Τον Οκτώβριο του 2013 έγινα σαράντα χρονών ελπίζοντας ότι θα εκπληρωθεί το γνωμικό και θα αρχίσει η ζωή μου. Το γνωμικό θα δικαιωνόταν μερικούς μήνες αργότερα. Πάντως, λίγες μέρες μετά τα γενέθλιά μου διέσχιζα την πολιτεία της Νέας Υόρκης με αυτοκίνητο. Επειδή δεν μου αρέσει να οδηγώ, έκανα μια συμφωνία με μια συνάδερφο: εκείνη θα οδηγούσε τεσσερισίμιση ώρες πήγαινε συν τεσσερισίμιση ώρες έλα κι εγώ θα αναλάμβανα την επιμόρφωση και την ψυχαγωγία της μιλώντας της.
Αφού ολοκληρώθηκε η επιμόρφωση, κάπου εκεί μετά τον ποταμό Delaware, η συνάδερφος, Αμερικάνα ινδικής καταγωγής από κάστα βραχμάνων, έφερε την κουβέντα στις οικογένειες. Με έκπληξη συνειδητοποίησα ότι οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο "πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;". Τη ρώτησα πώς γίνεται, ποια είναι η μέθοδος της Ινδής μανούλας. Οι Εβραίες και οι Ιταλίδες βάζουνε λίγο μέσα τον Θεό για να σε ποδηγετήσουν. "Α, οι Ινδές μανάδες δεν χρειάζονται θεούς, είναι οι ίδιες ο ανικανοποίητος θεός που διαρκώς γίνεται θυσία." Σαν τις Ελληνίδες, της είπα.
Όλα αυτά τα θυμήθηκα απόψε εξαιτίας του Φίλιπ Ροθ. Μετά την Αγανάκτηση, τον Καθένα και το 'Ζώο που ξεψυχάει' -- τρία βιβλία που αγαπώ πολύ -- αποφάσισα να διαβάσω τη 'Νόσο του Πόρτνοϋ'. Με ζορίζει σαν βιβλίο. Βγάζει παντού και καταιγιστικά όλο το ψυχαναλυτικό ζόρι του να έχεις Εβραίο μαμά και Εβραίο μπαμπά (δεν εννοώ τον ἐν τοῖς οὐρανοῖς που έχουμε όλοι μας), εμπειρία που κάνει τους Έλληνες γονείς να μοιάζουν παγεροί middle class Εγγλέζοι μπροστά τους. Το μειονέκτημα του βιβλίου είναι ότι γράφτηκε το 1969 και έκτοτε, κυρίως μέσω Γούντυ Άλλεν, έχουμε φάει πολύ αμερικανοεβραϊκό Angst στη μάπα. Επιπλέον, ο Γούντυ Άλλεν άνοιξε τον δρόμο για να γίνει το αμερικανοεβραϊκό Angst θέμα για αναρίθμητες κομεντί μέχρι και την 'Νταντά αμέσου δράσεως', άρα ως ζήτημα πάει, ψόφησε.
Η Νόσος του Πόρτνοϋ είναι, υποτίθεται, ένας σχοινοτενής μονόλογος που απευθύνεται στον ψυχαναλυτή του Πόρτνοϋ (η συνεδρία πρέπει να είναι πολύ σπέσιαλ και να διαρκεί μέρες). Έχοντας διαβάσει καμμιά σαρανταριά σελίδες σήμερα αισθάνθηκα ότι η δραματοποίηση μέσα από πλήθος ταινιών και μυθιστορημάτων, εν είδει μιας μεγάλης συλλογικής συνεδρίας ψυχανάλυσης, του τι σημαίνει να έχεις Εβραίους γονείς πρέπει να βοήθησε χιλιάδες αμερικανοεβραίους να έρθουνε τουλάχιστον σε επίγνωση της κατάστασής τους, ενδεχομένως και να χειραφετηθούν. Οι Ινδοί ή οι Ιταλοί δεν ξέρω τι έχουνε κάνει για το ζήτημα των μαμάδων τους, άλλωστε αναπόφευκτα ο νους μου πήγε στον ελληνόφωνο κόσμο.
Μανάδες που μας παιδεύουν υπάρχουνε παντού στην ελληνική πεζογραφία: από τη Γυναίκα της Ζάκυθος και τον Βιζυηνό (κι εδώ μιλάμε μάλλον για τα πελωριότερα πεζογραφήματα που έχουνε γραφτεί στα ελληνικά) μέχρι 'Το βιβλίο της Κατερίνας' του Κορτώ. Βεβαίως, πουθενά δεν βλέπω, χωρίς να παριστάνω τον φιλόλογο, την άγρια αποδομητική και εικονοκλαστική διάθεση που έχει ο Πόρτνοϋ απέναντι στη μητέρα του. Γενικά, νομίζω ότι η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να τα βάλει με τη μαμά. Και πάλι, φιλόλογος δεν είμαι, μπορεί να μου διαφεύγει κάτι προφανές.
Απεναντίας, από τη δεκαετία του '70 και μετά η πραγματική ελληνική κοινωνία πασχίζει να ριζοσπαστικοποιηθεί κυρίως μέσα από το κέρατο, κάτι ενδεχομένως ατελέσφορο αλλά που οπωσδήποτε αντανακλάται στην ελληνική πεζογραφία. Δεν είναι νομίζω τυχαίο το ότι η κυκλοφορία της ελληνικής πεζογραφίας άρχισε να αναζωογονείται στα μέσα της δεκαετίας του '80 με τις πωλήσεις έργων όπως λ.χ. το Τάλγκο, του Αλεξάκη (με κινηματογραφική μεταφορά τον 'Ξαφνικό έρωτα '), η Πλωτή Πόλη της Δούκα ή τα μυθιστορήματα της Μ. Βαμβουνάκη. Φαίνεται πως η ελληνική "ψυχή", αντί να επιτεθεί κατά μέτωπο και στο πεδίο της μάχης στον ιερό θεσμό της οικογένειας και στο ιερό πρόσωπο της μάνας που την εμψυχώνει, προτιμάει τον ανταρτοπόλεμο.
Δεν ξέρω και σίγουρα δεν θέλω να τσακώσω καμμιά μεγάλη ανάλυση. Πάντως δεν είναι τυχαία η λειτουργία της μοιχείας στην πολύ νεώτερη ελληνική πεζογραφία: αντίθετα με το τι συμβαίνει στο λαϊκό τραγούδι ή στο εμπορικό αμερικανικό σινεμά, το κέρατο δεν είναι αφορμή καταστροφής και απώλειας παρά γεγονός που γίνεται αφορμή επιφάνειας, γεγονός σημαδιακό. Ακόμα και όταν δεν εξιδανικεύεται, η μοιχεία μεταφράζεται σε παράγοντας που εξαναγκάζει τον ήρωα ή την ηρωίδα να αφυπνιστεί και να αναθεωρήσει τη ζωή της ή τη ζωή του.
Όμως θα είχε πλάκα, έστω και πενήντα χρόνια μετά, να έβγαινε ένας Έλληνας Πόρτνοϋ.
Αφού ολοκληρώθηκε η επιμόρφωση, κάπου εκεί μετά τον ποταμό Delaware, η συνάδερφος, Αμερικάνα ινδικής καταγωγής από κάστα βραχμάνων, έφερε την κουβέντα στις οικογένειες. Με έκπληξη συνειδητοποίησα ότι οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο "πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;". Τη ρώτησα πώς γίνεται, ποια είναι η μέθοδος της Ινδής μανούλας. Οι Εβραίες και οι Ιταλίδες βάζουνε λίγο μέσα τον Θεό για να σε ποδηγετήσουν. "Α, οι Ινδές μανάδες δεν χρειάζονται θεούς, είναι οι ίδιες ο ανικανοποίητος θεός που διαρκώς γίνεται θυσία." Σαν τις Ελληνίδες, της είπα.
Όλα αυτά τα θυμήθηκα απόψε εξαιτίας του Φίλιπ Ροθ. Μετά την Αγανάκτηση, τον Καθένα και το 'Ζώο που ξεψυχάει' -- τρία βιβλία που αγαπώ πολύ -- αποφάσισα να διαβάσω τη 'Νόσο του Πόρτνοϋ'. Με ζορίζει σαν βιβλίο. Βγάζει παντού και καταιγιστικά όλο το ψυχαναλυτικό ζόρι του να έχεις Εβραίο μαμά και Εβραίο μπαμπά (δεν εννοώ τον ἐν τοῖς οὐρανοῖς που έχουμε όλοι μας), εμπειρία που κάνει τους Έλληνες γονείς να μοιάζουν παγεροί middle class Εγγλέζοι μπροστά τους. Το μειονέκτημα του βιβλίου είναι ότι γράφτηκε το 1969 και έκτοτε, κυρίως μέσω Γούντυ Άλλεν, έχουμε φάει πολύ αμερικανοεβραϊκό Angst στη μάπα. Επιπλέον, ο Γούντυ Άλλεν άνοιξε τον δρόμο για να γίνει το αμερικανοεβραϊκό Angst θέμα για αναρίθμητες κομεντί μέχρι και την 'Νταντά αμέσου δράσεως', άρα ως ζήτημα πάει, ψόφησε.
Η Νόσος του Πόρτνοϋ είναι, υποτίθεται, ένας σχοινοτενής μονόλογος που απευθύνεται στον ψυχαναλυτή του Πόρτνοϋ (η συνεδρία πρέπει να είναι πολύ σπέσιαλ και να διαρκεί μέρες). Έχοντας διαβάσει καμμιά σαρανταριά σελίδες σήμερα αισθάνθηκα ότι η δραματοποίηση μέσα από πλήθος ταινιών και μυθιστορημάτων, εν είδει μιας μεγάλης συλλογικής συνεδρίας ψυχανάλυσης, του τι σημαίνει να έχεις Εβραίους γονείς πρέπει να βοήθησε χιλιάδες αμερικανοεβραίους να έρθουνε τουλάχιστον σε επίγνωση της κατάστασής τους, ενδεχομένως και να χειραφετηθούν. Οι Ινδοί ή οι Ιταλοί δεν ξέρω τι έχουνε κάνει για το ζήτημα των μαμάδων τους, άλλωστε αναπόφευκτα ο νους μου πήγε στον ελληνόφωνο κόσμο.
Μανάδες που μας παιδεύουν υπάρχουνε παντού στην ελληνική πεζογραφία: από τη Γυναίκα της Ζάκυθος και τον Βιζυηνό (κι εδώ μιλάμε μάλλον για τα πελωριότερα πεζογραφήματα που έχουνε γραφτεί στα ελληνικά) μέχρι 'Το βιβλίο της Κατερίνας' του Κορτώ. Βεβαίως, πουθενά δεν βλέπω, χωρίς να παριστάνω τον φιλόλογο, την άγρια αποδομητική και εικονοκλαστική διάθεση που έχει ο Πόρτνοϋ απέναντι στη μητέρα του. Γενικά, νομίζω ότι η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να τα βάλει με τη μαμά. Και πάλι, φιλόλογος δεν είμαι, μπορεί να μου διαφεύγει κάτι προφανές.
Απεναντίας, από τη δεκαετία του '70 και μετά η πραγματική ελληνική κοινωνία πασχίζει να ριζοσπαστικοποιηθεί κυρίως μέσα από το κέρατο, κάτι ενδεχομένως ατελέσφορο αλλά που οπωσδήποτε αντανακλάται στην ελληνική πεζογραφία. Δεν είναι νομίζω τυχαίο το ότι η κυκλοφορία της ελληνικής πεζογραφίας άρχισε να αναζωογονείται στα μέσα της δεκαετίας του '80 με τις πωλήσεις έργων όπως λ.χ. το Τάλγκο, του Αλεξάκη (με κινηματογραφική μεταφορά τον 'Ξαφνικό έρωτα '), η Πλωτή Πόλη της Δούκα ή τα μυθιστορήματα της Μ. Βαμβουνάκη. Φαίνεται πως η ελληνική "ψυχή", αντί να επιτεθεί κατά μέτωπο και στο πεδίο της μάχης στον ιερό θεσμό της οικογένειας και στο ιερό πρόσωπο της μάνας που την εμψυχώνει, προτιμάει τον ανταρτοπόλεμο.
Δεν ξέρω και σίγουρα δεν θέλω να τσακώσω καμμιά μεγάλη ανάλυση. Πάντως δεν είναι τυχαία η λειτουργία της μοιχείας στην πολύ νεώτερη ελληνική πεζογραφία: αντίθετα με το τι συμβαίνει στο λαϊκό τραγούδι ή στο εμπορικό αμερικανικό σινεμά, το κέρατο δεν είναι αφορμή καταστροφής και απώλειας παρά γεγονός που γίνεται αφορμή επιφάνειας, γεγονός σημαδιακό. Ακόμα και όταν δεν εξιδανικεύεται, η μοιχεία μεταφράζεται σε παράγοντας που εξαναγκάζει τον ήρωα ή την ηρωίδα να αφυπνιστεί και να αναθεωρήσει τη ζωή της ή τη ζωή του.
Όμως θα είχε πλάκα, έστω και πενήντα χρόνια μετά, να έβγαινε ένας Έλληνας Πόρτνοϋ.