Απομακρυνόμαστε χρονολογικά και ψυχολογικά από τη Νύχτα του Αγίου Νικολάου και την εξέγερση που επακολούθησε. Μια εξέγερση με χαρακτηριστικά Παρισινής Κομμούνας, που δηλαδή περιείχε μπάχαλα, οργή, πολιτικές αρχές, βαρβαρότητα, διαμαρτυρία και κρατικό δόλο και βία -- όλα σε συγκρίσιμες μεταξύ τους δόσεις, μέσα σε μια πόλη που θύμιζε λίγο τη Βαρκελώνη του 1938, μετατράπηκε ταχύτατα στα μάτια της κοινής γνώμης σε θεομηνία. Μια θεομηνία βεβαίως λιγουλάκι 'ετεροκατευθυνόμενη' (αν ξέρετε τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο όρος πείτε μου κι εμένα), κάπως σαν τις πυρκαγιές του 2007. Κι αυτό το κατάφερε η πιο ανίκανη μεταπολεμική κυβέρνηση -- τουλάχιστον μέχρι να γίνει ο ΓΑΠ Β' πρωθυπουργός -- μοιράζοντας αποζημιώσεις, ελαφρύνσεις, άτοκα δάνεια κι άλλα αγιοβασιλιάτικα.
Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008
Επιμύθιο
Απομακρυνόμαστε χρονολογικά και ψυχολογικά από τη Νύχτα του Αγίου Νικολάου και την εξέγερση που επακολούθησε. Μια εξέγερση με χαρακτηριστικά Παρισινής Κομμούνας, που δηλαδή περιείχε μπάχαλα, οργή, πολιτικές αρχές, βαρβαρότητα, διαμαρτυρία και κρατικό δόλο και βία -- όλα σε συγκρίσιμες μεταξύ τους δόσεις, μέσα σε μια πόλη που θύμιζε λίγο τη Βαρκελώνη του 1938, μετατράπηκε ταχύτατα στα μάτια της κοινής γνώμης σε θεομηνία. Μια θεομηνία βεβαίως λιγουλάκι 'ετεροκατευθυνόμενη' (αν ξέρετε τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο όρος πείτε μου κι εμένα), κάπως σαν τις πυρκαγιές του 2007. Κι αυτό το κατάφερε η πιο ανίκανη μεταπολεμική κυβέρνηση -- τουλάχιστον μέχρι να γίνει ο ΓΑΠ Β' πρωθυπουργός -- μοιράζοντας αποζημιώσεις, ελαφρύνσεις, άτοκα δάνεια κι άλλα αγιοβασιλιάτικα.
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008
Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008
Πολύ θολή και πολλαπλή αλληγορία
Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που θυμόμουν από τον καιρό που διάβασα την Πεντάτευχο στη μετάφραση των Εβδομήκοντα (σχεδόν τη διάβασα: στο Λευιτικό και στο Δευτερονόμιο έκαψα μπιέλα) ήτανε το όνομα που έδωσε ο Φαραώ στον Ιωσήφ: Ψονθομφανήχ. Αυτό το απίστευτα κακόηχο όνομα μου είχε κολλήσει αγρίως. Μάλιστα τραγουδούσα το 'γκελ γκελ καϊκτσί / γιαβάς γιαβάς' ως 'ψόοοοον-θόοοομ-φανήηηηχ / γιαβάς γιαβάς'.
Όταν μετά από χρόνια είδα μια από αυτές τις τεχνικολόρ υπερπαραγωγές (πώς λέγεται να δεις: η Βίβλος; Γένεσις; Εφτά Ισχνές Αγελάδες; Δέκα Μικροί... -- μπα όχι), άκουσα να αποκαλούν τον Ιωσήφ κάτι αλλιώτικο και στους υπότιτλους να γράφουνε Ζαπανέθ Πανέα. Αμάν τι ειν' τούτο, σκέφτηκα, πού πήγε ο Ψον-θομ-φανήχ (γιαβάς γιαβάς); Κατέφυγα στο ίντερνετ και είδα ότι το όνομα του Ιωσήφ αποδίδεται Zaphnathpaaneah στις αγγλικές μεταφράσεις (που είναι απευθείας από το εβραϊκό κείμενο, βεβαίως). Έμεινα με την απορία: καλά, από το Αβραάμ στο Abraham (ή τ' ανάπαλιν) κι από το Οβδιού / Αβδιού στο Obadiah πας κι έρχεσαι. Αλλά το Ψονθομφανήχ τι σχέση έχει με το Zaphnathpaaneah;
Παρότι ο Ιωσήφ είναι προεικόνιση του Χριστού στη χριστιανική θεολογία, εμένα μου τον ξαναθύμισαν οι ισχνές αγελάδες που έρχονται. Η μείωση του επιτοκίου της Fed μεταξύ 0% και 0,25% μού θύμισε τις πολιτικές του, παρεμβατικές και συγκεντρωτικές. Άσε που πια συγκατοικώ με έναν Πετεφρή (Potiphar) κι εκτρέφουμε μαζί γελάδες.
Ξαναγύρισα λοιπόν στο Ίντερνετ σήμερα το πρωί. Οι απαντήσεις που έψαχνα είναι εδώ, στη σελίδα 287. Και λες από τη μια "ου! α! γκουουουουουουγκλ!" Και λες από την άλλη, "ναι αλλά αυτά μας τα είπε ο κύριος Rawlinson ήδη από το 1862". Και μετά θυμάσαι ότι μεγάλωσες σε μια πρωτεύουσα χώρας χωρίς βιβλιοθήκες, όπου ευκολότερα μπαίνεις στη Βουλή παρά στην Εθνική Βιβλιοθήκη και ότι σπούδασες σε ένα Πανεπιστήμιο χωρίς βιβλιοθήκη.
Αν σας έχει μείνει η περιέργεια, το 'Ψονθομφανήχ' είναι πιο κοντά στο αυθεντικό αιγυπτιακό όνομα. Ο Ιερώνυμος στη Βουλγάτα το μεταφράζει salvator mundi, σωτήρας του κόσμου (ο Χριστός, που λέγαμε), και καθαρίζει.
Όταν μετά από χρόνια είδα μια από αυτές τις τεχνικολόρ υπερπαραγωγές (πώς λέγεται να δεις: η Βίβλος; Γένεσις; Εφτά Ισχνές Αγελάδες; Δέκα Μικροί... -- μπα όχι), άκουσα να αποκαλούν τον Ιωσήφ κάτι αλλιώτικο και στους υπότιτλους να γράφουνε Ζαπανέθ Πανέα. Αμάν τι ειν' τούτο, σκέφτηκα, πού πήγε ο Ψον-θομ-φανήχ (γιαβάς γιαβάς); Κατέφυγα στο ίντερνετ και είδα ότι το όνομα του Ιωσήφ αποδίδεται Zaphnathpaaneah στις αγγλικές μεταφράσεις (που είναι απευθείας από το εβραϊκό κείμενο, βεβαίως). Έμεινα με την απορία: καλά, από το Αβραάμ στο Abraham (ή τ' ανάπαλιν) κι από το Οβδιού / Αβδιού στο Obadiah πας κι έρχεσαι. Αλλά το Ψονθομφανήχ τι σχέση έχει με το Zaphnathpaaneah;
Παρότι ο Ιωσήφ είναι προεικόνιση του Χριστού στη χριστιανική θεολογία, εμένα μου τον ξαναθύμισαν οι ισχνές αγελάδες που έρχονται. Η μείωση του επιτοκίου της Fed μεταξύ 0% και 0,25% μού θύμισε τις πολιτικές του, παρεμβατικές και συγκεντρωτικές. Άσε που πια συγκατοικώ με έναν Πετεφρή (Potiphar) κι εκτρέφουμε μαζί γελάδες.
Ξαναγύρισα λοιπόν στο Ίντερνετ σήμερα το πρωί. Οι απαντήσεις που έψαχνα είναι εδώ, στη σελίδα 287. Και λες από τη μια "ου! α! γκουουουουουουγκλ!" Και λες από την άλλη, "ναι αλλά αυτά μας τα είπε ο κύριος Rawlinson ήδη από το 1862". Και μετά θυμάσαι ότι μεγάλωσες σε μια πρωτεύουσα χώρας χωρίς βιβλιοθήκες, όπου ευκολότερα μπαίνεις στη Βουλή παρά στην Εθνική Βιβλιοθήκη και ότι σπούδασες σε ένα Πανεπιστήμιο χωρίς βιβλιοθήκη.
Αν σας έχει μείνει η περιέργεια, το 'Ψονθομφανήχ' είναι πιο κοντά στο αυθεντικό αιγυπτιακό όνομα. Ο Ιερώνυμος στη Βουλγάτα το μεταφράζει salvator mundi, σωτήρας του κόσμου (ο Χριστός, που λέγαμε), και καθαρίζει.
Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008
Μια υποσημείωση του Sraosha στον thas
Όπως είπε και ο thas, "νιώθω τόσο καταρρακωμένος αυτές τις μέρες [...] που το γράψιμο μου φαίνεται χειρότερο από σκάψιμο". Εγώ μάλιστα έχω τώρα τελευταία μια ψυχαναγκαστική επιθυμία να μουτζώνω συνέχεια. Δυστυχώς όμως μουτζώνουμε με τα χέρια, οπότε δε γίνεται να γράφουμε κιόλας.
Κατά τα άλλα, ο άνθρωπος, ο Thas o Μελίρρυτος, τα λέει ωραία και μαζεμένα. Ευτυχώς υπάρχει κι αυτός να γράφει κανα κείμενο στη χάση και στη φέξη (είναι πολύ της μόδας η χάση και η φέξη).
Ο thas λοιπόν παραπονιέται ότι "υπάρχει μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη πρακτική κατευνασμού δια της συμφωνίας". Κι αυτή η πρακτική είναι εισαγωγής: προέρχεται από την ιδεολογικο-μεθοδολογική τάση ή επιθυμία κοινωνικών επιστημόνων στην Αμερική (πάλι αυτοί, οι Ρωμαίοι του σύγχρονου κόσμου) να υποκατασταθεί η νόηση και (σε ένα άλλο επίπεδο) η κριτική και η ευθύνη από την επικοινωνία. Εξού, για παράδειγμα, και ατάκες όπως 'δεν επικοινωνούμε' όταν απλώς 'διαφωνούμε' ή μανατζεριάρικες παραινέσεις τύπου 'συζητήστε το μεταξύ σας' ως πανάκεια για κάθε λογής διαφωνία, νόσο και (βεβαίως βεβαίως) μαλακία.
Ωστόσο, σκασιλάρα μου που τα άθλια άθλια μέσα της Ελλάδας κι οι καθεστωτικοί κήνσορες βρίζουνε τον Συνασπισμό. Είναι μάλιστα αναμενόμενο να τον βρίζουνε: στον Ρακάσα που παραθέτει ο θασούλης υπάρχει ο υπαινιγμός ότι ο Συνασπισμός είναι στις μέρες μας μια καλή απτή ενσάρκωση "του Άλλου – του αντιπάλου που απειλεί τη διασάλευση της υφιστάμενης πολιτικής και κοινωνικής τάξης", όπως κάποτε η ΕΔΑ ενσάρκωνε το αδηφάγο και πανταχού παρόν φάσμα του Κομμουνισμού. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξε η 'τάξις', άλλαξαν και τα μορμολύκεια. Από την άλλη, η Ελλάδα, μια μικρομεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκή χώρα, και τα αντανακλαστικά της δεν αλλάζουν, τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα, απότομα και ριζικά όσο όροι όπως "Μεταπολίτευση", "Ένταξη" κτλ. υπαινίσσονται. Στην Ελλάδα ο ανήρ πρέπει να είναι αρχιδάς και νοικοκύρης κι η γυνή καπάτσα και νοικοκυρά. Τα παιδιά στο σχολείο και μετά βουρ για εγγόνια. Τα υπόλοιπα είναι πουστιές, πουτανιές κι αλητείες. Και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά -- όπως λέμε και ξαναλέμε και ξαναμαναλέμε μέχρι πονοκεφάλου και λιποθυμίας εδώ και χρόνια (ενώ θα έπρεπε να διαβάζουμε, λ.χ. το Τρίτο Στεφάνι).
Για σας που από τσατ, ιμέιλ και τηλέφωνα με ρωτάτε για τον εκλιπόντα συνεπή ολετήρα της Μαρτυρικής, διαβάστε εδώ. Απόσπασμαν:
Κατά τα άλλα, ο άνθρωπος, ο Thas o Μελίρρυτος, τα λέει ωραία και μαζεμένα. Ευτυχώς υπάρχει κι αυτός να γράφει κανα κείμενο στη χάση και στη φέξη (είναι πολύ της μόδας η χάση και η φέξη).
Ο thas λοιπόν παραπονιέται ότι "υπάρχει μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη πρακτική κατευνασμού δια της συμφωνίας". Κι αυτή η πρακτική είναι εισαγωγής: προέρχεται από την ιδεολογικο-μεθοδολογική τάση ή επιθυμία κοινωνικών επιστημόνων στην Αμερική (πάλι αυτοί, οι Ρωμαίοι του σύγχρονου κόσμου) να υποκατασταθεί η νόηση και (σε ένα άλλο επίπεδο) η κριτική και η ευθύνη από την επικοινωνία. Εξού, για παράδειγμα, και ατάκες όπως 'δεν επικοινωνούμε' όταν απλώς 'διαφωνούμε' ή μανατζεριάρικες παραινέσεις τύπου 'συζητήστε το μεταξύ σας' ως πανάκεια για κάθε λογής διαφωνία, νόσο και (βεβαίως βεβαίως) μαλακία.
Ωστόσο, σκασιλάρα μου που τα άθλια άθλια μέσα της Ελλάδας κι οι καθεστωτικοί κήνσορες βρίζουνε τον Συνασπισμό. Είναι μάλιστα αναμενόμενο να τον βρίζουνε: στον Ρακάσα που παραθέτει ο θασούλης υπάρχει ο υπαινιγμός ότι ο Συνασπισμός είναι στις μέρες μας μια καλή απτή ενσάρκωση "του Άλλου – του αντιπάλου που απειλεί τη διασάλευση της υφιστάμενης πολιτικής και κοινωνικής τάξης", όπως κάποτε η ΕΔΑ ενσάρκωνε το αδηφάγο και πανταχού παρόν φάσμα του Κομμουνισμού. Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξε η 'τάξις', άλλαξαν και τα μορμολύκεια. Από την άλλη, η Ελλάδα, μια μικρομεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκή χώρα, και τα αντανακλαστικά της δεν αλλάζουν, τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα, απότομα και ριζικά όσο όροι όπως "Μεταπολίτευση", "Ένταξη" κτλ. υπαινίσσονται. Στην Ελλάδα ο ανήρ πρέπει να είναι αρχιδάς και νοικοκύρης κι η γυνή καπάτσα και νοικοκυρά. Τα παιδιά στο σχολείο και μετά βουρ για εγγόνια. Τα υπόλοιπα είναι πουστιές, πουτανιές κι αλητείες. Και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά -- όπως λέμε και ξαναλέμε και ξαναμαναλέμε μέχρι πονοκεφάλου και λιποθυμίας εδώ και χρόνια (ενώ θα έπρεπε να διαβάζουμε, λ.χ. το Τρίτο Στεφάνι).
Για σας που από τσατ, ιμέιλ και τηλέφωνα με ρωτάτε για τον εκλιπόντα συνεπή ολετήρα της Μαρτυρικής, διαβάστε εδώ. Απόσπασμαν:
Θέλετε να πούμε ότι διαπραγματευόταν σαν αλεπού, σχεδίαζε σαν κουκουβάγια, τζαι επολεμούσε σαν λιοντάρι; Αφού εννα εν ψέματα. Η αλήθεια εν ότι σκέφτετουν σαν δεινόσαυρος, ελίσσετουν σαν φίδι, τζαι έκλαιε σαν κροκόδειλος. Αν δεν θέλετε να τα πούμε τούτα μείνετε στο ζεστό του χαμόγελο τζαι αφήστε τα πολιτικά.Πάω το αμάξι για λάδια. Όχι όμως προτού σας στείλω στην Κέρκυρα.
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008
Ανταπόκριση του Sraosha
ή Ο πιο καλός ο μαθητής
Λέει η φίλη μου από τη σημερινή διαμαρτυρία στο Δημαρχείο Κορυδαλλού (έχω ανθρώπους παντού: είμαι η Αόρατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας κι ο Γκραν Πάπας σε ένα):
Ήταν όλα τα παιδιά στη διαμαρτυρία σήμερα: ίμο, μπάρμπι, γάλατα. Κοίταξα έναν μπάτσο και με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. Μου είπε:
"Μπήκα στην Αστυνομία με 17, δεν ανέχομαι να με βρίζουν αυτά του 10."
Spas miru
Ο Γκόρντον Μπράουν σώζει τον κόσμο. Χαρούμενα στιγμιότυπα από τη Μητέρα Όλων των Κοινοβουλίων.
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008
Quis custodiet ipsos custodes? (σοβαρά όμως)
Ακόμα κυκλοφορούνε στο ίντερνετ τα βίντεο με τους μπάτσους που έβαλαν τις αφρικανές πόρνες να τους κάνουνε στριπτίζ (και ποιος ξέρει τι άλλο, που οι συνάδερφοί τους είχανε τη φρόνηση να μην καταγράψουν με τα κινητά τους). Κάθε τόσο διαβάζουμε για βία κατά μεταναστών. Αυτή τη φορά είχαμε φόνο, όχι πακιστανού ή σουδανού, αλλά ανήλικου έλληνα.
Δεν τρέφω καμμία συμπάθεια για τους ειδικούς φρουρούς. Φρουροί ποιανού; Από ποιον; Αναρωτιέμαι τι εκπαίδευση δέχονται τα φτωχά και ολιγογράμματα παιδιά (κι ενίοτε τσογλανάκια) που στελεχώνουν το Σώμα, πέρα από τη γνωστή νεοφασιστική κατήχηση που διενεργείται ημιανεπίσημα (ή μήπως ημιεπίσημα;) στις τάξεις του. Υπενθυμίζω ωστόσο ότι η Αστυνομία σκότωνε και πριν από την ίδρυση του σώματος των Ειδικών Φρουρών, ενώ εδώ και δεκαετίες έχει μάλλον εγκαταλείψει την προσπάθεια (έστω και προσχηματική) να προστατέψει από το έγκλημα τον ανά την επικράτεια ηλικιωμένο, τον κάτοικο των νέων γκέτο μεταξύ Πατησίων και Λιοσίων, τον κάτοικο της επαρχίας που ληστεύεται, ξαναληστεύεται και κάποτε μαχαιρώνεται κιόλας για 100 ευρώ.
Δεν πιστεύω ότι τη βία της εξουσίας την αντιμετωπίζουμε με βία -- την οποία μάλιστα μετακυλίουμε εναντίον του κάθε κακομοίρη ιδιοκτήτη αυτοκινήτου και εμπορικού καταστήματος (αν και, εντελώς προσωπικά, με ευχαρίστηση θα γκασμάδιαζα τα SUV και τις Cayenne του κάθε αρχιπαπάρα καταπατητή πεζοδρομίων). Πιστεύω όμως στην οργή απέναντι στην εξουσία που ασκείται πάνω μου προκειμένου να μου δώσει κάποιο αντάλλαγμα (ασφάλεια; προστασία;) και η οποία καταλήγει να με εξευτελίζει, να βιαιοπραγεί πάνω μου, να με σκοτώνει.
Δεν τρέφω καμμία συμπάθεια για τους ειδικούς φρουρούς. Φρουροί ποιανού; Από ποιον; Αναρωτιέμαι τι εκπαίδευση δέχονται τα φτωχά και ολιγογράμματα παιδιά (κι ενίοτε τσογλανάκια) που στελεχώνουν το Σώμα, πέρα από τη γνωστή νεοφασιστική κατήχηση που διενεργείται ημιανεπίσημα (ή μήπως ημιεπίσημα;) στις τάξεις του. Υπενθυμίζω ωστόσο ότι η Αστυνομία σκότωνε και πριν από την ίδρυση του σώματος των Ειδικών Φρουρών, ενώ εδώ και δεκαετίες έχει μάλλον εγκαταλείψει την προσπάθεια (έστω και προσχηματική) να προστατέψει από το έγκλημα τον ανά την επικράτεια ηλικιωμένο, τον κάτοικο των νέων γκέτο μεταξύ Πατησίων και Λιοσίων, τον κάτοικο της επαρχίας που ληστεύεται, ξαναληστεύεται και κάποτε μαχαιρώνεται κιόλας για 100 ευρώ.
Δεν πιστεύω ότι τη βία της εξουσίας την αντιμετωπίζουμε με βία -- την οποία μάλιστα μετακυλίουμε εναντίον του κάθε κακομοίρη ιδιοκτήτη αυτοκινήτου και εμπορικού καταστήματος (αν και, εντελώς προσωπικά, με ευχαρίστηση θα γκασμάδιαζα τα SUV και τις Cayenne του κάθε αρχιπαπάρα καταπατητή πεζοδρομίων). Πιστεύω όμως στην οργή απέναντι στην εξουσία που ασκείται πάνω μου προκειμένου να μου δώσει κάποιο αντάλλαγμα (ασφάλεια; προστασία;) και η οποία καταλήγει να με εξευτελίζει, να βιαιοπραγεί πάνω μου, να με σκοτώνει.
Σκοπευουμε πάλι να ξεχάσουμε;
Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008
sraosha: Όπως είπε και ο Robert Burns
Oh wad some power the giftie gie us,
To see oursels as others see us!
Οι ειδήσεις
Η εκπομπή λόγου / σόου
Η σαπουνόπερα
To see oursels as others see us!
Οι ειδήσεις
Η εκπομπή λόγου / σόου
Η σαπουνόπερα
Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008
sraosha: Η ΓΡΑΦΗ, ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ, Η ΚΕΝΩΝΙΑ
Σε ένα άλλο μπλογκ far far away και πριν παραπάνω από ένα μήνα, έγραψα ένα ποστ που ακόμα απηχεί τα συναισθήματά μου για το μπλογκάρισμα. Εκεί παρέλειψα να πω ότι πολλά από όσα αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω, στη χάση και στη φέξη, ξεκινούν από συζητήσεις του καφέ με τη συμβία. Έτσι και τώρα:
Λέγαμε λοιπόν τις προάλλες ότι η Κύπρος φαίνεται να έχει δυσανάλογα πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες. Σε ίσο πια χρονικό διάστημα, εδώ έχω πάει σε πολλαπλάσια εγκαίνια εκθέσεων και σε εκθέσεις από όσα και όσες όταν ζούσα στα πέριξ του Λονδίνου. Βεβαίως στα εικαστικά δεν μπορώ να πω ότι έχω βάσεις. Όπως στην περίπτωση της μουσικής και του φαγητού, απλώς είχα την ευκαιρία και την τύχη (παρά τα πολύ περιορισμένα μέσα μου) να έρθω σε επαφή με πολλά έργα -- και να έχω υπάρξει φοιτητής της Ρηγοπούλου. Απ' ό,τι λοιπόν μπορώ να καταλάβω, έχω την αίσθηση ότι η εικαστική παραγωγή / δημιουργία στο νησί κατατρύχεται από μια ξεκάθαρη συνθηματολογική διάθεση, που θέλει να μιλήσει για τη μεταποικιακή και τη μεταμοντέρνα κατάσταση με τρόπο όσο το δυνατόν πιο σαφή και απροκάλυπτο.
Προτού σπεύσει κανείς να συνδέσει πλεχανοφικά ή ενγκελσιανά αυτό το ζέψιμο στο προφανές με το σετ εισβολή-κατοχή ή με ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, επισημαίνω ότι το θέατρο, λόγου χάρη, στην ελληνόφωνη Κύπρο είναι πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο, αλλά και πάρα πολύ υψηλής ποιότητας, ακομα και με αθηναϊκά δεδομένα. (Εδώ ανοίγω μια παρένθεση: αν βάλουμε στην άκρη τη γλώσσα, που δεν το αφήνει να το απολαύσουν οι μη-ελληνόφωνοι, το θέατρο στην Αθήνα είναι, κατά τη γνώμη μου, εφάμιλλο με ό,τι έχω δει στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ενίοτε καλύτερο).
Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι τα εικαστικά στη Μεγαλόνησο είναι γενικά ζεμένα στο άρμα του προφανούς και του συνθηματολογικού, με τις εξαιρέσεις να διασώζονται και από την ενασχόλησή τους με το ιδιωτικό και το προσωπικό και από την έμφαση στο σώμα. Πολλές φορές νόμισα ότι το ζέψιμο αυτό οφειλόταν στο ότι οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουν εκθέσεις κυρίως για να διεκδικήσουν και να παγιώσουν τη θέση τους στην κοινωνία: η ντόπια κοινωνία είναι αυστηρά ιεραρχημένη και ο καθένας (πρέπει να) γνωρίζει τη θέση του, με έναν τρόπο πολύ πιο έντονο απ' ό,τι στην Ελλάδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για εκθέσεις, αφού η αρνητική κριτική εδώ, δημόσια και ιδιωτική, εν γένει μαρτυρεί προθέσεις είτε επιβολής της ιεραρχίας είτε (σπάνια) απόπειρα κοινωνικής εξόντωσης. Και πάλι όμως δε γίνεται να τα ρίξουμε όλα στα 'κύκλωμα' και στην άτιμη κενωνία: είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για το θέατρο. Το θέατρο όμως ανθεί και βρίσκεται θεαματικά μπροστά.
Έχω καταλήξει στο διστακτικό συμπέρασμα ότι το προφανές (και, ενίοτε, ο στόμφος) των κυπριακών εικαστικών ξεκινάει από μια παθολογία ομόλογη με αυτή της συγγραφικής παραγωγής / δημιουργίας στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, όπως μου έλεγε ο Μισέλ Φάις, οι συγγραφείς -- νέοι και παλιοί -- είναι αλλεργικοί στο να περνάνε τα κείμενά τους ουσιαστική επιμέλεια. Θεωρούν ότι ο επιμελητής (πρέπει να) είναι απλώς διορθωτής και ότι δε δικαιούται να ζητάει αλλαγές που θα 'νοθεύσουν' το ύφος. Θα έπρεπε να είναι περιττό να πει κανείς πόσο στρεβλή είναι αυτή η αντίληψη και στάση. Τέλος πάντων, ο Φάις αστειεύτηκε ότι όλοι στην Ελλάδα συμπεριφέρονται σαν "παρεξηγημένες μεγαλοφυίες" (εννοούσε μόνο τους συγγραφείς; θα σας γελάσω).
Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω μαρτυρούνε μια αντίληψη του πεζογραφήματος ως ενός οχήματος το οποίο (περι)φέρει το 'ταλέντο', τη 'φιλοσοφία' και το 'πνεύμα' του καλλιτέχνη-συγγραφέα, με ζητήματα τεχνικής, επεξεργασίας και ξαναδουλέματος να υποβιβαζονται σε ευτέλειες που αφορούνε χειρώνακτες της γραφής, όπως λ.χ. τους τρισκατάρατους δημοσιογράφους. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αντίληψη μου φαίνεται πως κινείται παράλληλα με την αντίληψη του εικαστικού έργου / προϊόντος στην Κύπρο: ως μιας αντανάκλασης του μηνύματος και της ευρηματικής κριτικής του καλλιτέχνη-εικαστικού. Όπως ο Έλληνας πεζογράφος απεχθάνεται την επιμέλεια (άρα και τον αναγνώστη;), έτσι ο Κύπριος εικαστικός αποφευγει την ασάφεια, που συσκοτίζει το μήνυμα και θαμπώνει τη στιλπνότητα του καθρέφτη. Όπως ο Κύπριος εικαστικός, έτσι κι ο Έλληνας συγγραφέας πολλές φορές θεωρεί τα ζητήματα τεχνικής 'τεχνικά ζητήματα'.
Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η εξοικείωση αυτών των συγγραφέων και εικαστικών με έργα άλλων ομοτέχνων τους είναι συνήθως περιορισμένη και -- κάποτε -- δευτερογενής. Όμως καμμιά περίληψη της Ιλιάδας ή του Μαγικού Βουνού δεν υποκαθιστά τα ίδια τα κείμενα και καμμιά αναπαραγωγή του Μαζάτσιο ή του Πόλλοκ δεν μπορεί να μορφώσει εικαστικά. Ενδεχομένως, αν οι Έλληνες συγγραφείς ήτανε πιο διαβασμένοι και οι Κύπριοι εικαστικοί πιο μουσειασμένοι και γκαλερισμένοι, να μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ελάχιστους αφορά η τέχνη χωρίς τεχνική βάσανο και το έργο που εξαντλείται στο μήνυμά του.
Λέγαμε λοιπόν τις προάλλες ότι η Κύπρος φαίνεται να έχει δυσανάλογα πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες. Σε ίσο πια χρονικό διάστημα, εδώ έχω πάει σε πολλαπλάσια εγκαίνια εκθέσεων και σε εκθέσεις από όσα και όσες όταν ζούσα στα πέριξ του Λονδίνου. Βεβαίως στα εικαστικά δεν μπορώ να πω ότι έχω βάσεις. Όπως στην περίπτωση της μουσικής και του φαγητού, απλώς είχα την ευκαιρία και την τύχη (παρά τα πολύ περιορισμένα μέσα μου) να έρθω σε επαφή με πολλά έργα -- και να έχω υπάρξει φοιτητής της Ρηγοπούλου. Απ' ό,τι λοιπόν μπορώ να καταλάβω, έχω την αίσθηση ότι η εικαστική παραγωγή / δημιουργία στο νησί κατατρύχεται από μια ξεκάθαρη συνθηματολογική διάθεση, που θέλει να μιλήσει για τη μεταποικιακή και τη μεταμοντέρνα κατάσταση με τρόπο όσο το δυνατόν πιο σαφή και απροκάλυπτο.
Προτού σπεύσει κανείς να συνδέσει πλεχανοφικά ή ενγκελσιανά αυτό το ζέψιμο στο προφανές με το σετ εισβολή-κατοχή ή με ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικοκοινωνικές συγκυρίες, επισημαίνω ότι το θέατρο, λόγου χάρη, στην ελληνόφωνη Κύπρο είναι πρωτοποριακό και ρηξικέλευθο, αλλά και πάρα πολύ υψηλής ποιότητας, ακομα και με αθηναϊκά δεδομένα. (Εδώ ανοίγω μια παρένθεση: αν βάλουμε στην άκρη τη γλώσσα, που δεν το αφήνει να το απολαύσουν οι μη-ελληνόφωνοι, το θέατρο στην Αθήνα είναι, κατά τη γνώμη μου, εφάμιλλο με ό,τι έχω δει στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ενίοτε καλύτερο).
Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι τα εικαστικά στη Μεγαλόνησο είναι γενικά ζεμένα στο άρμα του προφανούς και του συνθηματολογικού, με τις εξαιρέσεις να διασώζονται και από την ενασχόλησή τους με το ιδιωτικό και το προσωπικό και από την έμφαση στο σώμα. Πολλές φορές νόμισα ότι το ζέψιμο αυτό οφειλόταν στο ότι οι εικαστικοί καλλιτέχνες κάνουν εκθέσεις κυρίως για να διεκδικήσουν και να παγιώσουν τη θέση τους στην κοινωνία: η ντόπια κοινωνία είναι αυστηρά ιεραρχημένη και ο καθένας (πρέπει να) γνωρίζει τη θέση του, με έναν τρόπο πολύ πιο έντονο απ' ό,τι στην Ελλάδα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για εκθέσεις, αφού η αρνητική κριτική εδώ, δημόσια και ιδιωτική, εν γένει μαρτυρεί προθέσεις είτε επιβολής της ιεραρχίας είτε (σπάνια) απόπειρα κοινωνικής εξόντωσης. Και πάλι όμως δε γίνεται να τα ρίξουμε όλα στα 'κύκλωμα' και στην άτιμη κενωνία: είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα πολιτιστικά των εφημερίδων είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς αρνητικές κριτικές για το θέατρο. Το θέατρο όμως ανθεί και βρίσκεται θεαματικά μπροστά.
Έχω καταλήξει στο διστακτικό συμπέρασμα ότι το προφανές (και, ενίοτε, ο στόμφος) των κυπριακών εικαστικών ξεκινάει από μια παθολογία ομόλογη με αυτή της συγγραφικής παραγωγής / δημιουργίας στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, όπως μου έλεγε ο Μισέλ Φάις, οι συγγραφείς -- νέοι και παλιοί -- είναι αλλεργικοί στο να περνάνε τα κείμενά τους ουσιαστική επιμέλεια. Θεωρούν ότι ο επιμελητής (πρέπει να) είναι απλώς διορθωτής και ότι δε δικαιούται να ζητάει αλλαγές που θα 'νοθεύσουν' το ύφος. Θα έπρεπε να είναι περιττό να πει κανείς πόσο στρεβλή είναι αυτή η αντίληψη και στάση. Τέλος πάντων, ο Φάις αστειεύτηκε ότι όλοι στην Ελλάδα συμπεριφέρονται σαν "παρεξηγημένες μεγαλοφυίες" (εννοούσε μόνο τους συγγραφείς; θα σας γελάσω).
Προσωπικά αντιλαμβάνομαι ότι τα παραπάνω μαρτυρούνε μια αντίληψη του πεζογραφήματος ως ενός οχήματος το οποίο (περι)φέρει το 'ταλέντο', τη 'φιλοσοφία' και το 'πνεύμα' του καλλιτέχνη-συγγραφέα, με ζητήματα τεχνικής, επεξεργασίας και ξαναδουλέματος να υποβιβαζονται σε ευτέλειες που αφορούνε χειρώνακτες της γραφής, όπως λ.χ. τους τρισκατάρατους δημοσιογράφους. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αντίληψη μου φαίνεται πως κινείται παράλληλα με την αντίληψη του εικαστικού έργου / προϊόντος στην Κύπρο: ως μιας αντανάκλασης του μηνύματος και της ευρηματικής κριτικής του καλλιτέχνη-εικαστικού. Όπως ο Έλληνας πεζογράφος απεχθάνεται την επιμέλεια (άρα και τον αναγνώστη;), έτσι ο Κύπριος εικαστικός αποφευγει την ασάφεια, που συσκοτίζει το μήνυμα και θαμπώνει τη στιλπνότητα του καθρέφτη. Όπως ο Κύπριος εικαστικός, έτσι κι ο Έλληνας συγγραφέας πολλές φορές θεωρεί τα ζητήματα τεχνικής 'τεχνικά ζητήματα'.
Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η εξοικείωση αυτών των συγγραφέων και εικαστικών με έργα άλλων ομοτέχνων τους είναι συνήθως περιορισμένη και -- κάποτε -- δευτερογενής. Όμως καμμιά περίληψη της Ιλιάδας ή του Μαγικού Βουνού δεν υποκαθιστά τα ίδια τα κείμενα και καμμιά αναπαραγωγή του Μαζάτσιο ή του Πόλλοκ δεν μπορεί να μορφώσει εικαστικά. Ενδεχομένως, αν οι Έλληνες συγγραφείς ήτανε πιο διαβασμένοι και οι Κύπριοι εικαστικοί πιο μουσειασμένοι και γκαλερισμένοι, να μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ελάχιστους αφορά η τέχνη χωρίς τεχνική βάσανο και το έργο που εξαντλείται στο μήνυμά του.
Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008
Το βίντεο που όλοι περιμέναμε...
... όσοι είμαστε μιας κάποιας ηλικίας.
Εξαιρετικά αφιερωμένο στον George Le Nonce, που το αναβίωσε δελφικώς τον Ιούλιο, μεταξύ γκασπάτσο και 32ου σκοτς.
Σημειώσεις: Το βίντεο είναι ε-ντυ-πω-σι-α-κό. Η χαρά του καμπ. Πάει καπάκι σε αυτό.
Από εδώ.
Τελικά ρε 'σεις, αυτή είναι όντως τρανς, ε; Έτσι λέγαμε στο σχολείο τότε... Πάντως ότι του φέρνει του Μικ Τζάγκερ, του φέρνει: στο τούτο.
Εξαιρετικά αφιερωμένο στον George Le Nonce, που το αναβίωσε δελφικώς τον Ιούλιο, μεταξύ γκασπάτσο και 32ου σκοτς.
Σημειώσεις: Το βίντεο είναι ε-ντυ-πω-σι-α-κό. Η χαρά του καμπ. Πάει καπάκι σε αυτό.
Από εδώ.
Τελικά ρε 'σεις, αυτή είναι όντως τρανς, ε; Έτσι λέγαμε στο σχολείο τότε... Πάντως ότι του φέρνει του Μικ Τζάγκερ, του φέρνει: στο τούτο.
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008
Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008
Μουσικές προσφορές (πάρε κόσμε)
Πρώτον, σας ξανανέβασα το Meu Mundo é Hoje, γιατί μου είχατε παραπονεθεί ότι είχατε προβλήματα με το rapidshare. Τώρα θα το βρείτε εδώ.
Δεύτερον, Nina Simone -- Feeling Good. Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει δύο χρήσεις: όταν είσαι πεσμένος, σε ανεβάζει, ενώ όταν είσαι ανεβασμένος, σε ανεβάζει λιγάκι παραπάνω και σε κάνει να αισθάνεσαι κάπως κοζμικά -- έχει και ελαφρές παραισθησιογόνες ιδιότητες αλλά είναι νόμιμο.
Τρίτον, ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Μπετόβεν, η Φαντασία σε ντο ελάσσονα για πιάνο, ορχήστρα και χορωδία, είναι ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια (πληροφορίες εδώ).
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008
Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008
Αντίο μπαζ
Άι σιχτίρ και με το μπαζ σας και με τα Ούρουκ-Χάι του (εξελιγμένα τρολλ) που τριγυρνάν εκεί μέσα και προσβάλλουνε κόσμο (όταν δεν κάνουν υπεροπτικά τάχα μου χαριτολογήματα).
Έχει και η υπομονή μου όρια. Άμα ήμουνα μαζόχα και ήθελα να με βρίζουνε, υπάρχουνε κι άλλοι τρόποι.
Έχει και η υπομονή μου όρια. Άμα ήμουνα μαζόχα και ήθελα να με βρίζουνε, υπάρχουνε κι άλλοι τρόποι.
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008
Σώσον Κύριε!
Sanctus, από τη Λειτουργία σε σι ύφεση ελάσσονα (μερσί, Μπερεκέτη) του Μπαχ, για μία φωνή αλλά για γερά νεύρα.
Εδώ σε μια κάπως πιο συντηρητική εκδοχή (εμένα μου αρέσει αυτή):
Εδώ σε μια κάπως πιο συντηρητική εκδοχή (εμένα μου αρέσει αυτή):
Μέρος του ευ ζην
Η πρώτη μου πραγματική επαφή με τον ορθό λόγο σαν σύστημα κατανόησης του κόσμου και οργάνωσης του δημόσιου βίου ήρθε στο πανεπιστήμιο. Αυτό μας λέει κάτι για το σχολείο, κάτι δυσάρεστο. Η επαφή αυτή συνέπεσε με τη συνάντησή μου με πέντε δασκάλους μου.
Η Πέπη Ρηγοπούλου μού έμαθε στο πρώτο έτος να βλέπω την τέχνη και τον κόσμο γύρω μου. Αντί να μας φουσκώσει τα μυαλά με Σημειολογία και άλλες παρόμοιες σολωμονικές, μάς έδινε αινίγματα, προβλήματα, κοάν, μικρές ιστορίες (από αυτήν λ.χ. πρωτοκατανόησα τον φαύλο κύκλο της Επανάστασης, όταν μας μίλησε για το Μύνστερ). Θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναεπικοινωνήσω μαζί της.
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης μού έμαθε πως ακόμα και σε κάτι τόσο, τόσο, τι να πω, ας πω αυθαίρετο, όπως η κλασσική φιλολογία, υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία κι ότι δεν μπορεί ο πασαένας να λέει με στόμφο ό,τι του έρχεται στην γκλάβα. Η κλασσική φιλολογία δεν ήτανε λοιπόν αυθαίρετη αρχαιοπληξία, η αυθαιρεσία βρισκόταν σε μερικούς έλληνες θεράποντές της. Ο Γιατρομανωλάκης, κάνοντάς με λιγάκι ρόμπα (ρωτήστε να σας πω) μου έμαθε επίσης τι είναι κάθαρση, το δε μάθημά του ήτανε πάντα θεαματικό: έτσι, ποτέ δε με εντυπωσίασαν οι αμερικάνοι σώουμεν της γνώσης, αφού ήδη είχα πέσει στη μαρμίτα του Γιατρομανωλάκη.
Ο Ι. Θ. Παπαδημητρίου, καθόλου σώουμαν αυτός, μου έμαθε να σέβομαι την έρευνα στις κλασσικές σπουδές ακόμα βαθύτερα. Μας έφερε κοντά στα σπαράγματα χειρογράφων και στα ανακριβή παραθέματα κάθε Αθήναιου, Διόδωρου Σικελιώτη και Στοβαίου που συνθέτουν την κουρελού των σωζόμενων κειμένων. Απομυθοποίησε τον αρχαίο ποιητή και το ποίημα εν μέρει γιατί μας έμαθε να κάνουμε κριτική έκδοση: κειμένων, ιδεών, απόψεων. Αν το μόττο εδώ είναι Νάφε και μέμνασο απιστείν οφείλεται κατά κάποιον τρόπο στον Παπαδημητρίου.
Η Άννα Τζούμα με οδήγησε σε κρίση στο δεύτερο έτος: μαρξίστρια νεομπαχτινική (αλλά και αστρολόγος -- αχ η ανθρώπινη φύση...), φορμαλίστρια αφηγηματολόγος, ανατίναξε μέσα σε περίπου σαράντα λεπτά ολόκληρο το μαγιλίκι και το ψάρωμα περί τη λογοτεχνία που ένα παιδί γραμματιζούμενο είκοσι ετών κουβαλάει στο κεφάλι του: "μην περνάτε την εξακτίνωση των νοημάτων, την πολυσημία, για μεταφυσική". Έτσι ξανάπιασα να βρω το γήτεμα της λογοτεχνίας ξανά από την αρχή, κυρίως διαβάζοντας Σολωμό.
Ο Γεράσιμος Χρυσάφης μού έμαθε ότι ο πανεπιστημιακός δάσκαλος είναι άνθρωπος: ούτε τοτέμ, ούτε μορμολύκειο, ούτε στάρετς Ζωσιμάς, ούτε -- βεβαίως -- αυθεντία (χάχαχαχαχαχαααααααααα). Απλώς, καμμιά φορά, είναι νηφάλιος και με χιούμορ, ξέρει και πέντε πράματα παραπάνω που είναι αφοσιωμένος στο να σου τα περάσει. Όπως εκείνος, δηλαδή.
Τους ευχαριστώ όλους, φυσικά.
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008
Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008
Not a lot of people know that
Η καλύτερη διασκευή του Psycho Killer. Καλύτερη κι από κείνη με την κότα που κακαρίζει αντί για το 'fafa fafafa fafafafa' (αθάνατοι στίχοι). Αντιγράφω από το σημείωμα που συνοδεύει το τραγούδι:
PSYCHO (1983, Αθήνα)
Οι Psycho δημιουργήθηκαν το 1981 από τον Στέφανο Κοτατή (Σύνθεση - φωνή - κρουστά).
1ος δίσκος 1982 - Montage Fatal (Warner)
Στέφανος Κοτατής : Φωνή
Ντόρα Αντωνιάδου : Πιάνο - φωνή
Σταμάτης Σπανουδάκης : Ενορχήστρωση - πλήκτρα - κιθάρες
υποκλιθείτε στην φωνή της Δώρας Αντωνιάδου!!!
Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008
Υπαρκτός σουρεαλισμός
Forwarded conversation
Subject: Γεια σου
------------------------
From: N K
Date: 2008/11/1
To: structure.dependence@gmail.com
Είσαι καλά;
Μπορείς μήπως να με βοηθήσεις να βρω δυο ιστολόγους;
Ν.
----------
From: Stephen Dedalus
Date: 2008/11/1
To: xxxxx@yahoo.gr
Ποιος είναι;
----------
From: N K
Date: 2008/11/2
To: Stephen Dedalus
Νίκο με λένε. Είσαι αρκετά δικτυωμένος ή ν' αποτανθώ αλλού;
----------
From: Stephen Dedalus
Date: 2008/11/4
To: xxxxx@yahoo.gr
Ν' αποταθείτε αλλού, Νίκο: είμαι μάλλον αδικτύωτος.
Σρ.
----------
From: N K
Date: 2008/11/4
To: Stephen Dedalus
Το κατάλαβα. Καλώς. Δεν πειράζει.
Subject: Γεια σου
------------------------
From: N K
Date: 2008/11/1
To: structure.dependence@gmail.com
Είσαι καλά;
Μπορείς μήπως να με βοηθήσεις να βρω δυο ιστολόγους;
Ν.
----------
From: Stephen Dedalus
Date: 2008/11/1
To: xxxxx@yahoo.gr
Ποιος είναι;
----------
From: N K
Date: 2008/11/2
To: Stephen Dedalus
Νίκο με λένε. Είσαι αρκετά δικτυωμένος ή ν' αποτανθώ αλλού;
----------
From: Stephen Dedalus
Date: 2008/11/4
To: xxxxx@yahoo.gr
Ν' αποταθείτε αλλού, Νίκο: είμαι μάλλον αδικτύωτος.
Σρ.
----------
From: N K
Date: 2008/11/4
To: Stephen Dedalus
Το κατάλαβα. Καλώς. Δεν πειράζει.
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
Don't mess with the Zohan, ρε
ή Το ντάρμα του Ρακάσα
Πάνω που πήγαινα να κοιμηθώ, μετά από μια βραδυά οινοποσίας και γενικότερης μοσχοβολένιας ευδαιμονίας, μπήκε ο τέτοιος μέσα μου ('I don't need to sell my soul, he's already in me', που έλεγε κι ο ύμνος της εφηβείας μας) και γραφω αυτό.
Πολλά πράματα τελικά είναι ζήτημα περικειμένου ('κόντεξτ', ντε). Αλλιώς γράφεις όταν εμπνέεσαι από και απαντάς (έστω κι έμμεσα) σε τσαχπίνηδες, ευγενικούς και ευφυείς συμπλογκάδες, αλλιώς σούρνεσαι κι αντιδικείς και ζοχαδιάζεσαι και μεμψιμοιρείς όταν κινδυνεύεις να σε ποδοπατήσουν κάθε λογής ιεροεξεταστές και γίδια, αφού αποπατήσουν πάνω σου.
Πάλι μεταμπλόγκινγκ, δηλαδή. Χάλια μαύρα, παρακμή. Θέμα έκθεσης:
Γιατί να γράφω λοιπόν.
Και κυρίως: μοναξιά. Ο alberich (γκουρού μου), δε γράφει γιατί -- λέει -- δεν ξέρει να γράφει. Από κει να καταλάβετε. Άλλοι δε γράφουν για άλλους λόγους.
Άμα δε διαβάζεις, τι να γράψεις;
Πραγματικά βαρέθηκα. Διάβαζα τη βαρεμάρα που βγάζουνε τα κείμενά μου των τελευταίων μηνών και με πιάνει, τι άλλο, βαρεμάρα. Μετά από 400-τόσα ποστ δεν έμεινε κανένας στο στενάκι όπου παίζαμε, μόνον κάτι ανώμαλοι που μας μπανίζουν και μουρμουράνε, κάτι θεοσκοτωμένα χαζά και τα συνήθη κωλόπαιδα που θέλουνε να μας βάλουνε τρικλοποδιά για να σκάσουμε πάνω στην άσφαλτο.
Πρέπει να πάψω να φιλοτιμούμαι και να γράφω ψυχαναγκαστικά κάθε τόσο, πρέπει να ακολουθήσω το ντάρμα του Ρακάσα: "στη χάση και στη φέξη". Άμα υπάρξει καμμιά συνταρακτική αφορμή. Άντε, να λινκάρω τίποτα βίντεο πού και πού.
Όποιος θέλει ολόκληρο το μυθιστόρημα, να μου γράψει. Υπόσχομαι να απαντάω στα ιμέιλ.
Πάνω που πήγαινα να κοιμηθώ, μετά από μια βραδυά οινοποσίας και γενικότερης μοσχοβολένιας ευδαιμονίας, μπήκε ο τέτοιος μέσα μου ('I don't need to sell my soul, he's already in me', που έλεγε κι ο ύμνος της εφηβείας μας) και γραφω αυτό.
Πολλά πράματα τελικά είναι ζήτημα περικειμένου ('κόντεξτ', ντε). Αλλιώς γράφεις όταν εμπνέεσαι από και απαντάς (έστω κι έμμεσα) σε τσαχπίνηδες, ευγενικούς και ευφυείς συμπλογκάδες, αλλιώς σούρνεσαι κι αντιδικείς και ζοχαδιάζεσαι και μεμψιμοιρείς όταν κινδυνεύεις να σε ποδοπατήσουν κάθε λογής ιεροεξεταστές και γίδια, αφού αποπατήσουν πάνω σου.
Πάλι μεταμπλόγκινγκ, δηλαδή. Χάλια μαύρα, παρακμή. Θέμα έκθεσης:
"Γιατί εγώ βαριέμαι πια να μπλογκάρω."Τα σώψυχά μου δεν είχα ποτέ σκοπό να τα απλώσω μπουγαδικώς, αυτά είναι για τους φίλους, όχι για τα φόρα. Όταν το κάνω, πρόκειται για σώψυχα τουλάχιστον δεκαετίας, α λα αρχεία Φόρεϊν Όφις. Αλλά κι αυτό έχει καταντήσει αηδία: χεστήκατε στο κάτω-κάτω για τη σχέση μου με τον Μπετόβεν ή για προπολεμικά γκομενικά μου. Η επικαιρότητα σχολιάζεται καλύτερα από άλλους, συνήθως επαγγελματίες. Τα σπάνια καλά κείμενα που βρίσκω ονλάιν (απέραντα πληκτικό έχει καταντήσει το ίντερνετ: θα φταίει η διεστραμμένα συναρπαστική ζωή μου και το, ακόμα πιο ανώμαλο, ανανεωμένο ενδιαφέρον μου για τη δουλειά...), τα μπαζάρω. Αρχιμάστωρ Νέστωρ να γράφω δυσνόητα αλλά διαστημικά κείμενα δεν είμαι. Για το Κυπριακό γράφουν άλλοι καλύτερα, εγώ πλέον το αντιμετωπίζω σαν κακόγουστο και κουρασμένο γκραν-γκινιόλ. Τεράστιες βεβαιότητες δε διαθέτω, ώστε να γράφω παιδαγωγικά, δημηγορικά και απολογητικά κείμενα. Όλα όσα βλέπω, διαβάζω, ακούω, θέλω πια να τα μηρυκάζομαι πρώτα. Για καιρό, καμμιά φορά.
Γιατί να γράφω λοιπόν.
Και κυρίως: μοναξιά. Ο alberich (γκουρού μου), δε γράφει γιατί -- λέει -- δεν ξέρει να γράφει. Από κει να καταλάβετε. Άλλοι δε γράφουν για άλλους λόγους.
Άμα δε διαβάζεις, τι να γράψεις;
Πραγματικά βαρέθηκα. Διάβαζα τη βαρεμάρα που βγάζουνε τα κείμενά μου των τελευταίων μηνών και με πιάνει, τι άλλο, βαρεμάρα. Μετά από 400-τόσα ποστ δεν έμεινε κανένας στο στενάκι όπου παίζαμε, μόνον κάτι ανώμαλοι που μας μπανίζουν και μουρμουράνε, κάτι θεοσκοτωμένα χαζά και τα συνήθη κωλόπαιδα που θέλουνε να μας βάλουνε τρικλοποδιά για να σκάσουμε πάνω στην άσφαλτο.
Πρέπει να πάψω να φιλοτιμούμαι και να γράφω ψυχαναγκαστικά κάθε τόσο, πρέπει να ακολουθήσω το ντάρμα του Ρακάσα: "στη χάση και στη φέξη". Άμα υπάρξει καμμιά συνταρακτική αφορμή. Άντε, να λινκάρω τίποτα βίντεο πού και πού.
Όποιος θέλει ολόκληρο το μυθιστόρημα, να μου γράψει. Υπόσχομαι να απαντάω στα ιμέιλ.
Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008
Προμόσχιον
Πρώτον, ανταποκρίνομαι στην πρόσκληση του Άμμου και παραθέτω σύντομο βιογραφικό μου:
Ο Σαρός Σραούσογλου γεννήθηκε δίπλα στην Κλειτορία Κορινθίας το 1579 από Γκαγκαούζα μητέρα και χασάπη πατέρα. Σπούδασε Γεωγραφία, Αμπάριζα, Ελληνική Τηλεοπτική Ιστορία και Ορθόδοξη Πνευματικότητα στο Πανεπιστήμιο της Ζωής. Μετά την (ομολογουμένως καθυστερημένη) μπαρ μίτσβα του στα 17, η οποία σημαδεύτηκε από οιωνούς, κυκλοφοριακή συμφόρηση και τέρατα, μαθήτευσε δίπλα σε μεγάλους Δασκάλους του Γένους στο ΙΕΚ Μεγάλης του Γένους Σχολής.Σας χαρίζω επίσης την επιγραμματικότερη ταινία: ποτέ τόσο πολύ νόημα δεν συμπυκνώθηκε σε τόσο μικρή χρονική διάρκεια. Βραβείο μοντάζ στο Φεστιβάλ Κυπαρισσίας 2008.
Σήμερα εργάζεται ως φούρναρης, ασφαλιστής και αγγειοπλάστης (πράγμα που συνεπάγεται ότι το πελώριο μουσικό ταλέντο του παραμένει εν πολλοίς αναξιοποίητο), ενώ η συμβολή του στο κοινωνικό σύνολο συνίσταται κυρίως στη συστηματική εκ μέρους του δωρεά οργάνων (ιδίως ευήκοων ώτων) καθώς και στην αφιλοκερδή αφοσίωσή του στην εξάσκηση της Ψυχοκατακλυσμικής Θεραπείας, η οποία του προσπόρισε αναρίθμητους εχθρούς, πλην όμως πάντα για το καλό τους, καθώς και την ανάλογη δόξα. Μέσα από το μπλογκ που διατηρεί επί τριετία και πλέον από κοινού με ένα ανύπαρκτο πρόσωπο αξιολογεί και διανέμει πορνογραφία για έφηβους και συνταξιούχους, πρωτότυπη και μεταφρασμένη.
Ο Σραούσογλου, ως πολύτεκνος πατέρας και ευαισθητοποιημένος σύζυγος έχει αναμιχθεί στα κοινά, κατεβαίνοντας με τη ΝΔ ως υποψήφιος καναλάρχης στην εκλογική περιφέρεια Υπολοίπου Λοκρίδος. Ινδάλμάτα του είναι ο δικηγόρος του, ο νευρολόγος του και ο Άγγλος πατέρας του. Στον ελεύθερο χρόνο του κοιμάται.
Ο ΣΣ είναι επίσης αποτυχημένος δημοσιογράφος, αποτυχημένος συγγραφέας, νευρικός εραστής και παρεξηγημένη μεγαλοφυία: ένας σύγχρονος Έλλην Εύρυμαν που ζητάει την ψήφο σας.
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008
Ένας φίλος από τα παλιά
Σκέφτομαι να γράψω γι' αυτόν εδώ και δυο μέρες αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Με τίποτα.
Τους πρώτους Κύπριους τους γνώρισα στην κατασκήνωση, όταν πήγαινα Γυμνάσιο. Καλά παιδιά αλλά λίγο χαμένα στο διάστημα: ό,τι και να τους έλεγες, σε κοιτούσαν με απέραντη απορία. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν απαραιτήτως χαζοί, ότι αυτή η χαύνη έκφραση ήταν απλώς κοινωνικό αντανακλαστικό (σαν τη συγκρουσιακή γαϊδουριά του Έλληνα).
Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα μερικούς ακόμα Κύπριους, αλλά αυτοί ήτανε μάλλον κουλ. Οι Κύπριες πάλι είχανε μια μονίμως κουτόξινη έκφραση στη μάπα τους. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι δεν οφειλόταν στην απουσία φτηνής και καλής αισθητικού στην Αθήνα και υποψήφιου γαμπρού στη Σχολή, ότι αυτή η κουτόξινη έκφραση καλύπτει σαν φερετζές το αρχοντοχωριάτικο κενό και -- κυρίως -- τις πιέσεις και άγχη του να είσαι γυναίκα στη Μεγαλόνησο (σαν την κομφορμιστική μαγκιά της Ελληνίδας).
Μεταφερόμαστε στο έτος 1992. Ο κολλητός θέλει να μου γνωρίσει έναν συμφοιτητή του, αυτόν του οποίου το όνομα δεν μπορώ να θυμηθώ. Έμενε στη φοιτητική εστία στου Ζωγράφου. Για μένα αυτός ο μπρουταλιστικός μονόλιθος ήτανε μια τεράστια μεταφορά για την ελευθερία της φοιτητικής ζωής (είχα την ατυχία να βγάλω πτυχίο από το σπίτι των γονέων μου). Έτσι, όταν πρωτομπήκα στο δωμάτιό του σχεδόν συγκινήθηκα: a room of one's own! Ανεξαρτησία. Αυτοπροσδιορισμός. Αυτοδιάθεση. Η θέα από το παράθυρο (κάτι κτήρια του Πολυτεχνείου και ολίγη από Υμηττό) μου φαινόταν κάδρο που απεικόνιζε την ελευθερία να οδηγεί τους φοιτητές.
Λοιπόν, αυτός ο τύπος ήταν Κύπριος. Ούτε φυσιογνωμικά, ούτε από άποψη συμπεριφοράς θύμιζε Κύπριο -- μόνον από την προφορά βεβαιωνόσουν (τότε μου άρεσε πολύ ο τρόπος που μιλάν, αλλά κανείς δεν έστεργε να μου τα μάθει τα κυπραίικα). Τόσα χρόνια μετά, και τόσα χρόνια στην Κύπρο, δε γνώρισα άνθρωπο να μου τον θυμίζει. Τον θυμάμαι ολοκάθαρα κι ας μου διαφεύγει το όνομα.
Το δωμάτιό του είχε κάτι φωτογραφίες της Βουγιουκλάκη κολλημένες στον τοίχο, ποικιλία από σλόγκαν καλλιγραφημένα στο χέρι και μια φωτογραφία κάποιου μοναστηριού μέσα σε πυκνό δάσος, μάλλον ο Μαχαιράς ήταν. Αυτή η τελευταία εικόνα εγκαταστάθηκε στο υποσυνείδητό μου ως μια αρχετυπική εικόνα της ορεινής Κύπρου, όπου το χειμώνα κάνουν σκι και το καλοκαίρι χρειάζεσαι ζακέτα τη νύχτα. Παραπλανητική ή, έστω, καθόλου αρχετυπική η εικόνα, αλλά το 1992 δεν το ήξερα αυτό.
Μας έλεγε λοιπόν αστείες ιστορίες από τον στρατό, του οποίου τους 26 μήνες είχε αισίως ολοκληρώσει πρόσφατα. Μας έλεγε αστείες ιστορίες από το προηγούμενο εξάμηνό του (το πρώτο) στην Αρχιτεκτονική του δοξασμένου ΕΜΠ. Μας έφτιαχνε τσάγια. Δε μίλαγε για γκόμενες, αλλά στο μεταξύ είχα συναγάγει ότι οι Κύπριοι είναι έτσι πολύ ντροπαλοί και συνεσταλμένοι, οπότε δεν έδωσα σημασία. Μας έλεγε για το κανάλι της Εκκλησίας της Κύπρου κι εμείς ρωτούσαμε τι ταινίες δείχνει. Μας έλεγε ιστορίες του χωριού. Μας έλεγε για την αναγέννηση του Αγίου Όρους.
Ευχάριστη παρέα λοιπόν. Εγώ επιδίωκα να πηγαίνω στο δωμάτιό του, που έμοιαζε σαν κελλί, είναι η αλήθεια, όποτε περνούσα από του Ζωγράφου για να βλέπω λιγάκι πώς είναι το σκηνικό και, κυρίως, ο βιωμένος χώρος της ελεύθερης φοιτητικής ζωής, του ενός τηλεφώνου ανά 30 άτομα, της ελευθερίας να αισθάνεσαι ερωτοχτυπημένος και χάλια και να μην ανησυχεί κανένας μα κανένας.
Μετά ήρθε το καλοκαίρι και οι διακοπές.
Το φθινόπωρο ο κολλητός μου μού είπε ότι το παιδί που δε θυμάμαι το όνομά του είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε στη γραμματεία της Σχολής του, έψαξε, ξαναρώτησε: είχε εξαφανιστεί. Με τα πολλά, κάποιοι άλλοι Κύπριοι του είπαν ότι είχε φύγει για το Άγιον Όρος. Μάλλον παρά τη θέληση των γονιών του. Είχε πάει να συμβάλει στην προσπάθεια πνευματικής αναγέννησης του Άθω. Πιο συγκεκριμένα, θα εντασσόταν στη 'συνοδεία' ενός καινούργιου δυναμικού ηγούμενου, ο οποίος με μια ομάδα Κύπριων μοναχών πρόσφατα είχε αφιχθεί στο Βατοπέδι.
Τους πρώτους Κύπριους τους γνώρισα στην κατασκήνωση, όταν πήγαινα Γυμνάσιο. Καλά παιδιά αλλά λίγο χαμένα στο διάστημα: ό,τι και να τους έλεγες, σε κοιτούσαν με απέραντη απορία. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν απαραιτήτως χαζοί, ότι αυτή η χαύνη έκφραση ήταν απλώς κοινωνικό αντανακλαστικό (σαν τη συγκρουσιακή γαϊδουριά του Έλληνα).
Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα μερικούς ακόμα Κύπριους, αλλά αυτοί ήτανε μάλλον κουλ. Οι Κύπριες πάλι είχανε μια μονίμως κουτόξινη έκφραση στη μάπα τους. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι δεν οφειλόταν στην απουσία φτηνής και καλής αισθητικού στην Αθήνα και υποψήφιου γαμπρού στη Σχολή, ότι αυτή η κουτόξινη έκφραση καλύπτει σαν φερετζές το αρχοντοχωριάτικο κενό και -- κυρίως -- τις πιέσεις και άγχη του να είσαι γυναίκα στη Μεγαλόνησο (σαν την κομφορμιστική μαγκιά της Ελληνίδας).
Μεταφερόμαστε στο έτος 1992. Ο κολλητός θέλει να μου γνωρίσει έναν συμφοιτητή του, αυτόν του οποίου το όνομα δεν μπορώ να θυμηθώ. Έμενε στη φοιτητική εστία στου Ζωγράφου. Για μένα αυτός ο μπρουταλιστικός μονόλιθος ήτανε μια τεράστια μεταφορά για την ελευθερία της φοιτητικής ζωής (είχα την ατυχία να βγάλω πτυχίο από το σπίτι των γονέων μου). Έτσι, όταν πρωτομπήκα στο δωμάτιό του σχεδόν συγκινήθηκα: a room of one's own! Ανεξαρτησία. Αυτοπροσδιορισμός. Αυτοδιάθεση. Η θέα από το παράθυρο (κάτι κτήρια του Πολυτεχνείου και ολίγη από Υμηττό) μου φαινόταν κάδρο που απεικόνιζε την ελευθερία να οδηγεί τους φοιτητές.
Λοιπόν, αυτός ο τύπος ήταν Κύπριος. Ούτε φυσιογνωμικά, ούτε από άποψη συμπεριφοράς θύμιζε Κύπριο -- μόνον από την προφορά βεβαιωνόσουν (τότε μου άρεσε πολύ ο τρόπος που μιλάν, αλλά κανείς δεν έστεργε να μου τα μάθει τα κυπραίικα). Τόσα χρόνια μετά, και τόσα χρόνια στην Κύπρο, δε γνώρισα άνθρωπο να μου τον θυμίζει. Τον θυμάμαι ολοκάθαρα κι ας μου διαφεύγει το όνομα.
Το δωμάτιό του είχε κάτι φωτογραφίες της Βουγιουκλάκη κολλημένες στον τοίχο, ποικιλία από σλόγκαν καλλιγραφημένα στο χέρι και μια φωτογραφία κάποιου μοναστηριού μέσα σε πυκνό δάσος, μάλλον ο Μαχαιράς ήταν. Αυτή η τελευταία εικόνα εγκαταστάθηκε στο υποσυνείδητό μου ως μια αρχετυπική εικόνα της ορεινής Κύπρου, όπου το χειμώνα κάνουν σκι και το καλοκαίρι χρειάζεσαι ζακέτα τη νύχτα. Παραπλανητική ή, έστω, καθόλου αρχετυπική η εικόνα, αλλά το 1992 δεν το ήξερα αυτό.
Μας έλεγε λοιπόν αστείες ιστορίες από τον στρατό, του οποίου τους 26 μήνες είχε αισίως ολοκληρώσει πρόσφατα. Μας έλεγε αστείες ιστορίες από το προηγούμενο εξάμηνό του (το πρώτο) στην Αρχιτεκτονική του δοξασμένου ΕΜΠ. Μας έφτιαχνε τσάγια. Δε μίλαγε για γκόμενες, αλλά στο μεταξύ είχα συναγάγει ότι οι Κύπριοι είναι έτσι πολύ ντροπαλοί και συνεσταλμένοι, οπότε δεν έδωσα σημασία. Μας έλεγε για το κανάλι της Εκκλησίας της Κύπρου κι εμείς ρωτούσαμε τι ταινίες δείχνει. Μας έλεγε ιστορίες του χωριού. Μας έλεγε για την αναγέννηση του Αγίου Όρους.
Ευχάριστη παρέα λοιπόν. Εγώ επιδίωκα να πηγαίνω στο δωμάτιό του, που έμοιαζε σαν κελλί, είναι η αλήθεια, όποτε περνούσα από του Ζωγράφου για να βλέπω λιγάκι πώς είναι το σκηνικό και, κυρίως, ο βιωμένος χώρος της ελεύθερης φοιτητικής ζωής, του ενός τηλεφώνου ανά 30 άτομα, της ελευθερίας να αισθάνεσαι ερωτοχτυπημένος και χάλια και να μην ανησυχεί κανένας μα κανένας.
Μετά ήρθε το καλοκαίρι και οι διακοπές.
Το φθινόπωρο ο κολλητός μου μού είπε ότι το παιδί που δε θυμάμαι το όνομά του είχε εξαφανιστεί. Ρώτησε στη γραμματεία της Σχολής του, έψαξε, ξαναρώτησε: είχε εξαφανιστεί. Με τα πολλά, κάποιοι άλλοι Κύπριοι του είπαν ότι είχε φύγει για το Άγιον Όρος. Μάλλον παρά τη θέληση των γονιών του. Είχε πάει να συμβάλει στην προσπάθεια πνευματικής αναγέννησης του Άθω. Πιο συγκεκριμένα, θα εντασσόταν στη 'συνοδεία' ενός καινούργιου δυναμικού ηγούμενου, ο οποίος με μια ομάδα Κύπριων μοναχών πρόσφατα είχε αφιχθεί στο Βατοπέδι.
Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008
John Stuart Mill
Ένα συγκλονιστικό κείμενο για τον John Stuart Mill. Είναι μεγάλο αλλά αξίζει να διαβαστεί ολόκληρο.
Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008
Cyprus meze
στον Τάλω (εικονιζόμενο) ντεπασσέ αφηγητή και πολυπράγμονα μάστορα ζεύξεων
Ο λόγος για τον οποίο ασχολούμαι με το Κυπριακό (αυτό είναι το έβδομο ποστ μέσα σε τριάμισυ χρόνια) είναι ο τραγελαφικός χαρακτήρας του. Θυμίζει σε πολλά το σενάριο της ταινίας Carlton-Browne of the F.O. (και καθόλου τυχαία): οι σκηνές μάλιστα όπου συζητιέται στα Ηνωμένα Έθνη η περίπτωση της διχοτόμησης (γκουχ) της νήσου Γκαϊλάρντια είναι βγαλμένες μέσα από τη ζωή και με έχουν σημαδέψει (την ταινία την είδα όταν ήμουν 13 και ξαναβρήκα πληροφορίες γι' αυτήν μόλις απόψε). Φυσικά, αντίθετα με τη μακεδονική οπερέτα, τουλάχιστον στη μετά το 1992 μορφή της, το Κυπριακό έχει γίνει αφορμή πραγματικού πόνου, απώλειας και δυστυχίας, καταστροφής, θανάτου, ψυχολογικών τραυμάτων.
Ο δεύτερος λόγος που ασχολούμαι ακόμα είναι ότι, κατά βάθος, είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο ξεκάθαρο κι ευκολοεπίλυτο από άλλα πολυπλοκότερα -- τα οποία, αν δεν έχουνε διευθετηθεί τελείως, τουλάχιστον βρίσκονται σε μια πορεία επίλυσης και σε θεσμικές διαδικασίες κατά τις οποίες οι "εχθροί" εκόντες-άκοντες συνεργάζονται και συγκυβερνούν. Δειγματοληπτικά αναφέρω την Ανατολική Τιμόρ, τον Λίβανο και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. "Μα θα κάνουμε την Κύπρο Λίβανο;" Όχι, άλλωστε δε γίνεται. Όπως έλεγε ο Τσόμσκυς στην προπέρσινη επίσκεψή του στην Κύπρο: "Εκεί είναι πραγματικά δύσκολα τα πράγματα: έχουν 12 πλευρές κι όλες τρώγονται μεταξύ τους -- εδώ οι πλευρές είναι μόνο δύο." Δείτε τα κι εδώ, κάτω από την επικεφαλίδα "Menelaos Hadjicostis interviews Noam Chomsky" (και να μην ακούω γελάκια στη γαλαρία με τα σχόλια του κου Χατζηκωστή, γάιδαροι, ε γάιδαροι!).
Ο τρίτος λόγος είναι επικαιρικός. Οι διαπραγματεύσεις, που αυτή τη φορά ξεκίνησαν από τα ουσιώδη, το πολίτευμα δηλαδή, μάλλον κόλλησαν. Κανονικά όμως. Οι Τουρκοκύπριοι ζητούν ισχυρά συνιστώντα κρατίδια (σε βαθμό παραλογισμού) και χαλαρή κεντρική κυβέρνηση. Οι Ελληνοκύπριοι θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση.
Το πρώτο ζήτημα είναι ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν ξέρουν γιατί θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση: σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα με δύο νομοθετικά σώματα (ένα 50-50 κι ένα 70-30 με πιθανές ενίσχυμενες πλειοψηφίες), ισχυρή κεντρική κυβέρνηση σημαίνει ότι οι Τουρκοκύπριοι θα έχουνε λόγο σε ένα σωρό ζητήματα τα οποία (κατά βάση) θα αφορούν τους Ελληνοκύπριους...
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το ότι, από τη στιγμή που βάλαμε το Σχέδιο Ανάν στο κιβούρι (ευτυχώς πρόλαβα να κατεβάσω και να σώσω όλα τα έγγραφα από το σάιτ που είχανε φτιάξει τα Ηνωμένα Έθνη προτού τα εξαφανίσουνε -- άμα τα θέλετε, πείτε), το οποίο προέβλεπε ισχυρή κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι Τουρκοκύπριοι μπορούνε τώρα να ζητάνε ό,τι θένε. Το δικαίωμα στην απόσχιση δε θα το έχουν (όπως ξεκαθάρισε η ΕΕ στους νταβραντισμένους Φλαμανδούς: "άμα θέλετε κράτος, θα πρέπει να κάνετε εκ νέου αίτηση για ένταξη στην Ένωση"), οπότε τώρα ό,τι κληρώσει γι' αυτούς, πριν (επαν)ενταχθούν στο κοινό κράτος.
Η ειρωνεία είναι ότι επί του προηγούμενου Τουρμάρχη της Κύπρου, του βραχνού δακρυροούντος και Μεγάλου Πατριώτη, είχε τρελή πέραση "το δόγμα πως μόνο μία παρελκυστική πολιτική (βλέπε τακτική Ντενκτάς) θα τελεσφορούσε, και μάλιστα στη μετά την ένταξη εποχή. Ο [θε-μου-σχώρα-με] είχε δηλώσει πως πολλές ευκαιρίες για λύση θα εμφανίζονταν, και πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2004. Όταν του το υπενθύμισαν (μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2004), αρνήθηκε πως είχε ποτέ δηλώσει κάτι τέτοιο. Εάν αντέχετε, δείτε και το δακρύβρεχτο διάγγελμά του εν προκειμένω και σχηματίστε εσείς γνώμη".
Νομίζω ότι πλέον οι συνθήκες καταδεικνύουν αυτό που φοβούνται έκτοτε πολλοί: ότι οποιαδήποτε λύση από το Σχέδιο Ανάν και μετά, έστω κι έτσι όπως είχε καταντήσει από την άρνηση του Τουρμάρχη να το διαπραγματευτεί, θα είναι σαφώς δυσμενέστερή του. Βεβαίως, ο Χριστόφιας δε φαίνεται να τον συμμερίστηκε ποτέ αυτόν τον φόβο. Τώρα έχει εντολή και την ευκαιρία να μας βγάλει ψεύτες. Η Παναγιά κι η Ουμ-Χαράμ να δώσουν. Αμήν.
Ο λόγος για τον οποίο ασχολούμαι με το Κυπριακό (αυτό είναι το έβδομο ποστ μέσα σε τριάμισυ χρόνια) είναι ο τραγελαφικός χαρακτήρας του. Θυμίζει σε πολλά το σενάριο της ταινίας Carlton-Browne of the F.O. (και καθόλου τυχαία): οι σκηνές μάλιστα όπου συζητιέται στα Ηνωμένα Έθνη η περίπτωση της διχοτόμησης (γκουχ) της νήσου Γκαϊλάρντια είναι βγαλμένες μέσα από τη ζωή και με έχουν σημαδέψει (την ταινία την είδα όταν ήμουν 13 και ξαναβρήκα πληροφορίες γι' αυτήν μόλις απόψε). Φυσικά, αντίθετα με τη μακεδονική οπερέτα, τουλάχιστον στη μετά το 1992 μορφή της, το Κυπριακό έχει γίνει αφορμή πραγματικού πόνου, απώλειας και δυστυχίας, καταστροφής, θανάτου, ψυχολογικών τραυμάτων.
Ο δεύτερος λόγος που ασχολούμαι ακόμα είναι ότι, κατά βάθος, είναι ένα πρόβλημα πολύ πιο ξεκάθαρο κι ευκολοεπίλυτο από άλλα πολυπλοκότερα -- τα οποία, αν δεν έχουνε διευθετηθεί τελείως, τουλάχιστον βρίσκονται σε μια πορεία επίλυσης και σε θεσμικές διαδικασίες κατά τις οποίες οι "εχθροί" εκόντες-άκοντες συνεργάζονται και συγκυβερνούν. Δειγματοληπτικά αναφέρω την Ανατολική Τιμόρ, τον Λίβανο και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. "Μα θα κάνουμε την Κύπρο Λίβανο;" Όχι, άλλωστε δε γίνεται. Όπως έλεγε ο Τσόμσκυς στην προπέρσινη επίσκεψή του στην Κύπρο: "Εκεί είναι πραγματικά δύσκολα τα πράγματα: έχουν 12 πλευρές κι όλες τρώγονται μεταξύ τους -- εδώ οι πλευρές είναι μόνο δύο." Δείτε τα κι εδώ, κάτω από την επικεφαλίδα "Menelaos Hadjicostis interviews Noam Chomsky" (και να μην ακούω γελάκια στη γαλαρία με τα σχόλια του κου Χατζηκωστή, γάιδαροι, ε γάιδαροι!).
Ο τρίτος λόγος είναι επικαιρικός. Οι διαπραγματεύσεις, που αυτή τη φορά ξεκίνησαν από τα ουσιώδη, το πολίτευμα δηλαδή, μάλλον κόλλησαν. Κανονικά όμως. Οι Τουρκοκύπριοι ζητούν ισχυρά συνιστώντα κρατίδια (σε βαθμό παραλογισμού) και χαλαρή κεντρική κυβέρνηση. Οι Ελληνοκύπριοι θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση.
Το πρώτο ζήτημα είναι ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν ξέρουν γιατί θέλουν ισχυρή κεντρική κυβέρνηση: σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα με δύο νομοθετικά σώματα (ένα 50-50 κι ένα 70-30 με πιθανές ενίσχυμενες πλειοψηφίες), ισχυρή κεντρική κυβέρνηση σημαίνει ότι οι Τουρκοκύπριοι θα έχουνε λόγο σε ένα σωρό ζητήματα τα οποία (κατά βάση) θα αφορούν τους Ελληνοκύπριους...
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το ότι, από τη στιγμή που βάλαμε το Σχέδιο Ανάν στο κιβούρι (ευτυχώς πρόλαβα να κατεβάσω και να σώσω όλα τα έγγραφα από το σάιτ που είχανε φτιάξει τα Ηνωμένα Έθνη προτού τα εξαφανίσουνε -- άμα τα θέλετε, πείτε), το οποίο προέβλεπε ισχυρή κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι Τουρκοκύπριοι μπορούνε τώρα να ζητάνε ό,τι θένε. Το δικαίωμα στην απόσχιση δε θα το έχουν (όπως ξεκαθάρισε η ΕΕ στους νταβραντισμένους Φλαμανδούς: "άμα θέλετε κράτος, θα πρέπει να κάνετε εκ νέου αίτηση για ένταξη στην Ένωση"), οπότε τώρα ό,τι κληρώσει γι' αυτούς, πριν (επαν)ενταχθούν στο κοινό κράτος.
Η ειρωνεία είναι ότι επί του προηγούμενου Τουρμάρχη της Κύπρου, του βραχνού δακρυροούντος και Μεγάλου Πατριώτη, είχε τρελή πέραση "το δόγμα πως μόνο μία παρελκυστική πολιτική (βλέπε τακτική Ντενκτάς) θα τελεσφορούσε, και μάλιστα στη μετά την ένταξη εποχή. Ο [θε-μου-σχώρα-με] είχε δηλώσει πως πολλές ευκαιρίες για λύση θα εμφανίζονταν, και πριν τις 17 Δεκεμβρίου 2004. Όταν του το υπενθύμισαν (μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2004), αρνήθηκε πως είχε ποτέ δηλώσει κάτι τέτοιο. Εάν αντέχετε, δείτε και το δακρύβρεχτο διάγγελμά του εν προκειμένω και σχηματίστε εσείς γνώμη".
Νομίζω ότι πλέον οι συνθήκες καταδεικνύουν αυτό που φοβούνται έκτοτε πολλοί: ότι οποιαδήποτε λύση από το Σχέδιο Ανάν και μετά, έστω κι έτσι όπως είχε καταντήσει από την άρνηση του Τουρμάρχη να το διαπραγματευτεί, θα είναι σαφώς δυσμενέστερή του. Βεβαίως, ο Χριστόφιας δε φαίνεται να τον συμμερίστηκε ποτέ αυτόν τον φόβο. Τώρα έχει εντολή και την ευκαιρία να μας βγάλει ψεύτες. Η Παναγιά κι η Ουμ-Χαράμ να δώσουν. Αμήν.
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008
Μουσική στον δρόμο
Δε μου αρέσει να οδηγάω, όμως αυτό το σαββατοκύριακο έγινα ταξί. Για τις διαδρομές στον αυτοκινητόδρομο πήρα μαζί μου μπόλικη μουσική. Άκουσα ξανά τα χάλκινα πνευστά του τρίτου μέρους της Ποιμενικής, κανονικά ουράνια τεντζερέδια, στον δρόμο για το λάιβ της Ute Lemper. Μετά άκουσα την Πέμπτη του Σούμπερτ, την οποία δεν είχα προσέξει πριν, αφού το ρεπερτόριό μου ως ακροατή δεν έχει επεκταθεί σοβαρά από τον καιρό που άκουγα στη ζούλα τις κλασσικές κασέτες (χρωμίου, παρακαλώ) από τη συλλογή του πατέρα μου. Μόνη, ίσως, εξαίρεση ο Μπαχ.
Σκεφτόμουν αυτούς που λένε ότι ακούνε "κλασσική μουσική" για να χαλαρώσουν και να ηρεμήσουν, μάλιστα αυτή είναι η βασική λειτουργία του βρετανικού σταθμού εθνικής εμβέλειας Classic FM. Σαφώς υπάρχει παλιότερη μουσική που χαλαρώνει κι ηρεμεί, πολλή από αυτή τη μουσική γράφτηκε ακριβώς για να χωνεύει ευχάριστα ο Λουδοβίκος ΙΔ' (Lully), κάτι Βενετσιάνοι (Vivaldi), Εγγλέζοι βασιλέδες (κάποιες παραγγελίες του Haendel), οι Εστερχάζηδες (Haydn), ο Πρίγκηπας-Αρχιεπίσκοπος του Ζάλτσμπουργκ (Mozart, μέχρι που τον μούτζωσε) -- κτλ.
Όμως γιατί να καταφύγω σε 'χαλαρωτική' μουσική 200 και 400 ετών, όταν υπάρχει η Sade και η σύγχρονη αφρώδης ποπ; Πάντοτε πίστευα ότι, άμα κάνεις τον κόπο να εναντιοδρομήσεις μέσα σε τόσους αιώνες μουσική ιστορία, καλά θα κάνει να αξίζει τον κόπο. Για απλή χαλάρωση, η χρήση όπερας του Μοντεβέρντι ή τραγουδιών του Μέντελσον σαν να είναι μουσική ασανσέρ ή παπαριά του Brian Eno δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Υπάρχουν νεώτερες, ευληπτότερες (για εμάς του 2008) και χαλαρωτικότερες μουσικές.
Μετά την παράσταση-ρεσιτάλ-διάλεξη της Ute Lemper και την καλή παρέα μιας φίλης, μπήκα στο αμάξι κατά τις μιάμιση για να κάνω τα 80 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι. Ήξερα ότι θα βαριέμαι, ότι θα είναι άδειος ο αυτοκινητόδορομος, ότι ίσως με πιάσει ένας τόσος δα νυσταγμός, οπότε Μπετόβεν και πάλι, Ενάτη. Χτες ήτανε μια καθαρά γερμανική μέρα, δηλαδή.
Καθώς άκουγα το σκέρτσο ονειροπολούσα. Σκεφτόμουνα σε λάιβ ποιανού συγκροτήματος θα ήθελα να μπορούσα να έχω πάει. Σκέφτηκα τα προφανή: Beatles, Stones (αν και, να 'ναι γεροί οι άνθρωποι, έχουν ακόμα ολόκληρη τη ζωή μπροστά τους), Bowie γύρω στα 1979, λ.χ. (πάντως το 2002 τα εισιτήρια για τη συναυλία του στο δικό του Meltdown στο Λονδίνο εξαντλήθηκαν σε 15 λεπτά).
Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, και εν μέρει λόγω και της μουσικής που έπαιζε, σκέφτηκα πως θα ήθελα να είμαι στην πρεμιέρα της Ενάτης. Θα είχα πάει από νωρίς, όπως πάντα. Θα είχα ακούσει όλες τις φήμες και θα τις είχα φιλτράρει, λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικά.
Η συναυλία θα ξεκινούσε με τη Missa Solemnis. Ο συνθέτης θα έκανε ότι διευθύνει, ενώ στην πραγματικότητα οι μουσικοί και η χορωδία θα ακολουθούσαν τον άλλο μαέστρο. Μετά το Kyrie, που σου πιάνει την ψυχή και σου τη στίβει και την απλώνει στους αναξιόπιστους αέρηδες της αιωνιότητας, δε θα ακολουθούσε το Benedictus και το εξωπραγματικό σόλο βιολί του, που είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στον Παράδεισο (αν εξαιρέσεις την Αγάπη): εκείνη τη βραδιά έπαιξαν μόνο τα τρία πρώτα μέρη της Missa.
Μετά θα άρχιζε αυτό το ακατονόητο πράμα, με τις μετρημένες αλλά αψυχολόγητες εκρήξεις του -- κι εκείνο το απροσδόκητο πένθιμο εμβατήριο των 40 δευτερολέπτων στο τέλος του πρώτου μέρους, με το σκέρτσο που νομίζεις πως θα ταλαντώνεται ατέρμονα μεταξύ της περίπτυξης και της ενατένισης -- ώσπου τερματίζει απότομα με ένα κλείσιμο του ματιού, με το λυρικότερο αργό μέρος που έγραψε ποτέ ο Μαέστρο, με την έκπληξη να βλέπεις να ξανασηκώνονται οι τραγουδιστές μετά από πέντε-έξι λεπτά αφού ξεκινήσει το τέταρτο μέρος, για να σου πούνε κάτι που είναι λίγο επαναστατικό τραγουδάκι (λένε ότι αντί για 'Freude, schöner Götterfunken' τραγουδούσαν πολλάκις 'Freiheit, schöner Götterfunken'), λίγο άθρησκος ψαλμός, λίγο παιάνας όλο χαοτικά κοσμογονικές αρμονίες, λίγο τραγουδάκι της τάβλας.
Μετά η αποθέωση. Θα χειροκροτούσα όπως πάντοτε όταν είμαι εκστασιασμένος με τη μουσική: όρθιος, χαμογελώντας κάπως σφιγμένα, με τα χέρια να χειροκροτούν λίγο πιο ψηλά από το ύψος των ματιών και των αυτιών.
Σκεφτόμουν αυτούς που λένε ότι ακούνε "κλασσική μουσική" για να χαλαρώσουν και να ηρεμήσουν, μάλιστα αυτή είναι η βασική λειτουργία του βρετανικού σταθμού εθνικής εμβέλειας Classic FM. Σαφώς υπάρχει παλιότερη μουσική που χαλαρώνει κι ηρεμεί, πολλή από αυτή τη μουσική γράφτηκε ακριβώς για να χωνεύει ευχάριστα ο Λουδοβίκος ΙΔ' (Lully), κάτι Βενετσιάνοι (Vivaldi), Εγγλέζοι βασιλέδες (κάποιες παραγγελίες του Haendel), οι Εστερχάζηδες (Haydn), ο Πρίγκηπας-Αρχιεπίσκοπος του Ζάλτσμπουργκ (Mozart, μέχρι που τον μούτζωσε) -- κτλ.
Όμως γιατί να καταφύγω σε 'χαλαρωτική' μουσική 200 και 400 ετών, όταν υπάρχει η Sade και η σύγχρονη αφρώδης ποπ; Πάντοτε πίστευα ότι, άμα κάνεις τον κόπο να εναντιοδρομήσεις μέσα σε τόσους αιώνες μουσική ιστορία, καλά θα κάνει να αξίζει τον κόπο. Για απλή χαλάρωση, η χρήση όπερας του Μοντεβέρντι ή τραγουδιών του Μέντελσον σαν να είναι μουσική ασανσέρ ή παπαριά του Brian Eno δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Υπάρχουν νεώτερες, ευληπτότερες (για εμάς του 2008) και χαλαρωτικότερες μουσικές.
Μετά την παράσταση-ρεσιτάλ-διάλεξη της Ute Lemper και την καλή παρέα μιας φίλης, μπήκα στο αμάξι κατά τις μιάμιση για να κάνω τα 80 χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι. Ήξερα ότι θα βαριέμαι, ότι θα είναι άδειος ο αυτοκινητόδορομος, ότι ίσως με πιάσει ένας τόσος δα νυσταγμός, οπότε Μπετόβεν και πάλι, Ενάτη. Χτες ήτανε μια καθαρά γερμανική μέρα, δηλαδή.
Καθώς άκουγα το σκέρτσο ονειροπολούσα. Σκεφτόμουνα σε λάιβ ποιανού συγκροτήματος θα ήθελα να μπορούσα να έχω πάει. Σκέφτηκα τα προφανή: Beatles, Stones (αν και, να 'ναι γεροί οι άνθρωποι, έχουν ακόμα ολόκληρη τη ζωή μπροστά τους), Bowie γύρω στα 1979, λ.χ. (πάντως το 2002 τα εισιτήρια για τη συναυλία του στο δικό του Meltdown στο Λονδίνο εξαντλήθηκαν σε 15 λεπτά).
Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, και εν μέρει λόγω και της μουσικής που έπαιζε, σκέφτηκα πως θα ήθελα να είμαι στην πρεμιέρα της Ενάτης. Θα είχα πάει από νωρίς, όπως πάντα. Θα είχα ακούσει όλες τις φήμες και θα τις είχα φιλτράρει, λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικά.
Η συναυλία θα ξεκινούσε με τη Missa Solemnis. Ο συνθέτης θα έκανε ότι διευθύνει, ενώ στην πραγματικότητα οι μουσικοί και η χορωδία θα ακολουθούσαν τον άλλο μαέστρο. Μετά το Kyrie, που σου πιάνει την ψυχή και σου τη στίβει και την απλώνει στους αναξιόπιστους αέρηδες της αιωνιότητας, δε θα ακολουθούσε το Benedictus και το εξωπραγματικό σόλο βιολί του, που είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στον Παράδεισο (αν εξαιρέσεις την Αγάπη): εκείνη τη βραδιά έπαιξαν μόνο τα τρία πρώτα μέρη της Missa.
Μετά θα άρχιζε αυτό το ακατονόητο πράμα, με τις μετρημένες αλλά αψυχολόγητες εκρήξεις του -- κι εκείνο το απροσδόκητο πένθιμο εμβατήριο των 40 δευτερολέπτων στο τέλος του πρώτου μέρους, με το σκέρτσο που νομίζεις πως θα ταλαντώνεται ατέρμονα μεταξύ της περίπτυξης και της ενατένισης -- ώσπου τερματίζει απότομα με ένα κλείσιμο του ματιού, με το λυρικότερο αργό μέρος που έγραψε ποτέ ο Μαέστρο, με την έκπληξη να βλέπεις να ξανασηκώνονται οι τραγουδιστές μετά από πέντε-έξι λεπτά αφού ξεκινήσει το τέταρτο μέρος, για να σου πούνε κάτι που είναι λίγο επαναστατικό τραγουδάκι (λένε ότι αντί για 'Freude, schöner Götterfunken' τραγουδούσαν πολλάκις 'Freiheit, schöner Götterfunken'), λίγο άθρησκος ψαλμός, λίγο παιάνας όλο χαοτικά κοσμογονικές αρμονίες, λίγο τραγουδάκι της τάβλας.
Μετά η αποθέωση. Θα χειροκροτούσα όπως πάντοτε όταν είμαι εκστασιασμένος με τη μουσική: όρθιος, χαμογελώντας κάπως σφιγμένα, με τα χέρια να χειροκροτούν λίγο πιο ψηλά από το ύψος των ματιών και των αυτιών.
Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008
Scapa Flow, στις Ορκάδες
Το ιστορικό της αυτοβύθισης του αιχμάλωτου Γερμανικού Στόλου στο Scapa Flow το 1919. Κάποιες λεπτομέρειες της υπόθεσης είναι τόσο χαρακτηριστικές, που καταντούν σχεδόν επίκαιρες. Υπάρχει κι ένα περσινό ποστάκι του Πετεφρή για το θέμα.
Στην εικόνα, πολλοί άγγελοι (ολόκληρο τάγμα) εκπίπτουν και τα στασίδια τους στον ουρανό μένουν άδεια.
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008
Πώς μεγαλώσαμε κι εμείς 2
Βλέποντας αυτό
είπα στη συμβία με ύφος καρδιναλέ, δηλαδή μεταξύ Αθήναιου και dkamen (φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί):
"Αν ο μπιχεβιορισμός είχε την παραμικρή αξία, με τέτοιες παραστάσεις κι ερεθίσματα, θα έπρεπε όλοι οι άντρες της γενιάς μου να είμαστε γκέι."
Η συμβία σήκωσε με νόημα το βλέμμα πάνω από το καπάκι του λάπιτόπ της
"Γιατί, τι είστε;" είπε.
είπα στη συμβία με ύφος καρδιναλέ, δηλαδή μεταξύ Αθήναιου και dkamen (φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί):
"Αν ο μπιχεβιορισμός είχε την παραμικρή αξία, με τέτοιες παραστάσεις κι ερεθίσματα, θα έπρεπε όλοι οι άντρες της γενιάς μου να είμαστε γκέι."
Η συμβία σήκωσε με νόημα το βλέμμα πάνω από το καπάκι του λάπιτόπ της
"Γιατί, τι είστε;" είπε.
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008
Shadows of the Empire
Αν και δε θα την έλεγα αϋπνία, είχα μια ελαφρά δυσκολία να κοιμηθώ χτες βράδυ. Θυμήθηκα τη νύχτα των Ιμίων. Τη νύχτα κατά την οποία πολλοί πίστευαν ότι έπρεπε να έχει βρυχηθεί η Ελλάδα. Ωστόσο, αντίθετα με διάφορους αετούς, λέοντες, λύκους, αρκούδες, η Ελλάδα ποτέ δεν ταυτίστηκε συμβολικά με κάποιο ζώο, πολύ περισσότερο με ζώο που κρώζει, βρυχάται ή μουγκρίζει.
Τη νύχτα των Ιμίων ήμουνα σε ένα πάρτυ στο σπίτι της (βασικής) πρώην, ήταν ουσιαστικά η τελευταία φορά που συνυπήρξαμε σε κοινωνικά συμφραζόμενα. Η μητέρα της, μια κυρία με μονίμως νοσταλγικό βλέμμα, είχε φτιάξει γαρίδες κοκτέιλ (είμαι σοβαρά γαριδόφιλος), ενώ ο πατέρας της -- που δε με ενέκρινε καθόλου -- εξαφανίστηκε μετά από σύντομη χειραψία.
Ήμουν πάρα πολύ ανήσυχος λόγω της κατάστασης στα Ίμια. Ο τρόπος που συζητούσαμε το ζήτημα (σχεδόν όλοι πρώην συμφοιτητές) εκείνη τη βραδιά ήταν λίγο αποστασιοποιημένα, λίγο ακαδημαϊκά, λίγο ανεδαφικά -- σαν την κάπως ανάξια νεολαία σε μυθιστορήματα τύπου Αργώ και Αστροφεγγιά, που ευαγγελίζεται τη συντριβή του Κεμάλ και την πτώση της Αγκύρας.
Ακόμα πιο ανήσυχος ήμουνα γιατί ένιωθα ότι παρακολουθούσα την τελετή λήξης μιας σχέσης, της δικής μου. Προσπαθούσα να κρατήσω την ισορροπία μου με προσεκτικά δοσολογημένες βότκες.
Η νύχτα προχωρούσε κι εγώ παρακολουθούσα επιθυμώντας την κοπέλα σαν να μην ήταν κάποια με την οποία περάσαμε χρόνια μαζί, παρά σαν κάποια που μόλις είχα γνωρίσει και δε θα αποκτούσα ποτέ. Ήδη δούλευα στις φριτέζες και στον πάγκο παρασκευής κι εκεί είχα γνωρίσει κάποια άλλη -- μόνο η βότκα μ' έκανε εκείνες τις ώρες του πάρτυ να τα βλέπω όλα ναι μεν ξεκάθαρα, αλλά σίγουρα φιλτραρισμένα μέσα από ευσεβείς πόθους.
Περίπου την ώρα που έπεφτε το ελικόπτερο, σε μια κρίση αλκοολογενούς παλιμπαιδισμού, κάποιος πρότεινε Αλήθεια ή Θάρρος. Φυσικά, όλοι διάλεγαν Αλήθεια (θυμηθείτε πού ζούσαμε). Ήρθε κάποτε η σειρά μια κοπέλας από τη Λαμία, ή από κάπου εκεί γύρω, με μεγάλα κατάμαυρα μάτια, μικρό δέμας, λευκό δέρμα και αδιάκοπες σιωπές. Η πρόκληση για αυτήν ήταν να μιλήσει για μια φαντασίωσή της. Περιέγραψε αφηγηματικά ένα τρίο που θα ξεκινούσε ηδονοβλεπτικά και θα κατέληγε συμμετοχικά. Με την πρώην κι εμένα.
Επειδή, να μην επαναλαμβάνομαι, δεν είμαστε παιδιά των λουλουδιών -- ή έστω των ταγαριών -- αυτή η εξόμολογηση διασκόρπισε τους συμμετέχοντες στο πάρτυ, το οποίο βρισκόταν σε ύφεση έτσι κι αλλιώς, αποτελεσματικά και ταχύτατα. Περπάτησα στο σπίτι (έμενα 8 λεπτά από την πρώην) σχεδόν μεθυσμένος και σαστισμένος.
Την πρώην την ξαναείδα για τελευταία φορά το 2004. Μου χάρισε την μπλε μασκώτ των Ολυμπιακών με τα μεγάλα ποδάρια, τον Φοίβο.
Τη νύχτα των Ιμίων ήμουνα σε ένα πάρτυ στο σπίτι της (βασικής) πρώην, ήταν ουσιαστικά η τελευταία φορά που συνυπήρξαμε σε κοινωνικά συμφραζόμενα. Η μητέρα της, μια κυρία με μονίμως νοσταλγικό βλέμμα, είχε φτιάξει γαρίδες κοκτέιλ (είμαι σοβαρά γαριδόφιλος), ενώ ο πατέρας της -- που δε με ενέκρινε καθόλου -- εξαφανίστηκε μετά από σύντομη χειραψία.
Ήμουν πάρα πολύ ανήσυχος λόγω της κατάστασης στα Ίμια. Ο τρόπος που συζητούσαμε το ζήτημα (σχεδόν όλοι πρώην συμφοιτητές) εκείνη τη βραδιά ήταν λίγο αποστασιοποιημένα, λίγο ακαδημαϊκά, λίγο ανεδαφικά -- σαν την κάπως ανάξια νεολαία σε μυθιστορήματα τύπου Αργώ και Αστροφεγγιά, που ευαγγελίζεται τη συντριβή του Κεμάλ και την πτώση της Αγκύρας.
Ακόμα πιο ανήσυχος ήμουνα γιατί ένιωθα ότι παρακολουθούσα την τελετή λήξης μιας σχέσης, της δικής μου. Προσπαθούσα να κρατήσω την ισορροπία μου με προσεκτικά δοσολογημένες βότκες.
Η νύχτα προχωρούσε κι εγώ παρακολουθούσα επιθυμώντας την κοπέλα σαν να μην ήταν κάποια με την οποία περάσαμε χρόνια μαζί, παρά σαν κάποια που μόλις είχα γνωρίσει και δε θα αποκτούσα ποτέ. Ήδη δούλευα στις φριτέζες και στον πάγκο παρασκευής κι εκεί είχα γνωρίσει κάποια άλλη -- μόνο η βότκα μ' έκανε εκείνες τις ώρες του πάρτυ να τα βλέπω όλα ναι μεν ξεκάθαρα, αλλά σίγουρα φιλτραρισμένα μέσα από ευσεβείς πόθους.
Περίπου την ώρα που έπεφτε το ελικόπτερο, σε μια κρίση αλκοολογενούς παλιμπαιδισμού, κάποιος πρότεινε Αλήθεια ή Θάρρος. Φυσικά, όλοι διάλεγαν Αλήθεια (θυμηθείτε πού ζούσαμε). Ήρθε κάποτε η σειρά μια κοπέλας από τη Λαμία, ή από κάπου εκεί γύρω, με μεγάλα κατάμαυρα μάτια, μικρό δέμας, λευκό δέρμα και αδιάκοπες σιωπές. Η πρόκληση για αυτήν ήταν να μιλήσει για μια φαντασίωσή της. Περιέγραψε αφηγηματικά ένα τρίο που θα ξεκινούσε ηδονοβλεπτικά και θα κατέληγε συμμετοχικά. Με την πρώην κι εμένα.
Επειδή, να μην επαναλαμβάνομαι, δεν είμαστε παιδιά των λουλουδιών -- ή έστω των ταγαριών -- αυτή η εξόμολογηση διασκόρπισε τους συμμετέχοντες στο πάρτυ, το οποίο βρισκόταν σε ύφεση έτσι κι αλλιώς, αποτελεσματικά και ταχύτατα. Περπάτησα στο σπίτι (έμενα 8 λεπτά από την πρώην) σχεδόν μεθυσμένος και σαστισμένος.
Την πρώην την ξαναείδα για τελευταία φορά το 2004. Μου χάρισε την μπλε μασκώτ των Ολυμπιακών με τα μεγάλα ποδάρια, τον Φοίβο.
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008
Lovefool
Όταν ήμουν έφηβος, η εικόνα που είχα για τον έρωτα ήταν βγαλμένη από το υπερφωτισμένο πλάνο στους Έρωτες μιας Ξανθιάς όπου η εργάτρια και ο πραγινός συζητούν ήσυχα και αστειεύονται μέσα στην μετοργασμική νωχέλεια, αυτό που στα αγγλικά λένε afterglow, του εφήμερου σμιξίματός τους.
Βεβαίως, μεγαλώνοντας εκεί όπου μεγάλωσα, και την εποχή που μεγάλωσα, οι σχέσεις μου είχαν περισσότερες ομοιότητες με ταινίες του όψιμου Δαλιανίδη: αστείες κομμώσεις, κακός συντονισμός, οπερετικές παρεξηγήσεις και μηχανορραφίες, αυταρχικοί μπαμπάδες και γονείς που (δε) σε θέλαν για γαμπρό, μοχθηροί αντεραστές και ανώνυμα σημειώματα, ραντεβού στη γωνία (παραλίγο να πάω να νοικιάσω στη συγκεκριμένη γωνία) και σε διαμερίσματα φίλων φοιτητών εξ επαρχίας, ζηλιάρες φιλενάδες, πολύτιμα και σπάνια τριήμερα σε Μύκονο και Ύδρα και Ναύπλιο (όπου τη βγάζαμε μπερτολούτσικα και με προϋπολογισμό Κιμώλου).
Όταν κάποτε ρώτησα σαρκαστικά τους γονείς μου αν το κάνουν πού και πού, ο πατέρας κοκκίνισε. Η μητέρα με ρώτησε με πίκα και υπεροψία: "Τι να ξέρετε κι εσείς, βρε κακόμοιρα..."
Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008
Το Χάος της Αγάπης
Καιρό είχα να πιω Southern. Αυτό το μπασταρδεμένο ουισκάκι πάντοτε κάτι μου κάνει. Άλλοτε μου φέρνει θολές εμπνεύσεις της δουλειάς ή της σχόλης, άλλοτε μου δίνει το χάρισμα της εύθυμης ευφράδειας. Άλλοτε μου θυμίζει πόσο μ' αρέσει να μην έχει το ποτό μου πολλή ζάχαρη, οπότε με κάνει να συνεχίσω με πραγματικά αλκοόλια.
Απόψε το Southern δούλεψε αυτοαναφορικά, ας πούμε. Μου θύμισε την πρώτη συναυλία συγκροτήματος που πήγα στη ζωή μου. Όπου πρωτοήπια Southern Comfort.
Ήμουν ήδη πάρα πολύ μεγάλος για να μην έχω ξαναπάει σε συναυλία. Η βασική αιτία ήταν τα λεφτά, δηλαδή η έλλειψή τους. Τρία και τέσσερα και πέντε χιλιάρικα ήταν μεγάλη υπόθεση για μαθητή τότε.
Όμως όταν έμαθα ότι θα ερχόντουσαν οι House of Love, δεν υπήρχε περίπτωση. Έτρεξα στο Χάπενινγκ και πήρα το εισιτήριο υπ' αριθμόν 0006. Είπα σε όλη την κοινωνία αν ήθελε να έρθει κανείς μαζί μου. Δυστυχώς, οι περισσότεροι ήτανε μεταλάδες. Ο κολλητός (που άκουγε Stone Roses, Inspiral Carpets και Charlatans, οπότε περνούσε τα προκριματικά) δεν είχε τα λεφτά. Έτσι πήγα με τον Π.
Φτάσαμε πάρα πολύ νωρίς. Το Ρόδον (ααααχχχχχχ!!!) ήταν μισοάδειο. Οι House of Love δεν είχανε σαπόρτ (τότε δε διαθέταμε Μπλε, C-Real, Όναρ, Ονειράμα, Ενδελέχεια με δου, Raining Pleasure κι άλλα τέτοια ποιοτικά σχήματα). Διάφορες αέρινες γκόμενες περιφέρονταν στο σκοτάδι. Μέσα σε 10 λεπτά τις ήθελα όλες, αλλά όχι μαζί (από τότε ντροπαλός).
Κάποια στιγμή λέει ο Π. να πιούμε τίποτα. Εγώ μέχρι τότε έπινα μπύρες, αν και ποτέ δε μ' άρεσαν, γιατί ήτανε φτηνές. Ο Π. με κέρασε Southern. Μου φάνηκε πολύ γλυκό αλλά, καθώς ήμουν άμαθος στα ποτά, με έφτιαξε πάραυτα. Μύριζε και μέλι.
Σε λίγο βγήκε ο κλινικά καταθλιπτικός Guy Chadwick και η παρέα του. Από πίσω τους μια προβολή ενός θεόρατου περιστεριού να μετεωρίζεται φτερουγίζοντας σε αργή κίνηση.
Απόψε το Southern δούλεψε αυτοαναφορικά, ας πούμε. Μου θύμισε την πρώτη συναυλία συγκροτήματος που πήγα στη ζωή μου. Όπου πρωτοήπια Southern Comfort.
Ήμουν ήδη πάρα πολύ μεγάλος για να μην έχω ξαναπάει σε συναυλία. Η βασική αιτία ήταν τα λεφτά, δηλαδή η έλλειψή τους. Τρία και τέσσερα και πέντε χιλιάρικα ήταν μεγάλη υπόθεση για μαθητή τότε.
Όμως όταν έμαθα ότι θα ερχόντουσαν οι House of Love, δεν υπήρχε περίπτωση. Έτρεξα στο Χάπενινγκ και πήρα το εισιτήριο υπ' αριθμόν 0006. Είπα σε όλη την κοινωνία αν ήθελε να έρθει κανείς μαζί μου. Δυστυχώς, οι περισσότεροι ήτανε μεταλάδες. Ο κολλητός (που άκουγε Stone Roses, Inspiral Carpets και Charlatans, οπότε περνούσε τα προκριματικά) δεν είχε τα λεφτά. Έτσι πήγα με τον Π.
Φτάσαμε πάρα πολύ νωρίς. Το Ρόδον (ααααχχχχχχ!!!) ήταν μισοάδειο. Οι House of Love δεν είχανε σαπόρτ (τότε δε διαθέταμε Μπλε, C-Real, Όναρ, Ονειράμα, Ενδελέχεια με δου, Raining Pleasure κι άλλα τέτοια ποιοτικά σχήματα). Διάφορες αέρινες γκόμενες περιφέρονταν στο σκοτάδι. Μέσα σε 10 λεπτά τις ήθελα όλες, αλλά όχι μαζί (από τότε ντροπαλός).
Κάποια στιγμή λέει ο Π. να πιούμε τίποτα. Εγώ μέχρι τότε έπινα μπύρες, αν και ποτέ δε μ' άρεσαν, γιατί ήτανε φτηνές. Ο Π. με κέρασε Southern. Μου φάνηκε πολύ γλυκό αλλά, καθώς ήμουν άμαθος στα ποτά, με έφτιαξε πάραυτα. Μύριζε και μέλι.
Σε λίγο βγήκε ο κλινικά καταθλιπτικός Guy Chadwick και η παρέα του. Από πίσω τους μια προβολή ενός θεόρατου περιστεριού να μετεωρίζεται φτερουγίζοντας σε αργή κίνηση.
Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008
Μείζων δε τούτων
Όταν ήμουνα πιτσιρικάς δεν ήξερα τι δουλειά ήθελα να κάνω όταν θα μεγάλωνα. Η αμηχανία μου περί τα επαγγελματικά συνεχίζεται: δεν ξέρω ακριβώς τι δουλειά κάνω, παρότι στο πρόσφατο παρελθόν δήλωσα, κάπως παραπειστικά, ότι κάνω πεζοδρόμιο.
Μέσα στον Αύγουστο όμως παρατήρησα την ίδια κοκκαλιάρα κακομοίρα να ξεροσταλιάζει κάνοντας πιάτσα στη στάση του Χημείου επί της Χ. Τρικούπη για τουλάχιστον δέκα νύχτες σερί. Εφόσον εμένα στη δουλειά μού παρέχουνε τουλάχιστον μια καρέκλα να κάθομαι, δε δικαιούμαι δια να ομιλώ.
Δεν ήξερα λοιπόν τι δουλειά ήθελα να κάνω. Έπρεπε όμως κάτι να απαντάω. Οι μεγάλοι ρωτούσανε. Συνέχεια. Επίμονα. Μου άρεσαν πάντως οι χάρτες. Έτσι, όταν ήρθε η μετέπειτα μεγαλοδικηγόρος ξαδέρφη της μάνας μου στο σπίτι (τότε ήταν φοιτήτρια στην Ιταλία) και με ρώτησε, είπα όλο καμάρι "γεωγράφος!" Μου είπε ότι δεν υπάρχει τέτοια δουλειά, και καταντράπηκα. Έτσι βρέθηκα πάλι στη φάση του να μην απαντάω στην ερώτηση "Τι θα κάνεις χρυσό μου όταν μεγαλώσεις;"
Από δουλειά λοιπόν νούκουτου. Είχα όμως ένα βίτσιο: συλλογές. Κι όχι απλές συλλογές: χαρτοσυλλογές. Τι καρτέλες με σημαίες από το Μίκυ Μάους. Τι 'Παιδιά Γεια Χαρά' και 'Ρόδι'. Τι Κλασικά (που έπαιρνα για τον Φάντομ Ντακ και τις περιπέτειες του Σκρουτζ) και Μίκυ (που έπαιρνα για τις χαρτοκοπτικές). Τι άλμπουμ με αυτοκόλλητα: Πουλιά, Δεινόσαυροι, Εσπάνια 82 (κι ας βαριέμαι τη μπάλα). Τι κάρτες με διαστημικά οχήματα από τσίχλες. Τι καρεδάκια από κόμικς Καμπανά, τα οποία έκοβα ή ξεγύριζα. Τι εικονίτσες Κατηχητικού. Τι χαρτάκια: αεροπλάνα, αυτοκίνητα, τραίνα. Τι αφίσες συγκροτημάτων και τραγουδιστών (μέχρι και τη Μαντόνα όπως τη γέννησε η μάνα της είχα, μη ρωτάτε πώς), για τις οποίες αναγκαζόμουν να αγοράζω Μανίνα, την οποία ξεκοίλιαζα και έδινα στην αδερφή μου. Τι Βαβούρα, Μπλεκ και Σπάιντερμαν (και Αγόρι, όταν ο Μπλεκ άρχισε να γίνεται επαναληπτικός). Τι βίους αγίων.
Ο πιο ωραίος βίος ήτανε 'Σοφία, Πίστις, Ελπίς, Αγάπη'. Η Σοφία ήτανε Ρωμαία (αυτό μού άρεσε, μου κακοφαινόταν που όλοι οι άλλοι Άγιοι ήταν Έλληνες) μητέρα της Πίστεως, της Ελπίδος και της Αγάπης. Την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (όχι τις αγίες, τις αρετές), τις ήξερα γιατί η γιαγιά είχε μια εικόνα στην κουζίνα (εκεί όπου έφτιαχνε μαντί, ψωμί και αυγά τηγανητά που δε θα μπορέσω ποτέ να μιμηθώ) σα λιθογραφία με τρεις τροφαντές κοράκλες από τη μέση και πάνω: η μια κρατούσε έναν σταυρό (μελαχροινή), η άλλη μιαν άγκυρα (καστανή) και η τρίτη η ξανθή μια φλεγόμενη καρδιά. "Πίστις, Ελπίς, Αγάπη", έλεγε η γιαγιά δείχνοντάς τες.
Οι αγίες Πίστις, Ελπίς, Αγάπη ήτανε διαφορετικές. Πρώτα-πρώτα τις έβλεπες ολόσωμες. Δεύτερον, ήτανε ντυμένες ακριβώς όπως η Παναγία. Ήξερα ότι η Παναγία ήταν Εβραία κι ότι έζησε το 0 προ Χριστού (ποτέ δεν τα κατάφερνα με τις χρονολογίες) ενώ αυτές Ρωμαίες και ζούσανε το 200 μ.Χ. Πώς φορούσαν τα ίδια ρούχα; Δεν το έψαξα. Επίσης, αναρωτιόμουνα γιατί δεν άγιασε και ο πατέρας. Πού είναι ο πατέρας τους; "Εκείνος δε μαρτύρησε." Α, μάλιστα, γι' αυτό. Πάντως δεν το έψαξα.
Εμένα μου άρεσε η Σοφία. Αυτή κι αν έμοιαζε φτυστή η Παναγία. Στο εξώφυλλο του βίου φορούσε ένα βαθύ μπλε μαφόριο. Επειδή είχε τα χέρια της ανοιγμένα πάνω από τις τρεις κόρες της που πόζαραν μπροστά της, εμένα μου θύμιζε τον Μπάτμαν. Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει ότι ο Σούπερμαν είναι τελείως ψεύτικος, και ταλαντευόμουν μεταξύ Μπάτμαν και Σπάιντερμαν. Οπότε η Αγία Σοφία με εντυπωσίασε. Άσε που της είχαν χτίσει κι εκείνη τη μεγάλη εκκλησία στην Πόλη, την οποία, όπως ισχυριζόταν ο παππούς κάθε Κυριακή στις 11 και κάτι, θα έπρεπε να πάρω πίσω εγώ αυτοπροσώπως, αφού ήμουν καραμπουζουκλής.
Σκεφτόμουν την Αγία Σοφία πολύ. Σοφία έλεγαν και την αγαπημένη μου ξαδέρφη που θα ερχόταν σύντομα από τη Βοστώνη, όπου οδηγούσε ένα διαστημικό αυτοκίνητο (σαν αυτό στα χαρτάκια). Μια μέρα αναρωτήθηκα πώς ήξερε η Αγία Σοφία ότι θα κάνει τρεις κόρες, όταν γέννησε την Πίστη και την ονόμασε έτσι. Δεν το έψαξα. Επίσης, αργότερα, μου έκανε εντύπωση ότι μπορούσες να δεις τον βίο και συμβολικά: ότι η Σοφία του Θεού γεννάει πίστη, ελπίδα και αγάπη. Αυτό φυσικά δεν το σκέφτηκα μόνος μου, νομίζω ότι το έλεγε μέσα ο βίος. Ούτε αυτό το έψαξα.
Σοφάκι μου, χρόνια πολλά! Σόφι, καλά κρασιά. Σοφία, και φέτος σε θυμόμαστε.
Μέσα στον Αύγουστο όμως παρατήρησα την ίδια κοκκαλιάρα κακομοίρα να ξεροσταλιάζει κάνοντας πιάτσα στη στάση του Χημείου επί της Χ. Τρικούπη για τουλάχιστον δέκα νύχτες σερί. Εφόσον εμένα στη δουλειά μού παρέχουνε τουλάχιστον μια καρέκλα να κάθομαι, δε δικαιούμαι δια να ομιλώ.
Δεν ήξερα λοιπόν τι δουλειά ήθελα να κάνω. Έπρεπε όμως κάτι να απαντάω. Οι μεγάλοι ρωτούσανε. Συνέχεια. Επίμονα. Μου άρεσαν πάντως οι χάρτες. Έτσι, όταν ήρθε η μετέπειτα μεγαλοδικηγόρος ξαδέρφη της μάνας μου στο σπίτι (τότε ήταν φοιτήτρια στην Ιταλία) και με ρώτησε, είπα όλο καμάρι "γεωγράφος!" Μου είπε ότι δεν υπάρχει τέτοια δουλειά, και καταντράπηκα. Έτσι βρέθηκα πάλι στη φάση του να μην απαντάω στην ερώτηση "Τι θα κάνεις χρυσό μου όταν μεγαλώσεις;"
Από δουλειά λοιπόν νούκουτου. Είχα όμως ένα βίτσιο: συλλογές. Κι όχι απλές συλλογές: χαρτοσυλλογές. Τι καρτέλες με σημαίες από το Μίκυ Μάους. Τι 'Παιδιά Γεια Χαρά' και 'Ρόδι'. Τι Κλασικά (που έπαιρνα για τον Φάντομ Ντακ και τις περιπέτειες του Σκρουτζ) και Μίκυ (που έπαιρνα για τις χαρτοκοπτικές). Τι άλμπουμ με αυτοκόλλητα: Πουλιά, Δεινόσαυροι, Εσπάνια 82 (κι ας βαριέμαι τη μπάλα). Τι κάρτες με διαστημικά οχήματα από τσίχλες. Τι καρεδάκια από κόμικς Καμπανά, τα οποία έκοβα ή ξεγύριζα. Τι εικονίτσες Κατηχητικού. Τι χαρτάκια: αεροπλάνα, αυτοκίνητα, τραίνα. Τι αφίσες συγκροτημάτων και τραγουδιστών (μέχρι και τη Μαντόνα όπως τη γέννησε η μάνα της είχα, μη ρωτάτε πώς), για τις οποίες αναγκαζόμουν να αγοράζω Μανίνα, την οποία ξεκοίλιαζα και έδινα στην αδερφή μου. Τι Βαβούρα, Μπλεκ και Σπάιντερμαν (και Αγόρι, όταν ο Μπλεκ άρχισε να γίνεται επαναληπτικός). Τι βίους αγίων.
Ο πιο ωραίος βίος ήτανε 'Σοφία, Πίστις, Ελπίς, Αγάπη'. Η Σοφία ήτανε Ρωμαία (αυτό μού άρεσε, μου κακοφαινόταν που όλοι οι άλλοι Άγιοι ήταν Έλληνες) μητέρα της Πίστεως, της Ελπίδος και της Αγάπης. Την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη (όχι τις αγίες, τις αρετές), τις ήξερα γιατί η γιαγιά είχε μια εικόνα στην κουζίνα (εκεί όπου έφτιαχνε μαντί, ψωμί και αυγά τηγανητά που δε θα μπορέσω ποτέ να μιμηθώ) σα λιθογραφία με τρεις τροφαντές κοράκλες από τη μέση και πάνω: η μια κρατούσε έναν σταυρό (μελαχροινή), η άλλη μιαν άγκυρα (καστανή) και η τρίτη η ξανθή μια φλεγόμενη καρδιά. "Πίστις, Ελπίς, Αγάπη", έλεγε η γιαγιά δείχνοντάς τες.
Οι αγίες Πίστις, Ελπίς, Αγάπη ήτανε διαφορετικές. Πρώτα-πρώτα τις έβλεπες ολόσωμες. Δεύτερον, ήτανε ντυμένες ακριβώς όπως η Παναγία. Ήξερα ότι η Παναγία ήταν Εβραία κι ότι έζησε το 0 προ Χριστού (ποτέ δεν τα κατάφερνα με τις χρονολογίες) ενώ αυτές Ρωμαίες και ζούσανε το 200 μ.Χ. Πώς φορούσαν τα ίδια ρούχα; Δεν το έψαξα. Επίσης, αναρωτιόμουνα γιατί δεν άγιασε και ο πατέρας. Πού είναι ο πατέρας τους; "Εκείνος δε μαρτύρησε." Α, μάλιστα, γι' αυτό. Πάντως δεν το έψαξα.
Εμένα μου άρεσε η Σοφία. Αυτή κι αν έμοιαζε φτυστή η Παναγία. Στο εξώφυλλο του βίου φορούσε ένα βαθύ μπλε μαφόριο. Επειδή είχε τα χέρια της ανοιγμένα πάνω από τις τρεις κόρες της που πόζαραν μπροστά της, εμένα μου θύμιζε τον Μπάτμαν. Ήταν η εποχή που είχα αποφασίσει ότι ο Σούπερμαν είναι τελείως ψεύτικος, και ταλαντευόμουν μεταξύ Μπάτμαν και Σπάιντερμαν. Οπότε η Αγία Σοφία με εντυπωσίασε. Άσε που της είχαν χτίσει κι εκείνη τη μεγάλη εκκλησία στην Πόλη, την οποία, όπως ισχυριζόταν ο παππούς κάθε Κυριακή στις 11 και κάτι, θα έπρεπε να πάρω πίσω εγώ αυτοπροσώπως, αφού ήμουν καραμπουζουκλής.
Σκεφτόμουν την Αγία Σοφία πολύ. Σοφία έλεγαν και την αγαπημένη μου ξαδέρφη που θα ερχόταν σύντομα από τη Βοστώνη, όπου οδηγούσε ένα διαστημικό αυτοκίνητο (σαν αυτό στα χαρτάκια). Μια μέρα αναρωτήθηκα πώς ήξερε η Αγία Σοφία ότι θα κάνει τρεις κόρες, όταν γέννησε την Πίστη και την ονόμασε έτσι. Δεν το έψαξα. Επίσης, αργότερα, μου έκανε εντύπωση ότι μπορούσες να δεις τον βίο και συμβολικά: ότι η Σοφία του Θεού γεννάει πίστη, ελπίδα και αγάπη. Αυτό φυσικά δεν το σκέφτηκα μόνος μου, νομίζω ότι το έλεγε μέσα ο βίος. Ούτε αυτό το έψαξα.
Σοφάκι μου, χρόνια πολλά! Σόφι, καλά κρασιά. Σοφία, και φέτος σε θυμόμαστε.
Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008
Φθινοπωρινή σονάτα
Πέρασα το πρωινό μου αλληλογραφώντας με φίλους, σπάνια απόλαυση πια. Η ελαφριά καρηβαρία από τα χτεσινοβραδινά σαντορινιά κρασιά (ακούστε ωραία ονόματα, κατά σειρά κατανάλωσης: Αθήρι, Ασύρτικο, Νυχτέρι, Βουδόματο, Μαυροτράγανο, Vinsanto) απαλυνόταν από τη συννεφιά έξω, επιτέλους συννεφιά.
Σηκώθηκα να πάω μέσα όταν πήρε το μάτι μου ότι κάποιος αναγνώστης κοίταξε πριν λίγη ώρα τη σελίδα με το "Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο" του Εγγονόπουλου. Πρόκειται για ένα διδακτικό ποίημα που, διαβάζοντάς το, μπορεί κανείς σχεδόν να ακούσει τη νωθρή, λίγο υπουργική, λίγο παππουδίστικη φωνή του Εγγονόπουλου.
Από αυτό το ποίημα αφιερώνω μερικούς στίχους στον φίλο Χοιροβοσκό, με τον οποίο χαίρεσαι να διαφωνείς (όταν καταλάβεις ότι διαφωνείς), και τον οποίο ταλαιπωρούν αναίτια και μυκτηρίζουν πολλοί τώρα τελευταία:
Σηκώθηκα να πάω μέσα όταν πήρε το μάτι μου ότι κάποιος αναγνώστης κοίταξε πριν λίγη ώρα τη σελίδα με το "Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο" του Εγγονόπουλου. Πρόκειται για ένα διδακτικό ποίημα που, διαβάζοντάς το, μπορεί κανείς σχεδόν να ακούσει τη νωθρή, λίγο υπουργική, λίγο παππουδίστικη φωνή του Εγγονόπουλου.
Από αυτό το ποίημα αφιερώνω μερικούς στίχους στον φίλο Χοιροβοσκό, με τον οποίο χαίρεσαι να διαφωνείς (όταν καταλάβεις ότι διαφωνείς), και τον οποίο ταλαιπωρούν αναίτια και μυκτηρίζουν πολλοί τώρα τελευταία:
Καλό κι ερωτικό φθινόπωρο σε όλους (όταν με το καλό αποφασίσει να μας έρθει).να ελπίζης -- να ελπίζης πάντα -- πως ανάμεσα εις τους
ανθρώπους
-- που τους ρημάζει η τρομερή "ευκολία" --
θα συναντήσης απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλωσύνη -- πόθος ευγένειας -- ηρεμία
Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2008
Αηδίες και ξεράσματα
Μαζικότητες, γραφικότητες, αφέλειες. Τρία πειστήρια. Το συλλογικό κιτς ως κατασταλτικό της κριτικής σκέψης (αλλά και της προσωπικής μνήμης, στην περίπτωση του τρίτου βίντεο).
Ενός εθνικού κράτους εν έτει 2008:
Μιας ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας εν έτει 1980:
Αυτό το δεύτερο βίντεο είναι σαφώς τρομακτικότερο / εμετικότερο: χιλιάδες αγοράκια καβαλάνε αλογάκια, χιλιάδες κοριτσάκια παίζουνε με κούκλες. Τι στο διάολο είχανε στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι;
Ενός εθνικού κράτους εν έτει 2008:
Μιας ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας εν έτει 1980:
Αυτό το δεύτερο βίντεο είναι σαφώς τρομακτικότερο / εμετικότερο: χιλιάδες αγοράκια καβαλάνε αλογάκια, χιλιάδες κοριτσάκια παίζουνε με κούκλες. Τι στο διάολο είχανε στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι;
Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008
Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008
Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008
Πηγές
α.
Διάβασα πρόσφατα το The meaning of things του καθηγητή φιλοσοφίας A.C. Grayling (τον οποίο έμαθα στο τέλος της δεκαετίας του '90 από τη στήλη του στον Guardian). Το βρήκα εξαιρετικό: καλογραμμένο, στη σωστή πυκνότητα, οργανωμένο σε κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν με ό,τι σειρά θέλει κανείς. Σαν περιεχόμενο, είναι λίγο σαν μπλογκ ευφυούς ανθρώπου: θέματα για διάλογο και προβληματισμό, παρά αφορισμοί και δόγμα. Το συνιστώ ολόψυχα. Δυστυχώς, απ' όσο ξέρω δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Δεδομένου όμως ότι έχουμε τόσους μεταφραστές, επιμελητές εκδόσεων και δημοσιογράφους εδώ στη μπλογκοσλαβία, γιατί να μην το προτείνετε σε κάποιον να το βγάλει;
β.
Κάποιες πηγές που καλό είναι να υπάρχουν˙ σημειώστε τες πριν τις ξηλώσουν: Παλιά τοπωνύμια (κυρίως σλαβικά, τούρκικα και βλάχικα) στη Βόρεια Ελλάδα.
Επίσης: ελληνικά τοπωνύμια
Και ευρωπαϊκά τοπωνύμια, γενικώς.
Διάβασα πρόσφατα το The meaning of things του καθηγητή φιλοσοφίας A.C. Grayling (τον οποίο έμαθα στο τέλος της δεκαετίας του '90 από τη στήλη του στον Guardian). Το βρήκα εξαιρετικό: καλογραμμένο, στη σωστή πυκνότητα, οργανωμένο σε κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν με ό,τι σειρά θέλει κανείς. Σαν περιεχόμενο, είναι λίγο σαν μπλογκ ευφυούς ανθρώπου: θέματα για διάλογο και προβληματισμό, παρά αφορισμοί και δόγμα. Το συνιστώ ολόψυχα. Δυστυχώς, απ' όσο ξέρω δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Δεδομένου όμως ότι έχουμε τόσους μεταφραστές, επιμελητές εκδόσεων και δημοσιογράφους εδώ στη μπλογκοσλαβία, γιατί να μην το προτείνετε σε κάποιον να το βγάλει;
β.
Κάποιες πηγές που καλό είναι να υπάρχουν˙ σημειώστε τες πριν τις ξηλώσουν: Παλιά τοπωνύμια (κυρίως σλαβικά, τούρκικα και βλάχικα) στη Βόρεια Ελλάδα.
Επίσης: ελληνικά τοπωνύμια
Και ευρωπαϊκά τοπωνύμια, γενικώς.
Κυριακή 31 Αυγούστου 2008
Σάββατο 30 Αυγούστου 2008
Αποκαλύψεις
Προφητείας Ιεζεκιήλ το ανάγνωσμα
Δεν ξέρω αν ο αντισημιτισμός σαν ψυχολογική κατάσταση στην Ελλάδα είναι εντονότερος ή πιο γενικευμένος απ' ό,τι αλλού. Ελπίζω όμως ότι όλοι συμφωνούμε ότι είναι πολύ πιο ξεδιάντροπος και απροκάλυπτος· η δημόσια έκφρασή του, αντί να αποτελεί στίγμα και βδέλυγμα (ή και ποινικό αδίκημα), θεωρείται περίπου ως απλή εκδήλωση φρονημάτων: όπως κάποιοι σιχαίνονται το πεπόνι, και το δηλώνουν, έτσι κάποιοι άλλοι "δε θέλουνε παρτίδες" με τους Εβραίους ή θλίβονται που το μεσανατολικό δε λύθηκε προληπτικά μέσω της 'τελικής λύσεως'.
Πρόσφατα, εκπρόσωπος του Μουσείου Ολοκαυτώματος στην Ουάσιγκτον επισκέφθηκε πόλεις της Νότιας Βαλκανικής για να μελετήσει και να αντιγράψει αρχεία (τοπικά και κρατικά) που αφορούσαν τους Εβραίους. Μέσα στα πολλά ευτράπελα που του συνέβησαν στην Ελλάδα, αναγκάστηκε να συνδιαλεχθεί με γνωστή πανεπιστημιακή προσωπικότητα 'υπεύθυνη' για τη διάθεση και διαχείριση των ελληνικών αρχείων, ο οποίος μάλιστα ρώτησε τον πράκτορα του Σιωνισμού "γιατί πρέπει οι Αμερικάνοι να έχουνε αντίγραφα των πάντων". Ο άνθρωπος έμεινε κόκκαλο. Πάντως, για να ρωτάει ο υπεύθυνος, προφανώς αγνοούσε το σχετικό εδάφιο των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών.
Κι εδώ όπως κι αλλού: η κουτοπονηριά είναι το βερνίκι που επιχρίουμε πάνω στην ανικανότητα ή στη διαφθορά (στη Βρετανία, λ.χ., το βερνίκι λέγεται 'στωικισμός για μάπες'). Σκεφτείτε για παράδειγμα το θέμα της καύσης των νεκρών. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι, ναι, πρόκειται για μία πρακτική ξένη προς την ελληνική παράδοση: εμείς εδώ τους θάβουμε. Αν αυτό ήτανε το μόνο πρόβλημα, τότε το κράτος θα μπορούσε φερ' ειπείν να σπονσοράρει τη συγκεκριμένη μέθοδο και ό,τι γίνει -- περίπου όπως με τον πολιτικό γάμο. Το θέμα όμως είναι εάν η Εκκλησία, που αντιστρατεύεται και πολιτικά και ιδεολογικά την καύση όπως και άλλα πολλά, μπορεί να προτείνει εναλλακτικές λύσεις: αξιοπρεπή και προσβάσιμα νεκροταφεία.
Είναι κωμικό που θεωρούμε ότι η εκταφή μετά την τριετία / πενταετία, οι αγορές τάφων, το κατάβρεγμα λειψάνων με οξύ κατά την αναγκαστική εκταφή, τα οστεοφυλάκια και ο ασβεστόλακκος που τα ακολουθεί είναι σύμφωνα με την ελληνική παράδοση και κατά το ορθόδοξο έθος, ενώ η καύση δεν είναι (και γι' αυτό δεν μπορεί να αποτελεί μέρος μιας νεκρώσιμης ακολουθίας). Άραγε αντιλαμβάνεται ο ανώτερος κλήρος τη φρίκη να ξεθάβεται ο μισολιωμένος άνθρωπός σου στην τριετία ή πενταετία και να παραδίδεται βάναυσα στα οξέα -- ενίοτε κομμάτι-κομμάτι; Ή μήπως η έλλειψη οικογενειακών δεσμών τούς έχει αποσκληρύνει; Μπορούν να μας δώσουν μια αξιοπρεπή εναλλακτική λύση;
Μιλώντας για εναλλακτικές λύσεις, ας επισημάνω κάτι ενδεχομένως κοινότοπο -- αν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας πολλοί κοινοτοπομάστιγες με πολιτικά: να πάψει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α ή ΣΥΝ ή όπως αλλιώς λέγεται να χαϊδεύεται με φαντασιώσεις συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ. Αν, όπως είναι πιθανό, καταφέρει μια τέτοια κυβέρνηση να πάρει τη δεδηλωμένη της επόμενης Βουλής, θα είναι μια κυβέρνηση αποτυχημένων και ανίκανων (από πλευράς αλληλοσπαρασσόμενου ΠΑΣΟΚ) σε συνεργασία με άπειρους και ανίκανους (από πλευράς Συνασπισμού). Όπως μαράθηκε η Ελιά στην Ιταλία, σύντομα θα μαραθεί κι αυτό το υβρίδιο, αφού δε θα υπάρχει Ανδρέας Παπανδρέου (αυτό σας το βεβαιώνω) να πιει το αίμα της Αριστεράς με το καλαμάκι. Όπως οι κυβερνήσεις Μίστερ Νιντέντο παρακολουθούνε χαύνα την πολιτική απλώς να συμβαίνει, παραλυμένες από τον τρόμο του πολιτικού κόστους και φθαρμένες από κακές συνήθειες που δύσκολα αποβάλλονται, έτσι και μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ θα δίνει την εντύπωση και θα βγάζει τον ήχο καμεράτας με ολίγη από κότο, σακουχάτσι, ούτι, νέι, ταμπλά και δύο σιτάρ.
Προτείνω λοιπόν στον Συνασπισμό να κάτσει στα αβγά του, να κάνει την (αξιωματική; ωραία θα ήταν) αντιπολίτευσή του και να περιμένει την πολυδιάσπαση των δύο γερασμένων και ρυπογόνων κομμάτων.
Πρόσφατα, εκπρόσωπος του Μουσείου Ολοκαυτώματος στην Ουάσιγκτον επισκέφθηκε πόλεις της Νότιας Βαλκανικής για να μελετήσει και να αντιγράψει αρχεία (τοπικά και κρατικά) που αφορούσαν τους Εβραίους. Μέσα στα πολλά ευτράπελα που του συνέβησαν στην Ελλάδα, αναγκάστηκε να συνδιαλεχθεί με γνωστή πανεπιστημιακή προσωπικότητα 'υπεύθυνη' για τη διάθεση και διαχείριση των ελληνικών αρχείων, ο οποίος μάλιστα ρώτησε τον πράκτορα του Σιωνισμού "γιατί πρέπει οι Αμερικάνοι να έχουνε αντίγραφα των πάντων". Ο άνθρωπος έμεινε κόκκαλο. Πάντως, για να ρωτάει ο υπεύθυνος, προφανώς αγνοούσε το σχετικό εδάφιο των Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών.
Κι εδώ όπως κι αλλού: η κουτοπονηριά είναι το βερνίκι που επιχρίουμε πάνω στην ανικανότητα ή στη διαφθορά (στη Βρετανία, λ.χ., το βερνίκι λέγεται 'στωικισμός για μάπες'). Σκεφτείτε για παράδειγμα το θέμα της καύσης των νεκρών. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι, ναι, πρόκειται για μία πρακτική ξένη προς την ελληνική παράδοση: εμείς εδώ τους θάβουμε. Αν αυτό ήτανε το μόνο πρόβλημα, τότε το κράτος θα μπορούσε φερ' ειπείν να σπονσοράρει τη συγκεκριμένη μέθοδο και ό,τι γίνει -- περίπου όπως με τον πολιτικό γάμο. Το θέμα όμως είναι εάν η Εκκλησία, που αντιστρατεύεται και πολιτικά και ιδεολογικά την καύση όπως και άλλα πολλά, μπορεί να προτείνει εναλλακτικές λύσεις: αξιοπρεπή και προσβάσιμα νεκροταφεία.
Είναι κωμικό που θεωρούμε ότι η εκταφή μετά την τριετία / πενταετία, οι αγορές τάφων, το κατάβρεγμα λειψάνων με οξύ κατά την αναγκαστική εκταφή, τα οστεοφυλάκια και ο ασβεστόλακκος που τα ακολουθεί είναι σύμφωνα με την ελληνική παράδοση και κατά το ορθόδοξο έθος, ενώ η καύση δεν είναι (και γι' αυτό δεν μπορεί να αποτελεί μέρος μιας νεκρώσιμης ακολουθίας). Άραγε αντιλαμβάνεται ο ανώτερος κλήρος τη φρίκη να ξεθάβεται ο μισολιωμένος άνθρωπός σου στην τριετία ή πενταετία και να παραδίδεται βάναυσα στα οξέα -- ενίοτε κομμάτι-κομμάτι; Ή μήπως η έλλειψη οικογενειακών δεσμών τούς έχει αποσκληρύνει; Μπορούν να μας δώσουν μια αξιοπρεπή εναλλακτική λύση;
Μιλώντας για εναλλακτικές λύσεις, ας επισημάνω κάτι ενδεχομένως κοινότοπο -- αν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας πολλοί κοινοτοπομάστιγες με πολιτικά: να πάψει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α ή ΣΥΝ ή όπως αλλιώς λέγεται να χαϊδεύεται με φαντασιώσεις συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ. Αν, όπως είναι πιθανό, καταφέρει μια τέτοια κυβέρνηση να πάρει τη δεδηλωμένη της επόμενης Βουλής, θα είναι μια κυβέρνηση αποτυχημένων και ανίκανων (από πλευράς αλληλοσπαρασσόμενου ΠΑΣΟΚ) σε συνεργασία με άπειρους και ανίκανους (από πλευράς Συνασπισμού). Όπως μαράθηκε η Ελιά στην Ιταλία, σύντομα θα μαραθεί κι αυτό το υβρίδιο, αφού δε θα υπάρχει Ανδρέας Παπανδρέου (αυτό σας το βεβαιώνω) να πιει το αίμα της Αριστεράς με το καλαμάκι. Όπως οι κυβερνήσεις Μίστερ Νιντέντο παρακολουθούνε χαύνα την πολιτική απλώς να συμβαίνει, παραλυμένες από τον τρόμο του πολιτικού κόστους και φθαρμένες από κακές συνήθειες που δύσκολα αποβάλλονται, έτσι και μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ θα δίνει την εντύπωση και θα βγάζει τον ήχο καμεράτας με ολίγη από κότο, σακουχάτσι, ούτι, νέι, ταμπλά και δύο σιτάρ.
Προτείνω λοιπόν στον Συνασπισμό να κάτσει στα αβγά του, να κάνει την (αξιωματική; ωραία θα ήταν) αντιπολίτευσή του και να περιμένει την πολυδιάσπαση των δύο γερασμένων και ρυπογόνων κομμάτων.
Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008
Κυριακή 10 Αυγούστου 2008
SMS από τη συναυλία των Iron Maiden
Σταλμένα όλα στη συμβία. Η συναυλία κέρασμα πολύ καλού φίλου. Όταν ξαναβρώ σύρματα θα σας πω για την καύση των νεκρών και την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ.
Τα SMS:
Τα SMS:
21.38 Βγαίνουν!
22.00 Τρίτο τραγούδι. Χμ. Καλύτερα στον Κράβιτς.
22.07 Νομίζω ότι είμαι στο γυμνάσιο.
22.19 Είναι καταθλιπτικό ότι αυτά τα χαζά είναι τόσο δημοφιλή 20 χρόνια μετά.
22.33 Βαριέμαι.
22.52 Σαν να ψέλνει κάποιος συνοδεία μπλέντερ είναι.
Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008
Εντυπώσεις από την Αθήνα
Διπλοπαρκαρίσματα παντού. Ξεκάθαρα. Περιστασιακό σημάδι φιλότιμου, κάποιος αριθμός κινητού στο παρμπρίζ.
Όπου δεν παρκάρουν, σκουπίδια. Ανακύκλωση; Καρότσια;
Τα ωριαία (!!!) δρομολόγια του Προαστειακού από Πειραιά. Έτσι θα πάνε μπροστά οι συγκοινωνίες, κύριε Αποτέτοιε μου.
Το μπατσοπούλμαν που αδιάλειπτα κόβει τον λεωφορειόδρομο μπροστά από το ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη.
Εγώ που χλεύαζα την απλυσιά των Λονδρέζων υφίσταμαι τώρα τη μπαγιάτικη ιδρωτίλα των Ελλήνων στη συγκοινωνία. Όχι, δε μιλάω γι' αυτούς που γυρνάνε από το μεροκάματο.
Πλατεία Πρωτομαγιάς, πάνω από την καταβυθισμένη Μουστοξύδη, που ενώνει Αλεξάνδρας και Κυψέλη. Σκοτεινά. Οι φανοί του Δήμου όλοι σβηστοί: λιγοστό φως από τη ΣΕΘΑ και το καφέ. Κενά στο λιθόστρωτο, κάποιοι ξηλωμένοι κυβόλιθοι. Άδεια παρτέρια. Περιουσία του ελληνικού λαού.
Πατήσια: πυκνή δόμηση. Αιλιανού και Καραβία γωνία: υπέροχο σπίτι μέσα σε μια τεράστια αυλή με ζουγκλώδη βλάστηση. Αντίθετα με το διατηρητέο παραπάνω, κινδύνευσαν σοβαρά να 'αναπτυχθούν'. Ασφαλιστικά μέτρα τα προστατεύουν, προς το παρόν.
Ο ανοικονόμητος σταθμός του Κεραμεικού. Τον Λένιν πού τον έχουν; Πότε θα φτιαχτεί η είσοδος Πειραιώς και Ιερά Οδός γωνία; Ο γερανός κοντεύει να γίνει εικαστική παρέμβαση.
Πού πήγαν τα δισκάδικα; Πού θα βρω τώρα Σ. Γιαννάτου, A. Schnittke, Μαίρη Λίντα, Missa Criolla με Mercedes Sosa; Ευτυχώς είχε το Μετρόπολις το Requiem του Cherubini...
Ο άδειος Εθνικός Κήπος: ένα ζευγάρι, τέσσερις αργόσχολοι, πολλοί τουρίστες. Ο καιρός που οι Έλληνες ήθελαν τζάμπα πράσινο για αναψυχή παρήλθε. Τώρα θέλουνε να πληρώνουν για αναψυχή. Έτσι είναι.
Αμπελόκηποι-Νέος Κόσμος σε 15 λεπτά; Στον καιρό μου θέλαμε μιάμιση ώρα και βάλε.
Το καφέ του Μουσείου. Το EverGreen. Ο Ιανός. Ο Παπασωτηρίου. Η Πολιτεία.
Η Πισίνα στη Ζέα που κούφανε τους νεοϋρκέζους φίλους. Βοήθησε και η ευδία. Is this not a private club? Χα! Χα! Χαχά!
Το φως κι ο ουρανός και το αεράκι. Πουθενά οι 32 βαθμοί δεν είναι τόσο σωστοί.
Ο κόσμος αυτής της πόλης.
Όπου δεν παρκάρουν, σκουπίδια. Ανακύκλωση; Καρότσια;
Τα ωριαία (!!!) δρομολόγια του Προαστειακού από Πειραιά. Έτσι θα πάνε μπροστά οι συγκοινωνίες, κύριε Αποτέτοιε μου.
Το μπατσοπούλμαν που αδιάλειπτα κόβει τον λεωφορειόδρομο μπροστά από το ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη.
Εγώ που χλεύαζα την απλυσιά των Λονδρέζων υφίσταμαι τώρα τη μπαγιάτικη ιδρωτίλα των Ελλήνων στη συγκοινωνία. Όχι, δε μιλάω γι' αυτούς που γυρνάνε από το μεροκάματο.
Πλατεία Πρωτομαγιάς, πάνω από την καταβυθισμένη Μουστοξύδη, που ενώνει Αλεξάνδρας και Κυψέλη. Σκοτεινά. Οι φανοί του Δήμου όλοι σβηστοί: λιγοστό φως από τη ΣΕΘΑ και το καφέ. Κενά στο λιθόστρωτο, κάποιοι ξηλωμένοι κυβόλιθοι. Άδεια παρτέρια. Περιουσία του ελληνικού λαού.
Πατήσια: πυκνή δόμηση. Αιλιανού και Καραβία γωνία: υπέροχο σπίτι μέσα σε μια τεράστια αυλή με ζουγκλώδη βλάστηση. Αντίθετα με το διατηρητέο παραπάνω, κινδύνευσαν σοβαρά να 'αναπτυχθούν'. Ασφαλιστικά μέτρα τα προστατεύουν, προς το παρόν.
Ο ανοικονόμητος σταθμός του Κεραμεικού. Τον Λένιν πού τον έχουν; Πότε θα φτιαχτεί η είσοδος Πειραιώς και Ιερά Οδός γωνία; Ο γερανός κοντεύει να γίνει εικαστική παρέμβαση.
Πού πήγαν τα δισκάδικα; Πού θα βρω τώρα Σ. Γιαννάτου, A. Schnittke, Μαίρη Λίντα, Missa Criolla με Mercedes Sosa; Ευτυχώς είχε το Μετρόπολις το Requiem του Cherubini...
Ο άδειος Εθνικός Κήπος: ένα ζευγάρι, τέσσερις αργόσχολοι, πολλοί τουρίστες. Ο καιρός που οι Έλληνες ήθελαν τζάμπα πράσινο για αναψυχή παρήλθε. Τώρα θέλουνε να πληρώνουν για αναψυχή. Έτσι είναι.
Αμπελόκηποι-Νέος Κόσμος σε 15 λεπτά; Στον καιρό μου θέλαμε μιάμιση ώρα και βάλε.
Το καφέ του Μουσείου. Το EverGreen. Ο Ιανός. Ο Παπασωτηρίου. Η Πολιτεία.
Η Πισίνα στη Ζέα που κούφανε τους νεοϋρκέζους φίλους. Βοήθησε και η ευδία. Is this not a private club? Χα! Χα! Χαχά!
Το φως κι ο ουρανός και το αεράκι. Πουθενά οι 32 βαθμοί δεν είναι τόσο σωστοί.
Ο κόσμος αυτής της πόλης.
Εβραίοι πούστηδες
Οι γκέι / ομοφυλόφιλοι / πούστηδες είναι για τις αρχές του 21ου ό,τι ήταν οι Εβραίοι στην Αυστρο-Ουγγαρία για τις αρχές του 20ου.
Βρίσκονται παντού. Μερικοί έχουν κι αξιώματα.
Φαίνονται σχεδόν νορμάλ αλλά είναι ανώμαλοι. Κάνουν περιτομή και πρωκτικό σεξ, πίνουνε το αίμα παιδιών και κουνιούνται.
Όλοι οι καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ηθοποιοί, συγγραφείς, μουσικοί είναι τέτοιοι.
Επιθυμούνε διακαώς να κατακτήσουνε τον κόσμο και να διαβρώσουν τα χρηστά ήθη. Το λένε κι οι παπάδες.
Αλληλοβοηθούνται μυστικά.
Πολλοί είναι τέτοιοι, αλλά δεν το ξέρουν. Άλλοι το ξέρουν και το κρύβουν. Για πολλούς ξέρουμε ότι είναι αλλά δεν το κάνουμε θέμα.
Έχουν παράλογες απαιτήσεις για χειραφέτηση και ισότητα.
Είναι νευρωσικοί. Φταίει που είναι τέτοιοι. Ασχολούνται συνέχεια με το ποιοι είναι και τι σημαίνει να είναι αυτοί που είναι. Είναι κολλημένοι με τον πατέρα τους. Αυτός ειν' η αιτία που υποφέρουν.
Κανείς δε θα είχε πρόβλημα μαζί τους άμα κάθονταν στα αυγά τους και δεν προκαλούσαν.
Βρίσκονται παντού. Μερικοί έχουν κι αξιώματα.
Φαίνονται σχεδόν νορμάλ αλλά είναι ανώμαλοι. Κάνουν περιτομή και πρωκτικό σεξ, πίνουνε το αίμα παιδιών και κουνιούνται.
Όλοι οι καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ηθοποιοί, συγγραφείς, μουσικοί είναι τέτοιοι.
Επιθυμούνε διακαώς να κατακτήσουνε τον κόσμο και να διαβρώσουν τα χρηστά ήθη. Το λένε κι οι παπάδες.
Αλληλοβοηθούνται μυστικά.
Πολλοί είναι τέτοιοι, αλλά δεν το ξέρουν. Άλλοι το ξέρουν και το κρύβουν. Για πολλούς ξέρουμε ότι είναι αλλά δεν το κάνουμε θέμα.
Έχουν παράλογες απαιτήσεις για χειραφέτηση και ισότητα.
Είναι νευρωσικοί. Φταίει που είναι τέτοιοι. Ασχολούνται συνέχεια με το ποιοι είναι και τι σημαίνει να είναι αυτοί που είναι. Είναι κολλημένοι με τον πατέρα τους. Αυτός ειν' η αιτία που υποφέρουν.
Κανείς δε θα είχε πρόβλημα μαζί τους άμα κάθονταν στα αυγά τους και δεν προκαλούσαν.
Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008
Sad relic
Γυρνώντας την Ελλάδα ξαναμαθαίνει κανείς τα προφανή και τα γνωστά (αν και δεν είναι όλα τα προφανή γνωστά). Η Ελλάδα:
Ωραία τοπία. Γελοίοι δρόμοι. Κανιβαλισμένοι και παρατημένοι σιδηρόδρομοι. Άθλια πανάκριβη ακτοπλοΐα (λ.χ. καταγγέλλω τα κλιμακοστάσια και τους χώρους του Εξπρές Σκιάθος: φτιαγμένοι για να κατρακυλήσουν και για να ποδοπατηθούνε μαζικά οι επιβάτες σε περίπτωση έστω και ήπιου πανικού). Και διαφθορά.
Ο λαϊκισμός υπαγορεύει ότι η διαφθορά και η ευνοιοκρατία είναι προνόμιο και άθλημα των κρατούντων. Ωστόσο, οι κρατούντες στην Ελλάδα, σε γενικές γραμμές, δεν προέρχονται από κλειστές κάστες μανδαρίνων. Άλλωστε, ο χρηματισμός, η ευνοιοκρατία (νεποτική, πιπωτική ή άλλη) και η εξαπάτηση (συμπεριλαμβανομένης και της αρπαχτής ή της κατάχρησης) βρίσκονται ψηλά, πολύ ψηλά στις επιδιώξεις του κοσμάκη, του 'απλού λαού' που λέμε, όχι μόνον όσων έχουνε την εξουσία (ευρεία, τοπική ή σούπερ τοπική). Το ακούς παντού μιλώντας για αυτά τα πράγματα.
Δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα διαφθορά. Παντού υπάρχει. Ακόμα και στην κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία. Απλώς στην Ελλάδα οι περισσότεροι έχουν πεισματική εμμονή με τα παραπάνω σπορ αντίστοιχη με τις εμμονές των Ολλανδών με το κάμπινγκ.
Επίσης, στην Ελλάδα αυτά τα σπορ (ο χρηματισμός, η ευνοιοκρατία και η εξαπάτηση) συνδυάζονται με κανονική αδιαφορία για το τι συμβαίνει έξω από την περίμετρο που περικλείει τους 'δικούς μας': είτε πρόκειται για τους τοίχους του σπιτιού, είτε για τα όρια της οικογένειας, είτε για το χωριό, κ.ο.κ. Τα αποτελέσματα φαίνονται παντού. Και στο Πέραμα, λ.χ., όπου έπρεπε να σκοτωθούν πολλοί μαζί για να προσέξουν τα μέσα το θέμα των εργατικών δυστυχημάτων. Για λίγο, βεβαίως.
Ωραία τοπία. Γελοίοι δρόμοι. Κανιβαλισμένοι και παρατημένοι σιδηρόδρομοι. Άθλια πανάκριβη ακτοπλοΐα (λ.χ. καταγγέλλω τα κλιμακοστάσια και τους χώρους του Εξπρές Σκιάθος: φτιαγμένοι για να κατρακυλήσουν και για να ποδοπατηθούνε μαζικά οι επιβάτες σε περίπτωση έστω και ήπιου πανικού). Και διαφθορά.
Ο λαϊκισμός υπαγορεύει ότι η διαφθορά και η ευνοιοκρατία είναι προνόμιο και άθλημα των κρατούντων. Ωστόσο, οι κρατούντες στην Ελλάδα, σε γενικές γραμμές, δεν προέρχονται από κλειστές κάστες μανδαρίνων. Άλλωστε, ο χρηματισμός, η ευνοιοκρατία (νεποτική, πιπωτική ή άλλη) και η εξαπάτηση (συμπεριλαμβανομένης και της αρπαχτής ή της κατάχρησης) βρίσκονται ψηλά, πολύ ψηλά στις επιδιώξεις του κοσμάκη, του 'απλού λαού' που λέμε, όχι μόνον όσων έχουνε την εξουσία (ευρεία, τοπική ή σούπερ τοπική). Το ακούς παντού μιλώντας για αυτά τα πράγματα.
Δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα διαφθορά. Παντού υπάρχει. Ακόμα και στην κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία. Απλώς στην Ελλάδα οι περισσότεροι έχουν πεισματική εμμονή με τα παραπάνω σπορ αντίστοιχη με τις εμμονές των Ολλανδών με το κάμπινγκ.
Επίσης, στην Ελλάδα αυτά τα σπορ (ο χρηματισμός, η ευνοιοκρατία και η εξαπάτηση) συνδυάζονται με κανονική αδιαφορία για το τι συμβαίνει έξω από την περίμετρο που περικλείει τους 'δικούς μας': είτε πρόκειται για τους τοίχους του σπιτιού, είτε για τα όρια της οικογένειας, είτε για το χωριό, κ.ο.κ. Τα αποτελέσματα φαίνονται παντού. Και στο Πέραμα, λ.χ., όπου έπρεπε να σκοτωθούν πολλοί μαζί για να προσέξουν τα μέσα το θέμα των εργατικών δυστυχημάτων. Για λίγο, βεβαίως.
I want to believe: the dark night returns
Ο τίτλος της καινούργιας ταινίας των X-files (την οποία δεν πρόκειται να δω) αναδεικνύει ένα από τα δημοφιλή σλόγκαν της σειράς: 'Θέλω να πιστέψω'.
Η ίδια η σειρά μού ήταν πάντα απεχθής (έχω δει συνολικά πέντε επεισόδια): από βδομάδα σε βδομάδα, αυτή η ωχρή σκιά του παλιού ασπρόμαυρου Twilight Zone προσπαθούσε να μας πείσει:
Για να το θέσω λίγο πιο αμερικάνικα: για μένα το 'I want to believe' είναι προσβλητικό. Όχι γιατί προσβάλλει δοξασίες, ταμπού ή πεποιθήσεις μου, παρά γιατί προσβάλλει την αξιοπρέπειά μου.
Η ίδια η σειρά μού ήταν πάντα απεχθής (έχω δει συνολικά πέντε επεισόδια): από βδομάδα σε βδομάδα, αυτή η ωχρή σκιά του παλιού ασπρόμαυρου Twilight Zone προσπαθούσε να μας πείσει:
- πόσο ξενερουά και ντεκαυλέ είναι ο ορθολογισμός (και στο πρόσωπο της αντισέξ Gillian Anderson),
- πόσο στομωμένο είναι το ξυράφι του Όκκαμ,
- ότι ο σκεπτικισμός και η νήψη του πνεύματος πρέπει να στρέφονται πρωτίστως κατά του σκεπτικισμού και της νήψης του πνεύματος, με αναλυτικό εργαλείο την κατάλληλη θεωρία συνωμοσίας.
Για να το θέσω λίγο πιο αμερικάνικα: για μένα το 'I want to believe' είναι προσβλητικό. Όχι γιατί προσβάλλει δοξασίες, ταμπού ή πεποιθήσεις μου, παρά γιατί προσβάλλει την αξιοπρέπειά μου.
Τρίτη 1 Ιουλίου 2008
Ουστ, βρε όρνιο τσ' Κλεισούρας
Ξεκινώ με κάτι άσχετο, μια σημείωση κυρίως για τον εαυτό μου: την ωραιότερη ταινία που είδα από τον καιρό του Jesse James.
Πριν περίπου δυο βδομάδες αναρωτήθηκα γιατί έχουνε τόση πέραση οι ακραίες απόψεις. Απόψε με απασχολεί η ανάγκη των ανθρώπων στα μπλόγκια να υποτιμούν, να πατρονάρουν, να επιτιμούν και πολλές φορές να σκυλοβρίζουν αγνώστους. Εδώ περιορίζομαι στα μπλόγκια, τα οποία δε θεωρώ μέσο επικοινωνίας (όπως την τηλεόραση), παρά "προεκτάσεις του εαυτού μας" με περιορισμένη δημοσιότητα (εκτός και αν αυτές τις αράδες τις διαβάζει η Χάφινγκτον -- γεια σου Αριάνα! -- οπότε το πράμα αλλάζει).
Πάντως, για περίπου δύο χρόνια και βάλε, έχω προσπαθήσει να τηρήσω τη συμβουλή "Άμα μου έρχεται όρεξη να το ρίξω στο μεταμπλόγκινγκ, κλείνω τον υπολογιστή" με σχετική επιτυχία. Τις λίγες φορές που επιδόθηκα σε κάτι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε 'μεταμπλόγκινγκ', το έκανα για να παινέψω το μέσο και για να δηλώσω πόσο καλά είναι που υπάρχει, πρόσφατα με αυτό το ποστ, κ.ο.κ. Αυτή η μακάρια τριακονταμηνία διακόπτεται σήμερα.
Τέλος πάντων.
Πρώτα-πρώτα το μπλογκικό βρισίδι δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Άμα γνωρίζετε ξένες γλώσσες και διαβάζετε ξενόγλωσσα μπλογκζ, θα δείτε ότι πέφτει πολύ μπινελίκωμα out there (το οποίο τελευταία μεταφράζεται 'εκεί έξω' κι εμένα μου 'ρχεται λόξυγκας), ακόμα κι αν εξαιρέσει κανείς τα τρόλλια.
Βλέπει λοιπόν κανείς στα μπλόγκια έναν γενικευμένο αναμμό, μια φούντωση, ένα μένος -- κάτι για το οποίο έχω ξαναμιλήσει.
Τι λένε λοιπόν κάποιοι σχολιαστές.
Μερικοί κατά τ' άλλα ευφυείς παίρνουν αμπάριζα και μουτζώνουν με σύστημα και επιμέλεια όποιον διέρχεται από ένα φόρουμ ή ένα μπλογκ, σαν οδηγοί τον Αύγουστο σε σεατάκι χωρίς κλιματισμό. Σύμφωνα με τους σχολιαστές αυτούς, ο ένας είναι εντελώς βλάκας, τόσο απελπιστικά βλάκας ώστε πρέπει να του το επισημάνουν πάλιν και πολλάκις. Σύμφωνα με άλλους, κάποιος παραλογίζεται λόγω ιδεολογικής φλεγμονής (αριστερής, δεξιάς, χριστιανικής, αθεϊστικής, οικολογικής, φιλελεύθερης, εθνικιστικής, διεθνιστικής): αυτή η φλεγμονή όχι μόνον ακυρώνει a priori τη γνώμη του αλλά αποτελεί κι αφορμή σημαιοστολισμού του με τα γλωσσικά ισοδύναμα χρησιμοποιημένων προφυλακτικών. Άλλοι σχολιαστές αυτής της ομοταξίας διαθέτουν το εξής πρόβλημα: ακόμα και πραγματικά διανοούμενοι, σκεπτόμενοι και αντάξιοι συνομιλητές διαφωνούνε μαζί τους. Άρα διαθέτουν, δυστυχώς, αχανείς χερσότοπους αχαρτογράφητης αφέλειας και πάμπες ολόκληρες κενές κοινής λογικής μέσα στα κρανία τους: άλλωστε, ως γνωστόν, όσο πιο σοφός είσαι, τόσο πιο αποκομμένος είσαι από την πραγματικότητα. Αυτό, για παράδειγμα, ήταν ένα από τα προβλήματα του Νίκου Δήμου: όπως του επισήμαιναν κάποιοι πτυχιούχοι σχολιαστές με ηλικία κλάσμα της δικής του, ήταν αφελής και εκτός επαφής με τον πραγματικό κόσμο.
Άλλοι, θεράποντες της φόρμας, περιφέρουν τις σπάνιες κειμενοκριτικές ικανότητές τους: κατ' αυτούς ο ένας γράφει καλά αλλά λέει βλακείες, ο άλλος γράφει χάλια γιατί δεν ξέρει να γράφει, ο τρίτος γράφει σκατά γιατί -- αν και ξέρει να γράφει -- γράφει σκατά. Όλοι είναι βλάκες. Ή αφελείς. Ή γράφουν άσχημα. Ή όλα μαζί. Λέω εγώ τώρα, για φανταστείτε να βγει ο Πετεφρής και να μας θάβει όλους για το πώς γράφουμε. Πλάκα θα είχε.
Και βέβαια, τα ad hominem, οι δίκες προθέσεων: προδότες, μίσθαρνοι, κιοτήδες, πουλημένοι, κακόβουλοι, υστερόβουλοι, ανακτόβουλοι. Παράνομοι, φυγόστρατοι, απόστρατοι, στρατόκαυλοι. Αντιφατικοί, καιροσκόποι, υποκριτές. Κρυπτοφασίστες, κρυπτοσιωνιστές, κρυπτορατσιστές, κρυπτοαντισημίτες, κρυπτοσεξιστές, κρυπτοεθνικιστές, κρυπτοτραμπούκοι, κρυπτοκοσμοπολίτες, κρυπτοδιεθνιστές, κρυπτοσταλινικοί, κρυπτοφιλελεύθεροι, κρυπτοαναρχικοί, κρυπτογκέι, κρυπτοφεμινιστές, κρυπτοστρέιτ, κρυπτοανοργασμικοί, κρυπτολάγνοι, κρυπτοπλούσιοι, κρυπτονεόπλουτοι, κρυπτότουρκοι, κρυπτόβλακες, κρυπτόπτωχοι, κρυπτόκωλοι, κρυόκωλοι. Και ο ολντ μπόυ, επιτομή όλων των παραπάνω. Τι να προσθέσω εδώ.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το τι σου λένε. Το πρόβλημα είναι και πώς το λένε: ειρωνεία, σαρκασμός, περιφρόνηση, λοιδωρία, απίστευτες βρισιές. Μερικοί μάλιστα θα σε τραβολογάνε σε άσκοπες και μακρόσυρτες ανταλλαγές σχολίων μέχρι να παραιτηθείς από την κόπωση (αφού εκείνοι πρέπει να λένε πάντα την τελευταία κουβέντα). Άλλοι θα πιάσουνε να σου αποδομήσουνε καταλεπτώς όσα είπες, κάνοντας διακριτικές ενέσεις παρερμηνείας και διαστρέβλωσης εδώ κι εκεί: άμα εκραγείς, εσύ φταις. Άλλοι σε πατρονάρουν: "το πτωχό, το κα-θυ-στε-ρη-μέ-νο", που έλεγε κι εκείνη η ταινία, νομίζω με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου (καλή της ώρα).
Έχω να προτείνω κάτι, με τον γνωστό διδακτισμό που (λέγεται ότι) με διακρίνει; (παρεμπιπτόντως, γιατί νομίζετε ότι γράφω εδώ; για να αυτοψυχαναλυθώ; με μπερδέψατε με άλλον, τότε.) Έχω:
Ηρεμήστε, αγαπητές κι αγαπητοί. Πρώτον, ελάχιστοι σας διαβάζουν: ένα μικρό υποσύνολο όσων μιλάν ελληνικά. Τι να λέμε, δηλαδή. Επίσης, όσον αφορά το ταλέντο, την ευφυία, τη σπάνια καλλιέργειά σας και τα συγκλονιστικά βιώματά σας, ε, εντάξει. Δεν είναι τόσο πελώρια, παγκόσμια και πανίσχυρα όσο νομίζετε: συνεχίστε να γράφετε αλλά μην τρελαίνεστε να αξιολογείτε τους άλλους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)