Προοίμιο: Το ποστ προέκυψε από την οργή που μου προκάλεσε ανώνυμος πατερναλιστής που αποφάσισε (σα γνήσιος συμπατριώτης μου) να μου πει για τη ζωή μου. Ωστόσο, κατάφερε να μου θυμίσει τον παππού κι έτσι να συμμαζέψω σκέψεις που κάνω εδώ και δυο βδομάδες. Τον ευχαριστώ θερμά και του ζητώ να μην ξανασχολιάσει τίποτα δικό μου, αν έχει την καλοσύνη. Επίσης ευχαριστώ τον Χαίντελ και τον Τιμ Μπάκλυ που μου έκαναν παρέα όσο έγραφα. Αυτοί πάλι μπορούνε να σχολιάζουν όσο θέλουν.
Αν με ρωτήσουν ποτέ, που φυσικά μάλλον δεν πρόκειται να χρειαστεί, ποιοι άνθρωποι με επηρέασαν πιο πολύ, νομίζω ότι πολύ πιο πάνω κι από τον φίλο μου τον Γιώργο (που με έμαθε να ακούω μουσική: πολύ μεγάλο δώρο) είναι ο παππούς ο παρα λίγο συνονόματος, ο σχεδόν φίλος του Κατσίμπαλη. Έχω ξαναπεί γι΄αυτόν. Ήταν ένας πολύ στριφνός και δύσκολος και κρυψίνους άνθρωπος που έδινε σε όλους την εντύπωση της απλότητας, της ευθυμίας και της μεγαλοκαρδίας. Η ζωή τον είχε σμιλέψει μέσα από μια αλληλουχία πολλαπλών διαψεύσεων αλλά δεν γκρίνιαζε ποτέ. Μόνο τα γερατειά του τον πίκραιναν.
Μια μεγάλη διάψευση τον βρήκε σε ηλικία 70 ετών, το 1980, όταν πήγε στην πατρίδα του, στην Πόλη, μετά από απουσία περίπου μισού αιώνα. Στην Πόλη του '80 όλοι τον αντιμετώπιζαν σαν φάντασμα του παρελθόντος με μακρύ παλτό και ρεπούμπλικο που μιλούσε μιξοφράγκικα παλιομοδίτικα τούρκικα και ρώταγε τιμές σε γρόσια. Αυτός είδε μια σκιά της Πόλης γεμάτη Τούρκους και την ay-yıldız να κυματίζει υπερμεγέθης στον ιστό του σχολείου του, λες και δεν κυμάτιζε όταν έφυγε. Του φάνηκε μια πόλη βρώμικη και μίζερη, φτωχή και γεμάτη κλέφτες εμπόρους και κακοντυμένα λωποδυτάκια.
Γύρισε πίσω στην Αθήνα ερείπιο, με το (χρόνια πια σβησμένο) πράσινο βλέμμα του να σαρώνει πολύ επίμονα πολύ μικρές περιοχές του οπτικού πεδίου απέναντί του καθώς μας τα έλεγε στο σαλόνι του παλιού σπιτιού. Ήξερε πια ότι, ακόμα και σε επίπεδο φαντασιακό, είχε χάσει για πάντα την Πόλη και ήτανε καταδικασμένος στην ωραία αλλά ξένη του Αθήνα. Μας έφερε κι έναν δίσκο με "τούρκικα", αλλά με λάθος "τούρκικα": είχε ζητήσει δημοτικά τραγούδια για τη μητέρα μου αλλά ο απατεώνας "άλλο με έδειξε κι άλλο μ' έδωσε, πότε πρόλαβε και το τύλιξε, δεν ξέρω". Του είχε δώσει λοιπόν κάτι "απαίσια γύφτικα" του Σουλουκουλέ. Τον έχω ακόμα τον δίσκο, είχε μια θελκτική κορακόμαλλη χορεύτρια στο εξώφυλλο (την έχει ακόμα) με σωστούς γοφούς και το απαραίτητο στήθος που τελειώνει σε κρόσια χανούμικα. Ένα τραγούδι εκεί μέσα (kestane λέγεται: 'κάστανα') μου άρεσε πολύ: είχε κι ωραία τουμπελέκια.
Η Πόλη του παππού είναι αυτή που κοιτούσε από το βαπόρι φεύγοντας για Σαλονίκη, με το σχολείο, τους κήπους, με τα βαποράκια του Κεράτιου που τον ανέβαιναν ζικ-ζακ, με τα ναυτικά που έντυναν τον αδερφό του, με τις εκκλησίες, το χασάπικο του πατέρα του, τα Πατριαρχεία, το όραμα του Αβέρωφ στον Βόσπορο ("οχτώ χρονών ήμουνα") και τις συνοδευτικές γαλανόλευκες παντού στη γειτονιά του, με τη μάνα του που τον έστελνε να παίξει (κι αυτός ερχόταν πίσω σε 10 λεπτά για να διαβάσει εγγλέζικα και πώς προφέρεται αυτό το 'barrel'). Αυτό που είδε το 1980 ήταν ένα λείψανο από εκταφή της Πόλης του, αν και σίγουρα η χαρά και το καμάρι και η φωλιά εκατομμυρίων άλλων.
Η πόλη η δική μου, η Αθήνα, είναι αυτή του 2004. Νομίζω ότι γερνάει πολυ γρήγορα. Και δε θα χρειαστεί να περιμένω 50-60 χρόνια να δω κάποιο μισολιωμένο λείψανό της. Νομίζω ότι τη βλέπω να γερνάει και να εκπίπτει. Αλλά πάλι, είτε είναι για την Πόλη, είτε για την Αθήνα, είτε για ανθρώπους που μας πήρε ο θάνατος ή ο χωρισμός πριν χρόνια, είτε και για εγώ δεν ξέρω για ποιον, "η αγάπη ουδέποτε πίπτει".
Όποιος ισχυρίζεται ότι δεν αγαπάει την πατρίδα του, πιθανότατα σφίγγεται υπερβολικά μποντυμπιλνταράδικα για να μας πείσει, όπως ο Τολστόι που ήθελε να απαρνηθούμε το σεξ. Απλώς, άλλο αγαπάω την πατρίδα και άλλο "αγαπάω" την ιδέα της. Άλλο καλλιεργώ την ταυτότητά μου, άλλο ανήκω σε μια παράδοση (συγγνώμη, ποιος δεν ανήκει;) και άλλο κραδαίνω φετιχιστικά την παράδοση σαν φαλλό υπεραναπληρωτικό ή σαν τσεκούρι στο κεφάλι του Άλλου, ενώ στον νου μου έχω συντηρητισμό, επαρχιωτισμό κι εσωστρέφεια -- ή απλώς τρικυμία. Όπως διάβασα πριν πολλά χρόνια στην 'Παλινωδία του Παπαδιαμάντη' του Ράμφου, με αφορμή τους 'Δαιμονισμένους' του θεού Ντοστό, οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι είναι αυτοί που υποκαθιστούνε τα βιώματά τους (που δεν έχουνε) με αφηρημένες ιδέες.
Όσοι δεν έχουνε βιώματα, τα υποκαθιστούνε με ιδεολογία και απονία, με απάθεια και κυνισμό. Όσοι αρνούνται τον ορθό λόγο εκεί που εφαρμόζεται κι αρμόζει, τον υποκαθιστούνε με βιωματικά μαγιλίκια και διαισθητικό καραγκιοζισμό, με σαμανικά φαντάσματα και δαιμόνια-τελώνια.
Όσοι έχουνε και βιώματα και ορθό λόγο, απλώς τα αισθάνονται κάποτε μέσα τους να παλεύουν και να αλληλοσυμμαζεύονται, να αλληλοδασκαλεύονται και να μουρμουρίζουνε μεταξύ τους όπως οι σφυγμοί της καρδιάς μέσα στην ησυχία της νύχτας. Να διαψεύδουνε τα μεν τα δε, εναλλάξ και επί τα αυτά, όπως θα μας διαψεύσει όλους μας μια μέρα η γροθόσχημη καρδιά μας: το σύμβολο των συναισθημάτων που είναι μυώδης αντλία τετράχωρη.