Αποφάσισα να σταματήσω να γράφω εδώ επ' αόριστον. Μέχρι να με ταράξει η επόμενη κτηνωδία ή, κάπως πιο απίθανο, η επόμενη μεγάλη χαρά. Αλλά νομίζω ότι ήρθε η ώρα για μια κάπως πιο διαρκή σιωπή.
Δε θα αιτιολογήσω την απόφασή μου, είναι απόφαση που εκφράζεται σαν τάχα παρόρμηση, ενώ σιγοψήνεται μέσα μου καιρό. Απλώς θα παραθέσω παραγράφους σχετικά με αυτή τη διαδικασία σιγοψησίματος, που μπορεί να είναι χρήσιμες πέρα από αυτοαναφορικότητες και ψώνισμα.
Οχτώμισυ χρόνια γράφω εδώ, αυτή είναι η ενιακοσιοστή δέκατη πέμπτη ανάρτηση. Πρέπει να προσέχουμε να μη γίνουμε Ρίτσος: ο πληθωρισμός ευτελίζει ακόμα και τα πολύτιμα. Και η ανάγκη να αποφύγεις τη μανιέρα γίνεται στο τέλος κι αυτή μανιέρα. Ξέρετε τι εννοώ, διαβάστε έντυπο Τύπο... Συνεπώς, μεταξύ μανιέρας, που με εξάσκηση γίνεται εύκολη, και σιωπής, που με εξάσκηση γίνεται αβάσταχτη, προτιμάς τη σιωπή. Ιδίως αν δεν έχεις κάτι να πεις, ιδίως αν νιώθεις ότι επαναλαμβάνεσαι.
Εδώ και τριάμισυ χρόνια ό,τι και να πω για τα κοινά, για το ευρύτερα πολιτικό, μοιάζει λεκιασμένο από μέλια ζαχαρωμένα και ξεραμένα που μάζεψαν σφήκες και μυρμήγκια. Πολτός τα νοήματα, βούτυρα πασαλειμμένα πάνω σε τραπεζομάντηλα τα επιχειρήματα. Δεν είμαι από αυτούς που θέλουν να ουρλιάζουν, να συζητάω θέλω. Έτσι ζω, συζητώντας. Ρωτώντας. Ακούγοντας. Πολλές φορές διακόπτοντας και μετανιώνοντάς το. Σιχαίνομαι τα βρισίδια προς ανθρώπους, γι' αυτό και απολαμβάνω να βρίζω πράγματα: τον λάπτοπ, το κινητό και το αμάξι μου, το γαμημένο το στυλό που πέφτει στο πάτωμα. Αλλά η κατάσταση μετά τον Φεβρουάριο του '12 είναι για κραυγές και για βρισίδια και για πολλά άλλα και πολύ χειρότερα. Ποστάκια θα γράφουμε; Για να τα διαβάζουν όσοι συμφωνούνε μαζί μου; Ναι, ξέρω ότι εγώ ο ίδιος έχω αντικρούσει αυτό που λέω εδώ. Αλλά δεν έχω κανένα πρόβλημα με την αντίφαση και την αυτοαναίρεση, νάφομεν και απιστούμεν, μονολογώ φωναχτά: όποιος θέλει δόγματα, εκεί που τα πουλάνε.
Γράφω περισσότερο από όσο θα ήθελα εδώ γιατί είμαι στερημένος: άγρια στερημένος από τη ζωή στην πόλη. Σιχαίνομαι την επαρχία και χλευάζω τα προάστεια αλλά, να, ζω 5+12 χρόνια στην επαρχία νησιών, από τα ανοιχτά βορειοδυτικά της Ευρώπης στα ανοιχτά νοτιοανατολικά της. Για μένα λοιπόν τα σοσιαλμήντια είναι το αποκούμπι αυτοέκφρασης και σχετικού αυθορμητισμού. Δεν περιμένω να καταλάβετε, απλώς το λέω.
Ενθουσιάζομαι εύκολα και δωρεάν. Κάθε φορά που ενθουσιάζομαι, κάποιοι θα με ρωτήσουν τι κρύβεται από πίσω. Σίγουρα θα ψάχνω δουλειά, γκόμενα, ανάδειξη και φήμη (ναι, μέσα από ένα μπλογκ που μόλις μια ανάρτηση ξεπεράσει τα πεντακόσια χιτ μπαίνει στα Greatest Hits -- χαχά), ή να το παίξω μέντορας και αρχιπαράγοντας αν όχι εκδότης-διευθυντής. Αφενός, άμα εκτίθεσαι (σχεδόν) δημόσια, τα ακούς αυτά, και άλλα πολλά. Αφετέρου, ζω στην επαρχία: γνωστό φαινόμενο οι κουτσομπόληδες κι ανακατωσούρηδες που σου μιλάνε για τη ζωή σου γιατί η δική τους είναι σαθρές κατασκευές με ελενίτ. Και τους καταλαβαίνω τους κουτσομπόληδες και τις καγκουριές τους: από στέρηση, ακύρωση κι οργή ασχολούνται με τις ζωές των άλλων. Κι εγώ από στέρηση της πόλης βάζω τον πόνο μου σε πίξελ, που λέει κι ο Γίγας. Something's gotta give.
Ναι, είμαι υπεράνω, αν είναι να το πούμε έτσι. Όλοι οι ψημένοι άνθρωποι είμαστε υπεράνω. Από μια ηλικία και μετά, ας πούμε τα 20, τα 25 ή τα 35, είσαι το υλικό που παραδίδει σ' εσένα η παιδική σου ηλικία και η εφηβεία σου: αυτό είσαι με αυτό θα δουλέψεις, ως αυτό υπάρχεις. Θα καλλιεργήσεις ό,τι μπορείς να καλλιεργήσεις, θα επουλώσεις ό,τι μπορείς και όπως μπορείς: με φάρμακα, με ψυχοθεραπεία, με γιόγκα, με αφοσίωση, με φιλίες κι αγάπη (αν βρεις). Mετά τα (ας πούμε) 25, τα παιδικά σου χρόνια (ήσουν παραχαϊδεμένος, ήσουν παραμελημένος, οι γονείς σου σε κόμπλαραν, ήτανε λούζερ πελώριοι, σε εγκατέλειψαν, χώρισαν, τους είδες να το κάνουν, αλληλομισιούνταν κι έμειναν μαζί για σένα κτλ.) εξηγούνε πολλά, όμως όχι όλα. Και δε δικαιολογούνε τίποτε.
Ενθουσιάζομαι εύκολα, βαριέμαι γρήγορα, αλλά η αφοσίωσή μου και η προτίμησή μου για ό,τι με ενθουσίασε δε σβήνει. Δεν πρόκειται για αφοσίωση στην ανάμνηση του ενθουσιασμού. Απλώς οι "υπεράνω" μάλλον αφήνονται να ενθουσιαστούν από όσα τους μιλάνε, τους αγγίζουν, τους μετακινούν, τους στέλνουνε στους δήμους ονείρων. Όταν πρωτοάκουσα την Παθητική Σονάτα, νόμισα ότι είναι το συγκλονιστικότερο κομμάτι μουσικής όλων των εποχών (ναι, ρε Γιώργο, αφού με ξέρεις: των υπερθετικών είμαι). Δεν είναι. Αλλά κάθε φορά που θα την ξανακούσω, μέχρι και τώρα, 26 χρόνια μετά, τα σφυράκια του πιάνου χτυπάνε μικρούς κρυστάλλους μέσα μου, κι όχι μόνο τα σύρματα μέσα στο ξύλινο τελάρο του αργαλειού που λένε πιάνο.
Δε θα κλείσω αμερικάνικα, ομολογώντας πόσους ανθρώπους γνώρισα και πόσους φίλους έκανα και πόσα έμαθα. Όχι. Άλλωστε θα είναι κλειστά εδώ μόλις μέχρι νεωτέρας, μέχρι την επόμενη παλινωδία.
Η φωτογραφία είναι του Todd Webb.