Κάθε τσόγλανος, είτε είναι λέκτορας στην Οξφόρδη είτε παιδί θαύμα στου Γκύζη το 1982, γνωρίζει πολύ καλά τα όριά του και προσπαθεί να τα αποκρύψει από τα μάτια των πολλών. Ως τάχα παιδί θαύμα στου Γκύζη το 1982, γιατί περί εμού ο λόγος, ήξερα ότι δεν είμαι καθόλου μα καθόλου παιδί θαύμα παρά ένας πιτσιρικάς με βιβλία και μουσικές στο σπίτι, κάτι που ούτε τότε ούτε τώρα είναι δεδομένο. Πολύ περισσότερο είχα επίγνωση ότι πέρα από μνημονικό και φιλομάθεια δεν είχα κανένα άλλο ταλέντο. Οι δάσκαλοι δεν το είχαν αντιληφθεί και μου μίλαγαν σαν να ήμουν μεγάλος άνθρωπος. Αυτό με κολάκευε πολύ ενώ επίσης εγκαινιάζε την άτυπη καριέρα μου ως μυστικοσύμβουλου και νουθέτη, εντελώς ακατάλληλου πολλές φορές.
Μια μέρα η δασκάλα με επέδειξε σε κάποιον συνάδερφό της ως κάποιον που ήξερε ότι η Τζοκόντα δεν είναι μόνο σοκολατάκι. Με ρώτησε ο δάσκαλος λοιπόν τι είναι η Τζοκόντα, απάντησα. Με ρώτησε πού το ξέρω, του αποκρίθηκα ότι την είδα στον τόμο Πινακοθήκη της εγκυκλοπαίδειας Δομή. Με ρώτησε αν μου αρέσει και του είπα ότι είναι ωραίος πίνακας -- άλλωστε τι θα έλεγα. Μετά, κι ενώ είχα αρχίσει να νιώθω συστολή και εκνευρισμό, με ρώτησε πώς μπορώ να χαίρομαι την Τζοκόντα ως πίνακα όταν έχει γίνει σήμα κατατεθέν του Παυλίδη. Αν και προτιμούσα τις νουαζέτες από τις τζοκόντες, αφού πρώτα έφτυνα το απαίσιο φουντούκι, έμεινα με την απορία γιατί με ρωτάει κάτι τέτοιο.
Στο Πανεπιστήμιο έμαθα από την Τζούμα ότι η ποπ κουλτούρα καταπίνει και οικειοποιείται την υψηλή τέχνη αποστρογγυλεύοντας κι αφοπλίζοντας την, καθιστώντας την διακόσμηση και "κενό σημαίνον" -- βεβαίως όλα τα σημαίνοντα κενά είναι από μόνα τους, αλλά γαλλοθρεμμένη καθώς ήταν συγχωρείται, αφού έτσι αποκαλούσαν τότε την απώλεια νοήματος ή τη συναρμογή του σημαίνοντος με ένα σημαινόμενο που δεν γουστάρουμε. Με δυο λόγια: αν βλέπεις παντού την Τζοκόντα (όπως και συνέβαινε, αφού κάθε μικροαστικό σπίτι εγκατέλειπε φοντάν και φρουί γλασσέ για να τρατάρει παστάκια, καριόκες και σοκολατάκια) καταντάει μια αηδία η Τζοκόντα και είναι πια σήμα κατατεθέν κι όχι έργο τέχνης που κουβαλάει κάτι βαρύτιμο και θαυμαστό, που προκαλεί απορία.
Χτες ήταν μια όμορφη μέρα που έκλεισε με την ακρόαση των Θαλασσογραφιών των Λοΐζου και Παπαδόπουλου. Όταν άρχισε να παίζει το σιντί στο αμάξι ήμουν έτοιμος να ακούσω κάτι τόσο φθαρμένο όσο η Μόνα Λίζα στις τζοκόντες. Κατέληξα να ακούσω προσεκτικά και από την αρχή τα τραγούδια του δίσκου, χώρια ότι ανακάλυψα και δύο τραγούδια που δεν γνώριζα: το "Ένα γέρικο καράβι" με τον Πάριο και το "Μήνυμα" με τη θεϊκή Κωχ.
Ο χιψτερισμός περιλαμβάνει ένα αίτημα να ανακαλύψουμε και να προμοτάρουμε ό,τι δεν είναι δημοφιλές, ό,τι είναι παραμελημένο ή παρεξηγημένο ή περιθωριοποιημένο ή απλώς ντεμοντέ. Στις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις του μάς καλεί να σπάσουμε και να ανοίξουμε τον Κανόνα, κάθε τι που είναι παραδεδομένο ως αριστούργημα και ταυτόχρονα δημοφιλές. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν θα μπορούσαμε να περάσουμε σε μια φάση του χιψτερισμού στην οποία θα ξανανακαλύπτουμε όσα είναι ήδη μέρος του Κανόνα, όσα είναι δημοφιλή. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούμε να ξανακούσουμε π.χ. την Πέμπτη του Μπετόβεν και να νιώσουμε γιατί γάμησε και ταυτόχρονα γονιμοποίησε τη μουσική, να ξαναδούμε τον Άμλετ και να μας σηκωθεί η τρίχα, ή -- πιο ταπεινά -- να ξανακούσουμε το "Έχω έναν καφενέ" και να νιώσουμε γιατί έγινε σουξέ ή να προσέξουμε π.χ. την ξεμπούζουκη μα λαϊκή ενορχήστρωση της Γοργόνας ή του Νανουρίσματος, που δεν ξεπέφτει σε χατζιδακισμό.
Βεβαίως και γίνεται, βεβαίως και το περικείμενο δεν είναι ένα μονολιθικό κι άκαμπτο πλαίσιο ερμηνείας. Σας το διαβεβαιώνει ο τσόγλανος που είδε τη Μόνα Λίζα παρά τις τζοκόντες στη φοντανιέρα.
Μια μέρα η δασκάλα με επέδειξε σε κάποιον συνάδερφό της ως κάποιον που ήξερε ότι η Τζοκόντα δεν είναι μόνο σοκολατάκι. Με ρώτησε ο δάσκαλος λοιπόν τι είναι η Τζοκόντα, απάντησα. Με ρώτησε πού το ξέρω, του αποκρίθηκα ότι την είδα στον τόμο Πινακοθήκη της εγκυκλοπαίδειας Δομή. Με ρώτησε αν μου αρέσει και του είπα ότι είναι ωραίος πίνακας -- άλλωστε τι θα έλεγα. Μετά, κι ενώ είχα αρχίσει να νιώθω συστολή και εκνευρισμό, με ρώτησε πώς μπορώ να χαίρομαι την Τζοκόντα ως πίνακα όταν έχει γίνει σήμα κατατεθέν του Παυλίδη. Αν και προτιμούσα τις νουαζέτες από τις τζοκόντες, αφού πρώτα έφτυνα το απαίσιο φουντούκι, έμεινα με την απορία γιατί με ρωτάει κάτι τέτοιο.
Στο Πανεπιστήμιο έμαθα από την Τζούμα ότι η ποπ κουλτούρα καταπίνει και οικειοποιείται την υψηλή τέχνη αποστρογγυλεύοντας κι αφοπλίζοντας την, καθιστώντας την διακόσμηση και "κενό σημαίνον" -- βεβαίως όλα τα σημαίνοντα κενά είναι από μόνα τους, αλλά γαλλοθρεμμένη καθώς ήταν συγχωρείται, αφού έτσι αποκαλούσαν τότε την απώλεια νοήματος ή τη συναρμογή του σημαίνοντος με ένα σημαινόμενο που δεν γουστάρουμε. Με δυο λόγια: αν βλέπεις παντού την Τζοκόντα (όπως και συνέβαινε, αφού κάθε μικροαστικό σπίτι εγκατέλειπε φοντάν και φρουί γλασσέ για να τρατάρει παστάκια, καριόκες και σοκολατάκια) καταντάει μια αηδία η Τζοκόντα και είναι πια σήμα κατατεθέν κι όχι έργο τέχνης που κουβαλάει κάτι βαρύτιμο και θαυμαστό, που προκαλεί απορία.
Χτες ήταν μια όμορφη μέρα που έκλεισε με την ακρόαση των Θαλασσογραφιών των Λοΐζου και Παπαδόπουλου. Όταν άρχισε να παίζει το σιντί στο αμάξι ήμουν έτοιμος να ακούσω κάτι τόσο φθαρμένο όσο η Μόνα Λίζα στις τζοκόντες. Κατέληξα να ακούσω προσεκτικά και από την αρχή τα τραγούδια του δίσκου, χώρια ότι ανακάλυψα και δύο τραγούδια που δεν γνώριζα: το "Ένα γέρικο καράβι" με τον Πάριο και το "Μήνυμα" με τη θεϊκή Κωχ.
Ο χιψτερισμός περιλαμβάνει ένα αίτημα να ανακαλύψουμε και να προμοτάρουμε ό,τι δεν είναι δημοφιλές, ό,τι είναι παραμελημένο ή παρεξηγημένο ή περιθωριοποιημένο ή απλώς ντεμοντέ. Στις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις του μάς καλεί να σπάσουμε και να ανοίξουμε τον Κανόνα, κάθε τι που είναι παραδεδομένο ως αριστούργημα και ταυτόχρονα δημοφιλές. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν θα μπορούσαμε να περάσουμε σε μια φάση του χιψτερισμού στην οποία θα ξανανακαλύπτουμε όσα είναι ήδη μέρος του Κανόνα, όσα είναι δημοφιλή. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούμε να ξανακούσουμε π.χ. την Πέμπτη του Μπετόβεν και να νιώσουμε γιατί γάμησε και ταυτόχρονα γονιμοποίησε τη μουσική, να ξαναδούμε τον Άμλετ και να μας σηκωθεί η τρίχα, ή -- πιο ταπεινά -- να ξανακούσουμε το "Έχω έναν καφενέ" και να νιώσουμε γιατί έγινε σουξέ ή να προσέξουμε π.χ. την ξεμπούζουκη μα λαϊκή ενορχήστρωση της Γοργόνας ή του Νανουρίσματος, που δεν ξεπέφτει σε χατζιδακισμό.
Βεβαίως και γίνεται, βεβαίως και το περικείμενο δεν είναι ένα μονολιθικό κι άκαμπτο πλαίσιο ερμηνείας. Σας το διαβεβαιώνει ο τσόγλανος που είδε τη Μόνα Λίζα παρά τις τζοκόντες στη φοντανιέρα.