Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Μέχρι την επόμενη παλινωδία


Αποφάσισα να σταματήσω να γράφω εδώ επ' αόριστον. Μέχρι να με ταράξει η επόμενη κτηνωδία ή, κάπως πιο απίθανο, η επόμενη μεγάλη χαρά. Αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα για μια κάπως πιο διαρκή σιωπή.

Δε θα αιτιολογήσω την απόφασή μου, είναι απόφαση που εκφράζεται σαν τάχα παρόρμηση, ενώ σιγοψήνεται μέσα μου καιρό. Απλώς θα παραθέσω παραγράφους σχετικά με αυτή τη διαδικασία σιγοψησίματος, που μπορεί να είναι χρήσιμες πέρα από αυτοαναφορικότητες και ψώνισμα.

Οχτώμισυ χρόνια γράφω εδώ, αυτή είναι η ενιακοσιοστή δέκατη πέμπτη ανάρτηση. Πρέπει να προσέχουμε να μη γίνουμε Ρίτσος: ο πληθωρισμός ευτελίζει ακόμα και τα πολύτιμα. Και η ανάγκη να αποφύγεις τη μανιέρα γίνεται στο τέλος κι αυτή μανιέρα. Ξέρετε τι εννοώ, διαβάστε έντυπο Τύπο... Συνεπώς, μεταξύ μανιέρας, που με εξάσκηση γίνεται εύκολη, και σιωπής, που με εξάσκηση γίνεται αβάσταχτη, προτιμάς τη σιωπή. Ιδίως αν δεν έχεις κάτι να πεις, ιδίως αν νιώθεις ότι επαναλαμβάνεσαι.

Εδώ και τριάμισυ χρόνια ό,τι και να πω για τα κοινά, για το ευρύτερα πολιτικό, μοιάζει λεκιασμένο από μέλια ζαχαρωμένα και ξεραμένα που μάζεψαν σφήκες και μυρμήγκια. Πολτός τα νοήματα, βούτυρα πασαλειμμένα πάνω σε τραπεζομάντηλα τα επιχειρήματα. Δεν είμαι από αυτούς που θέλουν να ουρλιάζουν, να συζητάω θέλω. Έτσι ζω, συζητώντας. Ρωτώντας. Ακούγοντας. Πολλές φορές διακόπτοντας και μετανιώνοντάς το. Σιχαίνομαι τα βρισίδια προς ανθρώπους, γι' αυτό και απολαμβάνω να βρίζω πράγματα: τον λάπτοπ, το κινητό και το αμάξι μου, το γαμημένο το στυλό που πέφτει στο πάτωμα. Αλλά η κατάσταση μετά τον Φεβρουάριο του '12 είναι για κραυγές και για βρισίδια και για πολλά άλλα και πολύ χειρότερα. Ποστάκια θα γράφουμε; Για να τα διαβάζουν όσοι συμφωνούνε μαζί μου; Ναι, ξέρω ότι εγώ ο ίδιος έχω αντικρούσει αυτό που λέω εδώ. Αλλά δεν έχω κανένα πρόβλημα με την αντίφαση και την αυτοαναίρεση, νάφομεν και απιστούμεν, μονολογώ φωναχτά: όποιος θέλει δόγματα, εκεί που τα πουλάνε.

Γράφω περισσότερο από όσο θα ήθελα εδώ γιατί είμαι στερημένος: άγρια στερημένος από τη ζωή στην πόλη. Σιχαίνομαι την επαρχία και χλευάζω τα προάστεια αλλά, να, ζω 5+12 χρόνια στην επαρχία νησιών, από τα ανοιχτά βορειοδυτικά της Ευρώπης στα ανοιχτά νοτιοανατολικά της. Για μένα λοιπόν τα σοσιαλμήντια είναι το αποκούμπι αυτοέκφρασης και σχετικού αυθορμητισμού. Δεν περιμένω να καταλάβετε, απλώς το λέω.

Ενθουσιάζομαι εύκολα και δωρεάν. Κάθε φορά που ενθουσιάζομαι, κάποιοι θα με ρωτήσουν τι κρύβεται από πίσω. Σίγουρα θα ψάχνω δουλειά, γκόμενα, ανάδειξη και φήμη (ναι, μέσα από ένα μπλογκ που μόλις μια ανάρτηση ξεπεράσει τα πεντακόσια χιτ μπαίνει στα Greatest Hits -- χαχά), ή να το παίξω μέντορας και αρχιπαράγοντας αν όχι εκδότης-διευθυντής. Αφενός, άμα εκτίθεσαι (σχεδόν) δημόσια, τα ακούς αυτά, και άλλα πολλά. Αφετέρου, ζω στην επαρχία: γνωστό φαινόμενο οι κουτσομπόληδες κι ανακατωσούρηδες που σου μιλάνε για τη ζωή σου γιατί η δική τους είναι σαθρές κατασκευές με ελενίτ. Και τους καταλαβαίνω τους κουτσομπόληδες και τις καγκουριές τους: από στέρηση, ακύρωση κι οργή ασχολούνται με τις ζωές των άλλων. Κι εγώ από στέρηση της πόλης βάζω τον πόνο μου σε πίξελ, που λέει κι ο Γίγας. Something's gotta give.

Ναι, είμαι υπεράνω, αν είναι να το πούμε έτσι. Όλοι οι ψημένοι άνθρωποι είμαστε υπεράνω. Από μια ηλικία και μετά, ας πούμε τα 20, τα 25 ή τα 35, είσαι το υλικό που παραδίδει σ' εσένα η παιδική σου ηλικία και η εφηβεία σου: αυτό είσαι με αυτό θα δουλέψεις, ως αυτό υπάρχεις. Θα καλλιεργήσεις ό,τι μπορείς να καλλιεργήσεις, θα επουλώσεις ό,τι μπορείς και όπως μπορείς: με φάρμακα, με ψυχοθεραπεία, με γιόγκα, με αφοσίωση, με φιλίες κι αγάπη (αν βρεις). Mετά τα (ας πούμε) 25, τα παιδικά σου χρόνια (ήσουν παραχαϊδεμένος, ήσουν παραμελημένος, οι γονείς σου σε κόμπλαραν, ήτανε λούζερ πελώριοι, σε εγκατέλειψαν, χώρισαν, τους είδες να το κάνουν, αλληλομισιούνταν κι έμειναν μαζί για σένα κτλ.) εξηγούνε πολλά, όμως όχι όλα. Και δε δικαιολογούνε τίποτε.

Ενθουσιάζομαι εύκολα, βαριέμαι γρήγορα, αλλά η αφοσίωσή μου και η προτίμησή μου για ό,τι με ενθουσίασε δε σβήνει. Δεν πρόκειται για αφοσίωση στην ανάμνηση του ενθουσιασμού. Απλώς οι "υπεράνω" μάλλον αφήνονται να ενθουσιαστούν από όσα τους μιλάνε, τους αγγίζουν, τους μετακινούν, τους στέλνουνε στους δήμους ονείρων. Όταν πρωτοάκουσα την Παθητική Σονάτα, νόμισα ότι είναι το συγκλονιστικότερο κομμάτι μουσικής όλων των εποχών (ναι, ρε Γιώργο, αφού με ξέρεις: των υπερθετικών είμαι). Δεν είναι. Αλλά κάθε φορά που θα την ξανακούσω, μέχρι και τώρα, 26 χρόνια μετά, τα σφυράκια του πιάνου χτυπάνε μικρούς κρυστάλλους μέσα μου, κι όχι μόνο τα σύρματα μέσα στο ξύλινο τελάρο του αργαλειού που λένε πιάνο.

Δε θα κλείσω αμερικάνικα, ομολογώντας πόσους ανθρώπους γνώρισα και πόσους φίλους έκανα και πόσα έμαθα. Όχι. Άλλωστε θα είναι κλειστά εδώ μόλις μέχρι νεωτέρας, μέχρι την επόμενη παλινωδία.

