Για το θέμα (ελληνική) οικογένεια
έχω ξαναγράψει. Παραδέχομαι όμως πως είναι πάρα πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για το θέμα, ιδίως αν θέλει να πάει πέρα από γενικές διαπιστώσεις ή από επισημάνσεις λίγο πολύ γνωστές.
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε γονείς και
βεβαίως βρισκόμαστε σε πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους· επίσης πάρα πολλοί έχουμε παιδιά και πλέκουμε εξίσου πολύπλοκες σχέσεις μαζί τους. Κι ας μη μιλήσουμε καν για αδέρφια. Πάρα πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η οικογένεια είναι οι μόνοι
πραγματικά δικοί μας άνθρωποι και οι πιο κοντινοί μας. Αντιλήψεις όπως "πρώτα η οικογένεια", "η οικογένεια πάνω απ' όλα", "η οικογένεια ποτέ δεν θα σε προδώσει" κτλ. είτε μας είναι πολύ οικείες είτε τις πρεσβεύουμε κιόλας. Τέτοιες αντιλήψεις συνθέτουν μια χαλαρή ιδεολογία με στέρεη βιολογική βάση και με την όλο βεβαιότητες επίνευση της αμερικανικής νοοτροπίας και ιδεολογίας: μια πολύ συγκεκριμένη θέαση της οικογένειας που πλασάρεται σαν πανανθρώπινη αλήθεια.
Επιπλέον, στην Ελλάδα όπως και αλλού,
η επίκληση στην οικογένεια είναι βασική μέθοδος με την οποία ψευδοψυχαναλυτικά ερμηνεύουμε τη συμπεριφορά των άλλων: πόσοι δεν έχουμε περιπέσει στο σφάλμα να επικαλεστούμε τον αυταρχισμό, την αστοργία, τη φορτικότητα, την απουσία, την επιτυχία ή την ασημαντότητα κ.ο.κ. του πατέρα ή της μητέρας ώστε να εξηγήσουμε ή να δικαιολογήσουμε συμπεριφορές... Μάλιστα, υπάρχουν μέχρι και επαγγελματίες ψυχαναλυτές που προσπαθούν να ερμηνεύσουν κοινωνικές ομάδες ή κοινωνίες ολόκληρες με βάση τη σχέση των ατόμων που τις απαρτίζουν με τα γονικά τους.
Τα περισσότερα από τα παραπάνω είναι παραδόξως ακόμα
τυφλά σημεία, αλλά δεν είναι τα μοναδικά σε σχέση με το φαινόμενο οικογένεια. Ας δούμε ακόμα τρία τέτοια τυφλά σημεία.
Διάολοι
Όλοι έχουμε υποστεί πιτσιρίκια εκτός ελέγχου που σκούζουν, φωνάζουν, τσιρίζουν, μανουριάζουν, μουτζοκλαίνε, γκαρίζουν, μινυρίζουν. Αν η
μάνα είναι εργαζόμενη, ε, η μομφή είναι προκάτ κι ετοιμοπαράδοτη: "δεν ασχολείται με τα παιδιά της", λες και τα δεκάδες χιλιάδες χρόνια που οι ανθρώπινες κοινωνίες ήταν κοινωνίες τροφοσυλλεκτών (ή και αργότερα) οι μανάδες ξημεροβραδυάζονταν διαπαιδαγωγώντας τα βλαστάρια τους. Αν πάλι η
μάνα δεν εργάζεται, σίγουρα κακομαθαίνει τα γκρινιάρικα και άτακτα παιδιά, αφού είναι συνεχώς από πάνω τους και τους κάνει τα χατίρια. Εσχάτως, η απάντηση στην παιδική ζωηράδα είναι ritalin: για όλα πρέπει να υπάρχει κι από ένα χάπι.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι γονείς δεν έχουνε καν επίγνωση πόσο τρομακτικά ενοχλητικό γίνεται το παιδάκι τους για τους γύρω ή, μέσα στην άφατη κόπωση και απογοήτευση τους, επιλέγουν τελικά να μην ασχολούνται άλλο με το πόσο αντικοινωνική είναι η διαγωγή του μικρού διαόλου: υποκρίνονται ότι η θηριώδης συμπεριφορά των μικρών τους εμπίπτει
μέσα στα όρια του ναζιού, του ακκισμού, του χαριεντίσματος.
Επιπλέον, πολλοί γονείς μικρών τυράννων φαίνονται να μην αντιλαμβάνονται ολωσδιόλου πώς η δική τους συμπεριφορά ενθαρρύνει το παιδί να σκούξει, φωνάξει, τσιρίξει, μανουριάσει, μουτζοκλάψει, γκαρίξει, μινυρίσει. Συνήθως πρόκειται για τους ίδιους γονείς που μπινελικώνουν τα παιδιά τους, που πλακώνονται και βρίζονται μπροστά στα παιδιά, που δεν βάζουν όρια στο παιδί (και το παιδί σχεδόν νομοτελειακά θα προσπαθήσει να τα διευρύνει ούτως ή άλλως: να κοιμηθεί πιο αργά, να φάει κι άλλο παγωτό κτλ), που βάζουν ένα όριο ή υπόσχονται κάτι για να αθετήσουνε μετά τον κανόνα ή την υπόσχεση με ελάχιστη πίεση.
Αν και είμαι αναρμόδιος να γνωματεύσω, μου φαίνεται ότι το να είσαι γονιός είναι πρωτίστως πράξη στοργής και μετά συνέπειας. Όμως η στοργή χωρίς συνέπεια είναι μάλλον χειρότερη από τη συνέπεια χωρίς στοργή -- αν ντε και καλά πρέπει η μία από τις δύο να απουσιάζει (που δεν πρέπει).
Προσωπικές αρχαιολογίες
Είπαμε για την επίκληση στην οικογένεια: συζητάς με ενήλικες που δικαιολογούν και ερμηνεύουν συμπεριφορές, και τις δικές τους και των άλλων, με βαση τη σχέση με τους γονείς τους, και μάλιστα όπως τη βλέπουν αναδρομικά, ως ενήλικες. Τις περισσότερες φορές σφετερίζονται την έννοια του
τραύματος: αίφνης, το να σε κορόιδευε ο πατέρας σου γίνεται κάτι
ποιοτικά ομοειδές με τη φρίκη του να σε κακοποιούσε, μόνον οι ποσότητες διαφέρουν. Άλλοι μιλούν για το μεγάλωμά τους μέσα σε μονογονεϊκή οικογένεια σαν να πρόκειται για ελαφριά μορφή εγκατάλειψης, λες και το ορφανοτροφείο και μια μονογονεϊκή οικογένεια είναι ποιοτικώς ομοειδείς και διαφέρουν μόνον ως προς την ποσότητα της εγκατάλειψης. Το ότι είσαι πρωτότοκος (άρα νιώθεις ότι παρακολουθείσαι, άρα αισθάνεσαι ένας μικρός ενήλικας) γίνεται καραμέλα που ανακουφίζει τις όποιες φλεγμονώδεις συνειδήσεις, λες και το να είσαι πρωτότοκος ισοδυναμεί με το να είσαι το πεντάρφανο που δούλεψε στα ορυχεία από τα 9 του για να αναστήσει τα αδερφάκια του.
Ενθαρρυνόμαστε να ανασκάπτουμε την παιδική μας ηλικία (ή των άλλων) όχι ως μέρος μιας ψυχαναλυτικής διαδικασίας υπό την καθοδήγηση ειδικού, παρά με τον τρόπο που χρησιμοποιείται η αρχαιολογία για να ταΐσει τον εθνικισμό: επιλεκτική ερμηνεία ανασκαφών σε στοχευμένες τοποθεσίες της μνήμης που θα "εξηγήσει" συμπεριφορές και άρα θα τις δικαιολογήσει. Καλούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας απαραθραύστως ως παιδιά. Θεωρώ ότι αυτή η χρήση της παιδικής ηλικίας από ενήλικες, επαναλαμβάνω
όχι ως μέρος μιας θεραπευτικής διαδικασίας, είναι πολύ μεγάλη απάτη ή αυταπάτη, ένα ψέμα που λέμε για να καθησυχάσουμε και να δικαιολογήσουμε. Επίσης νομίζω,
να το ξαναπώ, ότι "από μια ηλικία και μετά, ας πούμε τα 20, τα 25 ή τα 35, είσαι το υλικό που παραδίδει σ' εσένα η παιδική σου ηλικία και η εφηβεία σου: αυτό είσαι με αυτό θα δουλέψεις,
ως αυτό υπάρχεις. Θα καλλιεργήσεις ό,τι μπορείς να καλλιεργήσεις, θα επουλώσεις ό,τι μπορείς και όπως μπορείς: με φάρμακα, με ψυχοθεραπεία, με γιόγκα, με αφοσίωση, με φιλίες κι αγάπη (αν βρεις). Mετά τα (ας πούμε) 25, τα παιδικά σου χρόνια (ήσουν παραχαϊδεμένος, ήσουν παραμελημένος, οι γονείς σου σε κόμπλαραν, ήτανε λούζερ πελώριοι, σε εγκατέλειψαν, χώρισαν, τους είδες να το κάνουν, αλληλομισιούνταν κι έμειναν μαζί για σένα κτλ.) εξηγούνε πολλά, όμως όχι όλα. Και δε δικαιολογούνε τίποτε."
Κι εν πάση περιπτώσει, όπως διάβασα πρόσφατα
εδώ, "για
να υπάρξεις χωρίς τον πατέρα, υποστήριζε ο Λακάν, πρέπει να μάθεις να τον αξιοποιείς. Η άρνηση του πατέρα σε αλυσοδένει για πάντα στον πατέρα.
Το μίσος δεν απελευθερώνει, δεσμεύει αιωνίως, δημιουργεί μονάχα τέρατα, εμποδίζει την ανάπτυξη της ζωής. Η ρητορική που υποδεικνύει να γινόμαστε γονείς του εαυτού μας –ψευδαίσθηση την οποία υποστηρίζει η εποχή μας– παραβλέπει το γεγονός ότι καμιά ανθρώπινη ζωή δεν δημιουργείται από μόνη της. Απορρίπτοντας την πατρότητα απορρίπτει και το συμβολικό χρέος που κάνει εφικτή τη γενεαλόγηση διά μέσου των γενεών. Η ελευθερία αποσυνδέεται από την ευθύνη και γίνεται ιδιοτροπία, θρίαμβος της διαστροφής".
Αλκατράζ της αγάπης
Τα παραπάνω σχετίζονται με
το ολοκληρωτικό ιδανικό της δεμένης οικογένειας, κατά Χάουαρντ Ζινν της "κατεξοχήν φυλακής ως προς την πανουργία και την πολυπλοκότητά της". Δεχόμαστε ως ενήλικες να εγκλειστούμε σε αυτή την ειρκτή συνήθως ισοβίως, γιατί ο κόσμος εκτός της είναι ζούγκλα, όπως μας υπενθυμίζει και ο
Κυνόδοντας.
Η
δεμένη οικογένεια, που είναι φυλακή όταν δεν είναι χίμαιρα, παρέχει εγγυημένη υποστήριξη στα μέλη της και, κυρίως, εγγυημένους συναισθηματικούς δεσμούς. Στη σύγχρονη και πιο αμερικανική εκδοχή της, υποτίθεται ότι παρέχει εξασφαλισμένη απεριόριστη αγάπη διαρκείας.
Η εγγυημένη υποστήριξη συνήθως είναι κάτι που πράγματι η δεμένη οικογένεια παρέχει, σε κάποιες κοινωνίες θεσμικώς σχεδόν: τροφή, στέγη, υποστήριξη, σπουδές και κατάρτιση, προίκα και χαρτζιλίκι μέχρι τα 16, τα 25, τα 30 ή τα 50· φροντίδα στην αρρώστεια, την ανέχεια ή τα γεράματα. Το αντάλλαγμα είναι η συμμόρφωση, όπως σε κάθε εξουσιαστική δομή -- πολύ περισσότερο σε μια φυλακή: σπουδές αν είναι οι σωστές, χαρτζιλίκι αν δίνεις λογαριασμό, προίκα αν πάρεις τον σωστό άντρα, γηροκόμηση αν δεν κάνεις τρέλες, δεν πολυμιλάς και δεν κάνεις πράγματα που "πια δεν μπορείς να κάνεις" (κι έτσι φυραίνεις και πεθαίνεις μια ώρα αρχύτερα).
Οι εγγυημένοι συναισθηματικοί δεσμοί είναι μια παροχή της "δεμένης οικογένειας" που εξυπακούεται σε κάποιους πολιτισμούς πιο έντονα απ' ό,τι σε άλλους. Σου λεν ότι ξεκινάς με μπόνους μερικούς ανθρώπους να αγαπάς και να σε αγαπάνε: γονείς, αδέρφια, παιδιά, σόι έκτασης που ποικίλλει ανά κουλτούρα και κοινωνία. Έχεις καβάντζα αγάπης. Δεν χρειάζεται να κάνεις φίλους, δεν χρειάζεται να αφοσιωθείς σε εραστές κι ερωμένες, δεν χρειάζεται πολλή εμβάθυνση και δόσιμο
με ξένους -- άλλωστε ο κόσμος εκτός της οικογενείας είναι ζούγκλα.
Βεβαίως, η καβάντζα συναισθηματικών δεσμών παραχωρείται με ανταλλάγματα,
π.χ. "οι Ινδές μάνες είναι σαν Μεσογειακές μάνες που, ως γνωστόν, είναι σαν
Εβραίες μάνες. Ίδιες όμως, ντιπ για ντιπ: μίρλα, οικοδόμηση ενοχής με διπλές παγιδεύσεις, passive aggression. Μέχρι και στο
πότε θα παντρευτείς παιδάκι μου;".
Η δεμένη οικογένεια επιμένει ότι έχει να σου προσφέρει σχέσεις υψηλής ποιότητας, εγγυημένες, που δεν εξαρτώνται από τόπους διαμονής και γειτονίες, συναδέρφους, σεξουαλικές σχέσεις και φιλίες που πιάνονται και μετά αλησμονιούνται κτλ. Η δεμένη οικογένεια, αν έχεις την
ταπεινότητα να είσαι λίγο λιγότερο ο εαυτός σου και να υπακούς, πρόθυμα θα σου χαρίσει σχέσεις υψηλής ποιότητας και ισόβιας διάρκειας.
Και κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας αιώνια παιδιά ή να αποζητούμε να "ολοκληρωθούμε" και να αυτοπραγματωθούμε μέσα από τον ρόλο μας ως γονείς· όχι μέσα από τη δουλειά, ή τον έρωτα, ή τη φιλία, ή τη μελέτη, ή το ταξίδι, ή τα μεράκια μας... Κάπως έτσι μαθαίνουμε να θεωρούμε την αγάπη δεδομένη και αυτοματισμό.