Έχω έναν ερεθισμό κι ένα γρομπαλάκι κάτω από τη μασχάλη. Ανησυχώ. Τι "ανησυχώ", δηλαδή, φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Σκέφτομαι την Αντζελίνα Τζολί. Ή Ζολί. Δεν είμαι σίγουρος πώς τη λένε και δε με νοιάζει. Αυτή έχει μείνει και μισή από τη δίαιτα, βέβαια, σαν άγιος άλιωτος κάτω από γυάλα. Ανορεξική, λένε. Κατάντησε σαν εκείνον τον άγιο που με είχε πάει με το πούλμαν η μουρλή η θεια μου να δω στην Εύβοια, ήμουν και δεκαπέντε χρονών τότε, πριν δέκα χρόνια, και φοβόμουν πολύ μέχρι να τον δω που θα έβλεπα λείψανο, και μετά τον είδα και τον λυπήθηκα. Τον λυπήθηκα πολύ. Δεν ξέρω γιατί, δεν μπορώ να το αναλύσω. Μου φάνηκε αβάσταχτο να πεθάνεις νέος σε ένα βουνό στην Εύβοια και μετά να μείνεις έτσι, μαραμένος και κατάμαυρος κάτω από ένα τζάμι.
Το πιάνω πάλι το γρομπαλάκι. Εκεί έχουμε λεμφαδένα, λέει στο ίντερνετ. Έχω φρικάρει λίγο. Πάω να κλείσω το χέρι μου πάνω στα πλευρά μου και νιώθω ερεθισμό εκεί. Βυζιά. Ακόμα ένα πρόβλημα που δεν έχουν οι άντρες. Τι να λέμε, γνωστά. Το μόνο έξτρα πρόβλημα που έχουν οι άντρες είναι ο προστάτης. Που, αν έφταναν, λέει, όλοι οι άντρες 100 χρονών, θα είχαν βγάλει όλοι καρκίνο στον προστάτη. Τρομακτικό, τι να σου πω. Φαντάζεσαι να είσαι 100 και να σου πουν ότι έχεις πέντε με δέκα χρόνια ζωής; Κι ότι δεν θα μπορείς να το κάνεις; Αν και οι άντρες έχουν διάθεση να το κάνουν μέχρι τα 130. Και τώρα πια μπορούν, έχουνε την επιστήμη σύμμαχο.
Είναι κι αυτό, φυσικά: ο άντρας είναι γκομενάκι και μετά γαμιάς και στο τέλος γίνεται ώριμος και γοητευτικός κύριος: όλοι οι άντρες έχουνε το κοινό τους. Κι απ' ό,τι καταλαβαίνω έχουνε μεγάλο κοινό. Πιχί η Μάνια λέει ότι την τρελαίνουν οι εξηντάρηδες-εβδομηντάρηδες: είναι λεβέντες, λέει. Την καυλώνουν. Άντρες ψημένοι, όχι αγοράκια. Μάστοροι. Τα ωραία τα κορμιά και οι κοιλιακοί και τα κωλαράκια τα τραγανά είναι για τα κοριτσάκια και τους γκέηδες, έτσι λέει. Κι εγώ της τραγουδάω το "έλα στον παππού, γιατί να πας αλλού". Τεσπά. Άμα είσαι άντρας, περνάει η μπογιά σου και έτσι και αλλιώς ώσπου να ψοφήσεις, μέχρι και το πι στο οποίο ακουμπάς για να κάνεις μισό βήμα είναι σεξ τόυ, άμα λάχει.
Ναι, οκέι, πφφφ, φεμινισμός. Εντάξει, ναι. Αλλά άμα κάποιος τα κάνει σαν τα μούτρα του, λες ότι τα έκανε μουνί, όχι ότι τα έκανε ψωλή. Ναι, ναι: πφφφφ, φεμινισμός και άσε μας κουκλίτσα μου. Οκέι. Δεν βλέπει ο άλλος το πρόβλημα. Το δέχομαι. Πού να το δει το πρόβλημα; Εδώ είναι ο καπιταλισμός αυτονόητος, που είναι πεντακοσίων ετών, δεν θα είναι η πατριαρχία, που είναι πέντε χιλιάδων και βάλε;
Σε αυτό το σημείο, άμα γίνει καμμιά τέτοια κουβέντα, με σταματάνε οι γκόμενοι, βγάζουν και χαμόγελο σαν αριστερό φλας, και μου λένε κάτι του στυλ "ώπα, είσαι κουλτουριάρα". Χαμογελάνε, κάνουν οπισθογωνία νοερώς, πρέπει να με προσεγγίσουν αλλιως, σκέφτονται. Όσοι μπορούνε, δηλαδή. Αλλά κολοκύθια κουλτουριάρα είμαι, σιγά. Πίπες. Μέχρι τα 18 μου, που ήμουνα φοιτήτρια και κάηκαν χριστουγεννιάτικα δέντρα κι εξοστρακίστηκαν κάτι σφαίρες, δεν ξέραμε τι είναι καπιταλισμός και τέτοια. Αλλού ζούσαμε. Η παιδεία είναι η λύση, λέγαμε. Ονειρέψου και θα το κάνεις, μας έλεγαν. Όλα είναι δυνατά άμα στρώσεις κώλο και δουλέψεις. Εντάξει, άμα ήσουνα με το Σταρ Τσάνελ, σου έλεγαν να στήσεις κώλο, όχι να τον στρώσεις. Δεν υπάρχει δεν μπορώ αλλά δεν θέλω. Και μετά κάηκαν όλα. Και γίναμε όλοι αναρχικοί. Για λίγο. Μέχρι που ήρθε το όνειρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Λένε οι γκόμενοι πως είμαι κουλτουριάρα. Λέω ότι δεν με έπαιρνε να γίνω κουλτουριάρα. Με έπιασαν ο πατέρας μου και η μάνα μου όταν έδινα εξετάσεις και μου εξήγησαν ότι αν δεν πέρναγα Αθήνα δεν είχανε λεφτά να με στείλουν εκτός. Καθήσαμε στην κουζίνα, γύρω απ΄οτο τραπέζι, λες και θα τρώγαμε καμμιά τάψα γεμιστά. Να το συζητήσουμε. Αγχωθηκα τρελά. "Να πάρετε δάνειο", τους είπα. Θα τους έλεγα ότι εδώ παίρνανε δάνεια για να πάνε Κόστα Ναυαρίνο και τέτοια οι διπλανοί, αλλά δεν ήθελα να πληγώσω τον πατέρα μου. Η μάνα μου κοίταζε σαν υπάλληλος στο Έβερεστ Σάββατο βράδυ στις 4 και κάτι. Αμίλητη. Έκανε πως χαμογελάει κι ότι τάχα δεν ακούει. Όπως κάνουν οι γυναίκες. Όπως κάνουμε οι γυναίκες. Ο μπαμπάς στο τέλος μου είπε: "Άκου, αγάπη μου, δεν υπάρχουνε χρήματα, σε παρακαλώ φρόντισε να περάσεις στην Αθήνα, είναι κρίμα να πάει χαμένο τέτοιο μυαλό. Σε παρακαλώ. Κρίμα είναι." Δεν είπα τίποτα: με είπε "αγάπη μου" και το είπε πολύ πολύ χαμηλόφωνα. Και είπε "χρήματα" κι όχι "λεφτά", για πρώτη φορά μίλησε για τα φράγκα με σέβας και δέος. Τότε δεν μιλάγαμε για λεφτά, για ό,τι άλλο θες κουβεντιάζαμε εκτός από λεφτά.
Πέρασα Αθήνα τελικά. Θρίαμβος. Αστέρι. Χώρισα και με τον Κίμωνα, που νόμιζε ότι θα αρραβωνιαστούμε και θα με βάλει να κάνω την υπάλληλο στα λιπαντικά και τις μπαταρίες. Συνέχισα όμως τη ζωή του Λυκείου: "τι ώρα γύρισες;", "πού θα πας;" και τέτοια. Ευτυχώς είχα την Ντούλα τη Θωμοπούλου, που έφευγε κάθε τρεις και λίγο για τα Καλάβρυτα, γιατί "την έπνιγε η Αθήνα" -- δεύτερο σπίτι το είχα κάνει το διαμέρισμά της στην Ξενίας. Μόνον έπιπλα δικά μου δεν είχα πάει. Ερωτικές χαρές Πάσχα, Χριστούγεννα, καλοκαίρι, Τριών Ιεραρχών. Μέσα στη Σχολή κατάλαβα ότι δεν θα έβγαινα ψυχολόγος από το Ψυχολογικό. Ούτε φιλόλογος δεν θα έβγαινα. Ελληνίδα πτυχιούχος θα έβγαινα. Και βγήκα πτυχιούχος. Και τίποτε άλλο.
Αποφοίτησα το '12, τότε που θα καταστρεφότανε κι ο κόσμος. Δεν καταστράφηκε. Έπιασα δουλειά στης κυρίας Τίνας. Προσωρινά. Διασκεδαστική δουλειά. Εσώρουχα. Μεταπτυχιακά και τέτοια, δεν ήτανε για τα δόντια μας: να είμαι ευχαριστημένη που πήρα πτυχίο. Σε έξι μήνες πια δεν θυμόμουν ποια είναι η διαφορά γνωστικής και γνωσιακής και ποιος είναι ο Άντλερ -- που λέει ο λόγος. Τα ακαδημαϊκά θέλουνε λεφτά. Κι εγώ ήθελα λεφτά. Δεν υπήρχαν αρκετά λεφτά να τα μοιραστώ με την καριέρα, την όποια καριέρα. Πολύ περισσότερο την ακαδημαϊκή καριέρα, που είναι ακριβή γκόμενα και σε βάθος χρόνου.
Όμως με το που πήρα πτυχίο ήθελα να φύγω από το σπίτι. Φώναζαν οι τηλεοράσεις: live your dream, be yourself, keep walking, dare, be the change -- τέτοια. Ξέμεινα στο πατρικό μου. Στο παιδικό δωμάτιο, με παιχνίδια και σεμέν και αφίσες. Με το κρεβάτι το νεοσέτ. Κι ας είχα σιχαθεί να έχω στην τσέπη τα κλειδιά της Ντούλας τέσσερα χρόνια φοιτήτρια, κατάλαβα τι σημαίνει να έχεις κάπου να πας (όχι σώνει και καλά για να το κάνεις) όταν μετά πήρε κι αυτή πτυχίο, το ξενοίκιασε το διαμέρισμα στην Ξενίας και πήγε πίσω στα Καλάβρυτα και παντρεύτηκε τον γαμιά τον σωστό κι αυτή, τον πρώτο της και τον ένα και τον μόνο, όπως έλεγε. Ναι ντε, γι' αυτό την έπνιγε η Αθήνα. Ενώ εμένα δεν με έπνιγε το σπίτι μου λόγω σεξουαλικής στέρησης, αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν έχω: ευτυχώς δεν τσάκωσα καμμιά ενοχή στην εφηβεία και οι γονείς μου σε αυτό είναι νορμάλ -- μόνο μην πέσω στην πρέζα ή μην ανέβω σε μηχανή τρέμανε. Το σπίτι με έπνιγε για τον λόγο που πνίγει το ξένο σπίτι κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο: γιατί δεν έχει μια πόρτα να κλείσει πίσω του κι ένα μπαλκόνι να ποτίσει τις δικές του γλάστρες -- όχι της μαμάς. Δεν είναι μόνο το τι ώρα γυρνάς και τέτοια, εντάξει, μετά την εφηβεία σιγά σιγά μαθαίνεις να μην ακούς.
Κι έτσι, εκείνο το ωραίο καλοκαίρι του '13, πουλώντας σέξι εσώρουχα (αλλά όχι πρόστυχα) σε μαραμένες συζύγους που δεν ενδιέφεραν ούτε σύζυγο ούτε γκόμενο (πού τέτοια τύχη), απλώνοντας ζαρτιέρες πάνω στη γυάλινη προθήκη για να διαλέξει ο επιπλάς από την Ιδομενέως για την γκόμενα (που νόμιζε κι ότι δεν τον αναγνώριζα), ξέροντας ότι δεν έχω ταλέντα ή ομορφιά ή πέντε φράγκα στην άκρη για να φύγω κι εγώ στο εξωτερικό και να ζήσω το όνειρο ή, έστω, να επιβιώσω, καταλαβα κι εγώ την θέση μου στον κόσμο. Αυτή που έχουν οι γυναίκες από καταβολής πόλεων και χωραφιών: να πλένω πιάτα, να καθαρίζω τζάμια και ό,τι άλλο απαιτεί η εποχή μας και το κοσμποπόλιταν. Μου άρεσε; Καθόλου. Μπορούσα να κάνω κάτι; Καλά καλά ούτε να πάω να μείνω μόνη μου δεν μπορούσα.
Και ναι, με παρακάλαγε ο Παντελής όλο το καλοκαίρι του '13, κι εδω και στη Φολέγανδρο και στο χωριό της γιαγιάς του, να πάω να μείνω μαζί του, να ζήσουμε μαζί. Όμως εγώ παιδιά δεν ήθελα και δεν θέλω (βρωμολέσβω με έλεγε η Μάνια -- τι μαλάκω που γίνεται κι αυτή η καριόλα όταν πιάσει τα ψυχολογίστικά της) κι ας με περιμένει, όπως λένε, ο καρκίνος, όπως όλες τις άκληρες. Και στην παραλία κάνω μπάνιο γυμνόστηθη κι ας είμαι η μόνη -- η μάνα μου ισχυρίζεται ότι παλιά οι μισές το πέταγαν το αποπάνω στην παραλία. Κι ας με έχει φρικάρει τώρα το γρομπαλάκι. Που πρέπει να είναι από το αποσμητικό το γαμημένο το ρολόν, τελικά.
Α, πελάτης. Είναι αυτός ο παππούς πάλι. Θέλει κάτι όμορφο για τη γυναίκα του. Της ρίχνει και καμμιά δωδεκαριά χρόνια. Είπαμε η επιστήμη. Είχε ξανάρθει τον Ιούνιο, για δώρο για τα γενέθλιά της. Του έδειξα κάτι έτσι λίγο εξτρίμ, από αυτά τα κυλοτάκια που τα λύνεις. "Μπα, κυλότες αυτοκινήτου υπάρχουν", είπε με νόημα. Της πήρε τελικά κάτι λουλουδένια τότε, τύπου intimissimi. Άντε να δούμε τι θα της αγοράσει πάλι.