Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008
Σάββατο 21 Ιουνίου 2008
Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008
Καλοκαιράκι
Αχ, ήρθες πάλι, καλοκαιράκι.
Μαζί σου φέρνεις αποπνικτική μπόχα ιδρωτίλας στις δημόσιες συγκοινωνίες· σκόνη και ζέστη· υπερκατανάλωση ρεύματος· πυρκαγιές και καμένα σπίτια, ζώα, πλαγιές· αγενείς μαστρωπούς του τουριστικού μας προϊόντος· κόσμο να κυλιέται στα καταστρώματα βρωμώντας χρόνια απλυσιά και κλιματισμένη κλεισούρα· διπλοπαρκαρίσματα και μποτιλιαρίσματα σε νησιώτικους χωματόδρομους ανοιγμένους για ενάμισυ γαϊδουράκι· εγκαύματα, θερμοπληξίες και τσούχτρες· σπατάλη καραβίδας για άνοστες, κακοφτιαγμένες και πανάκριβες αστακομακαρονάδες· τζετ σκι και σφαγμένους της οδικής μας αφροσύνης· μεθυσμένους Άγγλους και ερεθισμένους Ιταλούς· κινητά στις παραλίες· τουαλέτες που βρωμούν αφρόντιστες στα πενήντα μέτρα· μύγες και κουνούπια· νοσοκομεία γεμάτα ασθενείς και το προσωπικό με άδειες· τη φαντασίωση ότι οι δέκα μέρες στα υπερχλωριωμένα ενοικιαζόμενα κάποιου ξερόβραχου αποτελούν χαλάρωση, αποθέωση του αισθησιασμού και απελευθέρωση των αισθήσεων.
Ο Θεός μαζί μας και φέτος.
Μαζί σου φέρνεις αποπνικτική μπόχα ιδρωτίλας στις δημόσιες συγκοινωνίες· σκόνη και ζέστη· υπερκατανάλωση ρεύματος· πυρκαγιές και καμένα σπίτια, ζώα, πλαγιές· αγενείς μαστρωπούς του τουριστικού μας προϊόντος· κόσμο να κυλιέται στα καταστρώματα βρωμώντας χρόνια απλυσιά και κλιματισμένη κλεισούρα· διπλοπαρκαρίσματα και μποτιλιαρίσματα σε νησιώτικους χωματόδρομους ανοιγμένους για ενάμισυ γαϊδουράκι· εγκαύματα, θερμοπληξίες και τσούχτρες· σπατάλη καραβίδας για άνοστες, κακοφτιαγμένες και πανάκριβες αστακομακαρονάδες· τζετ σκι και σφαγμένους της οδικής μας αφροσύνης· μεθυσμένους Άγγλους και ερεθισμένους Ιταλούς· κινητά στις παραλίες· τουαλέτες που βρωμούν αφρόντιστες στα πενήντα μέτρα· μύγες και κουνούπια· νοσοκομεία γεμάτα ασθενείς και το προσωπικό με άδειες· τη φαντασίωση ότι οι δέκα μέρες στα υπερχλωριωμένα ενοικιαζόμενα κάποιου ξερόβραχου αποτελούν χαλάρωση, αποθέωση του αισθησιασμού και απελευθέρωση των αισθήσεων.
Ο Θεός μαζί μας και φέτος.
Πολιτική ορθότητα
Καταχρηστικά, ας δηλώσω υποστηρικτής της απεριόριστης ελευθερίας του λόγου. Επιπλέον, σε γενικές γραμμές, με καλύπτει αυτό:
το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, [...] αποσκοπεί στο να απαλειφθούν από τη γλώσσα λέξεις και εκφράσεις που, κυρίως μέσω της συνδήλωσής τους, υβρίζουν ή προσβάλλουν τα άτομα ή τις ομάδες που χαρακτηρίζουν. Παρά τη χλεύη που έχει υποστεί το κίνημα της πολιτικής ορθότητας και παρά την – όπως θα δούμε – εγγενή ατελεσφορία κάποιων προτάσεών του, πρόκειται για σημαντική προσπάθεια, εφόσον αποσκοπεί στο να απαλλάξει τον λόγο από λέξεις και εκφράσεις που φέρουνε το βάρος της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του σεξισμού και, γενικότερα, ιδεολογιών που νομιμοποιούν τον αποκλεισμό, την εκμετάλλευση και την καταπίεση συνανθρώπων μας. Όπως επισημαίνει ο Neil Smith στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του ‘Language, Bananas and Bonobos’, η χρήση τέτοιων όρων συνιστά μια μορφή ηγεμονίας στη γλώσσα, κατά την οποία μία ομάδα που είναι κυρίαρχη με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο (λ.χ. Ελλαδίτες, λευκοί, οθωμανική εξουσία, Ελληνοκύπριοι) ονοματίζει μια άλλη σύμφωνα με τη δική της ηγεμονική οπτική: τους Κυπραίους, τους αράπηδες, τους γκιαούρηδες, τις μαυρούες. Δείτε επίσης εδώ πώς το ‘Κυπραίος’ τείνει να είναι ουδέτερο στο στόμα ενός Ελληνοκυπρίου, παρότι συνήθως υποτιμητικό στο στόμα ενός Καλαμαρά. Με άλλα λόγια, το αίτημα για πολιτική ορθότητα είναι το αίτημα να αποκαλούμε τους άλλους όπως θα προτιμούσαν εκείνοι να τους αποκαλούμε.
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008
Εδώ Λιλιπούπολη
Δε μου άρεσε καθόλου η Λιλιπούπολη. Με τρόμαζαν πολύ οι φωνές (μάλλον ο Σακκάς κι η Κριεζή έφταιγαν), τα τραγούδια μού φαίνονταν αλλόκοτα, τα ονόματα των χαρακτήρων (Μπέμπαντας, Δρακατώρ, κτλ.) ήταν άνοστα
Τρίτη 17 Ιουνίου 2008
Κάσταρα-μάκι φίστιρα-κάκα
Η εφευρετικότητα με την οποία μερικοί λαοί ξέρουν να βρίζονται φαίνεται να εντυπωσιάζει τους λευκούς αμερικάνους νερντ από καταβολής διαδικτύου. Λέω "λευκούς" και "νερντ", γιατί έχω ακούσει αμερικάνους της εργατιάς να βρίζονται μεταξύ τους και μ' έπιασε μια έπαξη για έμετο, που λένε. Όσο για τις ρητορικές παραδόσεις των Αφροαμερικανών, και σε αυτόν τον τομέα, τα πράγματα είναι γνωστά.
Ένας από τους λαούς που ξέρει να μπινελικώνεται και να ασβολώνεται είναι και ο σοφός ελληνικός (κάτι που πελιδνά κι άνευρα προσπαθεί να αποδώσει η γνωστή διαφήμιση του νέου εθνοαερομεταφορέα, και αποτυγχάνει). Κάποτε είχα αναρωτηθεί γιατί "οι Έλληνες δεν μπορούμε να συζητήσουμε ήρεμα και νηφάλια, παρά ωρυόμαστε, εξαπτόμαστε και υστεριάζουμε με την πρώτη ευκαιρία". Εδώ και μερικές βδομάδες με απασχολεί κάτι άλλο: γιατί οι ακραίες απόψεις είναι τόσο δημοφιλείς. Όχι μόνο στην Ελλάδα ή στο αχανές ενυδρείο του ίντερνετ όπου ο καθένας πετάει μέσα μια προέκταση του εαυτού του (και νομίζει ότι θεραπεύει ένα καινούργιο γενναίο μέσο), αλλά παντού.
Ενδεχομένως να πρόκειται για κάποιου είδους εξελικτικό πλεονέκτημα, όπως θα έσπευδαν να αποφανθούν οι εξελικτικοί ψυχολόγοι. Σε ένα πάρτυ, ας πούμε, ο άντρας που θα εκφράσει την πιο πρωτότυπη γνώμη, την πιο ακραία (ακόμα και αν είναι κοινότοπη) άποψη, που θα πει τη μεγαλύτερη μαλακία, εντυπωσιάζει τις γκόμενες και έτσι μπορεί τελικά να διαιωνίσει τα γονίδια της πρωτοτυπίας, της ακρότητας, της χατζημαλακίας. Τουλάχιστον αυτό μάς αφήνουν να πιστέψουμε κάτι ταινιάκια του συρμού. Στην πραγματικότητα, νομίζω ότι όσοι άντρες πετάν ατάκες Ταραντίνο ή εξυπνάδες τύπου [ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΕΞΥΠΝΑΔΑ] μένουν σαν τον Ταραντίνο τελικά: με το πουλί στο χέρι, να χαλβαδιάζουν ποδαράκια-δαχτυλάκια-πατουσίτσες και μανό, μιλώντας ασταμάτητα για σεξ. Επειδή λοιπόν το θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση, ας αφήσουμε κατά μέρος τις αφελώς εξελικτικές ερμηνείες.
Γιατί λοιπόν έχουνε πέραση οι ακραίες γνώμες; Παγκοσμίως; Ας αφήσουμε κατά μέρος τη διάβρωση που προκαλεί η προπαγάνδα και η συλλογική τύφλωση της ιδεολογίας στον τρόπο που σκεφτόμαστε, αφού έχουν την ιδιότητα να μας κάνουν να βλέπουμε το μαύρο άσπρο και τανάπαλιν (έχουν οι γυναίκες ψυχή; δεν είναι η περιτομή / η γενειάδα / το ξύρισμα απαραίτητα; δεν είναι ο κομμουνισμός / καπιταλισμός ιστορική νομοτέλεια; δε μας εκδικείται η φύση προσωπικά και συστηματικά;).
Ίσως μια αλλόκοτη γνώμη να δίνει ανεξαιρέτως την εντύπωση ότι ο φορέας της είναι κάποιος με αστραφτερό πνεύμα, ίσως μια ακραία άποψη να αποτελεί εγγύηση για την αδιαμφισβήτητη ατομικότητα αυτού που την εκφράζει. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μικρές κοινωνίες με συνοχή και πυκνό δίκτυο αλληλεπιδράσεων (η "κουμπαροκρατία" του Ροΐδη), ελάχιστοι εκφράζουν αποκλίνουσες γνώμες και ακραίες θέσεις, πάντα με γνώμονα την τοπική ιδεολογία -- συνήθως αγροτοποιμενικών / φατριαστικών προδιαγραφών, αφού αυτό θα τους αποξενώσει από τους άλλους.
Στον αγώνα μεταξύ προσωπικότητας και κοινοτικής αλληλεγγύης, μεταξύ ατομικότητας και απολαβής των προνομίων να ζεις σε ένα κλαν, η ακραία άποψη (έστω και σφαλερή και ελλιπής ή πλανερά σχηματισμένη) είναι ένα όπλο υπέρ των μεν και εναντίον των δε. Να το πω κι αλλιώς: οι παπαριές, οι μαλακίες και οι ασύστατες κουβέντες, τα σταχυολογήματα και τα σπερμολογήματα, οι υπερφίαλες διακηρύξεις και οι ρητορικές μανίες, το φλερτ με το απόλυτο εκεί που δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτο και με τον σχετικισμό εκεί όπου ο σχετικισμός βλάπτει και διαστρεβλώνει, όλα είναι υποπροϊόντα, απόβλητα ίσως, του αγώνα του ανθρώπου να χειραφετηθεί από τη στάνη και το μαντρί.
[Πάντα στα πλαίσια του να βοηθάμε τα αναρίθμητα ανώνυμα θύματα του μαθήματος της έκθεσης: χειραφέτηση δε σημαίνει άρνηση της αγάπης και των κοινωνικών σχέσεων. Αυτός που θέλει να αναδείξει την ατομικότητά του και να 'ξεχωρίσει' από την αγέλη της 12μελούς οικογένειας, του σογιού, του χωριού, του κλαν, της φατρίας, της φυλής, θέλει συν τοις άλλοις να αντικαταστήσει τον βιολογικό (και άρα και κοινωνικό) εξαναγκασμό του γάμου και της ενδο-φατριακής συντροφίας με τις προσωπικά επιλεγμένες σχέσεις, με τη δοκιμή και πλάνη στις προσωπικές σχέσεις, με τύπους και τρόπους σχέσεων πέραν του βιο-κοινωνικού καθορισμού: γι' αυτό από καταβολής πόλεων οι άνθρωποι συρρέουνε στις πόλεις, όχι (μόνο) γιατί πεινάνε.]
Ένας από τους λαούς που ξέρει να μπινελικώνεται και να ασβολώνεται είναι και ο σοφός ελληνικός (κάτι που πελιδνά κι άνευρα προσπαθεί να αποδώσει η γνωστή διαφήμιση του νέου εθνοαερομεταφορέα, και αποτυγχάνει). Κάποτε είχα αναρωτηθεί γιατί "οι Έλληνες δεν μπορούμε να συζητήσουμε ήρεμα και νηφάλια, παρά ωρυόμαστε, εξαπτόμαστε και υστεριάζουμε με την πρώτη ευκαιρία". Εδώ και μερικές βδομάδες με απασχολεί κάτι άλλο: γιατί οι ακραίες απόψεις είναι τόσο δημοφιλείς. Όχι μόνο στην Ελλάδα ή στο αχανές ενυδρείο του ίντερνετ όπου ο καθένας πετάει μέσα μια προέκταση του εαυτού του (και νομίζει ότι θεραπεύει ένα καινούργιο γενναίο μέσο), αλλά παντού.
Ενδεχομένως να πρόκειται για κάποιου είδους εξελικτικό πλεονέκτημα, όπως θα έσπευδαν να αποφανθούν οι εξελικτικοί ψυχολόγοι. Σε ένα πάρτυ, ας πούμε, ο άντρας που θα εκφράσει την πιο πρωτότυπη γνώμη, την πιο ακραία (ακόμα και αν είναι κοινότοπη) άποψη, που θα πει τη μεγαλύτερη μαλακία, εντυπωσιάζει τις γκόμενες και έτσι μπορεί τελικά να διαιωνίσει τα γονίδια της πρωτοτυπίας, της ακρότητας, της χατζημαλακίας. Τουλάχιστον αυτό μάς αφήνουν να πιστέψουμε κάτι ταινιάκια του συρμού. Στην πραγματικότητα, νομίζω ότι όσοι άντρες πετάν ατάκες Ταραντίνο ή εξυπνάδες τύπου [ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΕΞΥΠΝΑΔΑ] μένουν σαν τον Ταραντίνο τελικά: με το πουλί στο χέρι, να χαλβαδιάζουν ποδαράκια-δαχτυλάκια-πατουσίτσες και μανό, μιλώντας ασταμάτητα για σεξ. Επειδή λοιπόν το θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση, ας αφήσουμε κατά μέρος τις αφελώς εξελικτικές ερμηνείες.
Γιατί λοιπόν έχουνε πέραση οι ακραίες γνώμες; Παγκοσμίως; Ας αφήσουμε κατά μέρος τη διάβρωση που προκαλεί η προπαγάνδα και η συλλογική τύφλωση της ιδεολογίας στον τρόπο που σκεφτόμαστε, αφού έχουν την ιδιότητα να μας κάνουν να βλέπουμε το μαύρο άσπρο και τανάπαλιν (έχουν οι γυναίκες ψυχή; δεν είναι η περιτομή / η γενειάδα / το ξύρισμα απαραίτητα; δεν είναι ο κομμουνισμός / καπιταλισμός ιστορική νομοτέλεια; δε μας εκδικείται η φύση προσωπικά και συστηματικά;).
Ίσως μια αλλόκοτη γνώμη να δίνει ανεξαιρέτως την εντύπωση ότι ο φορέας της είναι κάποιος με αστραφτερό πνεύμα, ίσως μια ακραία άποψη να αποτελεί εγγύηση για την αδιαμφισβήτητη ατομικότητα αυτού που την εκφράζει. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μικρές κοινωνίες με συνοχή και πυκνό δίκτυο αλληλεπιδράσεων (η "κουμπαροκρατία" του Ροΐδη), ελάχιστοι εκφράζουν αποκλίνουσες γνώμες και ακραίες θέσεις, πάντα με γνώμονα την τοπική ιδεολογία -- συνήθως αγροτοποιμενικών / φατριαστικών προδιαγραφών, αφού αυτό θα τους αποξενώσει από τους άλλους.
Στον αγώνα μεταξύ προσωπικότητας και κοινοτικής αλληλεγγύης, μεταξύ ατομικότητας και απολαβής των προνομίων να ζεις σε ένα κλαν, η ακραία άποψη (έστω και σφαλερή και ελλιπής ή πλανερά σχηματισμένη) είναι ένα όπλο υπέρ των μεν και εναντίον των δε. Να το πω κι αλλιώς: οι παπαριές, οι μαλακίες και οι ασύστατες κουβέντες, τα σταχυολογήματα και τα σπερμολογήματα, οι υπερφίαλες διακηρύξεις και οι ρητορικές μανίες, το φλερτ με το απόλυτο εκεί που δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτο και με τον σχετικισμό εκεί όπου ο σχετικισμός βλάπτει και διαστρεβλώνει, όλα είναι υποπροϊόντα, απόβλητα ίσως, του αγώνα του ανθρώπου να χειραφετηθεί από τη στάνη και το μαντρί.
[Πάντα στα πλαίσια του να βοηθάμε τα αναρίθμητα ανώνυμα θύματα του μαθήματος της έκθεσης: χειραφέτηση δε σημαίνει άρνηση της αγάπης και των κοινωνικών σχέσεων. Αυτός που θέλει να αναδείξει την ατομικότητά του και να 'ξεχωρίσει' από την αγέλη της 12μελούς οικογένειας, του σογιού, του χωριού, του κλαν, της φατρίας, της φυλής, θέλει συν τοις άλλοις να αντικαταστήσει τον βιολογικό (και άρα και κοινωνικό) εξαναγκασμό του γάμου και της ενδο-φατριακής συντροφίας με τις προσωπικά επιλεγμένες σχέσεις, με τη δοκιμή και πλάνη στις προσωπικές σχέσεις, με τύπους και τρόπους σχέσεων πέραν του βιο-κοινωνικού καθορισμού: γι' αυτό από καταβολής πόλεων οι άνθρωποι συρρέουνε στις πόλεις, όχι (μόνο) γιατί πεινάνε.]
Κυριακή 15 Ιουνίου 2008
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008
Κοτετσόσυρμα
Πήγε ο Μίστερ Νιντέντο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης παράνομων προσφύγων στη Σάμο. Αυτό είναι το καλό, άλλο καλό δεν έχουμε.
Όλη την ώρα που έκανε δηλώσεις ζητώντας την ίδρυση Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής (ώστε να έχουμε ανοιχτά τα τουριστικά στα νησιά και το χειμώνα), στο πλάνο βλέπαμε τρία παιδάκια να τον κοιτάνε πίσω από ένα κοτετσόσυρμα. Καταλαβαίνω ότι είναι αναγκαίο το κοτετσόσυρμα: πρέπει να σταβλίσουμε τους παράνομους αποτελεσματικά. Αλλά κι αυτοί των δημοσίων σχέσων, ας τον βάλουνε τον Κωστάκη να κάνει δηλώσεις με φόντο κάτι άλλο: τα παιδάκια πίσω από το κοτετσόσυρμα δημιουργούν 'αρνητικούς συνειρμούς' (που λέει κι ο Ρουσσό, ο Τεό Ρουσσό όχι ο Ζαν-Ζακ) στους νοικοκυραίους ψηφοφόρους.
Αχ, αυτή η ΝουΔού, αχ!
Όλη την ώρα που έκανε δηλώσεις ζητώντας την ίδρυση Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής (ώστε να έχουμε ανοιχτά τα τουριστικά στα νησιά και το χειμώνα), στο πλάνο βλέπαμε τρία παιδάκια να τον κοιτάνε πίσω από ένα κοτετσόσυρμα. Καταλαβαίνω ότι είναι αναγκαίο το κοτετσόσυρμα: πρέπει να σταβλίσουμε τους παράνομους αποτελεσματικά. Αλλά κι αυτοί των δημοσίων σχέσων, ας τον βάλουνε τον Κωστάκη να κάνει δηλώσεις με φόντο κάτι άλλο: τα παιδάκια πίσω από το κοτετσόσυρμα δημιουργούν 'αρνητικούς συνειρμούς' (που λέει κι ο Ρουσσό, ο Τεό Ρουσσό όχι ο Ζαν-Ζακ) στους νοικοκυραίους ψηφοφόρους.
Αχ, αυτή η ΝουΔού, αχ!
Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008
Μία ροπή
Ποτέ δεν είχα πολλούς φίλους. Είμαι κατά βάθος βόρειος σ' αυτό: δύσκολα κάνω φίλους, αλλά άμα με κερδίσουν, με κέρδισαν για πάντα. Όταν δε με χάνουν είτε γιατί χάνομαι ή γιατί τους τρελαίνω, δηλαδή. "Χαλεπόν συνείναι" (από τα αρχαία που μελετούσε για τη Γ' Λυκείου) με είχε πει κάποτε η γοητευτική Λίζα Κ.
Έτσι, τις φιλίες τις τιμώ. Η δυσκολία όμως παραμένει. Μάλιστα, όσο προχωρεί η μέση ηλικία, οπότε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ξεκινήσω καινούργιες, τόσο πιο πολύτιμες μου μοιάζουνε.
Είχα καιρό να μιλήσω με τον Δ.Τ. Την Κυριακή, σε ένα θλιβερό φωτογραφικό σαφάρι, πέρασα μπροστά από αυτό το σπίτι. Ο Δ.Τ. με γύρισε ένα βράδυ στη Λευκωσία μετά από κάτι ουίσκια και μου έδειχνε κατοικίες δείγματα κυπριακού μοντερνισμού. Σταθήκαμε μπροστά από αυτό το σπίτι και μου είπε ότι από παιδί τον συνάρπαζε, ότι σύντομα θα το κατεδαφίσουν κι αυτό για να χτίσουνε καμμιά μαλακία. Μάλιστα μου έλεγε πώς κινούνται οι τιβέλοπερς (το εργολαβιό) μουλωχτά και κρυφά κι αθόρυβα: εκεί που το βλέπεις το σπιτάκι, το επόμενο μεσημέρι το έχουνε φάει οι μπουλντόζες. Άλλωστε, όπως και στην Ελλάδα, για να είσαι αρχιτεκτονικό μνημείο, πρέπει να είσαι καμμιά 200αρια ετών. Το τράβηξα λοιπόν την Κυριακή μια φωτογραφία το σπιτάκι, να μας βρίσκεται, να μας μείνει έστω και ως εικόνα, ως ινδαλμα. Είπα τη Δευτέρα να τον πάρω τηλέφωνο αλλά δεν ευκαίρησα. Θα τον άρχιζα στα γνωστά: "βρήκες γκόμενα και 'ξηφανίστηκες" (ποιος μιλάει, τώρα).
Χτες με πήρε η Μ. Μου είπε για το γεγονός. Ο μόνος πραγματικός φόβος μου: η αδόκητη και απροσδόκητη απώλεια. Όχι αρρώστεια, όχι γεράματα, παρά ένα τηλεφώνημα που θα μπορούσε να είναι παράπονα για τη γειτόνισσα, ενώ στην πραγματικότητα είναι λυγρό. Μου φάνηκε απίστευτο ότι αυτό συνέβη στον Δ.: η γνωστή ανθρώπινη αντίδραση, λένε.
Κλαίγαμε τα σπίτια με το ένθετο βότσαλο και τα ωραία γείσα, κι εδώ χάσαμε τη μητέρα του.
Αυτό το έγραψα γιατί τον σκέφτομαι. Αν πάλι θέλετε να γελάσετε (αφού ούτε τον άνθρωπο τον ξέρετε, ούτε εμένα), πηγαίνετε εδώ: σχεδόν αποκατέστησε την πίστη μου στα ελληνικά ίντερνετς.
Επίμετρο 12.VI: Πέρασα τη μέρα μου γράφοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο. Αυτή την ώρα (22:20) έχω την αίσθηση ότι μίλαγα κι έγραφα στα ναχουάτλ όλη μέρα (ναι, τα αζτέκικα, ή 'ατζέκικα', που τα έλεγε η δεσποινίς Σ, η φιλόλογός μας). Η κηδεία με έριξε σε έναν πηχτό εσωτερικό μονόλογο (ροή συνείδησης, μάλλον, δεν υπήρχαν αρκετά 'λόγια' για να μιλάμε για μονόλογο), τόσο πηχτό που δε γράφεται.
Διάβασα και τα σχόλια στο ποστ της helion που αντέγραψα τις προάλλες. Μάλλον είμαι προβληματικός και λιγουλάκι σχολαστικός που δεν ανέχομαι βία εκ μέρους καμμιάς εξουσίας που αυθαιρετεί, είτε οργανωμένης είτε αυτο-οργανωμένης (μη χε -- η 'επανάσταση' και η 'εξέγερση' προϋποθέτουν αρχές κι ευθύνη, nicht wahr?), είτε ατομικής. Πολιτικά ανερμάτιστος, το δίχως άλλο.
Ευτυχώς που υπάρχει ο Χατζιδάκις, ο Λόρκα, ο Γκάτσος, η Μερσέντες Σόσα και ο Γιώργος Μίχος, οι οποίοι συναντήθηκαν εδώ.
Τώρα πάω για ύπνο.
Έτσι, τις φιλίες τις τιμώ. Η δυσκολία όμως παραμένει. Μάλιστα, όσο προχωρεί η μέση ηλικία, οπότε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ξεκινήσω καινούργιες, τόσο πιο πολύτιμες μου μοιάζουνε.
Είχα καιρό να μιλήσω με τον Δ.Τ. Την Κυριακή, σε ένα θλιβερό φωτογραφικό σαφάρι, πέρασα μπροστά από αυτό το σπίτι. Ο Δ.Τ. με γύρισε ένα βράδυ στη Λευκωσία μετά από κάτι ουίσκια και μου έδειχνε κατοικίες δείγματα κυπριακού μοντερνισμού. Σταθήκαμε μπροστά από αυτό το σπίτι και μου είπε ότι από παιδί τον συνάρπαζε, ότι σύντομα θα το κατεδαφίσουν κι αυτό για να χτίσουνε καμμιά μαλακία. Μάλιστα μου έλεγε πώς κινούνται οι τιβέλοπερς (το εργολαβιό) μουλωχτά και κρυφά κι αθόρυβα: εκεί που το βλέπεις το σπιτάκι, το επόμενο μεσημέρι το έχουνε φάει οι μπουλντόζες. Άλλωστε, όπως και στην Ελλάδα, για να είσαι αρχιτεκτονικό μνημείο, πρέπει να είσαι καμμιά 200αρια ετών. Το τράβηξα λοιπόν την Κυριακή μια φωτογραφία το σπιτάκι, να μας βρίσκεται, να μας μείνει έστω και ως εικόνα, ως ινδαλμα. Είπα τη Δευτέρα να τον πάρω τηλέφωνο αλλά δεν ευκαίρησα. Θα τον άρχιζα στα γνωστά: "βρήκες γκόμενα και 'ξηφανίστηκες" (ποιος μιλάει, τώρα).
Χτες με πήρε η Μ. Μου είπε για το γεγονός. Ο μόνος πραγματικός φόβος μου: η αδόκητη και απροσδόκητη απώλεια. Όχι αρρώστεια, όχι γεράματα, παρά ένα τηλεφώνημα που θα μπορούσε να είναι παράπονα για τη γειτόνισσα, ενώ στην πραγματικότητα είναι λυγρό. Μου φάνηκε απίστευτο ότι αυτό συνέβη στον Δ.: η γνωστή ανθρώπινη αντίδραση, λένε.
Κλαίγαμε τα σπίτια με το ένθετο βότσαλο και τα ωραία γείσα, κι εδώ χάσαμε τη μητέρα του.
Αυτό το έγραψα γιατί τον σκέφτομαι. Αν πάλι θέλετε να γελάσετε (αφού ούτε τον άνθρωπο τον ξέρετε, ούτε εμένα), πηγαίνετε εδώ: σχεδόν αποκατέστησε την πίστη μου στα ελληνικά ίντερνετς.
Επίμετρο 12.VI: Πέρασα τη μέρα μου γράφοντας και μιλώντας στο τηλέφωνο. Αυτή την ώρα (22:20) έχω την αίσθηση ότι μίλαγα κι έγραφα στα ναχουάτλ όλη μέρα (ναι, τα αζτέκικα, ή 'ατζέκικα', που τα έλεγε η δεσποινίς Σ, η φιλόλογός μας). Η κηδεία με έριξε σε έναν πηχτό εσωτερικό μονόλογο (ροή συνείδησης, μάλλον, δεν υπήρχαν αρκετά 'λόγια' για να μιλάμε για μονόλογο), τόσο πηχτό που δε γράφεται.
Διάβασα και τα σχόλια στο ποστ της helion που αντέγραψα τις προάλλες. Μάλλον είμαι προβληματικός και λιγουλάκι σχολαστικός που δεν ανέχομαι βία εκ μέρους καμμιάς εξουσίας που αυθαιρετεί, είτε οργανωμένης είτε αυτο-οργανωμένης (μη χε -- η 'επανάσταση' και η 'εξέγερση' προϋποθέτουν αρχές κι ευθύνη, nicht wahr?), είτε ατομικής. Πολιτικά ανερμάτιστος, το δίχως άλλο.
Ευτυχώς που υπάρχει ο Χατζιδάκις, ο Λόρκα, ο Γκάτσος, η Μερσέντες Σόσα και ο Γιώργος Μίχος, οι οποίοι συναντήθηκαν εδώ.
Τώρα πάω για ύπνο.
Σάββατο 7 Ιουνίου 2008
Η σιωπή (λέει) είναι συνενοχή
Καρφώνει η helion εδώ:
Εκ του περισσού λοιπόν: Οι αθλιότητες και οι τραμπουκισμοί των κωλόπαιδων (έχουμε υπάρξει φοιτητές, κυρίες και κύριοι, ξέρουμε ότι πρόκειται για κωλόπαιδα), οι εκβιασμοί, οι βιαιοπραγίες τους, η περιφρόνησή τους για το πανεπιστήμιο και για βασικές διαδικασίες συλλογικότητας περνάνε στο ντούκου.
Όπως λέει η helion, άμα δείρουν οι μπάτσοι (κακό χρόνο να 'χουν) κανέναν άτυχο, σηκωνόμαστε στο πόδι, ορθώνουμε το ανάστημα σικελιανικά κι άφοβα. Άμα φάει βρωμόξυλο ένας πρύτανης και δυο μεροκαματιάρηδες, άμα καταστρέφεται περιουσία του ελληνικού λαού (στα ήδη εξαθλιωμένα και στερημένα από μέσα πανεπιστήμια -- στην Κρήτη δεν έχουνε χαρτί για φωτοτυπίες), άμα κλειδαμπαρώνει μια φράξια κωλόπαιδα εκλεκτορικά σώματα γιατί έτσι γουστάρει, δεν τρέχει μία.
Προφανώς στη συνείδηση των μασκοφόρων εκδικητών που απαρτίζουμε την αριστερή μπλογκόσφαιρα, αυτά είναι τα αυγά που πρέπει να σπάσουμε για να γίνει η ομελέτα. Ποια όμως είναι η ομελέτα; του κώλου τα εννιάμερα, προφανώς.
Κι επειδή θα αρχίσουμε κουβέντες του στυλ "τι πρέπει να κάνουμε;", "τι θα έκανε ο Μπακούνιν;", "πώς το βλέπει το θέμα ο Συνασπισμός", "όλα είναι θέμα επικοινωνίας και συναλληλίας, πετί Σραοσά" κτλ., αναγκάζομαι
Προσυπογράφω. Δεν έχω κάτι ουσιώδες να προσθέσω.η εκκωφαντική σιωπή των σε άλλες περιπτώσεις ευφραδέστατων αριστερόστροφων ιστολογούντων με έχει απογοητεύσει.
Πως να το πάρω ότι το σύνολο σχεδόν των μπλογκς δεν έβγαλε κιχ για τα όσα συνέβησαν σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Ρόδο; Ως αδιαφορία; Ως αμηχανία; Ως έλλειψη καθαρής κομματικής γραμμής ενώ περιμένουμε αύξηση ποσοστών; Μη και στενοχωρήσουμε τα παιδιά; Ως φόβο, μην πάει και δεν θεωρηθούμε αρκετά αριστεροί;Δεν έχω ιδέα. Μπορεί και απλά το θέμα να μην πόναει κανέναν, πέραν όσων έχουν άμεσα να κάνουν με τον χώρο. Αυτό που ξέρω είναι πως αν τα επεισόδια τα έκαναν τίποτα προφανή εθνίκια θα είχαμε ξεσηκώσει τον κόσμο όλο δικαίως, με ζήλο και θέρμη.
Εκ του περισσού λοιπόν: Οι αθλιότητες και οι τραμπουκισμοί των κωλόπαιδων (έχουμε υπάρξει φοιτητές, κυρίες και κύριοι, ξέρουμε ότι πρόκειται για κωλόπαιδα), οι εκβιασμοί, οι βιαιοπραγίες τους, η περιφρόνησή τους για το πανεπιστήμιο και για βασικές διαδικασίες συλλογικότητας περνάνε στο ντούκου.
Όπως λέει η helion, άμα δείρουν οι μπάτσοι (κακό χρόνο να 'χουν) κανέναν άτυχο, σηκωνόμαστε στο πόδι, ορθώνουμε το ανάστημα σικελιανικά κι άφοβα. Άμα φάει βρωμόξυλο ένας πρύτανης και δυο μεροκαματιάρηδες, άμα καταστρέφεται περιουσία του ελληνικού λαού (στα ήδη εξαθλιωμένα και στερημένα από μέσα πανεπιστήμια -- στην Κρήτη δεν έχουνε χαρτί για φωτοτυπίες), άμα κλειδαμπαρώνει μια φράξια κωλόπαιδα εκλεκτορικά σώματα γιατί έτσι γουστάρει, δεν τρέχει μία.
Προφανώς στη συνείδηση των μασκοφόρων εκδικητών που απαρτίζουμε την αριστερή μπλογκόσφαιρα, αυτά είναι τα αυγά που πρέπει να σπάσουμε για να γίνει η ομελέτα. Ποια όμως είναι η ομελέτα; του κώλου τα εννιάμερα, προφανώς.
Κι επειδή θα αρχίσουμε κουβέντες του στυλ "τι πρέπει να κάνουμε;", "τι θα έκανε ο Μπακούνιν;", "πώς το βλέπει το θέμα ο Συνασπισμός", "όλα είναι θέμα επικοινωνίας και συναλληλίας, πετί Σραοσά" κτλ., αναγκάζομαι
- να κλείσω τα σχόλια, έτσι κι αλλιώς δεν είχα σκοπό να ξαναγράψω για κάμποσο καιρό
- να δηλώσω νομιμοφρόνως (για όσους δεν ξέρουν ποιος κρύβεται πίσω από τη μάσκα και κάτω από την καπελαδούρα του Sraosha -- αφού για εκείνους είναι αυτονόητο) ότι είμαι από τους τελευταίους ανθρώπους που θα είχανε συμπάθεια απέναντι στα καθηγητικά κατεστημένα και το πώς (σε συνεργασία με τις ελληνικές κυβερνήσεις) έχουνε μετατρέψει τα ελληνικά πανεπιστήμια από δευτεροκλασάτες απομιμήσεις των γερμανικών στη Ρώμη του 1527.
Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008
Με το μπλογκάρισμα σώθηκα!
Πρώτον, έριξα τη θερμοκρασία μέσα στο σπίτι κατά 4 βαθμούς Κελσίου (έξω έχει ήδη 38-39 εδώ στην Κύπρον)! Ακόμα δεν έχω ανάψει κλιματισμό. Βεβαίως:
α) έχω πατζούρια
β) έχω κεραμίδια
γ) έχω κουφώματα τσακαλάτα και μονώσεις
δ) ξέρω αρκετά κυπριακά για να μεταφράσω τον οδηγό δροσιάς του Aceras Anthropophorum (ελάτε, πάντως, μπορείτε κι εσείς, δεν είναι τόσο δύσκολο!)
Επίσης, κάποιος είπε αυτά που προσπαθώ να πω εδώ και χρόνια.
Τέλος έμαθα ότι και στην Ισπανία υπάρχουνε καθήκια που δηλώνουν αγρότες για να τους παρέχεται νερό να ποτίζουνε το γκαζόν τους.
Επίσης, κάποιος είπε αυτά που προσπαθώ να πω εδώ και χρόνια.
Τέλος έμαθα ότι και στην Ισπανία υπάρχουνε καθήκια που δηλώνουν αγρότες για να τους παρέχεται νερό να ποτίζουνε το γκαζόν τους.
Κυριακή 1 Ιουνίου 2008
Sezession: σαν μανιφέστο
Είδα απόψε τα Τραγούδια της Φωτιάς του Κούνδουρου. Εντυπωσιακό ντοκυμαντέρ (συνιστώ να παρακολουθήσετε προσεκτικά τη μαρτυρία του αντιχουντικού αγωνιστή Ρεκλείτη, θα καταλάβετε πάρα πολλά για τη σημερινή Ελλάδα και τις παραδόσεις της).
Το κύριο μέρος του ντοκυμαντέρ είναι αφιερωμένο στη μεγάλη συναυλία που έγινε αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή όπου η Μελίνα, που μοιάζει σαν την Αθηνά της Οδύσσειας -- εξωτερικά ανθρώπινη αλλά με τεράστιες παλάμες και παράστημα κι αέρα θεότητας, τραγουδάει "νεκρά περιστέρϊα γέμισ' η αυγή τον ουρανό" με τον Ξαρχάκο να τη συνοδεύει σε ένα πιάνο που ακούγεται σαν φτηνά πιατικά ταβέρνας. Χαρακτηριστικά, ο Ξαρχάκος κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα καφενείου: κάθε φορά που πρέπει να παίξει χαμηλά, γέρνει και στηρίζει την καρέκλα στα δυο αριστερά της πόδια για να φτάσει στην άκρη της ταστιέρας.
Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν τους ελληνικούς μουσικούς κρουνούς του '60 και του '70 κολοσσιαία κι ανεπανάληπτα ταλέντα οικουμενικής εμβέλειας με παραγωγή συγκλονιστικά παγκόσμιας σημασίας. Όχι. Αρκεί να ακούσει κανείς Χατζιδάκι παρέα με μη-έλληνες φιλόμουσους κι αμέσως θα εξαχνωθεί κάθε αυταπάτη. Συνυπέγραψα όμως την απορία της συμβίας, η οποία κοιτώντας το κοινό της συναυλίας εκείνης, είπε:
"Ο κόσμος που παρακολουθεί είναι ανάμεικτος: πολλοί είναι βαμμένα κουμούνια. Κάποιοι είναι απλώς καιροσκόποι. Πολλοί απλώς χαίρονται και πανηγυρίζουν την πτώση της Χούντας. Όλοι όμως ξέρουν αυτά τα τραγούδια. Σήμερα έχουμε φτάσει να παίρνουν συνεντεύξεις από τον Μάλαμα σαν να είναι καλλιτέχνης δυσπρόσιτος και δύσκολος..."
Ανήκω σε μια γενιά που έμαθε τη λέξη 'κουλτούρα' ως συνώνυμο του 'αριστερή ιδεολογία': παιδί νόμιζα ότι αυτοί που έχουν κουλτούρα είναι αριστεροί και ότι όσοι ασχολούνται με την κουλτούρα ασχολούνται με τον Μαρξ και τον Λένιν (ονόματα που έμαθα πριν από του Έλβις -- αλλά δέστε: δεν έγινα ΔΔ, ούτε καν Στ.). Αυτή η ακυρολεξία ήτανε σχεδόν αναπόφευκτη: μέρος της αριστερής δράσης στην Ελλάδα απαρτιζόταν από τη δημιουργία, καλλιέργεια και διάδοση ή και επιβολή (γεια σας ΚΟ του ΚΚΕ!) μιας λαϊκής υψηλής τέχνης. Ναι μεν οι αριστεροί ήτανε μειονότητα, αλλά στα πεδία του ευρύτερου πνευματικού πολιτισμού παίζανε σχεδόν μόνοι.
Με το που μας τελείωσε η αριστερά (χάρη κυρίως στο παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ κι όχι μόνο λόγω του φιάσκου του 'υπαρκτού'), μας τέλειωσε και η "κουλτούρα" (η, ας πούμε, λαϊκή υψηλή τέχνη). Για να δείτε πόσο εύκολα γίνονται τέτοιες συσχετίσεις, σκεφτείτε ότι μαζί με τη σύγχρονή μας νέα εθνική ιδεολογία και την αναβίωση της 'ελληνικότητας' προέκυψε (αναπόφευκτα) ένα ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία. Να το θέσουμε κι αλλιώς: η Ορθοδοξία είναι για τη νέα εθνική ιδεολογία και την αναβίωση της 'ελληνικότητας' ό,τι ήταν η κουλτούρα για την Αριστερά.
Πράγματι: το 1987 όταν ο Παπανδρέου αποφάσισε καισαρικώ δικαίω να γίνει λαϊκός ηγέτης και να απαλλάξει την Εκκλησία από την περιουσία της και να φροντίσει να εκλέγονται οι επίσκοποι από τον λαό, δεν υπήρχε ούτε ένας δημοσιογράφος στην Ελλάδα πλην του Ψαρουδάκη ο οποίος θα ήτανε σε θέση να πάρει έστω συνέντευξη από δεσπότη. Δεν ξέρανε πώς τους προσφωνούνε καν. Εκκλησιαστικό ρεπορτάζ; Εκκλησιαστικοί συντάκτες; Αστεία πράματα. Επιπλέον, όταν ο Χριστόδουλος και ο Άνθιμος, οι τότε φλογερά ανανεωτές διόσκουροι της Ιεραρχίας και αντίπαλον δέος του Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη, βγήκανε σε ντιμπέιτ στην ΕΡΤ για το θέμα, γίνανε σχεδόν ρεζίλι. Ούτε η κοινωνία γνώριζε πολλά για την οργάνωση της εκκλησίας, ούτε ο κλήρος ήξερε να μιλάει χωρίς τις κωμικές έρρινες κορώνες του και τα ασιανά ρητορικά του σχήματα (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Εν έτει 2008, όλοι φοράνε κομποσχοίνια: στον καρπό, στον λαιμό, στον αστράγαλο, ενδεχομένως μέχρι και εν είδει στυτικού δακτυλίου. Όπως η νεολαία ανακάλυπτε τον Γκράμσι στα '72, ανακαλύπτει τον Μάξιμο τον Ομολογητή (ο οποίος, grosso modo, μας λέει ότι "δεν πειράζει να κάνουμε σεξ προγαμιαίο") στα '08.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κουλτούρα. Όχι αριστερή κουλτούρα, απλώς κουλτούρα. Στην Ελλάδα, οι απόπειρες υψηλού πολιτισμού και η ενασχόληση με την ανθρώπινη κατάσταση αντικαταστάθηκαν με αποθέωση του χθαμαλού και εντατική ομφαλοσκόπηση. Να σημειώσω ότι θεωρώ θετική την απενοχοποίηση του χθαμαλού και του ποπ-κάλτσουρ. Την αποθέωση και την απολυταρχία του δεν ανέχομαι.
Πού μας πάνε όλα αυτά λοιπόν;
Νομίζω ότι χρειαζόμαστε μια καινούργια μαγιά ανθρώπων με ευαισθησίες και ικανότητες που θα φτιάξουν μια καινούργια κουλτούρα. Όχι φυσικά 'μαζική', ούτε 'λαϊκή', αλλά μια νέα κουλτούρα. Πολλοί από αυτούς είναι δοκιμασμένοι εργάτες του λόγου, της τέχνης ή της σκέψης. Άλλοι είναι πρωτόπειροι, ξέμπαρκοι που τους μάθαμε χάρη στο μέσο μέσα από το οποίο σας κοινοποιώ κι εγώ τις σκέψεις μου. Σε απλά ελληνικά: μια καινούργια κίνηση μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από τα μπλόγκια, εκλαϊκεύοντας πολλούς φτασμένους που "αγκάλιασαν το μέσο" και αναδεικνύοντας καινούργιους -- αφού ήδη τους έχει όλους φέρει κοντά, τους έχει βάλει να επικοινωνούν μεταξύ τους και να αλληλεπιδρούν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)