Πέθανε η Δόμνα Σαμίου και όταν το άκουσα ένιωσα σαν να έχασα δικό μου άνθρωπο.
Πολύ όμορφο και ψαγμένο αφιέρωμα στη Δόμνα Σαμίου υπάρχει
εδώ από τον Τσαλαπετεινό.
Ανήκω σε μια γενιά που πρωτοξύπνησε στον κόσμο με τη Δόμνα Σαμίου στο ραδιόφωνο. Με τη φωνή της, όπως και αυτές της Κωχ, του Ξυλούρη, της Γαλάνη, του Λάκη Παππά, της Αλεξίου του Λοΐζου, του ίδιου του Λοΐζου, της Μπέλλου, του Κούτρα, της Μοσχολιού, της Μαρίκας Νίνου να σιγοντάρει "σύυυυυυυννεεεεεεεεφιάααααα" τον Τσιτσάνη. Μιλαώ τώρα για το τι ακούγαμε στο ραδιόφωνο παιδιά, Δεύτερο Πρόγραμμα κυρίως, για κάποια από τα στοιχεία που μας έχτισαν σαν γενιά, όχι για το τι άλλο ακουγόταν από το πικάπ και το κασετόφωνο στο σπίτι, ούτε για το τι άρχισα να ακούω στην πρώιμη εφηβεία.
Η γενιά μου μεγάλωσε κι άρχισε να σκέφτεται ενώ ανθούσε το αλλόκοτο λουλούδι της λεγόμενης νεορθοδοξίας, που ταχύτατα εκφυλίστηκε σε κρατούσα ιδεολογία αντικαθιστώντας τον μπααθικό τριτοδρομισμό του (Αντρέα) Παπανδρέου. Τέσσερα χρόνια πριν γεννημένος, και θυμόσουν τη Δεξιά και την τηλεόραση του Ανδριανόπουλου. Τέσσερα χρόνια γεννημένος μετά, και μετά βίας θυμάσαι την εποχή μόνο με ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ (
το σήμα της οποίας, σήμα του ΓΕΕΘΑ, πάντα μου φαινόταν αλλόκοτο καββαλιστικό έμβλημα).
Η Παράδοση έγινε το νέο είδωλο. Παράδοση αποκαθαρμένη (χωρίς απρεπή αφηγήματα, χωρίς γαμοτράγουδα για καλόγερους οχτώ χρόνια καυλωμένους, για τον παπά από τη Βλαμαρή ή
μουνιά ζουμερά), σοσιαλιστικοποιημένη (των Ελλήνων οι κοινότητες, Αμπελάκια και Σιάτιστα, το ξυνόν και ξυναμφότερον), ανατολιζέ (έξω τα μπουζούκια, η τσαμπούνα, τα λαούτα και τα κλαρίνα, μέσα τα ούτια και τα νέι και οι λοιπές φλαμπούτσες της καθ' Ημάς), ουτοπική κι αντιαστική (χωριό, λιβάδι, ψαρόβαρκα, πέτρα, ήλιος, ξερολιθιά, χειμαδιά, έλατο, αγνά προϊόντα χωριάτικα ατυποποίητα που μας τάραζαν στον κοιλόπονο). Αυτό το
πράμα ξεκινούσε από τη λαϊκή εκδοχή του, π.χ. την επανεμφάνιση του ανώτερου κλήρου στη δημόσια ζωή (μετά το φιάσκο του 1987 με την εκκλησιαστική περιουσία και την αποπομπή Τρίτση), την αύξηση στη ζήτηση ευχελαίων, αγιασμών, εξομολόγων για τα σχολεία κτλ., και πήγαινε μέχρι τον υψηλόφρονα νεορθόδοξο στοχασμό των Γιανναρά (που γοήτευε πολύ μέχρι να του 'ρθει ότι η Λίστα του Σίντλερ είναι εβραϊκή προπαγάνδα) και Ράμφου αλλά και τη μελέτη των γραπτών του Περγάμου Ιωάννη, του Αντωνίου του Σουρόζ, της Τατιάνα Γκορίτσεβα και του π. Φιλόθεου Φάρου. Οι όποιες αντιδράσεις ήταν από μέρους της πολιτισμικά καθεστωτικής Αριστεράς (κυρίως ανθρώπων του ΚΚΕ) και από ό,τι counterculture υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά και από τον κομψό και ψύχραιμο σουσουδισμό που πρέσβευε τη φυγή μας προς τας Ευρώπας και οίμωζε που δεν είμαστε Παρίσι (χιλιοειπωμένα αυτά).
Η αντίδραση της γενιάς μας σε αυτό το ελληνορθόδοξο
πράμα περιγράφεται
εδώ. Ακούγαμε οριεντάλ έντεχνα αλλά και δημοτικά και μας γύριζαν τα άντερα, κ.ο.κ. Ολο το ελληνικό παρελθόν το είχε καπηλευτεί η ιδεολογία της ελληνουριάς, της πασοκολεβεντιάς, του νεοπαπαδισμού-γεροντισμού. Επειδή δεν μπορούσαμε να ακολουθήσαμε τον Κώστα Μαυρουδή και τον Νίκο Δήμου στην Avenue Foch, στο Μαίιφαιρ και την Κουντάμ, ακολουθούσαμε ό,τι εναλλακτικό θα μας πήγαινε στο Μαραί, στο Κάμντεν και στο πρώην Ανατολικό. Όπου θα βρίσκαμε τόσους άλλους που αγαπούσαν την παράδοσή τους και τη δούλευαν και την ερμήνευαν, και μόνον εμείς είχαμε μαγκουφιάσει γιατί είχανε πέσει τα κομμάντα της Ελληνοελληνικότητας και μας είχανε στερήσει την παιδική μας ηλικία και το πόσο ωραία μύριζε η εκκλησία όταν ήσουνα μικρός και σε παίρναν οι μεγάλοι μαζί τους εκεί...
Κι όμως, η φωνή και η δουλειά της Δόμνας Σαμίου δεν εξέπεσε
ποτέ από τα αυτιά μας και τις καρδιές μας, αν μου επιτρέπεται να μιλάω εξ ονόματος οποιασδήποτε συλλογικότητας. Ποτέ. Γιατί δεν έφτιαχνε μουσειακή μουσική. Δε χρησιμοποιούσε τα τραγούδια για να μας διδάξει π.χ. πώς να είμαστε Έλληνες. Αντιλαμβάνομαι ότι έλεγε τραγούδια που ήταν ωραία τραγούδια γιατί ήταν ωραία τραγούδια (κάτι που, με διαφορετικό τρόπο, έκανε και η Κωχ όταν διασκεύαζε δημοτικά). Για καθήστε λ.χ. να σκεφτείτε τον στίχο
αυτού του χιλιοτραγουδισμένου, δείτε πώς η Σαμίου το λέει όμορφα σαν ένα "κανονικό" τραγούδι (δηλαδή που μιλάει από την ψυχούλα μας), σε σχέση με την πιο 'ακαδημαϊκά' παραδοσιακή
εκδοχή του σπουδαίου Καρναβά. Όχι ότι η Σαμίου δεν έκανε έρευνα, όχι ότι δεν της χρωστάμε την καταγραφή πραμάτων και θαμάτων (δείτε
το αφιέρωμα του Τσαλαπετεινού). Αλλά η έρευνα δεν πρέπει (στη μουσική τουλάχιστον) να μπουκώνει την ψυχή μας, πρέπει να της δίνει τα εργαλεία να λαλήσει τα δικά της.
Νομίζω ότι η σπουδαιότητα της Σαμίου βρίσκεται εκεί που βρίσκεται, λ.χ., και του Ρος Ντέιλυ. Μεταφράζω αποσπάσματα από
ένα κείμενο στο οποίο επιστρέφω για τρίτη φορά (διαβάστε το όλο):
Η μουσική είναι όχημα, όχι μουσειακό έκθεμα.
Πραγματική αυθεντικότητα είναι να οικειοποιείσαι αυτά που παιζόντουσαν πριν από σένα και να τα κάνεις δικά σου, άρα και να τα νοθεύεις.
Όμως η μουσική είναι ζωντανή: γι' αυτό αλλάζει, επειδή δεν έχει μπει ακόμα στη φορμόλη.
Γι' αυτό είναι σπουδαία η Δόμνα Σαμίου. Δεν αντιμετώπισε τα τραγούδια ως
υλικό, ως σύμβολα ενός άλλου τρόπου ζωής, ως τα ιερά λείψανα της ελληνικότητας ή της Παράδοσης. Άλλωστε, η Παράδοση
είναι πολύ παρεξηγημένη έννοια (έχω ξαναμιλήσει και
εδώ για αυτήν). Πρώτα-πρώτα, πoλλές φορές αρκεί η μετάδοση από
μία γενιά στην επόμενη για να καταστήσει κάτι “Παράδοση”. Και πρέπει να βγούμε λίγο από την κουβέντα της γνησιότητας με όρους
ουσιοκρατίας: Το ότι κάτι είναι εξώφθαλμα πολιτισμική κατασκευή (τανγκό, χρήμα, ΑΕΚ, έθνος), δε
σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι κομμάτι της
ψυχής του ανθρώπου. Ιδανικά, δε θα χρειαζόμασταν ταμπέλες και πολύπλοκες διατυπώσεις περί πολλαπλών ταυτοτήτων. Το μόνο που καταφέρνουν αυτές οι κουβέντες είναι να μας στρέφουν προς το παρελθόν ως μουσειακό έκθεμα, ως τοτέμ. Ιδανικά θα αποδεχόμασταν ότι είμαστε η βιολογική μας φύση
και τα βιώματά μας, από όπου κι αν προέρχονται. Και ίσως θα μπορούσαμε να βγάλουμε αγάπη και όνειρο μέσα από αυτά.
Το δικό μου μνημόσυνο για τη Δόμνα Σαμίου είναι ότι από τη φωνή και τα τραγούδια της μόνον αγάπη και όνειρο πηγάζει για μένα: ούτε ιδεολογίες, ούτε πεθαμένα πράματα. Να λοιπόν: η Δόμνα Σαμίου με τα υλικά ενός συλλογικού παρελθόντος έχτισε προσωπικές μας στιγμές και όνειρά μας. Τι πιο όμορφο.