Καλοκαίρι 2003. Λεωφορείο από Κάθισμα προς Λευκάδα. Πήχτρα, δρόμοι στενοί, με στροφές και παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα πιο απίθανα σημεία, Ιταλοί μάλλον ;-)
Στον Άγιο Νικήτα μπαίνει μια παρέα. Ένας απ' αυτούς φοράει μαύρα γυαλιά και την πετσέτα του σαν χιτώνα. Προχωρούνε μέσα στην πολυκοσμία, κατά μήκος του διαδρόμου του λεωφορείου. Ξεκινάμε και στο πρώτο, αναπόφευκτο, φρενάρισμα, ο 'αρχαίος' σηκώνει το χέρι. Με επιτονισμό Χάρυ Κλυν και εκφορά Παξινού-Κλυταιμνήστρα ανακράζει:
Ω θεοί!
Απίστευτο γέλιο μέσα στο λεωφορείο, οι ξένοι κοιτάνε σαστισμένοι. Η ατάκα επαναλαμβάνεται σε κάθε στροφή, φρενάρισμα, είσοδο κι άλλων υπεράριθμων επιβατών. Φτάνουμε στη Λευκάδα ξέπνοοι.
Ξέπνοοι από τα γέλια ή από τα φρεναρίσματα; το περιστατικό σας μού θύμισε ένα συχνό πρόβλημα που αντιμετωπίζω στα λεωφορεία. Καμιά φορά, όταν είμαι μόνος, ξεχνιέμαι και κάθομαι σε μια από τις θέσεις των "τετράδων" που έχουν τα λεωφορεία, των αντικριστών δηλαδή ζευγών καθισμάτων. Ε, συμβαίνει τα υπόλοιπα καθίσματα να τα πιάνει κάποια παρέα 2 ή 3 φίλων που σπάνε πλάκα ή κοροϊδεύουν γνωστούς (μια φορά έχει τύχει, ερήμην τους, να κοροϊδεύουν κοινούς γνωστούς) κι εγώ να λύνομαι στα γέλια, πράγμα φυσικά που με φέρνει σε δύσκολη θέση, εφ'όσον δεν είμαι στην παρέα τους και δεν έχουμε ανοίξει κουβέντα. Τελευταία, παίρνω την εκδίκησή μου με το να προκαλώ, με τη βοήθεια φίλων, το ίδιο κι εγώ σε τρίτους που μπορεί να κάτσουν κοντά μας. (α.ε.)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σε κάτι τέτοιες περιστάσεις χρησιμοποιώ το "Άπολλωνά"
ΑπάντησηΔιαγραφή