Πριν πάρα πολλά χρόνια, σχεδόν είκοσι, ο φίλος μου ο Καλιφορνέζος μού έδειξε με συστολή και αρκετό πόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία δική του. Ήξερε να τραβάει καλές φωτογραφίες, να τις εμφανίζει και να τις εκτυπώνει μόνος του. Ασπρόμαυρο φιλμ, Ilford. Η φωτογραφία έδειχνε την Περσίδα κοπέλα του, αυτή για την οποία είχε κουβαληθεί να σπουδάσει στην Αγγλία, όπου και τον γνώρισα και μεθάγαμε μαζί για να πνίγουμε τον πόνο μας συνεχόμενα. Γιατί η Περσίδα, αφού έμεινε μαζί του τον πρώτο μήνα μετά τον ερχομό του στην Αγγλία, τον άφησε. Είχε βρει κάποιον άλλο και η αποκλειστική διάζευξη ήτανε και τότε, όπως και τώρα, αυτονόητη. Ιδίως στις δικές μας τρυφερές ηλικίες κάτω των 35.
Η φωτογραφία δείχνει την Περσίδα όρθια σε ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο ξενοδοχείου, σε κάποιο σαββατοκύριακό τους κάπου στη Βρετανία, δε θυμάμαι πού αν και μου είχε πει ο φίλος μου. Είναι γυρισμένη προς ένα παράθυρο με βαρειές κουρτίνες, το κεφάλι της όμως είναι στραμμένο προς τον φακό και η έκφρασή της άξια νταβιντσικής αμφισημίας: και συγκαταβατική, για τον γκόμενο που τραβάει αβέρτα φωτογραφίες, αλλά και ξαφνιασμένη κάπως. Εκ των υστέρων, διότι εκ των υστέρων ολα βγάζουνε νόημα, διέκρινα και την ψύχραιμη παραίτηση και τον αντανακλαστικό οίκτο εκείνης που ξέρει ή που νομίζει ότι θα σε παρατήσει -- αλλά αυτά μάλλον από το μυαλό μου τα έβγαλα. Η φωτογραφία είναι ιδανικά ασπρόμαυρη, με σωστό κοντράστ. Η Περσίδα φοράει ένα κοντό μπέιμπι ντολ και έχει μακριά μαύρα μαλλιά και αυτά τα σχετικά κοντά, χυτά αλλά δυνατά πόδια από αυτά που με γοητεύουν. Δε θυμάμαι πια το όνομά της, άλλωστε ήτανε κορίτσι του Καλιφορνέζου, όχι δικό μου. Εγώ μόνο στη φωτογραφία πρόλαβα να τη γνωρίσω.
Ακόμα πιο ποθεινό από την Περσίδα είναι το ίδιο το φως της φωτογραφίας. Αποτυπωμένο με κόκκο, διάχυτο και λοξό, αναβρύζει ήσυχα από τη φαρδειά ρωγμή ανάμεσα στις βαρειές κουρτίνες. Το φως εκείνο διέρρευσε μέσα σε ένα δωμάτιο που δεν ξέρω πού είναι, φώτισε πλάγια μια κοπέλα που δε γνώρισα ποτέ κι έναν φίλο που στη φωτογραφία υπάρχει μόνον ως μάτι, ως φακός, ως φωτογράφος. Όταν είδα τη φωτογραφία αυτή, το φως το λοξό και διάχυτο έγινε η μετωνυμία της ερωτικής μακαριότητας για μένα. Το ίδιο το φως το ψάχνω σε βουβά μοναχικά δωμάτια ξενοδοχείων που ξανά και ξανά με ρίχνει η δουλειά, σε σοφίτες όπου παρεπιδημώ κάτω από καμπαναριά και μουντούς ουρανούς, σε ευφρόσυνα όνειρα όταν δροσίζει κάπως το καλοκαίρι και καταλήγω να ονειρεύομαι χειμώνες και χαλιά πάνω σε ξύλινα πατώματα και κάτω από κουβέρτες. Ίσως όχι το ίδιο το φως, παρά το άυλο πια ίχνος που αφήνει σε κάποια ψηφιακή φωτογραφία -- όπως από μακρινά αστέρια, κοτζάμ αστέρια όλο φωτιά και φως, φτάνουνε στις φωτογραφικές πλάκες μόνο μια χούφτα φωτόνια όπου αποτυπώνουνε θολές κηλίδες.
Κάποιους ανθρώπους, ανθρώπους που θαυμάζω, για να είμαι ειλικρινής, τους ανέβασε η παλίρροια της ζωής μέχρι τη γραφή. Εγώ πάλι είμαι από αυτούς που από τις εικόνες και από τον βατήρα της γραφής ορμάω κα βουτάω στη ζωή. Μια ζωή που το πρωί σε ξυπνάει η ελαφριά ψύχρα του δωματίου κι ένα φως λοξό και διάχυτο που αγκαλιάζει και θρέφει το τοπικό χρώμα.
Πού να γλυτώσεις!Εδώ κοντεύω να φτιαχτώ κι εγώ...Για θυμήσου! κάτι παγωμένα αιωρούμενα σταγονίδια είχε;
ΑπάντησηΔιαγραφή