"[...]
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, µάλλον αναδύθηκα µέσα από έναν βαρύ ύπνο. Πάλι έχασα το πρωινό και µπήκα έτσι κι αλλιώς για µπάνιο. Στο µυαλό µου επικρατούσε νηνεµία, µια ήρεµη ακίνητη θάλασσα βαρειά ακόµα από το αλάτι του ύπνου. Ντύθηκα, πήρα µαζί και τον χαρτοφύλακά που µού έκανε δώρο ο µπαµπάς αφού θυµήθηκα να βάλω µέσα και το δοκίµιο της διπλωµατικής. Βγήκα στον δρόµο, σήµερα αντί για πνιγηρή ζέστη είχε έναν ανοιξιάτικα έκπαγλο ουρανό µε ελαφρύ αεράκι, γι’ αυτό ο κόσµος κυκλοφορούσε µε κοντοµάνικα και καλτσωµένα σαντάλια (ηµερολογιακά είναι ακόµη καλοκαίρι και δεν έχει χιονιά), η αλήθεια είναι πως ούτε εγώ θα µπορούσα να πω πως ο καιρός ήτανε δυσάρεστος. Τα φύλλα των δέντρων (που δεν έχει ποτέ αρκετή ζέστη ώστε να τσιτσιριστούν και να σβήσουν νεκρά) θρόιζαν και σηκώνοντας το βλέµµα είδα τη σηµαία του Βατικανού τεράστια να κυµατίζει έξω από την καθολική εστία. Τα παραταγµένα δέντρα σηµατοδοτούσαν την πορεία προς τον τρούλλο του Κολλεγίου, leafy Bloomsbury, όπως µάς το διαφήµιζε ο οδηγός…
Η κεντρική βιβλιοθήκη βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ αυτόν τον τρούλλο. Έδειξα την κάρτα µου στον αγουροξυπνηµένο κι ήδη πηγµένο φύλακα κι ανέβηκα τα σκαλιά. Ακριβώς κάτω από τον τρούλλο, ένα γλυπτό όπου κάποιο τεκνό λογχίζει και ποδοπατάει κάποιον γέροντα, κλασσικά γυµνοί κι οι δύο. ‘Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ καταβάλλει τον Εωσφόρο’. Δεν ήξερα πως είχανε τόση διαφορά ηλικίας αυτοί οι δύο, κανονικά δεν θα έπρεπε… Ωραίο γλυπτό πάντως, έτσι ακαδηµαϊκό. Έφερα γύρω του δυο-τρεις βόλτες. Ο τελευταίος ρόγχος του µιχαηλαγγελικού ιδεώδους, να σαρκώσουµε την πνευµατική ρώµη µέσα από το σωµατικό σφρίγος, να πλάσουµε οµορφιά ώστε να παραστήσουµε αρετή. Ένας ρόγχος παγωµένος και κρυσταλλιασµένος κάτω από τον κολλεγιακό τρούλλο, για τους εκλεκτούς.
Μπήκα µέσα στην αίθουσα της βιβλιοθήκης, ξυλεπένδυση, ρολόι, ωραία ψηλά παράθυρα. Αφού βρήκα κάτι εισαγωγικά βιβλία και κάποια έργα αναφοράς που έψαχνα, τα κουβάλησα γύρω γύρω στους διαδρόµους µέχρι που βρήκα θέση. Η αίθουσα µύριζε κάτι ακαθόριστο, ίσως αυτή είναι η µυρωδιά της πολυκαιρίας, που λέει κι ο Ιούλιος Βερν. Ακούµπησα κάποια µικρότερου σχήµατος βιβλία πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου κι άρχισα τις αναγνωριστικές αναγνώσεις.
Νύσταζα τώρα αρκετά και ήµουνα και χωρίς καφέ. Είχα κουβαλήσει από τα ράφια και µια σειρά τεσσάρων τόµων µε διάσηµες κατόψεις και τοµές, ‘Architectural Wonders’ λεγόταν, ώστε κάποια στιγµή να κάνω διάλειµµα ξεφυλλίζοντάς τους. Δυστυχώς η ώρα ήτανε δώδεκα και έντεκα ακόµα, πολύ νωρίς για διάλειµµα, όµως είχα βαρεθεί τα θεωρητικά κείµενα και τις συζητήσεις της ανοικειωτικής λειτουργίας του µεταµοντέρνου κτίσµατος όπως εντάσσεται και δεν εντάσσεται µέσα στην µοντερνιστική πόλη. Έτσι αποφάσισα να πάρω µια προκαταβολή από το ‘Architectural Wonders’. Έσπρωξα λοιπόν προς τις άκρες της περιοχής µου όσα περισσότερα ‘χρήσιµα’ βιβλία µπορούσα, τακτοποιώντας πεντ’ έξι σε µια παγόδα στα δεξιά µου και µπουκώνοντας τα υπόλοιπα πάνω στο αναλόγιο µπροστά µου. Άνοιξα λοιπόν έναν από τους τόµους του διαλείµµατος και άνοιξε στον Άγιο Πέτρο. Θυµήθηκα την εκδροµή στη Ρώµη που είχαµε πάει µε τη Σχολή από τη Θεσσαλονίκη, το πρωινό που βγήκαµε από το ξενοδοχείο.
Περιπλανηθήκαµε χωρίς να ξέρουµε ιταλικά, περπατήσαµε χωρίς χάρτη, χαθήκαµε αφού κανείς δεν ήξερε αγγλικά και τελικά βγήκαµε στον Τίβερη, περάσαµε µια γέφυρα και περπατούσαµε κατά µήκος της όχθης, του ‘Lungotevere’. Περάσαµε µπροστά από ένα τερατώδες πέτρινο ψευδοκλασσικιστικό µπάχαλο, το Palazzo di Giustizia ήταν, και αφού γλιτώσαµε από ζουρλαµένα αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από παντού, στο βάθος αντικρίσαµε τον τρούλλο του Αγίου Πέτρου να υψώνεται κάτω από τα σύννεφα, µέσα σε µια ελαφριά καταχνιά, κάτω από έναν λόφο µε γλυπτά δέντρα αλλά σαν να ήτανε στην κορυφή της πόλης και περιβεβληµένος τον θόρυβο της πόλης. Η πόλη µύριζε, µύριζε όπως µυρίζουν εκ των υστέρων όλες οι ευτυχισµένες αναµνήσεις, στατικές και εξιδανικευµένες, κι ας έζεχνε σαπίλα το ποτάµι.
Σταθήκαµε ολόκληρο το γκρουπ, φοιτητές µε µάρσιπους και σακκίδια και παπούτσια αθλητικά µε φθαρµένες µύτες, έλληνες επαρχιώτες, Σαλονικιοί κι επαρχιώτες, να ατενίζουµε έκθαµβοι µε τα µάτια µισόκλειστα από τον ήλιο πίσω από τα σύννεφα το ποτάµι και τις γέφυρές του και την πόλη γύρω από τον τρούλλο, ασθµαίνοντας από το µεγαλείο. Αριστερά µια γέφυρα µε µπαρόκ αγάλµατα στα παραπέτα της, άγγελοι και άγιοι αγκυλωµένοι στον χρόνο. [...] Ο κόσµος έστεκε ακίνητος, αφού δεν χρειαζότανε να πάει πουθενά.
Η Ρώµη έµοιαζε εκείνη την αποκρυσταλλωµένη στιγµή λοιπόν ο τόπος αιωνίων διακοπών, µεγαλείο και έκσταση, θαύµασµα και φως γλυκερό αλλά δελεαστικό. Μας περίµεναν κατόπιν πάµπολλες τουρτόσχηµες εκκλησίες και στενοί βρόµικοι δρόµοι και η σκόνη της πόλης και όλη η µαγεία τους για την οποία µάς προετοίµαζε διακριτικά το εκπαιδευτικό σύστηµα και τα διαβάσµατά µας. Δεν ήµασταν οι τουρίστες της φοιτητικής εκδροµής, παρά ταξιδευτές και οδοιπόροι, περιηγητές µε παρελθόν και αναρίθµητες παραστάσεις, µαγεµένοι από τον Άγιο Πέτρο πάνω από τον Τίβερη και τις γέφυρες όχι γιατί είχαµε δει τη Σαλονίκη και τη Λάρισα και τις Σέρρες και την Κοµοτηνή (εγώ), παρά γιατί γι’ αυτό η Ρώµη υπάρχει και χτιζόταν και υπέστη το 1527 και τους άπλυτους επιδροµείς, ερηµώσεις και µεγάλα σχέδια, άναρχη δόµηση και προγραµµατική πολεδόµηση – για να γοητεύει τους πολυταξιδεµένους και τους κοσµογυρισµένους [...]"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου