Ακολουθεί παραλήρημα. Μην το διαβάσετε.
Η Ολυμπιακή Ελλάδα έχει πλεόν εξατμιστεί εντελώς. Όλη η λάμψη, όλος ο δυναμισμός, η περηφάνεια, η ανοιχτωσιά, η ομορφιά και η αισιοδοξία είναι πια ανάμνηση. Ο Γιάννης Οικονομιδης έφτασε να πει ότι οι Ολυμπιακοί φταίνε. Τελειώσαμε.
Στα κόμικ και στις ταινιούλες ΕΦ αρέσκομαι να παρατηρώ του δυστοπικά ερείπια πόλεων στο φόντο του καρέ ή του πλάνου. Η πρώτη φορά που ενοχλήθηκα από τέτοιες εικόνες εγκατάλειψης πόλεων ήταν όταν διάβαζα για τα ερείπια του Χάρλεμ στο Underworld του Ντελίλο (που αν δεν ήμασταν κερατένιοι καραεπαρχιώτες χωριάτες διανοούμενοι του καφενέ θα συζητούσαμε ακαταπαύστως -- όχι ακαταπαύστως, θα κάναμε παύσεις για να το ξεπατηκώσουμε και να το τζαμώσουμε για να γράψουμε κανα ελληνικό μυθιστόρημα της προκοπής. Ο κόμπος ξανανέβηκε όταν είδα τα ερείπια του Ντητρόιτ και της Νέας Ορλεάνης. Τώρα βλέπω την Αθήνα να πεθαίνει, να ξεπέφτει σε Αμμάν με δεντροφυτεμένες οδούς και λεωφόρους. Και τα δυστοπικά ερείπια δεν έχουνε πια καθόλου πλάκα, καθόλου χάζι. Μόνον το μετρό της Αθήνας δουλεύει πια. Γιατί έχει κανόνες.
Σε πρόσφατη περιοδεία μου με το τσίρκο πέρασα από τον Βόλο. Είναι ετοιμοθάνατος. Χιλιάδες άνθρωποι έχουνε χάσει τις βιομηχανικές δουλειές τους τα τελευταία δύο χρόνια και ζούνε από τους γονείς τους και με €490 ενίσχυση του ΟΑΕΔ (αφού οι περισσότεροι εργοδότες ΔΕΝ απολύουν, απλώς δεν πληρώνουν) -- οι τυχεροί δεν έχουνε δάνεια ή νοίκια. Η πόλη των Μεσογειακών του 2013 είναι σκιά του εαυτού της. Για όσους δεν ξέρουν, ο Βόλος δεν είναι τυχαία πόλη: όταν ο Βόλος είχε αστική τάξη, λέσχες, περιοδικά, τέια και μπουρζουά οργιάκια, στο Μαρούσι σταυλίζαν φυματικούς και έβοσκαν κατσίκια οι Αρβανίτες. Τέλειωσε όμως κι αυτός.
Πέρασα μέσα από διαμαρτυρίες συμβασιούχων και λοιπών σήμερα. Ήθελαν να μη θιγούνε τα επιδόματα, απαιτούσαν μονιμοποίηση. Να πληρώσει η πλουτοκρατία. Οπωσδήποτε: όταν γίνει η επανάσταση και κοπούνε τα δανεικά με τα οποία πήρατε Χ3, 500ευρα στα φρικτά σκυλάδικα, ταβέρνες, τσάντες Λουί Βοϊδόν, διαμέρισμα στην Αγία Παρασκευή και Χριστούγεννα στη Βιέννη.
Στη Σχοινούσσα έλεγαν ότι ο δήμαρχος έφαγε εκατομμύρια (δραχμές) για να χτίσει ένα κάστρο τζεϊμσμποντικών προδιαγραφών παραθαλάσσιο και να το εξοπλίσει με αυτοκίνητα και σκάφη πολυτελείας. Όπως χιλιάδες Έλληνες. Πώς το έλεγε ο πετεφρής, άχρηστα, πανάκριβα και εγκαταλελειμμένα σάιτ δήμων που δεν έχουνε δρόμους και δημόσεις τουάλετες, που τους πνίγουν τα σκουπίδια και τα μπάζα. Δεν παράγουμε τίποτα - τα φάγαμε όλα: επιδοτήσεις, δανεικά, πακέτα στήριξης.
Όπως λένε πια πολλοί, συνεχίζουμε αγέρωχοι και αμετανόητοι. Οι περισσότεροι δε θέλουνε να κάνουν τίποτα. Η δουλειά είναι απαξιωμένη (κι αυτό το λέει ένας τεμπέλης), κάποιοι μισοαγράμματοι τσαμπουνάν ότι μόνον οι καλβινιστές αγάμητοι δουλεύουν. Η τοτεμική απειθαρχία, η εξιδανικευμένη ασυδοσία και η σχεδόν πλήρης έλλειψη ανταπόκρισης στο δημόσιο (όταν δεν είναι συμβολικό ή όταν δεν τσινάει το θυμικό) έχουν αναχθεί από στοχαστές-καραγκιόζηδες σε ιδιοσυστασία, λεβεντιά και γενικευμένη ρωμιοσύνη. Θα παρκάρω στη ράμπα για καροτσάκια και στον πεζόδρομο, θα καβαλήσω το πεζοδρόμιο, θα αποχαρακτηρίσω το δάσος, θα καπνίσω δίπλα σε βρέφη και γκαστρωμένες. Θα πληρωθώ μούφα υπερωρία. Θα παραστήσω τον γεωργό, τον αντιστασιακό ή τον ανάπηρο για να πάρω σύνταξη. Η κατάσταση της χώρας με έκανε να θυμηθώ την αυλή του βασιλιά Αστόχαστου στο 'Παραμύθι χωρίς όνομα' της Πηνελόπης Δέλτα, που το διάβασα όταν ήμουν 13 αλλά -- όπως διαπιστώνετε -- μου έκανε εντύπωση.
Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Δεν ξέρω. Θα την πληρώσουν οι ξένοι: στάνταρ. Ζούμε πάντα μέσα στη γενικευμένη συλλογική αμνησία μας και στη συμβολολαγνία μας. Ό,τι δεν είναι αρχαιοελληνικό στην Ελλάς, είναι βυζαντινό (λ.χ. τυρόπιτες, Μέτσοβα, καφέδες, φορεσιές, έθιμα χωριών του Έβρου). Οι ξένοι μάς χαλάνε το ζορμπαλίδικο δράμα μας, την καζαντζακική Κρήτη του Καπετάν Μιχάλη που έχουμε μέσα στην γκλάβα μας. Ξεχνάμε ότι πριν τους ξένους λέλουδα, φανέλες, πετσέτες, στυλά, αναπτήρες και δημόσια οιδήματα προς επαιτεία πούλαγαν ανάπηροι, κάτι γριούλες με τσεμπέρια και κύριοι με μουστάκι, "κωφάλαλοι" και τσιγγάνοι.
Δεν το έχω πει ποτέ και πάντοτε πολεμάω τον λογισμό. Το λέω απόψε: "Στον διάολο η Ελλάδα σας, στον διάολο Έλληνες". Το λέω με μισή καρδιά: πονάω τον κόσμο που (πια) πραγματικά πεινάει.
Δε θέλω να ξαναγράψω τίποτα. Αλλά η ανάγκη για γραφή (που είναι πολύ δυνατή εκεί κάτω) θα με ξαναφέρει κοντά σας. Ποστάρω αυτό το πράμα χωρίς διορθώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου