πολύ μικρές καλοκαιρινές ερωτικές ιστορίες παραγγελιά (σχεδόν) του ΚΚ Μοίρη
Ακούμπησε γυμνός με τον ώμο πάνω στο αλουμινένιο κούφωμα κοιτώντας έξω. Αν κάπνιζε, θα κάπνιζε τώρα. Ο δρόμος και από την άλλη μεριά του δρόμου η θάλασσα. Η νύχτα δεν ήτανε μαύρη, η νύχτα είναι μπλε. Δεν κάπνιζε. Δε λαχταρούσε τη θάλασσα. Γύρισε πίσω και την είδε να τον κοιτάζει.
Στην πόλη τράνζιτ για 6-7 ώρες μόνο. Ημιδιαμονή για ντουζ και μεσημεριανό ύπνο, την ωραία πατρώα συνήθεια. Έτσι έλεγε. Μπήκε στο δωμάτιο, έκανε ντουζ, κάθησε στο γραφείο του δωματίου με το σώβρακο και διάβαζε την αναφορά ενός Εσθονού. Της άνοιξε μόλις άκουσε το χτύπημά της στην πόρτα. Μπήκε χωρίς κουβέντα. Τη σήκωσε ανυπόμονα στα χέρια του, κόλλησε τα ιδρωμένα χείλια της στο στόμα του και την πλάτη της στον τοίχο. Νοσταλγία μύριζε. Φορούσε νάυλον κάλτσες καλοκαιριάτικα.
Στο τραίνο τον πείραζε, τον πιλάτευε, τον έτριβε πάνω από το παντελόνι. Μπροστά στον κόσμο, τάχα μου αμέριμνα. Στο αεροδρόμιο τον τράβηξε μέσα στις τουαλέτες αναπήρων. Έμοιαζαν με κάποιου είδους γιαπωνέζικο δωμάτιο: πάμφωτες, πεντακάθαρες και στιλπνές. Το στόμα της γλυκό. Το χαμόγελό της μετά, όσο πιο πικρό γίνεται να είναι ένα χαμόγελο.
Στην ερώτηση αν θέλουν το δωμάτιο για λίγο απάντησε με την ερώτηση πόσο θα έκανε αν έμεναν όλη τη νύχτα. Η ρεσεψιονίστ διακριτικά μειδιώντας απάντησε έντεκα χιλιάρικα. Τα έδωσε. Να κοιμηθούν μαζί. Ανέβηκαν επάνω. Πίσω από μια πόρτα ακούγονταν κραυγές. Το δωμάτιό τους ήτανε γεμάτο καθρέφτες. Δεν ήθελε να δει τον εαυτό του σε τσόντα, δεν ήθελε το ατροφικό ξανθό χνούδι στο κεφάλι του, η κωμικά φαρδιά λεκάνη του και οι χαλαρά προπετείς κοιλιακοί να παρεμβάλλονται στο οπτικό του πεδίο. Σύντομα ξεχάστηκαν οι καθρέφτες. Ξύπνησε κάθιδρος το πρωί σε ένα κατάκλειστο δωμάτιο χωρίς κλιματισμό. Κατέβασε τα μάτια από το ταβάνι στα δεξιά του. Θα έλεγε κανείς πως είναι αχνά αυτόφωτη.
Στο μικρό τυφλό δωμάτιο δέσποζε ένας μεγάλος αργαλειός. Τα σώματά τους γλυστρούσαν μεταξύ τους κι από τον πολύν ιδρώτα. Κλιματισμός κι ανεμιστήρας πουθενά. Στο στόμα του πικρή η γεύση από το άρωμά της, οι φτέρνες της σέρνονταν πάνω στα φρεσκοστρωμένα ξένα σεντόνια: κάποια άγνωστή του φίλη της τους είχε κάνει μια πολύ μεγάλη χάρη. Τα χέρια του την είχαν αρπάξει γερά κι ερωτευμένα αλλά με άγρια πείνα. Κατάλαβε ότι αυτή την ώρα ποτέ δε θα την ξεχνούσε κι έπαψε να ασχολείται με τον αργαλειό και το μισοϋφασμένο υφαντό μέσα του, με το ποιος θα πλύνει τα σεντόνια, με το τι θα γίνει όταν γυρίσει η φίλη από τη δουλειά. Κι αφοσιώθηκε στο σώμα της τυφλά.
Σκόνη και ζέστη. Πολλή σκόνη. Το πατζούρι έτρεμε και χτυπούσε υπόκωφα κόντρα στον αέρα. Ένα σπίτι γεμάτο ζευγάρια, όλα στρωματσάδα πλην ενός, ένα ζευγάρι σε κάθε δωμάτιο του διαμερίσματος. Μετά από ολονύχτιο ταξίδι. "Ποιανού είναι το σπίτι;" Ήταν του αδερφού της συναδέρφου. Έπεσαν στην κουρελού πάνω στο στρώμα θαλάσσης που επέπλεε πάνω στο παρκέ και κοιμήθηκαν όπως ήταν. Μύριζαν ιδρώτα και ταξίδι και από πάνω σκόνη. Μπήκε μέσα αντηλιά αργά το απόγευμα. Καθώς ξύπναγε έλυσε τη ζώνη του μηχανικά, έσπρωξε λίγο το τζιν προς τα κάτω και με κάποιον ευτελή ελιγμό μπήκε μέσα της. Αφού τελείωσαν τον χαστούκισε με νάζι και συνειδητοποίησε πού ήταν, ότι το προφυλακτικό ήταν ακόμα στην τσέπη σφραγισμένο και ότι είχανε στήσει όλους τους υπόλοιπους, που τους περίμεναν. Κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε γαμικά βογκητά από τουλάχιστον δύο μεριές, πίσω από τοίχους και πόρτες καπλαμαδένιες. Διπλώθηκαν όρθιοι από γέλια νευρικά.
Τώρα ανάσαινε κανονικά. Στα μάτια του ήρθε φως απ' έξω: κυανό, τεχνητό, της καλοκαιρινής νύχτας στην πόλη. Δίψαγε και δεν τον ένοιαζε. Την κοίταξε όπως ήτανε ξαπλωμένη στο πλάι και τον κοίταγε κι εκείνη, την κοίταξε όπως ατενίζεις τοπία. Όντως η γραμμή από το κεφάλι στον ώμο στον αγκώνα στη μέση στον γοφό στο τέλειωμα των ποδιών έμοιαζε με σιλουέτα νησιού στο φεγγαρόφωτο. Το δικό του κοντινό, ζωντανό νησί, ένα νησί που μπορείς να αγκαλιάσεις και να του κάνεις έρωτα χωρίς ψευτιές και λυρισμούς, παρά σαν ζωντανός άνθρωπος.
Ακούμπησε γυμνός με τον ώμο πάνω στο αλουμινένιο κούφωμα κοιτώντας έξω. Αν κάπνιζε, θα κάπνιζε τώρα. Ο δρόμος και από την άλλη μεριά του δρόμου η θάλασσα. Η νύχτα δεν ήτανε μαύρη, η νύχτα είναι μπλε. Δεν κάπνιζε. Δε λαχταρούσε τη θάλασσα. Γύρισε πίσω και την είδε να τον κοιτάζει.
Στην πόλη τράνζιτ για 6-7 ώρες μόνο. Ημιδιαμονή για ντουζ και μεσημεριανό ύπνο, την ωραία πατρώα συνήθεια. Έτσι έλεγε. Μπήκε στο δωμάτιο, έκανε ντουζ, κάθησε στο γραφείο του δωματίου με το σώβρακο και διάβαζε την αναφορά ενός Εσθονού. Της άνοιξε μόλις άκουσε το χτύπημά της στην πόρτα. Μπήκε χωρίς κουβέντα. Τη σήκωσε ανυπόμονα στα χέρια του, κόλλησε τα ιδρωμένα χείλια της στο στόμα του και την πλάτη της στον τοίχο. Νοσταλγία μύριζε. Φορούσε νάυλον κάλτσες καλοκαιριάτικα.
Στο τραίνο τον πείραζε, τον πιλάτευε, τον έτριβε πάνω από το παντελόνι. Μπροστά στον κόσμο, τάχα μου αμέριμνα. Στο αεροδρόμιο τον τράβηξε μέσα στις τουαλέτες αναπήρων. Έμοιαζαν με κάποιου είδους γιαπωνέζικο δωμάτιο: πάμφωτες, πεντακάθαρες και στιλπνές. Το στόμα της γλυκό. Το χαμόγελό της μετά, όσο πιο πικρό γίνεται να είναι ένα χαμόγελο.
Στην ερώτηση αν θέλουν το δωμάτιο για λίγο απάντησε με την ερώτηση πόσο θα έκανε αν έμεναν όλη τη νύχτα. Η ρεσεψιονίστ διακριτικά μειδιώντας απάντησε έντεκα χιλιάρικα. Τα έδωσε. Να κοιμηθούν μαζί. Ανέβηκαν επάνω. Πίσω από μια πόρτα ακούγονταν κραυγές. Το δωμάτιό τους ήτανε γεμάτο καθρέφτες. Δεν ήθελε να δει τον εαυτό του σε τσόντα, δεν ήθελε το ατροφικό ξανθό χνούδι στο κεφάλι του, η κωμικά φαρδιά λεκάνη του και οι χαλαρά προπετείς κοιλιακοί να παρεμβάλλονται στο οπτικό του πεδίο. Σύντομα ξεχάστηκαν οι καθρέφτες. Ξύπνησε κάθιδρος το πρωί σε ένα κατάκλειστο δωμάτιο χωρίς κλιματισμό. Κατέβασε τα μάτια από το ταβάνι στα δεξιά του. Θα έλεγε κανείς πως είναι αχνά αυτόφωτη.
Στο μικρό τυφλό δωμάτιο δέσποζε ένας μεγάλος αργαλειός. Τα σώματά τους γλυστρούσαν μεταξύ τους κι από τον πολύν ιδρώτα. Κλιματισμός κι ανεμιστήρας πουθενά. Στο στόμα του πικρή η γεύση από το άρωμά της, οι φτέρνες της σέρνονταν πάνω στα φρεσκοστρωμένα ξένα σεντόνια: κάποια άγνωστή του φίλη της τους είχε κάνει μια πολύ μεγάλη χάρη. Τα χέρια του την είχαν αρπάξει γερά κι ερωτευμένα αλλά με άγρια πείνα. Κατάλαβε ότι αυτή την ώρα ποτέ δε θα την ξεχνούσε κι έπαψε να ασχολείται με τον αργαλειό και το μισοϋφασμένο υφαντό μέσα του, με το ποιος θα πλύνει τα σεντόνια, με το τι θα γίνει όταν γυρίσει η φίλη από τη δουλειά. Κι αφοσιώθηκε στο σώμα της τυφλά.
Σκόνη και ζέστη. Πολλή σκόνη. Το πατζούρι έτρεμε και χτυπούσε υπόκωφα κόντρα στον αέρα. Ένα σπίτι γεμάτο ζευγάρια, όλα στρωματσάδα πλην ενός, ένα ζευγάρι σε κάθε δωμάτιο του διαμερίσματος. Μετά από ολονύχτιο ταξίδι. "Ποιανού είναι το σπίτι;" Ήταν του αδερφού της συναδέρφου. Έπεσαν στην κουρελού πάνω στο στρώμα θαλάσσης που επέπλεε πάνω στο παρκέ και κοιμήθηκαν όπως ήταν. Μύριζαν ιδρώτα και ταξίδι και από πάνω σκόνη. Μπήκε μέσα αντηλιά αργά το απόγευμα. Καθώς ξύπναγε έλυσε τη ζώνη του μηχανικά, έσπρωξε λίγο το τζιν προς τα κάτω και με κάποιον ευτελή ελιγμό μπήκε μέσα της. Αφού τελείωσαν τον χαστούκισε με νάζι και συνειδητοποίησε πού ήταν, ότι το προφυλακτικό ήταν ακόμα στην τσέπη σφραγισμένο και ότι είχανε στήσει όλους τους υπόλοιπους, που τους περίμεναν. Κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε γαμικά βογκητά από τουλάχιστον δύο μεριές, πίσω από τοίχους και πόρτες καπλαμαδένιες. Διπλώθηκαν όρθιοι από γέλια νευρικά.
Τώρα ανάσαινε κανονικά. Στα μάτια του ήρθε φως απ' έξω: κυανό, τεχνητό, της καλοκαιρινής νύχτας στην πόλη. Δίψαγε και δεν τον ένοιαζε. Την κοίταξε όπως ήτανε ξαπλωμένη στο πλάι και τον κοίταγε κι εκείνη, την κοίταξε όπως ατενίζεις τοπία. Όντως η γραμμή από το κεφάλι στον ώμο στον αγκώνα στη μέση στον γοφό στο τέλειωμα των ποδιών έμοιαζε με σιλουέτα νησιού στο φεγγαρόφωτο. Το δικό του κοντινό, ζωντανό νησί, ένα νησί που μπορείς να αγκαλιάσεις και να του κάνεις έρωτα χωρίς ψευτιές και λυρισμούς, παρά σαν ζωντανός άνθρωπος.
Το δωμάτιο με τον αργαλειό, το έχω ξαναδεί σ' αυτά τα μέρη -θυμάμαι και πού ακριβώς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπα!
ΔιαγραφήΕ, ορίστε. Μην τα βάζεις με τη μνήμη του Δύτη.
ΔιαγραφήΑνυπέρβλητε: ένα στιγμιότυπο μυθοπλασίας, ένα στιγμιότυπο από μνήμης και ένα υβριδικό στιγμιότυπο είναι λειτουργικώς ισοδύναμα, ιδίως αν είναι πολύ σύντομα και εντελώς υποκειμενικά δοσμένα. ;-)
ΔιαγραφήΠάνσοφε, το δωμάτιο είπα ότι έχω ξαναδεί, όχι τα υπόλοιπα. :Ρ
ΔιαγραφήΠολύτροπε, κάποιοι χρησιμοποιούμε ό,τι αφορμή μάς δοθεί για να πούμε τα δικά μας... :-P
Διαγραφήεπιτέλους ένα γαμικό βογκητό ανάμεσα σε τόσα τζούφια
ΑπάντησηΔιαγραφήτιμή μου, όχι σχεδόν, ολόκληρη
Κ.Κ.Μ
Εσύ είσαι ο δάσκαλος, τα είπαμε αυτά.
ΔιαγραφήΚαλά οι ψευτιές, μωρέ Sraosha, αλλά οι λυρισμοί είναι για τους ψόφιους;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να μη σου πω ότι και καμιά ψευτιά πού και πού βοηθά να βγούμε σε αλήθειες άκρως ηδονικές. Όλα χρειάζονται στην παλιοζωή... :)
Τα λόγια είναι εύκολα, ιδίως τα λυρικά. Άλλο λυρισμοί, που είναι ψόφιοι, άλλο ο λυρισμός. Αφήστε που νομίζω ότι στον έρωτα ο πιο βαθύς, γλυκύς και ταραχώδης λυρισμός με ματιές και βλέμματα γράφεται και γράφει.
Διαγραφή