλά κείμενα που βρίσκω ονλάιν (απέραντα πληκτικό έχει καταντήσει το ίντερνετ: θα φταίει η διεστραμμένα συναρπαστική ζωή μου και το, ακόμα πιο ανώμαλο, ανανεωμένο ενδιαφέρον μου για τη δουλειά...), τα μπαζάρω. Αρχιμάστωρ Νέστωρ να γράφω δυσνόητα αλλά διαστημικά κείμενα δεν είμαι. Για το Κυπριακό γράφουν άλλοι καλύτερα, εγώ πλέον το αντιμετωπίζω σαν κακόγουστο και κουρασμένο γκραν-γκινιόλ. Τεράστιες βεβαιότητες δε διαθέτω, ώστε να γράφω παιδαγωγικά, δημηγορικά και απολογητικά κείμενα. Όλα όσα βλέπω, διαβάζω, ακούω, θέλω πια να τα μηρυκάζομαι πρώτα. Για καιρό, καμμιά φορά.
Γιατί να γράφω λοιπόν.
Και κυρίως: μοναξιά. Ο alberich (γκουρού μου), δε γράφει γιατί -- λέει -- δεν ξέρει να γράφει. Από κει να καταλάβετε. Άλλοι δε γράφουν για άλλους λόγους.
Άμα δε διαβάζεις, τι να γράψεις;
Πραγματικά βαρέθηκα. Διάβαζα τη βαρεμάρα που βγάζουνε τα κείμενά μου των τελευταίων μηνών και με πιάνει, τι άλλο, βαρεμάρα. Μετά από 400-τόσα ποστ δεν έμεινε κανένας στο στενάκι όπου παίζαμε, μόνον κάτι ανώμαλοι που μας μπανίζουν και μουρμουράνε, κάτι θεοσκοτωμένα χαζά και τα συνήθη κωλόπαιδα που θέλουνε να μας βάλουνε τρικλοποδιά για να σκάσουμε πάνω στην άσφαλτο.
Πρέπει να πάψω να φιλοτιμούμαι και να γράφω ψυχαναγκαστικά κάθε τόσο, πρέπει να ακολουθήσω το ντάρμα του Ρακάσα: "στη χάση και στη φέξη". Άμα υπάρξει καμμιά συνταρακτική αφορμή. Άντε, να λινκάρω τίποτα βίντεο πού και πού.
Όποιος θέλει ολόκληρο το μυθιστόρημα, να μου γράψει. Υπόσχομαι να απαντάω στα ιμέιλ.