Γεννήθηκα το 1973. Μέχρι το 1985 πηγαίναμε τακτικά στο Πεδίον Άρεως και παίζαμε μέχρι πολύ αργά. Είχε κύκνους στις κούνιες προς τη Μαυρομματαίων, τις μεγάλες, είχε τη διαδρομή με τα ηρώα των λιγοζωισμένων επαναστατών -- αλλά εμείς ως Γκυζιώτες προτιμούσαμε την πάνω πλευρά, τους λαβυρίνθους προς την Μπούσγου, τα μονοπάτια της ΓΥΣ, τη μεγάλη πλατεία μπροστά από το αναψυκτήριο.
Επειδή τελικά δεν ήμουνα του ποδοσφαίρου, γύρω στα 1985 το ξέκοψα το Πάρκο (έτσι το λέγαμε), τις τελευταίες μέρες της εκεί δράσης μου κάναμε ρεσάλτα και κλέβαμε χρωματιστές λάμπες από το αναψυκτήριο Άλσος, που πότε λειτουργούσε και πότε όχι. Το Πεδίον Άρεως το ξανανακάλυψα το 1992 γιατί και εκεί έβγαινα ραντεβού με την Κυψελιώτισσα της ζωής μου.
Ποτέ δεν αισθάνθηκα να απειλούμαι. Ποτέ δεν με πείραξε κανείς. Ποτέ δεν μου συνέβη τίποτα. Ποτέ δεν άκουσα να συμβαίνει σε κανέναν τίποτα. Μια φορά βρήκαμε ένα προφυλακτικό κάτω από έναν θάμνο (ήμουνα στο Δημοτικό τότε), μια φορά είδε η αδερφή μου μια σύριγγα (ήτανε στο Δημοτικό). Ότι ψωνίζονταν άντρες μεταξύ τους εκεί το έμαθα στα 1995, γιατί ήθελε να δοκιμάσει την εμπειρία ένας ντροπαλός φίλος μου. Αυτά.
Μετά το 1991, που ήρθαν οι πρώτοι μετανάστες, το Πάρκο γέμισε περισσότερα παιδιά με πολύ πιο κουρασμένες μανάδες. Μαζί με τους ημερήσιους ταβλαδόρους και τη νυχτερινή φρουρά (τύπους που σε ρώταγαν "τι ώρα είναι;" όπως έμαθα αργότερα) έδιναν ζωή στο Πάρκο. Και λέω "έδιναν ζωή" διότι επί Ισχυρής Ελλάδας άρχισαν να μη συχνάζουν οι γηγενείς περίοικοι με τα βλαστάρια τους. Είχε αλλάξει πια το τι θεωρούνταν αναψυχή: η φάση παγκάκι με παγωτό ή αναψυκτικό (το ένα περίπτερο είχε κι ωραία πλαστικά νεοϋορκέζικα χοντόγκ) άρχισε να γίνεται ντεπασέ· ο κόσμος ήθελε να πληρώνει για να καθήσει κάπου, να καταναλώνει "σαν άνθρωπος". Κυρίως όμως ο κόσμος δεν ήθελε να συγχρωτίζεται με "ξένους", σου έλεγαν ότι δεν ήθελαν να παίζουνε "με αλβανάκια και ποντιάκια" τα παιδιά τους και σου έλεγαν ότι δεν ακούς πλέον ελληνικά στο Πάρκο. Σιγά σιγά όντως δεν άκουγες ελληνικά στο πάρκο, αφού εγκαταλείφθηκε από τους περιοίκους. Έκλεισαν και τα περίπτερα.
Κατόπιν επήλθε ο ηθικός πανικός: στο γύρισμα του αιώνα μάθαμε σοκαρισμένοι στη γειτονιά ότι στο Πάρκο "ψωνίζονται άντρες πίσω από τους θάμνους", λες και ήτανε κάτι καινοφανές. Παράλληλα άρχισε η διαδικασία ανάπλασης του Πεδίου Άρεως.
Όσο διαρκούσε η διαδικασία ανάπλασης, το Πάρκο ήτανε σχεδόν κλειστό. Σε αυτό κατέφευγαν πια πολλά πρεζόνια ενώ ο ηθικός πανικός γιγαντώθηκε όταν δίπλα στους πούστηδες που το λυμαίνονταν προστέθηκαν άστεγοι Κούρδοι πρόσφυγες από το Ιράκ που κατασκήνωναν εκεί όπως όπως: ξαφνικά είχαμε βρει τους δικούς μας Τσιγγάνους. Εκεί έγινε χαμός. Το Πάρκο ανακηρύχθηκε άβατο και εστία μολύνσεως, κάποιοι (μάλλον όχι αφιλοκερδώς) έκραζαν ότι πρέπει να το πάρει ο Μίνως να το αξιοποιήσει, οι Κυψελιώτες και οι κυριλέ Γκυζιώτες κάτω από την οδό Γκύζη θρηνολογούσαν ότι πήραν το Πάρκο πήραν το οι Ξένοι και τα Πρεζόνια.
Κανείς ποτέ δεν έχασε φέρνοντας ηθικό πανικό. Αφού ολοκληρώθηκε η ανάπλαση, το καγκελόφραχτο Πεδίον Άρεως φιλοξενεί μαστροπούς και δουλέμπορους, χρήστες πρέζας και σχεδόν κανέναν άλλο. Τουλάχιστον εκδιώχθηκαν οι "πρόσφυγες που αποπατούσαν πίσω από τις προτομές των ηρώων".
Και όλοι πια είναι ικανοποιημένοι που αποκτήσαμε ένα κενό στην καρδιά της Αθήνας, που ακόμα ένα δημόσιο αγαθό απαξιώθηκε (από τους περιοίκους), ευτελίστηκε και είναι έτοιμο να αξιοποιηθεί και να γίνει χώρος κατανάλωσης.
Όλες οι φωτογραφίες είναι δικές μου, του 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου