Αυτή είναι μια ιστορία που έχω ξαναπεί αποσπασματικά.
Όταν ήμουν φοιτητής ήθελα να γίνω δημοσιογράφος κυρίως γιατί εκείνη την εποχή με ενδιέφερε να βγάλω λίγα χρήματα πέρα από τα ψίχουλα των ιδιαίτερων που έκανα, ώστε να αποκτήσω σχετική οικονομική αυτονομία. Εντάξει, με γαργάλαγε κι η δόξα.
Υπήρχαν βεβαίως κάποιες άκρες: ο πατέρας μου δούλευε τεχνικός στην Καθημερινή τη δεκαετία του '80 και είχε καλές σχέσεις με τον Α. Καρκαγιάννη και τον Σ. Ζούλα. Μάλιστα τους είχε πάει κάποιες εκθέσεις μου όταν ήμουν στο σχολείο, τους είχαν αρέσει και του είχανε πει, όπως έμαθα αργότερα, να με πάει "από εκεί" όταν μπω στο Πανεπιστήμιο. Την εποχή που οι σχολές δημοσιογραφίας ήταν είτε χαμηλού επιπεδου είτε κάτι που πολλοί παλιοί εφημεριδάδες δεν εκτιμούσαν ιδιαιτέρως, έτσι ξεκίναγες: με γνωριμίες και από κάτω.
Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο πίεζα τον πατέρα μου, που είχε πια συνταξιοδοτηθεί πρόωρα αλλά έβλεπε πότε πότε τον Καρκαγιάννη και τον Σ. Ζούλα, να κάνει το κοννέ. Επειδή σπούδαζα στην Αθήνα, έμενα με τους γονείς μου. Τα οικονομικά της οικογένειας ήτανε στενά, τα ιδιαίτερα μαθήματα πολλή δουλειά για ψίχουλα. Όμως ο πατέρας μου δεν έκανε την κίνηση.
Μετά το πτυχίο δούλεψα ένα χρόνο σε φαστφούντ, ανοήτως νομίζοντας ότι θα μάζευα κάποια λεφτά για το μεταπτυχιακό μου. Τελικά μάζεψα 500.000 δρχ, που ισοδυναμούσαν τότε με υποτροφία του ΙΚΥ για ενάμιση μήνα. Το θέμα είναι ότι παράλληλα πίεζα τον πατέρα μου να κάνει το κοννέ, αλλά εκείνος έλεγε μισόλογα ή σφύριζε αδιάφορα (οι μισές αλήθειες είναι οικογενειακή παράδοση, ψέματα δεν λέμε: κάτι σαν τους Λάννιστερ).
Όταν πια ήμουν στην Αγγλία μού αποκάλυψε ότι "με είχε ζητήσει" 2-3 φορές ο Καρκαγιάννης και ότι τον ρώταγε ο Σ. Ζούλας πότε θα με "έστελνε από εκεί", αλλά ό ίδιος δεν μου είχε πει τίποτα. Κατά τη γνώμη του προείχαν οι σπουδές μου, μετά προείχε να ξεκινήσω μεταπτυχιακά. Θύμωσα τότε πολύ, με τον πατέρα μου έχω τσακωθεί ελάχιστες φορές, γιατί θεώρησα ότι με χαντάκωσε στερώντας μου την ευκαιρία να δουλέψω και -- ενδεχομένως -- να γίνω δημοσιογράφος. Του το κράταγα.
Προς υπεράσπισή του έλεγε και ξανάλεγε ότι θα γλυκαινόμουν από το ότι θα πληρωνόμουν για να γράφω και ότι έτσι θα παράταγα τις σπουδές μου· ότι όσοι ξεκίνησαν στις εφημερίδες ως φοιτητές δεν πήρανε πτυχίο ποτέ τους· ότι ήμουν προορισμένος για κάτι καλύτερο από το να νομίζω ότι τα ξέρω όλα επειδή θα μου έδιναν να γράφω κομμάτια για το ψυγείο· ότι ο κόσμος έχει αρκετούς εξυπνάκηδες (άλλον όρο χρησιμοποίησε) που νομίζουνε ποιοι είναι επειδή γράφουν κάπου.
Όπως είπα, του είχα θυμώσει πολύ. Εξακολουθώ να θεωρώ ότι ήταν ανήθικο να μου κόψει την τύχη ξανά και ξανά χωρίς να μου πει τίποτα, ωστόσο πλέον του είμαι ευγνώμων που το έκανε: τέτοιος που είμαι, όντως θα γινόμουν ακόμα ένας δοκησίσοφος σαχλαμπούχλας που νομίζει ότι είναι ίσα κι όμοια με όσους κάνουνε πραγματική δουλειά σε αυτόν τον κόσμο. Με άλλα λόγια, δεν θα γινόμουν καλός δημοσιογράφος, παρά ακόμη ένας μαλάκας (ο όρος που λέγαμε πριν) επηρμένος γραφιάς.
Ο ίδιος βεβαίως δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται δικαιωμένος που μου έκοψε την τύχη. Με ρώτησε τις προάλλες:
"Είδα τον Χ στην τηλεόραση. Αλήθεια, την τέλειωσε τη Νομική;"
"Μάλλον ναι, πού θες να ξέρω ρε πατέρα;"
"Α καλά. Νόμισα ότι γνωρίζεστε."
Όταν ήμουν φοιτητής ήθελα να γίνω δημοσιογράφος κυρίως γιατί εκείνη την εποχή με ενδιέφερε να βγάλω λίγα χρήματα πέρα από τα ψίχουλα των ιδιαίτερων που έκανα, ώστε να αποκτήσω σχετική οικονομική αυτονομία. Εντάξει, με γαργάλαγε κι η δόξα.
Υπήρχαν βεβαίως κάποιες άκρες: ο πατέρας μου δούλευε τεχνικός στην Καθημερινή τη δεκαετία του '80 και είχε καλές σχέσεις με τον Α. Καρκαγιάννη και τον Σ. Ζούλα. Μάλιστα τους είχε πάει κάποιες εκθέσεις μου όταν ήμουν στο σχολείο, τους είχαν αρέσει και του είχανε πει, όπως έμαθα αργότερα, να με πάει "από εκεί" όταν μπω στο Πανεπιστήμιο. Την εποχή που οι σχολές δημοσιογραφίας ήταν είτε χαμηλού επιπεδου είτε κάτι που πολλοί παλιοί εφημεριδάδες δεν εκτιμούσαν ιδιαιτέρως, έτσι ξεκίναγες: με γνωριμίες και από κάτω.
Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο πίεζα τον πατέρα μου, που είχε πια συνταξιοδοτηθεί πρόωρα αλλά έβλεπε πότε πότε τον Καρκαγιάννη και τον Σ. Ζούλα, να κάνει το κοννέ. Επειδή σπούδαζα στην Αθήνα, έμενα με τους γονείς μου. Τα οικονομικά της οικογένειας ήτανε στενά, τα ιδιαίτερα μαθήματα πολλή δουλειά για ψίχουλα. Όμως ο πατέρας μου δεν έκανε την κίνηση.
Μετά το πτυχίο δούλεψα ένα χρόνο σε φαστφούντ, ανοήτως νομίζοντας ότι θα μάζευα κάποια λεφτά για το μεταπτυχιακό μου. Τελικά μάζεψα 500.000 δρχ, που ισοδυναμούσαν τότε με υποτροφία του ΙΚΥ για ενάμιση μήνα. Το θέμα είναι ότι παράλληλα πίεζα τον πατέρα μου να κάνει το κοννέ, αλλά εκείνος έλεγε μισόλογα ή σφύριζε αδιάφορα (οι μισές αλήθειες είναι οικογενειακή παράδοση, ψέματα δεν λέμε: κάτι σαν τους Λάννιστερ).
Όταν πια ήμουν στην Αγγλία μού αποκάλυψε ότι "με είχε ζητήσει" 2-3 φορές ο Καρκαγιάννης και ότι τον ρώταγε ο Σ. Ζούλας πότε θα με "έστελνε από εκεί", αλλά ό ίδιος δεν μου είχε πει τίποτα. Κατά τη γνώμη του προείχαν οι σπουδές μου, μετά προείχε να ξεκινήσω μεταπτυχιακά. Θύμωσα τότε πολύ, με τον πατέρα μου έχω τσακωθεί ελάχιστες φορές, γιατί θεώρησα ότι με χαντάκωσε στερώντας μου την ευκαιρία να δουλέψω και -- ενδεχομένως -- να γίνω δημοσιογράφος. Του το κράταγα.
Προς υπεράσπισή του έλεγε και ξανάλεγε ότι θα γλυκαινόμουν από το ότι θα πληρωνόμουν για να γράφω και ότι έτσι θα παράταγα τις σπουδές μου· ότι όσοι ξεκίνησαν στις εφημερίδες ως φοιτητές δεν πήρανε πτυχίο ποτέ τους· ότι ήμουν προορισμένος για κάτι καλύτερο από το να νομίζω ότι τα ξέρω όλα επειδή θα μου έδιναν να γράφω κομμάτια για το ψυγείο· ότι ο κόσμος έχει αρκετούς εξυπνάκηδες (άλλον όρο χρησιμοποίησε) που νομίζουνε ποιοι είναι επειδή γράφουν κάπου.
Όπως είπα, του είχα θυμώσει πολύ. Εξακολουθώ να θεωρώ ότι ήταν ανήθικο να μου κόψει την τύχη ξανά και ξανά χωρίς να μου πει τίποτα, ωστόσο πλέον του είμαι ευγνώμων που το έκανε: τέτοιος που είμαι, όντως θα γινόμουν ακόμα ένας δοκησίσοφος σαχλαμπούχλας που νομίζει ότι είναι ίσα κι όμοια με όσους κάνουνε πραγματική δουλειά σε αυτόν τον κόσμο. Με άλλα λόγια, δεν θα γινόμουν καλός δημοσιογράφος, παρά ακόμη ένας μαλάκας (ο όρος που λέγαμε πριν) επηρμένος γραφιάς.
Ο ίδιος βεβαίως δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται δικαιωμένος που μου έκοψε την τύχη. Με ρώτησε τις προάλλες:
"Είδα τον Χ στην τηλεόραση. Αλήθεια, την τέλειωσε τη Νομική;"
"Μάλλον ναι, πού θες να ξέρω ρε πατέρα;"
"Α καλά. Νόμισα ότι γνωρίζεστε."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου