Τίποτα δε με βοηθάει σε αυτή τη χώρα που γεννήθηκα και ζω και από την οποία ποτέ δε θα φύγω. Τίποτα δε με βοηθάει. Είναι ένας τόπος που έχει πείσει τον εαυτό του εδώ κι εξήντα χρόνια ότι είναι παράδεισος διακοπών και ότι δεν είναι τίποτε άλλο. Ζει κι αναπνέει μόνο στη στενή παραθαλάσσια λωρίδα του, εκεί υπάρχει κι εκεί καθρεφτίζεται. Στο μεταξύ, ηλιοφάνεια κι αιθρία. Ηλιοφάνεια κι αιθρία. Κι εγώ απεχθάνομαι τον ήλιο, αυτό το μοχθηρό θηρίο το κυκλοδίωκτο που καίει τους ουρανούς, το ανελέητο τέρας που ξεφτίζει τα χρώματα. Δεν αντέχω το φως. Αλλά ζω σε λάθος χώρα. Μα κάνω ό,τι μπορώ. Λίγα, δηλαδή.
Έχω κλειστά τα παντζούρια τη μέρα. Χαρακιές-χαρακιές το φως δραπετεύει και μολύνει το σκοτάδι μέσα στο διαμέρισμα, πολλές φορές διαχέεται και μου στερεί και τον ύπνο. Πήγα κι αγόρασα βαρειές κουρτίνες αλλά το φως το γαμημένο, το φως που προσκυνάτε, είναι ανίκητο -- τις διαπερνάει. Τρυπώνει παντού σαν θάνατος. Θολώνει το σκοτάδι πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα. Για καμμιά βδομάδα, δέκα μέρες ίσως, σκεφτόμουν συνεχώς να κολλήσω χαρτόνια πίσω από τις γρίλιες των πατζουριών. Και έτσι να πετύχω πλήρη συσκότιση. Μετά σκέφτηκα ότι η διαφορά μεταξύ εγκλεισμού και φρενοβλάβειας, μεταξύ διαμερίσματος και κελλιού, είναι αυτή: αν έχεις κολλήσει χαρτόνια πάνω στα πατζούρια ή όχι. Αν κρέμονται μυγοπαγίδες από το ταβάνι ή όχι. Αν έχεις κάνει βιβλιοθήκη την μπανιέρα σου ή όχι.
Μερικές φορές φοβάμαι μήπως το σπίτι μυρίζει άσχημα, μήπως μυρίζει κλεισούρα και μπαγιατίλα. Μήπως μυρίζει ατελέσφορη βαρβατίλα. Οι άντρες εύκολα μυρίζουμε άσχημα. Πλένομαι λοιπόν ψυχαναγκαστικά, κι ας μην έχω το κουράγιο να βγω έξω. Ή μάλλον: κι ας μην έχω τη διάθεση να βγω έξω.
Μέσα μένω. Μέσα. Τα πρωινά, άμα έχει ωραία συννεφιά τον χειμώνα ή άμα έχει φύγει προς την άλλη μεριά ο ήλιος το καλοκαίρι, αφήνω ορθάνοιχτες όλες τις μπαλκονόπορτες: υπνοδωμάτιο, σαλόνι, γραφείο. Μένω μέσα αλλά κάθομαι στο πιο σκιερό σημείο του σαλονιού πότε τουρτουρίζοντας και πότε ιδρώνοντας, αναλόγως. Σχεδόν πάντα ημίγυμνος: δε χρειάζεται να ντύνεσαι άμα ζεις μόνος στο σπίτι. Κι ας με βλέπουν από το γραφείο απέναντι. Παρακολουθώ κι εγώ τα διαμερίσματα απέναντι από εμένα, σαν να είναι πολλές σκηνές του Δημήτρη Παπαϊωάννου ταυτόχρονα. Ακριβώς απεναντί μου, λίγο πιο χαμηλά από το μπαλκόνι μου είναι το μπαλκόνι μιας κοπέλας. Δεν έχει κουρτίνες το διαμέρισμά της (πώς το μπορεί το φως;) και βλέπω σχεδόν το μισό σαλόνι της. Παρκέ γδαρμένο κι ένας καναπές. Αναρωτιέμαι αν εκείνη έχει ποτέ σηκώσει το βλέμμα προς τη δική μου μπαλκονόπορτα και, αν ναι, αν με έχει δει. Χαίρομαι πάντως που είναι εκεί, φοιτήτρια πρέπει να είναι: την έχω δει στον καναπέ με ένα σωρό χαρτιά σαν σημειώσεις να βαυκαλίζεται, την έχω δει να κυλιέται πάνω του μαζί με έναν που είναι σαν πίθηκας. Ναι, ζηλεύω. Είναι πολύ όμορφη. Δεν ξέρω αν έχω δει τόσο όμορφη γυναίκα στη ζωή μου αλλά ίσως να είναι η ιδέα μου, που κλεισμένος μέσα σε αυτό το σπίτι περνάω τη ζωή μου. Πάντως με παρηγορεί να την κοιτάζω. Χαρά μού δίνει.
Απεναντίας, προσπαθώ να μην έχω καμμία απολύτως επαφή με τους γείτονες. Στον όροφο μένει μια μισότρελη γριά που κυκλοφορεί μόνο με ρόμπα, ένας που έχει το διαμέρισμα για γκαρσονιέρα, μια οικογένεια με έναν γιο στην εφηβεία που ακούει δυνατά μουσική όταν λείπουν οι γονείς του. Στους άλλους ορόφους, δεν ξέρω ποιος σε ποιον, μένουν άλλοι. Όχι πολλοί: έχει γεμίσει άδεια διαμερίσματα η γειτονιά. Στον ακάλυπτό μου π.χ. βλέπω τα διαμερίσματα άλλης πολυκατοικίας, στην κάθετο του δρόμου που μένω: δύο μπαλκόνια καταχεσμένα από περιστέρια, με παράλυτα κλιματιστικά, πίσω από τα κατασκονισμένα τζάμια τους διακρίνονται υπολείμματα υπνοδωματίων, χωρίς κουρτίνες κι αυτά, όπου μάλλον κάποιοι πέθαναν και τα άφησαν άδεια. Η ακακία στον δικό μας ακάλυπτό κάθε άνοιξη τα κρύβει αυτά τα δωμάτια με τα φύλλα της.
Δε με πειράζει που ζω μόνος. Κι ας νιώθω πως σπαταλιέμαι αργός. Με πειράζει που δεν έμαθα να ζω μόνος νωρίτερα. Με πειράζει το φως, κυρίως. Εδώ έχει πάντα ήλιο, κάνει πάντα την εποχή του φωτός, του Αιγαίου και της τυφλότητας που σου δίνει η αντηλιά: όλα στο φως, όλα προσφέρονται για αυτοψία κι εξέταση, όλα ανοιχτά για ερμηνεία. Όλα στο φως. Κάθε τι θα ερμηνευτεί και θα αναλυθεί και θα εξηγηθεί, με μπόλικο αναγωγισμό πάντα. Βιολογικοί παράγοντες, ψυχολογικοί παράγοντες. Και όταν λέω "όλα", ε ναι, μιλάω για τη ζωή μας. Η ζωή στο φως. Αφού τελικά, η ζωή είναι όλα.
Όμως η ζωή είναι κάτι εντελώς ακατανόητο κι ανερμήνευτο, μέχρι κι απερινόητο θα έλεγα. Αυτό που είναι η χαρά και η παρηγοριά μου μοιάζει παραλογισμός και βρωμιά για άλλους. Αυτό που ξέρω ότι είναι ισορροπημένο μέσα μου, αποτέλεσμα δοκιμής και πλάνης και βαθειάς καλοσύνης, φαντάζει στους άλλους αδιαφορία και απάθεια. Ό,τι μου δίνει χάρη και χαρά μπορεί και να μοιάζει με προϊόν παθολογίας σε άλλους. Kαι όχι μόνον στους άλλους, αλλά και σε εμάς τους ίδιους. Έτσι κατασπατάλησα τα νιάτα μου: έξω και αναμεσα στους άλλους, προσπαθώντας να ερμηνεύσω τη ζωή μου. Ήμουνα νέος, έτσι κάνουν οι νέοι: αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορείς παρά ελάχιστα πράγματα να καταλάβεις και ορμούν να καταλάβουνε τουλάχιστον τη ζωή τους -- νομίζουνε πως είναι το πιο εύκολο. Πάσχιζα λοιπόν κι εγώ να κατανοήσω όσα ζούσα, ώσπου στο τέλος ήρθε η στιγμή και γίνανε ζωή, άχαρη ζωή, και αυτά: η υπερανάλυση και ο αγώνας να κατανοήσω όσα δεν κατανοούνται, τα γιατί και τα "ναι μεν αλλά" και τα "κατά βάθος" και τα "δεν είσαι εσύ αλλά η κοινωνία μέσα σου". Έτσι απαιτεί ο κόσμος: όλα να τα χτυπήσει η αντηλιά ώστε να ιριδίσουν, να μοιάσουν καθάρια και πρισματικά. Αλλά μόνον τα διαμάντια ιριδίζουν πραγματικά. Και τι είναι τα διαμάντια; άβιο κάρβουνο σκέτο.
Ξέρω τι σκέφτεστε. Κι αν είμαι κατά συρροή δολοφόνος; παιδεραστής; σχιζοφρενής; Δεν είμαι. Και τελικά η ηθική είναι πολύ απλή και μάλλον επιφανειακή υπόθεση, κοντός ψαλμός αλληλουια είναι: ενσυναίσθηση κι ένας χρυσός κανόνας. Όμως εμείς θέλουμε ντε και καλά να βάλουμε τον ήλιο να τα υπερφωτίσει όλα. Μόνο που ο ήλιος στεγνώνει κι αποξηραίνει κι αφυδατώνει. Η ζωή που μπαίνει κάτω από τον ήλιο δε φωτίζεται απλώς: σιγά σιγά μαραίνεται, στεγνώνει, μαραγκιάζει, αφυδατώνεται, πεθαίνει -- ώσπου μένει στο τέλος λείψανο, ζαρωμένο και καμένο. Η ζωή υπάρχει και ζει στη σκιά, στη δροσιά, στο φως που διαχέει η νέφωση. Η ζωή διψάει για το νερό και για το χρώμα.
Μένω μέσα. Πίνω κρασί. Ανοίγω τα παράθυρα και τις νύχτες σηκώνω την τέντα. Βλέπω μακρινές σιλουέτες στα παράθυρα γύρω από την πλατεία, φιγούρες να διαγράφονται κόντρα σε υποφωτισμένα δωμάτια πάνω σε τραβηγμένες κουρτίνες. Άλλες λαγνεύονται, άλλες τσακώνονται, άλλες στέκονται αφηρημένα κοιτάζοντας έξω ή κοιτώντας μέσα -- δεν είναι εύκολο να ξέρεις προς τα πού είναι γυρισμένος ένας ίσκιος. Βάζω απαλή μουσική. Μια μέρα θα πλυθώ, θα ντυθώ, βα βγω έξω και πάλι. Θα δω πάνω από το τέλος του δρόμου το φάσμα του γκρεμισμένου δημόσιου έργου που μας στεφανώνει αιώνες. Θα πάω σε ένα μπαρ. Θα παραγγείλω τζιν. Και ίσως μιλήσω ξανά, αυτή τη φορά σε κάποιον άγνωστο. Ή στο κορίτσι που δούλευε στο μπαρ. Αν δουλεύει ακόμα εκεί. Θα βγω έξω. Θα είναι νύχτα. Η νύχτα με σκεπάζει και με ντύνει, η νύχτα με ξέρει. Η νύχτα ξέρει. Ξέρει και ότι τη ζωή τη ζεις και ότι δεν την ερμηνεύεις.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Το Παράθυρο.