Η φωτογραφία είναι του Todd Webb.

GatheRate

Κουφάρια και σκατά

Από το πρωί επανεμφανίζονται οι φωτογραφίες των σκοτωμένων αρκούδων στα σοσιαλμήντια. Τις κοιτάζω και θέλω να γίνω κακός, το κατά δύναμιν κακός, δηλαδή. Θέλω να παραληρήσω εδώ. Αλλά θα το διαβάσει ο άλλος λοξά και πεταχτά και θα δει μανιέρα. Δικαίως. Έγινε μανιέρα η έκφραση του πόνου. Ο πόνος έγινε κι αυτός μανιέρα.

Δε θα αναρωτηθώ πόση πολιτική ηλιθιότητα μπορεί να ευδοκιμήσει στον τόπο μας, το αναρωτιέμαι από το 2007 κι έχει καταντήσει γραφική η διερώτηση. Δε θα ξαναμιλήσω για τη μαζική καταστροφή της ζωής πολλών και των ονείρων περισσότερων. Δε θα πω για την τυραννία και την καταστολή. Για το κρύο μέσα στα σπίτια μας, για το κρύο στα κρεβάτια μας, για το κρύο μέσα μας. Για το στημένο κήρυγμα όσων καμώνονται ότι μιλούν εξ ονόματος όλων ενώ είναι οι Πρόχοροι του κάθε βλαχομαικήνα, του κάθε χωριατοπατρίκιου.

Άλλωστε, ακόμα και αν εξαφανίζονταν μαγικά όλα αυτά το πρωί των Χριστουγέννων -- θαύμα κιετς, ο Θεός της Ελλάδος πλήρωσε τους δανειστές -- θα παρέμενε η απύθμενη βαρβαρότητα που σκοτώνει αρκούδες, που γδέρνει σκυλιά ζωντανά, που πνίγει μετανάστες, που αλυσοδένει κόσμο στα δέντρα και φυλακίζει μέσα σε κοντέινερ. Θα έμεναν οι χωριανοί αιμομίκτες και οι σεβαστοί σύζυγοι βιαστές, οι γέροντες και οι πιτσιρικάδες που τους διαφεντεύουν οι άλλοι σαν να 'ναι κυνηγόσκυλα, οι τσακισμένες και χαπακωμένες μάνες και γιαγιάδες, οι σκύλες πεθερές και οι μέγαιρες της γειτονιάς και των χωριών. Θα έμεναν οι φρικτοί δεσποτάδες μας, οι εμπρηστές και οι μικρές κουτσομπόλες με τον ασφυκτικό βίο που κουνάνε δάχτυλα και στιγματίζουν ζωές. Θα έμενε η γενικευμένη απονιά. Όλα εδώ θα έμεναν, στη βαθιά αυτάρεσκη Ελλάδα.

Η βαρβαρότητα απλώνεται. Δεν έχει μείνει πεδίο και επικράτεια ανεπηρέαστο από τη βαρβαρότητα.

Τα πάντα ακινητούν και περιμένουν να σαπίσουν. Όπως μας έμαθαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ένας τόπος πουριτανών, εθνικιστών, φαλλοκρατών, ρατσιστών, μισαλλόδοξων, σαδιστών. Σε περιμένω να 'ρθεις και πάλι, μαζί να φτιάξουμε μια Ελλάδα μεγάλη, μαζί να γράψουμε λαμπρή ιστορία: ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία. Αυτή είναι η φανταστική ηγεμονία της Αριστεράς -- ηγεμονία! χα! μια Φαραντούρη, δυο ρηγάδες και τρεις μαρξιστές θεολόγοι. Αυτή είναι η Μεταπολίτευση: ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία. Αυτή και η κυριολεκτική ερμηνεία των συνθημάτων του λαοπλάνου Αντρέα: η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες και το άλλο με τη μία σπιθαμή που δε θα παραχωρήσουμε, με τον λαό που θέλει και το ΠΑΣΟΚ που μπορεί κτλ.

Αλλά τελικά δεν έχουν αυτά σημασία. Σημασία έχει η βαρβαρότητα.

GatheRate

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Νύχτα

Κοιμάμαι καλά μόνο στην Αθήνα. Κοιμάμαι πολύ, κοιμάμαι βαθιά, ξυπνάω ξεκούραστος. Βεβαίως είμαι κάπως περίεργος με τον ύπνο: αν μπορούσα να ρυθμίζω τα πράγματα όπως τα θέλει τα σώμα μου, θα ξύπναγα αργά: άλλωστε το μυαλό μου ξυπνάει μετά τις 11, ενώ βρίσκομαι στα καλύτερά μου μεταξύ 6 το απόγευμα και 1 το πρωί. Είμαι κάπως νυκτόβιος δηλαδή. Όταν πρωτοάκουσα το in girum imus nocte et consumimur igni ήμουνα φοιτητής. Η ταινία, όση είδα, του Γκυ Ντεμπόρ δε μού είπε πολλά. Ναι, η φράση είναι καρκινική, ναι είναι η εικόνα των σκνιπών και των σκώρων που περιστρέφονται σπειροειδώς γύρω από τη φλόγα ώσπου να πέσουνε μέσα της και να καούν. Κι άλλοι που σκέφτονται το in girum imus nocte σκέφτονται νύχτες με αλκοόλ και τέτοιες καταστροφές και να χάνεσαι έξω από το σπίτι σου χαμένος κι εσύ κανονικά. Άλλοι σκέφτονται τη φωτιά στη μέση της νύχτας, τη φλόγα, και πάει ο νους τους μόνο σε κρεβάτια κι έρωτες και ήσυχες καλοκαιρινές νύχτες όπου καιόμενα σώματα περιπτύσσονται και αλληλοκαταναλώνονται ξανά και ξανά. Όμως η νύχτα είναι φωτιά έτσι κι αλλιώς. Είναι φωτιά κάθε είδους. Σε τρώει. Μπορεί και να σε τρώει ως βάσανο και μοναξιά, ως απραξία και άπρακτος ανία. Το λέει και ο μεγάλος στίχος: "Τη νύχτα αυτή τη λέτε εσείς φωτιά, μα εγώ τη λέω δέντρο". Φωτιά δεν είναι μόνον οι έρωτες. Φωτιά είναι η φλόγα που απλώνεται σε πύρινες γλώσσες κάθε μια από τις οποίες με πιρουέτες δίνει τούφες καπνό και πάντα μπόλικη στάχτη. Η φλόγα που απλώνει γλώσσες πύρινες σαν να είναι κλαδιά. Κλαδιά για να βλαστήσεις ξανά, κλαδιά για να κρεμαστείς, κλαδιά να γραπωθείς πάνω τους, κλαδιά σα μονοπάτια που χωρίζουν και πάνε αλλού, κλαδιά για να ανθίσεις ώσπου να πλαντάξει η ματιά των άλλων, για να καρπίσεις και να τους γλυκάνεις, να τους θρέψεις. Από το χώμα σου βλασταίνει και μεγαλώνει το μεγάλο δέντρο της νύχτας, από τα ερέβη σου τρέφεται η πολυπλόκαμη φλόγα της νύχτας.

GatheRate

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Με αφορμή ένα τρίπτυχο

σκέψεις προ εφτάμιση μηνών, διασωσμένες από το facebook




Αυτό το τρίπτυχο είναι του Pierre Jahan (1909-2003) και λέγεται Couple d'amants nus, en 1947 ('Ζευγάρι γυμνών εραστών, το 1947'). Δε θα πω πάλι το συνηθισμένο μου, ότι έχουμε πάει πολύ πίσω κι ότι οπισθοχωρούμε. Θα αρκεστώ να πω ότι δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου από το 1947 σε κάποια πράγματα.

Πράγματι έχουνε γίνει τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές πρόοδοι από τη δεκαετία του '60, κυρίως σε θέματα ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων και όσον αφορά την επέκταση του όρου της ισότητας και της δικαιοσύνης σε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Επίσης, οι κατασυκοφαντημένες ανθρωπιστικές σπουδές έχουν αλλάξει πάρα πολύ τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, την ιδεολογία και τον κοινωνικό έλεγχο (τρία ονόματα παράταιρα και σχεδόν τυχαία: Φουκώ, Ζινν, Ράσελ). Όμως, σε επίπεδο ηθών και αισθητικής (αυτά πάνε μαζί) υποταχτήκαμε είτε στο φετίχ είτε στην αγροτοποιμενική-μικροαστική χρηστοήθεια. Ακόμα και η 'χειραφέτηση', η πορνογραφική επανάσταση δηλαδή, της δεκαετίας του '70 τελικώς εξυπηρέτησε συντριπτικά την αντρική επιθυμία, χωρίς να δημιουργεί ρήγματα ή έστω κοπώσεις στο πατριαρχικό πλαίσιο.

Αυτές τις φωτογραφίες σήμερα θα τις έβγαζε κάποιος είτε α λα Νιούτον (μπέιμπι όιλ, φετίχ, σωματότυποι σχεδόν μπάρμπι με νεκρική ακαμψία και απλανή βλέμματα, φωτοσκίαση ιλουστρασιόν-τσοντοθεάματος) είτε α λα Τρέισι Έμιν / Σίντυ Σέρμαν (αποστασιοποίηση, λόου-φάι, αποτσίγαρα, ιδρωτίλα, ψιλοπαρακμίτσα, κλεισούρα). Έχει λείψει το αισθητικό θάρρος, η πεποιημένη αλλά ανθρώπινης κλίμακας φυσικότητα στην αναπαράσταση του έρωτα και του σώματος. Γενικότερα, ντρεπόμαστε πια την πηγαία καύλα της οποίας το σήμα δεν περνάει από ενισχυτές και σαμπγούφερ.

Οι παραπάνω φωτογραφίες έχουνε και τα δύο, θάρρος και καύλα, και αυτά τα έχουμε χάσει.

GatheRate

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Το γραμματόσημο

Εκείνη τη νύχτα τη θυμάμαι ακόμα.

Είχε λίγο κρύο, θυμάμαι. Μπορεί και να ήταν αρχές Δεκέμβρη. Είχα τελειώσει νωρίς από τα ιδιαίτερα και είχα κανονίσει να πάρω την Μπαλαρίνα από τη σχολή της, που στεγαζόταν σε ένα ωραίο εκλεκτικιστικό κτήριο της Πατησίων με σκάλες στριφογυριστές και ξύλο μέσα παντού. Είχα πολλή ώρα μπροστά μου. Σήμερα, χρόνια μετά, θα πήγαινα για κανα ποτό πρώτα. Αλλά τότε δεν είχα λεφτά ούτε για μπύρα (που δε μ' αρέσει, έτσι κι αλλιώς).

Ντύθηκα και βγήκα. Με βασάνιζαν δύο ζητήματα. Το πρώτο, επιτακτικό και θορυβώδες: η επιθυμία. Αναλογιζόμουν αυτά τα κολλητά που φόραγε στο μάθημα, ξέρω πώς τα λένε στα αγγλικά αλλά δεν έμαθα ποτέ να τα ονομάζω στα ελληνικά. Γνώριζα ότι θα έφευγε από το μάθημα χωρίς να κάνει ντουζ πρώτα, κοντά έμενε άλλωστε. Ακριβώς η σύντομη διαδρομή, Πατησίων, Κοδριγκτώνος, άντε και τίποτε στενάκια μετά, εξανέμιζε κάθε σοβαρή δυνατότητα ξεμοναχιάσματος. Στην εικόνα έμπαινε και ένας πατέρας που κράταγε χρόνους, κυρίως γιατί δεν του άρεσα εγώ, και με το δίκιο του: δεν είχα κανένα μέλλον μπροστά μου και ήμουνα και θανατερά σοβαρός. Κι εγώ αν είχα κόρη στα είκοσι θα ψέκαζα έναν τέτοιο γκόμενό της με φλιτ.

Υπήρχε λοιπόν η άγρια επιθυμία, προβάριζα χρόνους και έκανα επισκόπηση της φωταγώγησης εκεί στα στενά, στις καθυστερήσεις, αλλά βεβαίως ο λογαριασμός δεν έβγαινε και η επιθυμία θα παρέμενε ανεκπλήρωτη. Υπήρχε όμως, όπως είπα, και κάτι άλλο: η Μπαλαρίνα βρισκόταν σε τροχιά διαφυγής. Ίσως το ήξερα και προτιμούσα να μην το σκέφτομαι -- το έκανα πολύ αυτό τότε. Ίσως το γνώριζα υποσυνείδητα και δεν άφηνα να αναδυθεί στην επιφάνεια -- ήμουν πολύ της άρνησης τότε. Ίσως να ήτανε μια βαθιά ασυνείδητη διαίσθηση, από αυτές που πρωταγωνιστούν λαμπρά κι εφημέρα στους εφιάλτες μας. Πάντως, εκ των υστέρων, είναι σαφές: τελειώναμε τότε. Φυσικά, εκ των υστέρων όλα σαφή και όλοι σοφοί.

Περπάταγα κατεβαίνοντας αργά την Αλεξάνδρας, αργά για να περάσει η ώρα. Τότε δεν άντεχα να περιμένω τίποτε και κανέναν. Ακόμα σιχαίνομαι να περιμένω, αλλά το κοελικό σύμπαν με κέρασε τόσες αναμονές και με εμβολίασε με τόσο στήσιμο και τόσο περίμενε, που πια έχω εναγκαλιστεί την καρτερία, το σλόγκαν της Εταιρείας του Ιησού: cunctando regitur mundus. Τέλος πάντων, δεν ήθελα να περιμένω ξεροσταλιάζοντας έξω από τη Σχολή -- πολύ περισσότερο μέσα: και ένιωθα κάπως ξεφτίλας και μου είχε ζητήσει κι η Μπαλαρίνα να μην το κάνω. Περπάταγα λοιπόν πολύ αργά.

Στο άγαλμα του Κωνσταντίνου, στο τέλος του Πεδίου του Άρεως, κοίταξα το ρολόι, είχα ένα με καφέ λουρί και τεράστιο καντράν. Απέμεναν άλλα 35 λεπτά μέχρι να τελειώσει το μάθημά της η Μπαλαρίνα. Η διάθεσή μου κάθε άλλο παρά ενατενιστική ή καρτερική ήταν, η επιθυμία γαρ και η λαχτάρα έστω και να τη δω για όσο θα την έβλεπα: ήξερα ότι το περισσότερο που είχα να προσδοκώ εκείνη τη νύχτα ήτανε να γλυστρήσω την παλάμη μου κάτω από αυτό το συνθετικό ύφασμα πάνω στα ακόμα ιδρωμένα λαγόνια της ή ίσως να αδράξω το στήθος της -- λέμε τώρα. Εκεί στα στενάκια, στις καθυστερήσεις. Αλλά ακόμα κι αυτό φάνταζε όνειρο: ακόμα και μέσα στο μονομελές τρελοκομείο του πόθου καταφέρνει κανείς κάποτε να είναι ολιγαρκής.

Κάθησα ψηλά πάνω στο βάθρο του αγάλματος και κοίταζα προς την Πλατεία Αιγύπτου, τα πορτοκαλί ΚΤΕΛ Αττικής, τα φώτα, τον κόσμο που έβγαινε από εκείνη τη μέτρια πιτσαρία που χτίσαμε με χαρτζιλίκια, γιατί νομίζαμε ότι φτιάχνει αυθεντική ιταλική πίτσα. Η ώρα δεν πέρναγε. Αποφάσισα τελικά να πάω να περιμένω στο ισόγειο της Σχολής και να μη με απασχολήσουν οι παραινέσεις της Μπαλαρίνας "μη με δούνε". Λίγο πριν βγω από το πάρκο, με σταματάνε δύο τύποι. Δε φαίνονταν από αυτούς που κάνανε κρούζιν (τότε λέγαμε "ψωνίζονταν") στο πάρκο, με ρώτησαν ελαφρώς σαστισμένοι αν μιλάω αγγλικά. Χάρηκα στην ιδέα ότι θα σκότωνα κανα πεντάλεπτο δίνοντας οδηγίες σε αμερικανάκια πώς να πάνε πίσω στην Πλάκα κτλ.

Αλίμονο: ήτανε προτεστάντες ιεραπόστολοι. Με το πού απαντάω αγγλικά, με αρχίζουνε σε κάτι ερωτήσεις του τύπου "τι ωφελεί τον άνθρωπο αν κερδίσει τον κόσμο όλο" κτλ. Σήμερα θα λέγαμε ότι αποφάσισα να τους τρολάρω, τότε σκέφτηκα ότι να μια καλή ευκαιρία να σπάσω πλάκα ταρακουνώντας χριστιανόπουλα που ήρθαν από το Όρεγκον να μας κάνουνε χριστιανούς. Τους είπα ότι την ερώτηση την έκανε ο Κύριος. Αναθάρρησαν, βγάζουνε μια Βίβλο από κάπου (αυτοί τις Βίβλους τις έχουν όπως ο Έλληνας τα πακέτα τσιγάρα). Μου διάβαζαν κάτι περικοπές από Απόστολο Παύλο και Ευαγγέλια. Εγώ άκουγα. Προσπαθούσα να μη γελάσω. Ταυτόχρονα κατάλαβα ότι είχαν έρθει στο Πεδίον του Άρεως να κάνουνε προσηλυτισμό για να σώσουνε τίποτε ψυχές πούστικες, επίτηδες (λογοπαίγνιο για ψωλές κτλ. δε θα κάνω). Προφανώς θεωρούσαν ότι κι εγώ ήμουν ψυχή πούστικη, ε, δε βοηθούσε και το μπουφάν δερματίνη-Τομ Κρουζ που είχα βάλει γιατί άρεσε στην Μπαλαρίνα.

Ακολούθησε ο εξής διάλογος:

"Αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει να αποδεχτείς τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα σου;"
"Απολύτως, εδώ και χρόνια."
"Είσαι έτοιμος να τον δεχτείς στη ζωή σου;"
"Βαφτισμένος είμαι, άρα ήδη το έχω κάνει." (αμ τζάμπα τα πήγαμε τα κατηχητικά;)

Ο ένας τσαντίστηκε λίγο:
"Καταλαβαίνεις τι σημαίνει να εναγκαλιστείς τον Λόγο του Θεού;"
"Ε ναι, το λένε και τα χωρία που μου διαβάσατε."
Σχεδόν τσίριζε, αν και δεν το καταλάβαινε μάλλον:
"Άρα πρέπει να απαρνηθείς την αμαρτία!"
"Κοιτάξτε, αλλού λέει η Γραφή για τη μετάνοια: αμαρτάνω, μετανοώ, έτσι πάει."
"Η αμαρτία είναι του σατανά!"
"Ναι, και τον αποτάχθηκα όταν με βάφτισαν. Δι' αντιπροσώπου."

Η κουβέντα τράβαγε σε μάκρος, εγώ βαριόμουν πια, η ώρα πλησίαζε, σχεδόν ανάσαινα τον ιδρώτα της Μπαλαρίνας πια (φαντασιακά μιλώντας πάντα). Έκοψα τον ιεραπόστολο στη μέση, του είπα το ελλην(ορθοδοξ)αράδικο ότι εδώ στην Αθήνα κήρυξε ο Απόστολος Παύλος, ότι in this part of the world υπάρχει χριστιανική πίστη (ναι, faith, είπα) επί είκοσι αιώνες και ότι δεν έχουμε ανάγκη ιεραποστόλων από την Αμερική. Καληνύχτισα και στην παραζάλη της προσδοκίας (έρωτα κερατά, που στις προσδοκίες σου καίμε μισάωρα, μέρες, βδομάδες, χρόνια από τη ζωούλα μας), με τροχάδην που άλλες δυο φορές έχω ρίξει για να ανταμώσω γυναίκα, πέρασα την Πατησίων. Έσπρωξα την πόρτα της Σχολής, μπήκα μέσα: καλοριφέρ, σκάλα, ξύλινο πάτωμα, δυο γράμματα πάνω του και τίποτε άλλο.

Από την πάνω μεριά της στριφογυριστής σκάλας ακουγόταν ακόμα το πιάνο, τα παραγγέλματα της δασκάλας μπαλέτου, τα τρακ-τρουκ των πουέντ. Είχα βιαστεί. Με μυρίστηκε σε λίγο από τον επάνω όροφο και ο σκύλαρος της σχολής που είχανε για λόγους ασφαλείας και άρχισε να γαβγίζει -- άκουσα τη γραμματέα να του λέει να σωπάσει. Κάνω μεταβολή να φύγω, να βγω έξω στην Πατησίων πάλι. Όμως βλέπω κάτι στον ένα από τους δύο φακέλους. Σκύβω, τον πιάνω και κοιτάζω το γραμματόσημο. Εκείνη τη στιγμή πίστεψα κι εγώ: ότι κάποιοι αγώνες δικαιώνονται και ότι αξίζει να πολεμάς για την ουτοπία. Ένας άνθρωπος από ένα κελί είχε απελευθερώσει 80 εκατομμύρια άλλους.

Επαναλαμβάνοντας ψιθυριστά για να την ακούω την επιγραφή πάνω στο γραμματόσημο, President Nelson R Mandela, και από κάτω South Africa / Suid-Afrika βγήκα στην Πατησίων. Έκλαιγα με ανεκλάλητη χαρά: είχα ζήσει να δω αυτό το γραμματόσημο, τη σκύλευση ενός καθεστώτος που δε θα έπεφτε ποτέ.

GatheRate

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Καθώς διαβρώνεται η ψευδωνυμία ΙΙ

ξανά για τη σχεδόν δημόσια δοκιμή και πλάνη

Όταν έγραψα τα Δωμάτια δεν τα πόσταρα αμέσως: ερωτογραφικό κείμενο, μυθοπλασία αλλά βγαλμένη με τρόπο κατάλοξο κι αλήτικα περίπλοκο μέσα από τη ζωή· εφτά παράγραφοι όπου ο χρόνος τανύεται και συμπτύσσεται: κάποιες από νοσταλγία, άλλες μακρινές, άλλες πρόσφατες, άλλες προσδοκία, άλλες φαντασία ή του ποτέ. Το έγραψα, το διόρθωσα, το ξαναδιόρθωσα και το είχα αδημοσίευτο. Ντρεπόμουν να το ανεβάσω.

Ρώτησα τη Ζ. Η Ζ. γενικά δε διαβάζει αυτό το μπλογκ. Της εξήγησα το προβληματάκι μου το κάπως μικροαστικό. Με κοίταξε κάπως περίεργα.
"Τι βλέπει ο κόσμος όταν μπαίνει στο μπλογκ σου;"
"Τι βλέπει; το πιο πρόσφατο ποστ."
"Από πάνω, ρε".
"Την εικόνα εξωφύλλου."
"Ναι. Μπαίνει ο άλλος και βλέπει το μουνί της άλλης φάτσα κάρτα -- και ντρέπεσαι να ανεβάσεις ερωτογραφήματα;"

Οπότε το ανέβασα. Θα ανεβάσω κι άλλα. Όπως έρχονται, βεβαίως.

GatheRate