Ακολουθεί άχρηστη αυτοαναφορική ανάρτηση.
Από τότε που ξεκίνησα το μπλογκ, η επικαιρότητα είναι συνήθως μια μελαγχολική υπόθεση και προσπαθώ, ανεπιτυχώς συνήθως, να της ξεφύγω. Κατά καιρούς, π.χ.
όταν γράφει ο θας, ο οποίος με τον πάλαι Κουκουζέλη μου έδωσαν το έναυσμα να αρχίσω ελληνικό μπλογκ κι από τον οποίο έκλεψα τον τίτλο, με κάνουνε να στραφώ μέσα μου, να θέλω να πω ιστορίες. Τέτοιες φορές νιώθω την ανάγκη να πω κάτι δικό μου, τόσο μικρό που να μη φανερώνει παρά ένα μόνο κίνημα της ψυχής αλλά και τόσο σημαντικό, ώστε να το φανερώνει αυτό το κίνημα, αυτή τη διάθεση, αυτή την όψη πραγματικού εαυτού.
Μόνο που δεν ξέρω να λέω ιστορίες. Ούτε καν τις δικές μου. Ξεκινάω από αλλού γι' αλλού, πέφτω σε ατέλειωτες παρεκβάσεις (των οποίων στο σχολείο μάς έλεγαν ότι πατέρας είναι ο Ηρόδοτος), προδίδω τις λέξεις, με προδίδει η γλώσσα, χάνω το νήμα και στο τέλος σού λέει ο άλλος: κάλπη, κερατά, μπούρδα -- πάψε να παιδιαρίζεις. Ή απλώς βαριέται. Γι' αυτό δεν μπορώ να πω ιστορίες. Κι όταν θέλω να σας κάνω να γελάσετε (εσάς που με ξέρετε), δε σας λέω ανέκδοτα. Κάνω πνεύμα. Συνήθως με τον πόνο μου.
Αλλά έκανα παρέκβαση πάλι. Ξεκίνησα να φανερώσω ή να αποκρύψω κάτι δικό μου. Ή μάλλον, να δώσω σημάδια, όχι παραπειστικά, αλλά κρυφά. Όπως είπε και
ο άνθρωπος που μας έδωσε το τσιτάτο 'child in time', ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείσσων. Ή, ακόμα καλύτερα: ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. Δε φανερώνει ούτε αποκρύπτει, παρά δίνει σημάδια. Άντε λοιπόν να δούμε.
Για ένα πράγμα με έχουν κατηγορήσει
όλοι οι δικοί μου άνθρωποι ανεξαιρέτως, όλοι: ότι στη δική μου ζωή βλέπω δέντρα και ρυάκια εκεί που δεν υπάρχουν παρά κοπριές, μολόχες κι ένα λασπερό χαντάκι. Εγώ ο πιστοποιημένα απαισιόδοξος και οριακά κυνικός κατηγορούμαι συχνά στα προσωπικά μου για αφελή αισιοδοξία, εθελοτυφλία και εμπριμέ εξιδανικεύσεις. Θυμάμαι καβγάδες σαν καθημερινή εντριβή με γυαλόχαρτο επί μήνες, ότι το μόνο που υπάρχει γύρω μου είναι σίδερα και ντουβάρια κι εγώ βλέπω δρόμους και σημεία φυγής στον ορίζοντα. Θυμάμαι αναγγελίες ανά δεκαπενθήμερο για έναν ολόκληρο χρόνο ότι ήρθε το τέλος, ή ότι το τέλος έχει έρθει και μόνον εγώ δεν το ξέρω. Θυμάμαι καβγάδες που, λέει, ήταν ο πόλεμος της συντέλειας: μόνον εγώ μέσα στην αφέλειά μου νόμιζα ότι άμα ραγίσει το γυαλί ξανακολλάει. Θυμάμαι φιλίες που τέλειωσαν για πάντα, αλλά το "για πάντα" κράτησε μόνον οχτώ και δώδεκα μήνες. Θυμάμαι ότι καταδικάστηκα κι ότι μάταια έλπιζα, αλλά απαλλάχτηκα με βούλευμα (μεταφορικά μιλώντας -- δεν έχω δικαστεί ποτέ). Θυμάμαι ότι επέλεξα την εξορία (και καλά) και τη μοναξιά αλλά κι αυτές δεν κράτησαν. Μέχρι και έναν δωδεκαετή θυμό θυμάμαι που ξεφούσκωσε και έπεσε αθόρυβα σε μισή ώρα, αποκαλύπτοντας ένα θαυμάσιο τοπίο πίσω του. Θυμάμαι κι άλλα, αλλά μπήκατε στο νόημα: χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη. Ξανά και ξανά. Δηλαδή, όχι χαμένο κορμί αλλά, ας πούμε, δεσμώτη της αυταπάτης.
Αγαπητοί αναγνώστες, που διαβάζετε αυτά τα ακατονόητα ακόμα, πάντοτε δικαιώθηκα. Όχι γιατί έχω δίκιο ή γιατί συνήθως έχω δίκιο. Όχι δα. Ίσα-ίσα, με δυο ρητά πορεύομαι: pecca fortiter είναι το ένα. Παρά γιατί, αν επιλέξω κάτι ή κάποιον, σημαίνει ότι το θέλω, όχι ότι έτυχε, ή ότι μου έκατσε. Μόνο μια ψυχή το κατάλαβε αυτό που μου είπε πριν 5-6 χρόνια ότι κάνω πάντα λες και θα αγοράσω σπίτι. Έτσι: όταν βλέπω δέντρα και ρυάκια εκεί που δεν υπάρχουν παρά κοπριές, μολόχες κι ένα χαντάκι δύο τινά συμβαίνουν: ή πράγματι βλέπω καλύτερα και πιο μακριά ή, συνήθως, είμαι έτοιμος να αρχίσω βαρβάτο σκάψιμο και συστηματική κηπουρική.
Κι αυτό είναι το μικρό μου μυστικό: βαριέμαι, αδιαφορώ, απέχω, αποφεύγω, γκρινιάζω (ω θε μου, η γκρίνια είναι δεύτερη φύση για μένα, αν έχετε διαβάσει Sraosha το ξέρετε), αλλά άμα θελήσω, θέλησα και θέλησα ολόψυχα και δίνομαι. Κι επίσης, όταν θέλω, εγώ ο γενικά ανυπόμονος, έχω γαϊδουρινή υπομονή. Κι αυτό είναι το δεύτερο ρητό: cunctando regitur mundus.
Να ευχηθώ σε όλους Ágætis byrjun (καλή αρχή).