Όταν ήμουνα μικρός παρακάλαγα να μου πάρουνε μια γάτα. Τα σκυλιά τα φοβόμουνα. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μου πάρουνε γάτα. Η μεν μητέρα μου έβγαζε την ίδια ομιλία που βγάζει μέχρι και σήμερα (2014): ότι τα ζώα πρέπει να ζουν ελεύθερα στις αυλές κι όχι φυλακισμένα στα διαμερίσματα, ότι η γάτα είναι για να πιάνει ποντίκια και για να σουρτουκεύει, ενώ οι σκύλοι για φύλακες κι όχι για να κατουράνε στους καναπέδες -- τέτοια. Ο πατέρας μου είχε έναν γάτο μικρός στην αυλή του σπιτιού τους, τον Ροδόλφο, αλλά μάλλον του ψόφησε και του έμεινε τραύμα: έκτοτε ισχυρίζεται ότι είναι αλλεργικός στις γάτες κι ότι οι τρίχες τους επικάθονται μέσα στους πνεύμονές του.
Δουλεύαμε λοιπόν με υποκατάστατα. Πρώτα είχαμε ένα καναρίνι, τον Τόλη. Το είχε πιάσει η μάνα του πατέρα μου να κάθεται στη βερυκοκιά της όταν εγώ ήμουν 7, εκεί. Ο Τόλης ήταν κίτρινος και καφέ, αισθηματίας. Ο Τόλης κελαηδούσε, αλλά συνεχώς τα ίδια και τα ίδια δεξιοτεχνικά σουξέ. Η σχέση μας δούλευε ως εξής: η μάνα μου τον φρόντιζε, εγώ πέρναγα ώρες να στοχάζομαι πάνω στην αθλιότητα των κλουβιών και να φέρνω εφημερίδα για να απλώσουμε στον πάτο του κλουβιού, για τις κουτσουλιές. Τα καλοκαίρια τον Τόλη τον αφήναμε στη γιαγιά. Η γιαγιά τον έχωνε κάθε μέρα μέσα στη μικρή μπανιέρα που βάζουμε στα πτηνά για να δροσίζονται. Το θέμα είναι ότι κάθε μέρα τον έχωνε και τον έτριβε (Τον Τόλη. Στην μπανιέρα.). Τελικά το έρμο το καναρίνι ψόφησε ένα φθινόπωρο. Η μητέρα μου γνωμάτευσε ότι το πουλί (ο Τόλης) κρυολόγησε και ψόφησε λόγω των απανωτών λουτρών, μετά τον έκλαιγε για μήνες. Λίγο καιρό αργότερα άρχισαν να της πεθαίνουν άνθρωποι όμως, οπότε.
Μετά η αδερφή μου ήθελε χρυσόψαρα. Πήραμε δύο. Την Κλειώ και ένα άλλο πανομοιότυπο, δε θυμάμαι πώς το λέγαν: ήτανε το σάιντκικ, που λέμε. Κογκολέζικα χρυσόψαρα, στιλπνά, με πτερύγια όλο φρουφρού και φραμπαλά. Πορτοκαλί και με κάπως γουρλωτά μάτια. Σε λίγο το έριξα πάλι στον στοχασμό, αυτή τη φορά για την αθλιότητα των ενυδρείων, πήγαινα και Γυμνάσιο πια κι ο εγκλεισμός των άλλων πάντοτε προσφέρεται για στοχασμούς. Αλλάζαμε νερό στα χρυσόψαρα μέρα παρά μέρα: πρώτα τα ψαρεύαμε με την παλαμη (και εγώ) και τα βάζαμε σε ποτήρια. Πολλές φορές ξεγλύστραγαν και κατέληγαν μέσα στον νιπτήρα και τα αρπάζαμε να τα ξαναρίξουμε πίσω στο ποτήρι πριν προλάβουν να πάθουν ασφυξία (τα ψάρια δεν παθαίνουν έμφραγμα). Κατόπιν καθαρίζαμε τη γυάλα, βάζαμε φρέσκο νερό και προσθέταμε κι ένα μπλε υγρό που εξουδετέρωνε το χλώριο και μετά τα ψάρια.
Τα χρυσόψαρα, την Κλειώ και το άλλο, τα ταΐζαμε, κάτι νιφαδίτσες που μύριζαν σαν μπαγιάτικη ψωλή (δεν το ήξερα τότε: η δική μου ήτανε μικρή, φρέσκια και του κουτιού). Το θέμα βεβαίως είναι, επίσης δεν το ήξερα τότε, πως τα χρυσόψαρα δε σταματάνε να τρώνε όταν χορτάσουν: όσο τα ταΐζεις, τόσο τρώνε. Και πάντοτε με αμείωτο ενθουσιασμό. Σιγά σιγά το ένα από αυτά είχε παραμορφωθεί: μέσα από το τουμπανιασμένο διαφανές σώμα του βλέπαμε τα μαύρα έντερά του. Και το άλλο τα είχε πάρει τα γραμμάριά του. Αλλά ούτε εγώ ούτε η αδερφή μου πιάσαμε το υπονοούμενο της μαμάς Φύσης. Ένα πρωί βρήκαμε το τουμπανιασμένο ανάσκελα, αλλά όχι στην επιφάνεια: είχε τόσο έρμα το έρμο το ψάρι που δεν επέπλεε παρά περίπου στα 3/4 του ύψους του νερού. Ο πατέρας μου το κήδεψε στη λεκάνη της τουαλέτας: η αδερφή μου έσκασε στο κλάμα κι εγώ απορούσα πώς θα χωρέσει το ψάρι από την αποχέτευση (δυσκοιλιότητα ζήτημα είναι αν έχω πάθει 3-4 φορές στη ζωή μου).
Οι γονείς μας μας εξήγησαν ότι πρέπει να δίνουμε ακριβώς τη δόση τροφής στο επιζών ψάρι -- αλλά στην αρχή έπρεπε να του κάναμε δίαιτα. Τελικά τη γλύτωσε, ξεφούσκωσε κάπως, αν και ποτέ εντελώς. Του πήραμε και παρέα, που η αδερφή μου ονόμασε επίσης Κλειώ. Η Κλειώ Β' και το άλλο (δε θυμάμαι πώς το έλεγαν) βρήκαν τελικά τον θάνατο στα χέρια της γιαγιάς μου ένα καλοκαίρι επίσης. Δε θυμάμαι πώς. Μάλλον τα έσκασε στο φαΐ. Τουμπάνιασαν μάλλον.
Δουλεύαμε λοιπόν με υποκατάστατα. Πρώτα είχαμε ένα καναρίνι, τον Τόλη. Το είχε πιάσει η μάνα του πατέρα μου να κάθεται στη βερυκοκιά της όταν εγώ ήμουν 7, εκεί. Ο Τόλης ήταν κίτρινος και καφέ, αισθηματίας. Ο Τόλης κελαηδούσε, αλλά συνεχώς τα ίδια και τα ίδια δεξιοτεχνικά σουξέ. Η σχέση μας δούλευε ως εξής: η μάνα μου τον φρόντιζε, εγώ πέρναγα ώρες να στοχάζομαι πάνω στην αθλιότητα των κλουβιών και να φέρνω εφημερίδα για να απλώσουμε στον πάτο του κλουβιού, για τις κουτσουλιές. Τα καλοκαίρια τον Τόλη τον αφήναμε στη γιαγιά. Η γιαγιά τον έχωνε κάθε μέρα μέσα στη μικρή μπανιέρα που βάζουμε στα πτηνά για να δροσίζονται. Το θέμα είναι ότι κάθε μέρα τον έχωνε και τον έτριβε (Τον Τόλη. Στην μπανιέρα.). Τελικά το έρμο το καναρίνι ψόφησε ένα φθινόπωρο. Η μητέρα μου γνωμάτευσε ότι το πουλί (ο Τόλης) κρυολόγησε και ψόφησε λόγω των απανωτών λουτρών, μετά τον έκλαιγε για μήνες. Λίγο καιρό αργότερα άρχισαν να της πεθαίνουν άνθρωποι όμως, οπότε.
Μετά η αδερφή μου ήθελε χρυσόψαρα. Πήραμε δύο. Την Κλειώ και ένα άλλο πανομοιότυπο, δε θυμάμαι πώς το λέγαν: ήτανε το σάιντκικ, που λέμε. Κογκολέζικα χρυσόψαρα, στιλπνά, με πτερύγια όλο φρουφρού και φραμπαλά. Πορτοκαλί και με κάπως γουρλωτά μάτια. Σε λίγο το έριξα πάλι στον στοχασμό, αυτή τη φορά για την αθλιότητα των ενυδρείων, πήγαινα και Γυμνάσιο πια κι ο εγκλεισμός των άλλων πάντοτε προσφέρεται για στοχασμούς. Αλλάζαμε νερό στα χρυσόψαρα μέρα παρά μέρα: πρώτα τα ψαρεύαμε με την παλαμη (και εγώ) και τα βάζαμε σε ποτήρια. Πολλές φορές ξεγλύστραγαν και κατέληγαν μέσα στον νιπτήρα και τα αρπάζαμε να τα ξαναρίξουμε πίσω στο ποτήρι πριν προλάβουν να πάθουν ασφυξία (τα ψάρια δεν παθαίνουν έμφραγμα). Κατόπιν καθαρίζαμε τη γυάλα, βάζαμε φρέσκο νερό και προσθέταμε κι ένα μπλε υγρό που εξουδετέρωνε το χλώριο και μετά τα ψάρια.
Τα χρυσόψαρα, την Κλειώ και το άλλο, τα ταΐζαμε, κάτι νιφαδίτσες που μύριζαν σαν μπαγιάτικη ψωλή (δεν το ήξερα τότε: η δική μου ήτανε μικρή, φρέσκια και του κουτιού). Το θέμα βεβαίως είναι, επίσης δεν το ήξερα τότε, πως τα χρυσόψαρα δε σταματάνε να τρώνε όταν χορτάσουν: όσο τα ταΐζεις, τόσο τρώνε. Και πάντοτε με αμείωτο ενθουσιασμό. Σιγά σιγά το ένα από αυτά είχε παραμορφωθεί: μέσα από το τουμπανιασμένο διαφανές σώμα του βλέπαμε τα μαύρα έντερά του. Και το άλλο τα είχε πάρει τα γραμμάριά του. Αλλά ούτε εγώ ούτε η αδερφή μου πιάσαμε το υπονοούμενο της μαμάς Φύσης. Ένα πρωί βρήκαμε το τουμπανιασμένο ανάσκελα, αλλά όχι στην επιφάνεια: είχε τόσο έρμα το έρμο το ψάρι που δεν επέπλεε παρά περίπου στα 3/4 του ύψους του νερού. Ο πατέρας μου το κήδεψε στη λεκάνη της τουαλέτας: η αδερφή μου έσκασε στο κλάμα κι εγώ απορούσα πώς θα χωρέσει το ψάρι από την αποχέτευση (δυσκοιλιότητα ζήτημα είναι αν έχω πάθει 3-4 φορές στη ζωή μου).
Οι γονείς μας μας εξήγησαν ότι πρέπει να δίνουμε ακριβώς τη δόση τροφής στο επιζών ψάρι -- αλλά στην αρχή έπρεπε να του κάναμε δίαιτα. Τελικά τη γλύτωσε, ξεφούσκωσε κάπως, αν και ποτέ εντελώς. Του πήραμε και παρέα, που η αδερφή μου ονόμασε επίσης Κλειώ. Η Κλειώ Β' και το άλλο (δε θυμάμαι πώς το έλεγαν) βρήκαν τελικά τον θάνατο στα χέρια της γιαγιάς μου ένα καλοκαίρι επίσης. Δε θυμάμαι πώς. Μάλλον τα έσκασε στο φαΐ. Τουμπάνιασαν μάλλον.
λογω καθορισμου απ' την επαρχια, μαλλον συμφωνω με την μανα σου για τον περιορισμο των κατοικιδιων. και μετα απο σχετικη εμπειρια, ακομα δεν μπορεσα να εκλογικευσω & να αποδεχτω την αστικη ανελευθερια τους :/
ΑπάντησηΔιαγραφή*μαλλον το πρωτο σου ποστ που με κανει να γελασω (ή τουλαχιστον τοσο ωστε να το επισημαινω)