Η "πατρίδα" (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια έκφραση του συρμού) βουλιάζει, κανονικά όμως, οι υποτελείς τάξεις (που τις έλεγε κι ο φίλος μου ο Αντώνης προτού αποφασίσει να γίνει ινστρούχτορας) συνεχίζουν να εξαθλιώνονται σταθερά. Όσοι έχουμε λεφτά να πληρώνουμε ίντερνετ (εκτός κι εντός Ελλάδας) μάλλον δεν ανήκουμε ακόμα στις υποτελείς τάξεις (μέχρι να μείνουμε κι εμείς με το ίντερνετ στο χέρι). Ναι, να αγωνιστούμε, να αντισταθούμε, να αντιδράσουμε, να διαμαρτυρηθούμε: ό,τι μπορεί ο καθένας μας. Και στις ανάπαυλες; Να αφήσουμε την απότομη αναχώρηση της ευμάρειας, την διάρρηξη από άνωθεν έως κάτω του μπερντέ, την απώλεια των αντικειμένων που είχαν παραγκωνίσει τη ζωή και των ψευδαισθήσεων που είχαν υποκαταστήσει τους ανθρώπους να μας πάρουν από κάτω; Όχι ρε, όχι μιζέρια. Αγάπη ρε (να με συμπαθάτε αλλά το "μουνιά" δεν μπορώ να το χρησιμοποιήσω σα βρισιά, ούτε καν σαν χαλαρό συνώνυμο του "μαλάκες").
Άντε να σας πω από πού πιάνομαι αυτές τις μέρες, να ψάξει να βρει ο καθένας τα δικά του.
Κυψέλη
Το ντοκυμαντεράκι από κάτω είναι της σχολής Ρικάκη (π.χ. "Ο άλλος", "Όνειρα σε μια άλλη γλώσσα", "Τα παιδιά της χορωδίας", "Τα λόγια της σιωπής"): αντί να προβάλει την αδικία, τη σύγκρουση και τη ρήξη, επιλέγει να αφήσει να μιλήσουν οι άνθρωποι και ο τόπος για τις χαρές που κρύβουν. Συγκινήθηκα τόσο μα τόσο πολύ με αυτό το ντοκυμαντέρ, που ο νους μου τρέχει συνέχεια στην Κυψέλη από το Σάββατο (κι όχι μόνο γιατί μένει η αδερφή μου εκεί). Είναι απολαυστική γειτονιά, κι ας είναι πολύ δύσκολη, δυναστεύεται από τα αυτοκίνητα, αλλά έχει τόσες κρυφές γωνιές, τόση ζωντάνια και ζωή. Si alza perpendicolarmente, που θα έλεγε κι ο Έλληνας ποιητής, όχι μόνο γιατί ξεκινάει από το υπαίθριο τούνελ της Πατησίων και από το Πεδίον του Άρεως κι ανεβαίνει στο βουνό. Όχι μόνο γι' αυτό, αλλά γιατί συγκεφαλαιώνει ό,τι σημαίνει να είσαι μεγαλούπολη, ανανεώνεται και επανεφευρίσκεται. Σκέφτομαι την Αγίας Ζώνης, τη Φωκίωνος, τα νέα στέκια που δημιουργούνται, τη στρητ κουλτούρα που ζυμώνεται, μια νέα φυλή καθόλου παχύσαρκων, πανύψηλων, αγχίνοων, ευγενικών αλλά τσακαλάτων ελληνόπουλων που μεγαλώνει σαν εκείνο το δέντρο στο Μπρούκλυν που δε διάβασα μικρός. Νομίζω ότι στην Κυψέλη περνάει την εφηβεία του το μέλλον της Αθήνας. Κι αν δεν είχαν εγκαταλείψει τα γκαφάλια που μας κυβερνάνε τα σχέδια για τη γραμμή μετρό Γαλάτσι-Κυψέλη-Εξάρχεια-Παγκράτι (την ημικυκλική κίτρινη), θα πήγαινα να ζήσω εκεί. Γειτονιές χρειάζεται η Αθήνα, ούτε προσαρτημένες επαρχιακές πόλεις, ούτε πληκτικά υπνωτήρια.
Μουσική
Μετά από παραινέσεις φίλων, έκατσα και άκουσα Θανάση (ναι, ένας είναι ο Θανάσης, μου λένε). Μεγάλος ποιητής, σχεδόν Γκάτσος-Σαββόπουλος, όχι αστεία. Ωραία φωνή. Αλλά οι συνθέσεις του... δε μου λένε τίποτα. Δε μου κολλάνε. Δεν τραγουδιούνται μέσα μου. Θα μου πείτε "κάτσε ρε (μαλάκα), ακούς Μάλαμα". Ε, ο Σωκράτης είναι μουσικά πιο ευκολος και επιφανειακά πιο λαϊκότροπος. Κι είναι όλα τα τραγούδια του πάνω-κάτω ίδια: μετά το έκτο τσίπουρο, φάλτσα ξεφάλτσα, όλα του μπορώ να τα τραγουδήσω.
Το δύσκολο είναι ο στίχος, τελικά. Εκεί είναι το ένοχο μυστικό του τραγουδιού. Τα απλά τραγούδια του Νιόνιου στο Φορτηγό τα κρατάει ο στίχος. Ο ποπ-ροκ στίχος πρέπει να είναι απλός νομίζω: πρέπει να υπαινίσσεται χωρίς να προαπαιτεί να ξέρεις τον διακειμενικό υπαινιγμό (γι' αυτό π.χ. ο υπέροχος στίχος "τυφλό κορίτσι σ' οδηγά, παιδί του Μοντιλιάνι" δεν είναι ποπ-ροκ-λαϊκός, ενώ ο "hot diggity dog / I love God all the same / but all I wanna do is get off" είναι)· πρέπει να είναι λίγο πονηρούτσικος αλλά ποτέ συνθηματολογικός: πώς προτιμάτε να διαμαρτυρηθείτε, με το "φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα" ή με το "κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού / και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού";
Μετά είναι και η μουσική. Το Blackbird είναι τραγουδάρα, αν και εξαιρετικά δύσκολη (όποιος το έχει βγάλει στην κιθάρα να αφήσει σχόλιο, τον κερνάω ουίσκι), γιατί δίνει την επίφαση μπαλαντίτσας τραλαλά. Το Happiness is a warm gun (που μου αρέσει πολύ) είναι τόσο ακαδημαϊκό, που σε κουράζει ίσως. Γι' αυτό οι Stones θα παίζουνε μέχρι και μέσα από τις κάσες: κάνουνε παπάδες αλλά νομίζεις ότι ακούς ένα τραγουδάκι ένα-δύο-τρία. Γι' αυτό και το Bad Romance είναι το απόλυτο ποπ τραγούδι (ξεχάστε το θεαματιλίδικο βίντεο).
Απαξιώνω την τεχνική; Όχι, Θεός φυλάξοι. Η τεχνική είναι απαραίτητη για να βγουν αυτά που θες "να πεις", ιδίως αν είναι δύσκολα, σκοτεινά, σύνθετα, ημιυπόρρητα. Αλλά, τελικά (όπως είπε ο Μαρξ) την τεχνική πρέπει να την κρύβουμε όπως τα ελατήρια της πολυθρόνας, να νομίζει ο άλλος ότι κάθεται στα πούπουλα, ότι όλα είναι απλά, ότι βλέπει την ψυχή σου ως καλλιτέχνη ξέρω γω. Στη τζαζ φαίνεται αυτό πολύ ωραία. Και στη Σονάτα του Κρώυτσερ (την οποία ομολογώ ότι ανακάλυψα μόλις το 2009 καιτην οποία υπόσχομαι να ανεβάσω μόλις ευκαιρήσω, της οποίας το πρώτο μέρος μόλις ανέβασα, στην ωραία εκτέλεση Μενούχιν και Κεμπφ), που στην εποχή της εξήπτε τα πάθη των δεσποσυνών και τις έκανε να λιγοθυμάνε ενώ τον 21ο αιώνα ακούγεται σαν κάλεσμα, περίπτυξη και κλινοπάλη. Κι ας το έγραψε ο θεός. Ακριβώς επειδή το έγραψε ο θεός, δηλαδή, κι έχει την τεχνική να τα πλάσει όλα αυτά στα αυτιά σου ακόμα και διακόσια χρόνια μετά.
Βούδας
(Και) με τον βουδισμό έχω θέμα. Πηγή του πόνου η επιθυμία; όχι, πηγή του πόνου είναι ότι ζούμε κι αναπνέουμε. Όπως λένε κάτι γέροι: χαίρομαι όταν ξυπνάω το πρωί και πονάω, αυτό σημαίνει ότι ζω ακόμα. Δεν είμαι υπέρ του πόνου (παρά σε ελάχιστες τσαχπίνικες δόσεις, but I digress) και δε θεωρώ ότι ο πόνος παιδαγωγεί, διδάσκει ή εξανθρωπίζει. Ίσα ίσα: ο πόνος αμβλύνει, μουδιάζει, γδέρνει την ψυχή και της δημιουργεί ουλές και κάλους.
Ωστόσο η εικονογραφία του βουδισμού μού αρέσει: ο άνθρωπος που ακινητεί και διαλογίζεται, που μένει σταθερός και ατάραχος και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ελκύει τον φωτισμό. Δε ζορίζεται για να φωτιστεί. Δεν πηγαίνει προς το φωτισμό, ο φωτισμός τού έρχεται. Ο Ζελάζνυ στο Lord of Light, όπου παίζει κι ένας ερζάτς Βούδας, τον βάζει να λέει "everything comes to me".
Ωραία τα έχει πιάσει αυτά ο Μπερτολούτσι στην παρακάτω σκηνή της παιδαριώδους κι ανυπόφορης ταινίας κατηχητικού, του "Μικρού Βούδα", την οποία είδα μια φορά ανήμερα Χριστούγεννα μετά από πολλά κρασιά και ωραίο χοιρινό με μανιτάρια. Το οποίο ήτανε και το τελευταίο γεύμα του Σιντάρτα Γκαουτάμα.
Αγάπη
Έζησα χωρίς αγάπη για περίπου ένα χρόνο. Το μόνο που με κρατούσε ζωντανό ήταν η πρέζα του να ζω σε μια πόλη που με σκότωνε και με είχε κάνει τζάνκι της. Δεν μπορώ να πω τίποτα για την αγάπη. Για την αγάπη δε μιλάς. Εκτός κι αν θες να κάτσεις κάτω να γράψεις τη Β' προς Κορινθίους. Και μετά να σου το πάρει το κείμενο ο Πράισνερ, να παρατονίσει όλες τις λέξεις στην παραλήγουσα και να βγάλει τον Ύμνο για την ενοποίηση της Ευρώπης (which went horribly wrong).
Να, ορίστε: είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για την αγάπη. Ξεκινάς να μιλάς για την αγάπη και καταλήγεις να λες άσχετα. Τι να πω κι εγώ, αγαπώντας ζω.
Άντε να σας πω από πού πιάνομαι αυτές τις μέρες, να ψάξει να βρει ο καθένας τα δικά του.
Κυψέλη
Το ντοκυμαντεράκι από κάτω είναι της σχολής Ρικάκη (π.χ. "Ο άλλος", "Όνειρα σε μια άλλη γλώσσα", "Τα παιδιά της χορωδίας", "Τα λόγια της σιωπής"): αντί να προβάλει την αδικία, τη σύγκρουση και τη ρήξη, επιλέγει να αφήσει να μιλήσουν οι άνθρωποι και ο τόπος για τις χαρές που κρύβουν. Συγκινήθηκα τόσο μα τόσο πολύ με αυτό το ντοκυμαντέρ, που ο νους μου τρέχει συνέχεια στην Κυψέλη από το Σάββατο (κι όχι μόνο γιατί μένει η αδερφή μου εκεί). Είναι απολαυστική γειτονιά, κι ας είναι πολύ δύσκολη, δυναστεύεται από τα αυτοκίνητα, αλλά έχει τόσες κρυφές γωνιές, τόση ζωντάνια και ζωή. Si alza perpendicolarmente, που θα έλεγε κι ο Έλληνας ποιητής, όχι μόνο γιατί ξεκινάει από το υπαίθριο τούνελ της Πατησίων και από το Πεδίον του Άρεως κι ανεβαίνει στο βουνό. Όχι μόνο γι' αυτό, αλλά γιατί συγκεφαλαιώνει ό,τι σημαίνει να είσαι μεγαλούπολη, ανανεώνεται και επανεφευρίσκεται. Σκέφτομαι την Αγίας Ζώνης, τη Φωκίωνος, τα νέα στέκια που δημιουργούνται, τη στρητ κουλτούρα που ζυμώνεται, μια νέα φυλή καθόλου παχύσαρκων, πανύψηλων, αγχίνοων, ευγενικών αλλά τσακαλάτων ελληνόπουλων που μεγαλώνει σαν εκείνο το δέντρο στο Μπρούκλυν που δε διάβασα μικρός. Νομίζω ότι στην Κυψέλη περνάει την εφηβεία του το μέλλον της Αθήνας. Κι αν δεν είχαν εγκαταλείψει τα γκαφάλια που μας κυβερνάνε τα σχέδια για τη γραμμή μετρό Γαλάτσι-Κυψέλη-Εξάρχεια-Παγκράτι (την ημικυκλική κίτρινη), θα πήγαινα να ζήσω εκεί. Γειτονιές χρειάζεται η Αθήνα, ούτε προσαρτημένες επαρχιακές πόλεις, ούτε πληκτικά υπνωτήρια.
Μουσική
Μετά από παραινέσεις φίλων, έκατσα και άκουσα Θανάση (ναι, ένας είναι ο Θανάσης, μου λένε). Μεγάλος ποιητής, σχεδόν Γκάτσος-Σαββόπουλος, όχι αστεία. Ωραία φωνή. Αλλά οι συνθέσεις του... δε μου λένε τίποτα. Δε μου κολλάνε. Δεν τραγουδιούνται μέσα μου. Θα μου πείτε "κάτσε ρε (μαλάκα), ακούς Μάλαμα". Ε, ο Σωκράτης είναι μουσικά πιο ευκολος και επιφανειακά πιο λαϊκότροπος. Κι είναι όλα τα τραγούδια του πάνω-κάτω ίδια: μετά το έκτο τσίπουρο, φάλτσα ξεφάλτσα, όλα του μπορώ να τα τραγουδήσω.
Το δύσκολο είναι ο στίχος, τελικά. Εκεί είναι το ένοχο μυστικό του τραγουδιού. Τα απλά τραγούδια του Νιόνιου στο Φορτηγό τα κρατάει ο στίχος. Ο ποπ-ροκ στίχος πρέπει να είναι απλός νομίζω: πρέπει να υπαινίσσεται χωρίς να προαπαιτεί να ξέρεις τον διακειμενικό υπαινιγμό (γι' αυτό π.χ. ο υπέροχος στίχος "τυφλό κορίτσι σ' οδηγά, παιδί του Μοντιλιάνι" δεν είναι ποπ-ροκ-λαϊκός, ενώ ο "hot diggity dog / I love God all the same / but all I wanna do is get off" είναι)· πρέπει να είναι λίγο πονηρούτσικος αλλά ποτέ συνθηματολογικός: πώς προτιμάτε να διαμαρτυρηθείτε, με το "φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα" ή με το "κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού / και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού";
Μετά είναι και η μουσική. Το Blackbird είναι τραγουδάρα, αν και εξαιρετικά δύσκολη (όποιος το έχει βγάλει στην κιθάρα να αφήσει σχόλιο, τον κερνάω ουίσκι), γιατί δίνει την επίφαση μπαλαντίτσας τραλαλά. Το Happiness is a warm gun (που μου αρέσει πολύ) είναι τόσο ακαδημαϊκό, που σε κουράζει ίσως. Γι' αυτό οι Stones θα παίζουνε μέχρι και μέσα από τις κάσες: κάνουνε παπάδες αλλά νομίζεις ότι ακούς ένα τραγουδάκι ένα-δύο-τρία. Γι' αυτό και το Bad Romance είναι το απόλυτο ποπ τραγούδι (ξεχάστε το θεαματιλίδικο βίντεο).
Απαξιώνω την τεχνική; Όχι, Θεός φυλάξοι. Η τεχνική είναι απαραίτητη για να βγουν αυτά που θες "να πεις", ιδίως αν είναι δύσκολα, σκοτεινά, σύνθετα, ημιυπόρρητα. Αλλά, τελικά (όπως είπε ο Μαρξ) την τεχνική πρέπει να την κρύβουμε όπως τα ελατήρια της πολυθρόνας, να νομίζει ο άλλος ότι κάθεται στα πούπουλα, ότι όλα είναι απλά, ότι βλέπει την ψυχή σου ως καλλιτέχνη ξέρω γω. Στη τζαζ φαίνεται αυτό πολύ ωραία. Και στη Σονάτα του Κρώυτσερ (την οποία ομολογώ ότι ανακάλυψα μόλις το 2009 και
Βούδας
(Και) με τον βουδισμό έχω θέμα. Πηγή του πόνου η επιθυμία; όχι, πηγή του πόνου είναι ότι ζούμε κι αναπνέουμε. Όπως λένε κάτι γέροι: χαίρομαι όταν ξυπνάω το πρωί και πονάω, αυτό σημαίνει ότι ζω ακόμα. Δεν είμαι υπέρ του πόνου (παρά σε ελάχιστες τσαχπίνικες δόσεις, but I digress) και δε θεωρώ ότι ο πόνος παιδαγωγεί, διδάσκει ή εξανθρωπίζει. Ίσα ίσα: ο πόνος αμβλύνει, μουδιάζει, γδέρνει την ψυχή και της δημιουργεί ουλές και κάλους.
Ωστόσο η εικονογραφία του βουδισμού μού αρέσει: ο άνθρωπος που ακινητεί και διαλογίζεται, που μένει σταθερός και ατάραχος και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ελκύει τον φωτισμό. Δε ζορίζεται για να φωτιστεί. Δεν πηγαίνει προς το φωτισμό, ο φωτισμός τού έρχεται. Ο Ζελάζνυ στο Lord of Light, όπου παίζει κι ένας ερζάτς Βούδας, τον βάζει να λέει "everything comes to me".
Ωραία τα έχει πιάσει αυτά ο Μπερτολούτσι στην παρακάτω σκηνή της παιδαριώδους κι ανυπόφορης ταινίας κατηχητικού, του "Μικρού Βούδα", την οποία είδα μια φορά ανήμερα Χριστούγεννα μετά από πολλά κρασιά και ωραίο χοιρινό με μανιτάρια. Το οποίο ήτανε και το τελευταίο γεύμα του Σιντάρτα Γκαουτάμα.
Αγάπη
Έζησα χωρίς αγάπη για περίπου ένα χρόνο. Το μόνο που με κρατούσε ζωντανό ήταν η πρέζα του να ζω σε μια πόλη που με σκότωνε και με είχε κάνει τζάνκι της. Δεν μπορώ να πω τίποτα για την αγάπη. Για την αγάπη δε μιλάς. Εκτός κι αν θες να κάτσεις κάτω να γράψεις τη Β' προς Κορινθίους. Και μετά να σου το πάρει το κείμενο ο Πράισνερ, να παρατονίσει όλες τις λέξεις στην παραλήγουσα και να βγάλει τον Ύμνο για την ενοποίηση της Ευρώπης (which went horribly wrong).
Να, ορίστε: είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για την αγάπη. Ξεκινάς να μιλάς για την αγάπη και καταλήγεις να λες άσχετα. Τι να πω κι εγώ, αγαπώντας ζω.