Όταν για χρόνια προσπαθείς να ξεχάσεις το παρελθόν σου, επειδή είσαι μαλωμένος μαζί του, και επανασυνδεθείς μαζί του κάθε ανάμνηση από τότε μοιάζει με επινοημένη. Ξαναθυμάσαι το παρελθόν και νομίζεις πού και πού ότι το επινοείς.
Απόψε θυμήθηκα τον Αβραάμ. Ο Αβραάμ ήτανε γέννημα θρέμμα Πολίτης και ήρθε στην Ελλάδα, στο Φάληρο βεβαίως, έναν χρόνο πριν τον γνωρίσω μέσω κοινού φίλου. Δεν τον άφησε να πάει φαντάρος το ελληνικό κράτος, Τούρκος πολίτης γαρ, κι έτσι έπιασε δουλειά στην οικογενειακή επιχείρηση στην Αθήνα. Ο άνθρωπος καταγόταν από την μία Κοσμόπολη του Παλαιού Κόσμου αλλά είχε το βλέμμα σαστισμένου και αμυντικώς τσαμπουκαλεμένου ΕΛΔΥΚάριου από χωριό της Γουμένισσας ή της Νιγρίτας που βολτάρει αδειούχος παρέα με κωλοπετσωμένους από Μενεμένη και Περιστέρι. Μου έλεγε ο Αβραάμ ότι οι Έλληνες της Πόλης, της δικής του κάστας τουλάχιστον και τότε στην εκπνοή της δεκαετίας του '80, ζούσανε σαν ξένοι μέσα στη δική τους αχανή και ακατάληπτη Πόλη. Χάρη στον Αβραάμ κατάλαβα δύο ιστορίες του παππού μου, αν και αυτός άφησε την Πόλη το 1924.
Η πρώτη ιστορία είναι ότι όταν κατέβηκε στη Σαλονίκη παρατήρησε δύο πράγματα: οι Εβραίοι μίλαγαν άλλη γλώσσα από αυτή των Εβραίων της Πόλης. Επίσης, όλοι βλαστήμαγαν. "Ταράχτηκα κι έλεγα 'τώρα θα πέσει φωτιά να τον κάψει αυτόν'. Όταν πάλε δεν έγινε τίποτα, έχασα κι εγώ την πίστη μου".
Η δεύτερη ιστορία του παππού διαδραματίζεται κάποια χρόνια μετά στην Αθήνα στο τυπογραφείο του Μυρτίδη, όπου δούλευε μαθητευόμενος τυπογράφος. Εκεί γνώρισε τον Κατσίμπαλη. Προφανώς ο Κατσίμπαλης τον αντιμετώπιζε με τον τρόπο που έβλεπα εγώ τον Αβραάμ, σαν ένα παιδί χαμένο μέσα στην Αθήνα, σαν να 'ταν χωριατόπαιδο κι ας ήταν Σταμπουλιώτης. Ανέλαβε να του μάθει τα "κατατόπια", γέλαγε δυνατά με τα "βιδολόγος", τα "τυρί άσπρο" και τα "maşallah!" του παππού μου, τον δίδαξε με το στανιό ορθογραφία γιατί ο τυπογράφος πρέπει να βλέπει τα λάθη οπτικά, χωρίς να διαβάζει.
Εγώ δεν ήξερα ποιος ήταν ο Κατσίμπαλης μέχρι τη στιγμή που ο παππούς είπε τη μαγική λέξη "Σεφέρης". Ήμουν Β' Γυμνασίου και το ένα έφερε το άλλο: ο Σεφέρης τον Καραντώνη, ο Καραντώνης τον Κατσίμπαλη, ο Κατσίμπαλης τον Κολοσσό του Μαρουσιού.
Διάβασα τον Κολοσσό 2-3 χρόνια αργότερα και ακόμη πιο μετά συνειδητοποίησα ότι εκείνο το ωραίο παρατημένο σπίτι με τη ζουγκλώδη περίκλειστη αυλή στο Μαρούσι, στα σύνορα με την Πεύκη, μπροστά από το οποίο περνάγαμε βολτάροντας με Νίκο και Γιώργο ήταν το περίφημο σπίτι της Μαγκουφάνας, εκεί όπου κατοικούσε ο Κολοσσός Κατσίμπαλης. Από το βιβλίο του Μίλλερ συμπεραίνει κανείς ότι ο Κατσίμπαλης πρέπει να ήταν μεγάλη μορφή στις παρέες της εποχής και φίρμα κανονική: η ψυχή της παρέας. Η σκιά του Κολοσσού πέφτει και στο σεφερικό έργο, σε τόση έκταση που ένας φιλόλογος φίλος ισχυρίζεται ότι δεν θα υπήρχε Σεφέρης χωρίς Κατσίμπαλη, Καραντώνη, Σαββίδη -- εγώ όμως αυτά δεν τα καλοξέρω.
Παρ' όλα αυτά, εκείνος που ο ομολογουμένως φαφλατάς κι αμπλαούμπλας Μίλλερ αποκαλεί στην εποχή του Κολοσσό έχει αφήσει ίχνος εξίτηλο και αμυδρό, γιατί δεν ύφανε έργο υλικό κι αποτυπωμένο. Είναι και ο Κατσίμπαλης ακόμη ένας "κάποιος καταπληκτικός", όνομα μαζί με τα ονόματα του τάδε ή του δείνα σε πλατωνικούς διαλόγους, σε λατινικά σατιρικά ποιήματα και σε καλλιτεχνικές παρέες από Αναγέννηση και μετά. Αν και βεβαίως η υστεροφημία αφορά πολλούς αλλά ποτέ τον θανόντα φορέα της.
Πάντως ο Μίλλερ θεωρούσε τις ελληνίδες κακάσχημες, ισχυρισμός που επαναλαμβάνει και στον Τροπικό του Καρκίνου, και επέχαιρε με την προσφυγιά του '22-'23, που μπόλιασε την Ελλάδα με ομορφιά.
Καλά όλα αυτά, αλλά τι σχέση έχουνε με το παρελθόν το δικό σου, που το ξαναθυμάσαι και νομίζεις ότι μπορεί και να το έχεις επινοήσει; Ω, μα καμμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου