1.
Η ιστορία ξεκινάει στο εξωτικό Δεμερλί. Είναι νύχτα, κάνει κρύο και περιμένω ένα τραίνο μαζί με κάποιον μεγάλο. Το τραίνο είναι η Διεθνής, έρχεται από το εξωτερικό. Όμως αυτό δεν είναι δυνατόν. Το τραίνο που περιμένω δεν θα έρθει από Ειδομένη-Θεσσαλονίκη, αλλά από την Αθήνα. Άρα, και η Διεθνής να είναι, αυτή που πάει Μόναχο, δεν ερχόταν από το εξωτερικό. Πήγαινε στο εξωτερικό. Εγώ πάντως δεν γίνεται να τα ξέρω όλα αυτά τότε: είμαι πέντε χρονών και περιμένω τη μάνα μου. Έχω να της ανακοινώσω κάτι. Ο σταθμός φωτίζεται σε διαδοχικούς κώνους φωτός, έξω από αυτούς σκοτάδι.
Η Διεθνής έρχεται και σταματάει μπροστά μας. Τη σέρνει μια κόκκινη πετρελαιομηχανή που μουγκρίζει. Σκέφτομαι ότι αυτό το τραίνο πάει στην Γερμανία, πάει εκεί όπου είναι ο θείος μου. Η μηχανή φωτίζεται τώρα μέσα στη νύχτα από κάτι προβολείς του σταθμού. Βλέπω τη μητέρα μου. Φοράει ένα παλτό με γούνινο γιακά, περισσότερη γούνα από αυτό δεν θα φορέσει ποτέ στη ζωή της, ο πατέρας μου δεν θα της αγοράσει γούνα ποτέ και αργότερα όλοι θα κατανοήσουμε ότι είναι αμαρτία και φονικό η γούνα. Είναι όμορφη η μαμά. Τότε ήταν στην ηλικία που είμαι τώρα εγώ. Καταλαβαίνετε, παίζουμε λίγο τώρα με τα φροϋδικά μας. Άλλωστε προσφέρεται το θέμα.
Με αγκαλιάζει και με φιλάει. Με κοιτάζει χαμογελώντας. «Μαμά, τσούζει το πουλάκι μου όταν κατουράω», της λέω.
2.
Τα παντζούρια στο ιατρείο του κυρίου Οικονομόπουλου, Βασιλής Σοφίας 111 ή 110 ή 101, είναι ερμητικά κλειστά. Το αέναο βουητό της λεωφόρου μαζί με αιχμές φωτός από τις χαραμάδες μόλις που φτάνουνε μέσα στο ιατρείο. Έξω είναι μέρα μα το ιατρείο είναι σκοτεινό. Ένα πορτατίφ φωτίζει το γραφείο και ένα λαμπατέρ ένα ντιβάνι. Δίπλα στο ντιβάνι, μια διπλή συρόμενη πόρτα κλεισμένη. Έχει κρύο εκεί μέσα, όταν κατεβάζω το παντελόνι και ξαπλώνω, κρυώνω. Ο κύριος Οικονομόπουλος είναι φαλακρός και φοράει γυαλιά, μιλάει αργά και χαμηλόφωνα, πολύ ήρεμα. «Φίμωση», λέει. Μετά φέρνει ένα βιβλίο στον πατέρα μου και του δείχνει ένα διάγραμμα σε ένα βιβλίο. Δεν θα γίνει περιτομή, ούτε ο πατέρας μου θέλει να μου κάνουνε περιτομή. Θα γίνει η τομή του τάδε. Ξανανεβάζω τα παντελόνια μου. Η επέμβαση θα γίνει την επόμενη φορά. Ο κύριος Οικονομόπουλος ανοίγει τις συρόμενες πόρτες. Το δωμάτιο είναι εντελώς σκοτεινό. Μάλλον πρέπει να είναι σκοτεινό, επειδή είναι γεμάτο βιτρίνες που έχουν αρχαία μέσα τους. Πηγαίνω κοντά σε μια βιτρίνα και, όταν συνηθίζουν τα μάτια μου στο σκοτάδι, βλέπω μικρά αγαλματάκια και μικρά κανατάκια. Ναι, αρχαία τα λένε αυτά. Στη μέση του δωματίου, πάνω στο παρκέ, ένα ορθογώνιο πέτρινο κουτί, ακριβώς σαν τη γούρνα της τουλούμπας στο χωριό. Είναι κούφιο και σκοτεινό μέσα, σκεπασμένο με γυαλί. Δεν θυμάμαι αν την είδα τη μούμια παιδιού μέσα στη σαρκοφάγο. Δεν μου άρεσε η σαρκοφάγος, η λέξη. Σαρκοφάγα είναι τα ζώα όπως το λιοντάρι κι ο λύκος. Δεν μου άρεσε ένα πέτρινο κουτί που τρώει σάρκες. Με έβγαλαν από το δωμάτιο της συλλογής και μια γυναίκα σαν νοσοκόμα έκλεισε τη διπλή συρόμενη πόρτα.
Σας είπα: παίζουμε με τα φροϋδικά μας. Το θέμα προσφέρεται.
3.
Ξανά στο ιατρείο του κυρίου Οικονομόπουλου. Πάλι σκοτεινά. Ξαναξαπλώνω στο ντιβάνι, κατεβάζω το παντελόνι, είναι καφέ κοτλέ. Τα κοτλέ μου τα φόραγαν τότε γιατί, λέει, μου πήγαιναν. Εγώ έσερνα το νύχι μου, όποιο ήτανε λιγότερο φαγωμένο, κατά μήκος των αυλακιών του κοτλέ ή χοροπηδώντας τα. Από πάνω μου είναι ο πατέρας μου, η γυναίκα που είναι σαν νοσοκόμα και ο κύριος Οικονομόπουλος. Αυτός κρατάει ένα σπρέι και μου ψεκάζει το πουλί. Το πουλί μου παγώνει αμέσως. Μετά τον βλέπω να κρατάει κάτι που μετά θα καταλάβω ότι είναι σαν μαχαίρι. Μου λένε να κοιτάξω αλλού, ο πατέρας μου και η γυναίκα με κρατάν ακίνητο. Δε θυμάμαι να πονάω. Αλλά μετά έχω γάζες γύρω από το πουλί μου για μέρες. Κι όταν φύγουν οι γάζες, το πουλί μου είναι περίεργο στην όψη: στην κορυφή του μοιάζει σαν να έχει γίνει τριαντάφυλλο.
Τότε μου είπαν ότι έπρεπε να αρχίσω ασκήσεις.
4.
Οι ασκήσεις ήταν απλές: τραβάγαμε πίσω το πετσάκι (βιβλιστί: ακροβυστία) για να γίνει ελαστικό και να ανοίγει αβίαστα. Στην αρχή μού έδειξε η μάνα μου πώς να το κάνω. Ο πατέρας μου απέφευγε κάθε συμμετοχή – μάλλον έκτοτε φοβότανε μη με κάνουν πούστη κατά λάθος. Κάθε μέρα, έπρεπε να τραβάω προς τα πίσω το πετσάκι 40 ή 50 φορές, δεν θυμάμαι. Ακόμα και μετά την επέμβαση, σταδιακά στένευε κάπως και είχα μια αίσθηση σαν να περνάει από μια κάπως στενή τρύπα το κεφάλι, η βάλανος. Αν παρουσιαζόταν ζόρι, έπρεπε να μαλακώσω πρώτα το πουλί μου μέσα σε κρύο χαμομήλι, ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά. Άλλες φορές στάζαμε λίγο ελαιόλαδο, για λιπαντικό, θυμάμαι ακόμα και αυτή τη μυρωδιά. Το άλλο θέμα ήταν ότι με το μπρος πίσω της ακροβυστίας κατέληξε σε κάποια φάση να μου σηκώνεται το πουλάκι. Τότε δεν καταλάβαινα ότι όταν είναι σε στύση μεγαλώνει κιόλας, νόμιζα πως απλώς ορθώνεται και μόνο. Και έπρεπε να κάνω καθημερινά τις ασκήσεις. Και όταν γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες, γιατί το πετσάκι επουλωνόταν και ξανάσφιγγε το κεφάλι, τότε έπρεπε να επαναληφθεί η τομή του τάδε, που είχε το όνομα του γιατρού που την επινόησε, ώστε τα αγόρια των χριστιανών να μη μοιάζουνε με εβραιόπουλα ή με μουσουλμανόπαιδες. Νομίζω ότι ξαναέκανα την επέμβαση άλλες δύο φορές. Δεν θυμάμαι καλά.
Ήταν πολύ αγχωτική διαδικασία.