Η μάνα μου ήτανε καλλονή. Όταν ο παππούς μου την άφησε να πάει σε χορό για πρώτη φορά, στους Εγγλέζους, κάποια λέσχη είχανε, κάτι τέτοιο, έπεσε αναστάτωση σε ολόκληρο το Χαρτούμ. Τι να σου λέω, παιδί μου, χαμός. "Η Ελληνίδα" και "η Ελληνίδα" -- χαμός. Η μαμά μου ήτανε σαν κι εμένα, μόνο που είχε πάρει τα μαλλιά της μάνας της, της γιαγιάς μου, που ήταν από την Ανδραβίδα. Δηλαδή κάπως είχε πάρει τα μαλλιά της, όχι ακριβώς. Αϊσέ την έλεγαν. Τέλος πάντων, την ξέρεις την ιστορία, κατέβηκε ο μπαμπάς μου με την κυβέρνηση στην Αίγυπτο και μετά κάπως με τους Άγγλους, δεν ξέρω κι εγώ πώς, βρέθηκε το '41 στο Χαρτούμ με πολλά λεφτά. Γνώρισε τη μαμά μου, την Ελληνίδα, και το '42 έκαναν εμένα.
Σαν όνειρο το θυμάμαι το Χαρτούμ. Θυμάμαι τον Νείλο. Όταν πρωτοείδα θάλασσα, στην Αλεξάνδρεια στο λιμάνι το '53, ρώταγα τον πατέρα μου γιατί είναι τόσο φαρδύς ο Νείλος εκεί. Μετά έμαθα ότι αυτό είναι θάλασσα και δεν έχει τη χάρη του ποταμιού, παρά είναι θηρίο που ανακατώνεται και γεμίζει αλάτι τα γυαλιά σου. Ναι, από μικρή τα φόραγα και όλοι έλεγαν στην Κυψέλη τι κρίμα να κρύβω τα μάτια μου πίσω από γυαλιά αλλά η μάνα μου κι ο πατέρας μου ήταν Ευρωπαίοι, από το Χαρτούμ ερχόντουσαν, και τους κορόιδευαν τους Κυψελιώτες. Άλλωστε τι ήταν η Αθήνα τότε; σχεδόν τη θυμάμαι: ένα χωριό σκονισμένο. Εκεί στο Πολύγωνο σχεδόν είχε παράγκες ακόμα, τα σύνορα της Κυψέλης ήταν η Ευελπίδων.
Μεγάλωσα στην Κυψέλη. Στο γυμνάσιο εδώ ήμουνα πρώτη, είχαμε καλό δημοτικό στην παροικία. Μαύρη με ανέβαζαν, αραπίνα με κατέβαζαν, αλλά μίλαγα ελληνικά καλύτερα από τα άλλα παιδιά στο σχολείο. Κι ο πατέρας μου ήταν κύριος με κουστούμι και καπέλο και τσιγάρα αμερικάνικα. Η καημένη η μάνα μου, όμως, αχ η μαμά μου, δεν την ήθελε την Κυψέλη, δεν την ήθελε την Ελλάδα. Στο Χαρτούμ ήταν Ελληνίδα και καλλονή, εδώ ήταν η Αϊσά η αραπίνα -- η κυρία Τερζίδου, στην καλύτερη περίπτωση.
Το '57 γνώρισα τον άντρα μου, τον παππού σου. Ήταν Ιούλιος, φόραγε ένα μαύρο κουστούμι και ίδρωνε όσο δεν φαντάζεσαι. Κουβάδες ίδρωνε. Μόλις είχε τελειώσει το στρατιωτικό κι αμέσως τον έβαλε ο πατέρας του, ο πεθερός μου, στη δουλειά. Εργολάβος. Εμείς μέναμε ήδη έδώ που είμαστε, τότε η Φωκίωνος ήταν πολυτέλεια, χλιδή που λέτε τώρα, την πήρα προικιό. Ο κόσμος ξέρεις έμενε σε μικρά δωμάτια που βρώμαγαν υγρασία τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι, με καμπινέ εξωτερικό. Εμείς όμως ζούσαμε σαν βασιλιάδες. Ήρθε λοιπόν ο Τάκης να μιλήσει με τον πατέρα μου για κάτι διαμερίσματα που ήθελε να αγοράσει ο μπαμπάς, οι μπαλκονόπορτες ήταν ορθάνοιχτες γιατί στον τέταρτο φύσαγε ακόμα περισσότερο τότε, είχαμε και ασανσέρ, άλλοι δεν είχαν. Αλλά ο Τάκης ίδρωνε. Μια κοίταγε εμένα μια τον πατέρα μου. Ίδρωνε πολύ. Εγώ ήμουν καθισμένη στην άλλη μεριά του σαλονιού και διάβαζα στα γαλλικά τα Αγνά Νιάτα, του Toth. Μου το είχανε συστήσει στο κατηχητικό, γιατί ήμουν ανεπτυγμένη κοπέλα. Κατάλαβες τώρα, σωστή γυναίκα ήμουν. Στο κατηχητικό πήγαινα για χατήρι του πατέρα μου, κυριακάτικα, η μάνα μου ήταν και παρέμενε μουσουλμάνα, "μωαμεθανή" έλεγε και στην ταυτότητα.
Όταν έφυγε ο παππούς σου, κάτω από το φλυτζάνι του καφέ του βρήκα έναν αριθμό. Αρχικά δεν ασχολήθηκα. Έλεγα στον εαυτό μου ότι ήταν άσχημος. Αν άντρας έχει προγούλι στα εικοσιτρία, πώς θα είναι στα σαράντα; Κι εμένα, ρε λεβεντάκο μου, πάντα μου άρεζαν οι ωραίοι οι άντρες.
Τελικά τον πήρα τηλέφωνο τον Τάκη. Ξένη ήμουν, αραπίνα ήμουν, πλουσιοκόρη ήμουν: λογαριασμό δεν έδινα σε κανένανε. Πήγαμε για μια πορτοκαλάδα εδώ κοντά στο σπίτι, γεμάτη από ζαχαροπλαστεία ήταν η Φωκίωνος. Βεβαίως εγώ ήμουνα μαθήτρια κι έπρεπε να προσέχω μη μας δει κανα μάτι, άγχος το είχα. Ο Τάκης μού έλεγε κάτι χαζομάρες, κάποιος τον είχε δασκαλέψει: ότι είμαι σαν αφρικανίς βασίλισσα (όχι αφρικανή, αφρικανίς), ότι μοιάζω με οπτασίαν οάσεως, ότι είμαι δαμάστρια λεόντων. Εγώ γέλαγα: αυτός νόμιζε επειδή ψηνόμουν, εγώ γιατί με πέρναγε για δούλα του Ταρζάν. Ευτυχώς τέτοιες κουταμάρες δεν μου ξαναείπε, ευτυχώς γιατί μετά από λίγο δεν θα είχανε πλάκα.
Ε, αγαπηθήκαμε. Πολύ. Παντρευτήκαμε το '59 στον Άη Γιώργη, δόξη και τιμή. Ο παππούς σου ο Τάκης ήτανε καλός σε όλα του, κατάλαβες. Και σωστός. Και δεν ήτανε τζογαδόρος, μάστιγα τότε ο τζόγος. Σινεμά, θέατρα, κέντρα -- τίποτε δεν μας έλειψε. Και στοργικός, πολύ. Η θεία σου γεννήθηκε το '60, ο θείος σου το '65 και η μάνα σου το '69. Ενδιάμεσα κάτι αποβολές... έτσι ήτανε τότε. Μετά τη μάνα σου έπαιρνα το χάπι. Όλες παίρναμε το χάπι τότε. Ζούσαμε καλά. Ο κόσμος υπέφερε αλλά εμείς ζούσαμε λαμπρά. Μην ακούς τι λένε, δεν ήτανε καλύτερα τότε. Χαφιές, παπάς, χωροφύλακας (όχι στην Κυψέλη, εμείς ήμασταν Αθήνα, Αστυνομία Πόλεων, σχήμα λόγου). Πάντως με τα παιδιά συμβαίνει το εξής: δεν περνάει ο καιρός, ιδίως άμα δεν κοιμούνται ή άμα αρρωστήσουν, αλλά περνάνε τα χρόνια. Γρήγορα. Πέρναγαν τα χρόνια και πέρναγαν καλά.
Βρέθηκα λοιπόν 35 χρονών γυναίκα να έχω τρία παιδιά, το προικιό μου εδώ, εδώ που θα πεθάνω, ψηλά πάνω από τη Φωκίωνος, και 17 χρόνια παντρεμένη. Είναι πολλά 17 χρόνια, τα παλιά τα χρόνια δεν κράταγαν τόσο οι γάμοι, ένας από τους δύο θα χήρευε -- το ίδιο και οι φτωχοί στο Χαρτούμ. Εγώ ένιωθα νέα γυναίκα, αν και τη δεκαετία του '70, ε, μετά τα τριάντα έμπαινες στη μέση ηλικία αν ήσουνα γυναίκα. Τον Τάκη τον αγαπούσα και δεν έπαψα ποτέ να τον αγαπώ. Άρχισε όμως κι αυτός να βγαίνει. Βέβαια στη δουλειά του πάντα σε τραπεζώματα γίνονταν οι δουλειές, αλλά καταλάβαινα ότι έβγαινε πια και για ποτά, θυμάσαι πόσο την ήθελε τη βότκα, έβγαινε και με γυναίκες. Κάναμε στην αρχή κάποιους καβγάδες. Εμένα βεβαίως με φρόντιζε πάντα, αδιαλείπτως και με έγνοια, αλλά έβγαινε και με άλλες. Ε, και εκεί το '76, το θυμάμαι, που ήτανε κι ο κόσμος πιο ελεύθερος, που όλες παίρναμε το χάπι, που δεν είχαμε και AIDS, έκανα κι εγώ τον πρώτο δεσμό. Εξωσυζυγικό.
Δεν ήταν δύσκολο. Πάντα με κοίταζαν στον δρόμο. Μαύρη στην Αθήνα, σπάνιο θέαμα τότε. Κι ωραία μαύρη η γιαγιά σου. Κι όταν άνοιγα το στόμα μου ακούγαν ελληνικά. Και πάντοτε ντυνόμουν μοντέρνα, ας είναι καλά ο παππούς σου. Ήμουν φρόνιμη, δεν θα έμπλεκα με γείτονα. όχι βέβαια, η γειτονιά στην Αθήνα είναι χωριό, έφεραν τα χωριά μαζί τους, τρομάρα τους. Επίσης, εκείνο τον πρώτο καιρό, έλεγα "εραστές έχεις, μα τον άντρα σου αγαπάς: το στεφάνι σου".
Ε, την πρώτη ιστορία την έχεις καταλάβει: ο γιατρός στη Μιχαήλ Βόδα. θα σου τα είπε η μάνα σου... Στο ιατρείο του συναντιόμασταν. Ωραίος άντρας, θερμός. Μύριζε κι ωραία. Με φίλαγε πάρα πολύ αδέξια, σαν μαθητής. Ήτανε στην ηλικία μου, οπότε με έκανε να νιώθω μικρότερη: μην ξεχνάς πως ο παππούς σου με περνάει εφτά χρόνια. Με πέρναγε. Δεν με περνάει πια. Σύντομα θα τη φτάσω την ηλικία του.
Ήτανε κι άλλοι. Δεν θέλω να πω πολλές λεπτομέρειες. Ήτανε κάποιοι μικρότεροι, τους ξετρέλαινε που ήμουν, λέει, μιγάδα. Εγώ εκνευριζόμουν να με λένε έτσι: ή πείτε μαύρη, αραπίνα, ή τίποτα. Τι θα πει "μιγάδα"; Μιγάδες είναι οι μουλάρες. Ήτανε κι άλλοι, όμως έλεγα πάντοτε στον εαυτό μου "Μόνα, οι amants είναι της χαράς και της χαράς της ζωής, ο Τάκης είναι η αγάπη σου και ο άντρας σου κι ο πατέρας των παιδιών σου". Εκείνη την εποχή και ο παππούς είχε ερωμένες, όχι μόνο μπαρόβιες, αλλά δεν ξέρω αν έκανε τέτοιες σκέψεις. Άντρες, δεν βγάζει άκρη κανείς μαζί σας: περιφράζετε τον κόσμο σας και ζείτε εκεί μέσα μόνοι, ολομόναχοι, με τις σκέψεις σας και τις λόξες σας.
Με τον Τάκη αγαπιόμασταν. Και μου λείπει ακόμα ο παππούς σου, παιδί μου, και σαν άντρας... Έπαθα κι εγώ λοιπόν το σοκ εκεί στα σαράντα. Με εκείνη την υπόθεση πήγαν όλα λάθος. Αλλά όμορφο λάθος, όμορφο. Στον γάμο που λες της θείας σου το '81, μια βδομάδα πριν κλείσω τα σαράντα, γνώρισα έναν πιτσιρικά. Τι πιτσιρικάς, εικοσπεντάρης ήταν αλλά τότε δεν πήγαινες με μικρότερο άντρα, πάει και τελείωσε. Το καλό με αυτόν, να σου πω το όνομά του, δεν έχει σημασία, Χρήστος, ήταν ότι δεν ήτανε μαλακισμένος. Εντάξει, ήτανε κνίτης, όμως είχε μυαλό το παιδί. Και είχε καλλιέργεια κι όρεξη στον έρωτα: ούτε παραμυθιαζόταν με την αραπίνα τη σιτεμένη, ούτε μου φερόταν σαν ήτανε μυξιάρικο. Ωραίος, σωστός, απελευθερώμενος. Ομιλητικός. μαθηματικός σε φροντιστήριο ήταν αλλά μιλάγαμε πολύ για τον Χατζιδάκι και τον Ελύτη, όλοι μίλαγαν τότε για τον Ελύτη. Κι εκεί ήρθε η κρίση σ' εμένα, η κρίση η δική μου: τον αγάπησα. Άμα έχεις και άντρα και παιδιά και έρωτες, την αγάπη την ξεχωρίζεις. Αμέσως. Τον αγάπησα. Κι αν ήμουν Αμερικάνα κι όχι η Μόνα, η κυρία Πετράκη από την Κυψέλη, θα χώριζα πολιτισμένα και θα ζούσα μαζί του. Μη με κοιτάς έτσι, τι νόημα έχει να κρυβόμαστε πια, πάνε και τόσα χρόνια. Αλήθεια λέω. Τον Χρήστο τον αγάπησα στ' αλήθεια. Μέχρι και βέρα θα ξαναφόραγα γι' αυτόν.
Αλλά δεν ήμουν Αμερικάνα. Κι είχα και παιδιά. Κι αγάπαγα και τον παππού σου. Μετά από τρία-τέσσερα χρόνια διέκοψα, του είπα να βρει ένα κορίτσι να παντρευτούν. Με τα πολλά αυτό έκανε. Μετακόμισε στη Ζάκυνθο, άνοιξε εκεί φροντιστήριο. Μιλάμε ακόμα, μια φορά τη βδομάδα, τον κοροϊδεύω: είμαι πια γριά και χήρα και δεν βλέπομαι, του λέω. Εκείνος δεν απαντάει. Μιλάμε. Το κλείνουμε κι ύστερα είμαι χάλια, καμμιά φορά πίνω μισό λεξοτανίλ.
Φυσικά και παίρνω φάρμακα: τα φάρμακα κάνουνε καλό. Τα φάρμακα είναι φίλοι μας. Και το κρασί επίσης.
Μετά ήρθανε κι άλλοι. Δεν τους υποτιμώ. Η χαρά της ζωής είναι ο έρωτας. Σε βγάζει έξω από το σπίτι και έξω από τον εαυτό σου, σε κάνει να νιώθεις πως δεν είσαι μόνο σύζυγος, μάνα κι αραπίνα. Καθαρή χαρά είναι ο έρωτας κι όσοι τον κακολογούν έχουν άλλα να πάνε να λύσουν με τον εαυτό τους και με τους άλλους. Κανα δύο από τους αγαπητικούς είχανε και πλάκα, δεν είχανε "ξαναπάει με μαύρη", φοβόντουσαν -- ε, τι ρωτάς κι εσύ! Αναγκάστηκα να τους αποπλανήσω. Είχε πολλή πλάκα, πάρα πολύ γούστο.
Αλλά πέρναγαν τα χρόνια. Όταν έφυγε και η μάνα σου από το σπίτι, το '91, ε, έμεινα με τον παππού σου. Σπάνια έβγαινε πια, αν κι είχε σχεδόν μπλέξει με μια κοπελιά ξένη, το αντίθετο από εμένα: λευκή, κατάξανθη, μικρή, με μικρά στήθη. Ελπίζω να μην ντρέπεσαι: πρέπει να μάθεις να μην ντρέπεσαι γιατί όσο αφήνεις την ντροπή να κυκλοφοράει στο αίμα σου, τόσο θα σε δηλητηριάζει. Αυτό να θυμάσαι από τη γιαγιά σου την Αφρικάνα από το Χαρτούμ, που τη βρίζουνε κάθε φορά που θα πάει να ψηφίσει, ότι την έκαναν Ελληνίδα οι "φαύλοι πολιτικοί". Κι εσάς ρε κωλοφασίστες ποιος σας έκανε ανθρώπους; Τέλος πάντων.
Μετά τα ξέρεις, τα εγκεφαλικά του παππού σου. Τι ειρωνεία, μια ζωή φοβόταν τα καρκινογόνα, δεν έπινε πάνω από τρία ποτήρια σερί ποτέ, έκοψε το καπνισμα όταν γεννήθηκε η μάνα σου, απέφευγε το χοιρινό -- αλλά μετά τον πήρανε φαλάγγι τα εγκεφαλικά. Τον έβλεπα να χάνεται κομμάτι κομμάτι, εγκεφαλικό το εγκεφαλικό. Αξιώθηκα να μη χάσω παιδί αλλά ο Αλλάχ, που θα 'λεγε κι η μάνα μου, μου το χρέωσε με το να χάνω τον άνθρωπό μου λίγο λίγο. Αχ ρε Τάκη, αχ ρε Τάκη μου. Γαμώτο.
Πέρσι έγινε κι ο Τάκης παραμύθι. Πάει. Θα τον κλαίω μέχρι να πεθάνω. Το ήξερα πως θα γίνω χήρα απ΄την αρχή, εφτά χρόνια με πέρναγε, τι διάολο, αλλά σκεφτόμουν ότι μετά τη χηρεία θα ξαναρχίσω τη ζωή μου. Αν το σκεφτείς, τι, 75 χρονών γυναίκα είμαι, δεν είμαι και κανα ερείπιο. Όμως απλώς δεν έχω πια όρεξη, είμαι πια χήρα και νιώθω χήρα. Είμαι τώρα μια χήρα που έχει μόνον ιστορίες παλιές. Ευτυχώς υπάρχουνε κι αυτές.
Consistency: ο Τάκης γίνεται άπαξ Μάκης στο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά τα άλλα: υπέροχο.
Το διόρθωσα, ευχαριστώ!
Διαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=So5VuExvT4M
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο.
Διαγραφή<3
ΑπάντησηΔιαγραφή