στον Ν.Ξ., απόψε
Όχι νεκρολογία
Έφτασα νωρίς το πρωί για το μνημόσυνο, είχα χρόνο να σκεφτώ και να αντιδράσω. Περνούσα μέσα από την Κυψέλη της αγάπης: οδός Σπετσών, πλατεία Κυψέλης, οδός Κύπρου. Ο εκλιπών ήταν άνθρωπος παλαιού τύπου, προοδευτικός και ανοιχτόμυαλος με έναν τρόπο που δεν μπορούμε πια να κουβεντιάσουμε καν. Παντρεμένος 60 χρόνια, αγαπημένος με τη γυναίκα του με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να εντάξουμε πια στα στεγνά και στεγανά μας μέτρα, στον μονολιθισμό του καθωσπρέπει μας. Η κόρη του ήταν ο πρώτος μου έρωτας, όσο μπορεί να πει κανείς έρωτα τον απεριόριστο θαυμασμό και προσκόλληση ενός γητεμένου εντεκάχρονου για μια γυναίκα όμορφη, ευφυή, ψαγμένη και είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του. Ο εκλιπών την έχασε με τον πιο σπαρακτικό τρόπο που μπορεί να φοβηθεί κανείς και έζησε άλλα 25 χρόνια δυνατός από πείσμα και αγέρωχος σαν πρωτότοκος, αλλά με μια τεράστια τρυπα να χάσκει μέσα του, μια τρύπα που φρόντιζε να στολίζει με κομψές γραβάτες.
Οι πενθούντες
Στα σαράντα του λοιπόν κοιτούσα τους πενθούντες. Συνήθως οι πενθούντες με κάνουν να δακρύσω. Κοιτούσα λ.χ. τη γυναίκα του εκλιπόντος το πρωί. Τι πράγμα, να χάσεις έναν άνθρωπο με τον οποίο έζησες πρόθυμα 60 χρόνια. Η γυναίκα του με έχει σαν τον γιο που δεν έχει. Αφού πέθανε ο άντρας της, με πήρε στην κουζίνα, καθήσαμε μαζί. Μου έσφιξε το χέρι. Μου μίλησε για τις τελευταίες μέρες του. Κάποια στιγμή σταμάτησε και μου είπε: Πάει ο θείος σου, έγινε παραμύθι. Και μετά συνέχισε να αφηγείται.
Οι Μακαρισμοί είναι τόσο σωματικό κήρυγμα, τόσο γήινο, τόσο ταπεινό, τόσο ανθρώπινο που κομπλάρει ερμηνευτές και θεολόγους επί 20 αιώνες. Θυμάμαι ταρζανικές ερμηνείες του Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται. Ότι και καλά οι πενθούντες δεν είναι όλοι μας όσοι χάσαμε και θα χάσουμε τους αγαπημένους μας, αλλά -- ξέρω γω -- οι μάρτυρες του Χριστού, οι μοναχοί, όσοι πολεμήθηκαν στο όνομά Του κτλ. Ντάξει, δεν ξέρω. Νιώθω πάντως ότι αν οι Μακαρισμοί δεν είναι κουβέντες ενός ραββίνου μιας εποχής τουρλού σαν τη δική μας (όταν η γνώση καθιζάνει, η ελευθερία γίνεται προσχηματική ηρωδιάδα και η ανθρώπινη ζωή και το ανθρώπινο σώμα κόβονται οικόπεδα και κηδεμονεύονται από τους πλειοδότες) αλλά, ξέρω γω, ο λόγος του Θεού, τότε Μακάριοι οι πενθούντες σημαίνει "μακάριοι όσοι πενθούν".
Οι διανοούμενοι και το πένθος
Θεολογώ; Ποτέ και με τίποτα. Αλλού το πάω. Οι διανοούμενοι, και δεν εννοώ οργανικούς διανοούμενος αλλά όσους εξετάζουν τον βίο, όσους παράγουν υπεραξία σκέψης, έχουνε μεθοδικά κι επίπονα καταφέρει να επεκτείνουν εντυπωσιακά τα όρια της φούσκας τους, του υποσύνολου του κόσμου που ερμηνεύουν, πάνω στο οποίο τα εργαλεία τους μπορούνε να βγάλουνε δουλειά. Έχουν ακόμα καταφέρει να αγκαλιάσουν "τον πούστη, την πουτάνα και τον κλέφτη", έστω πατερναλιστικά, έστω προσχηματικά, έστω συμβολικά. Αυτό που δεν μπορούν να κουμαντάρουν είναι η αρρώστια και το πένθος. Εκεί η παρηγοριά είναι στα χέρια Αυτού που επικαλείται ο Ραββουνί. Εκεί, στην καλυτερη περίπτωση, είμαστε ακόμα στους Στωικούς και στον Επίκουρο (τέλος πάντων). Εκεί ο λόγος είναι η αμηχανία. Η μεγάλη αμηχανία.
Η Μεγάλη Αμηχανία
Η Μεγάλη Αμηχανία μάς πάει. Είναι η Αμηχανία της εποχής: μια φουρνιά δογματικών και ιδεολόγων αφανίζουν τον πλούτο του κόσμου, συσσωρεύοντάς τον υπό το μόδιον, όπως προηγούμενες φουρνιές σφαγίασαν λαούς ολόκληρους. Όσοι το αντιλαμβάνονται είναι αμήχανοι. Είναι αμήχανοι γιατί ίσως είναι διανοούμενοι. Είναι αμήχανοι επειδή, ως διανοούμενοι, δε γνωρίζουν πώς πραγματικά ζουν όσοι γίνονται πραγματικά φτωχοί. Είμαστε (για να μην το παίζω ότι είμαι απόξω) αμήχανοι επειδή βλέπουμε αριθμούς και συλλογικές τάσεις και στάσεις και μάζες και κινήματα και πολιτικές και τους μηχανισμούς της ιστορίας και τις δυναμικές της κοινωνίας αλλά όχι τις εκατομμύρια ατομικότητες, τη μεγάλη συλλογικότητα, που δεν μπορεί να πάψει να μιλάει για τα λεφτά, όπως δεν μπορεί ο στερημένος να πάψει να μιλάει για έρωτα. Και χειρότερα, πολύ χειρότερα: φτύστε αυτή την ανοησία, τη φενάκη του παραλληλισμού, τη μεθοδολογική φαρμακεία της μεταφοράς: "μπορεί να πάψει να μιλάει για τα λεφτά, όπως δεν μπορεί ο στερημένος να πάψει να μιλάει για έρωτα". Μαλακίες. Αυτό που ζουν οι άνθρωποι τους οποίους δημοσιονομικές πολιτικές, το διεθνές εμπόριο και η βαρβαρότητα του κεφαλαίου (όπως η αγριότητα των ιδεολογιών κατά τον εικοστό αιώνα) αφανίζουν αγεληδόν δεν το καταλαβαίνεις εσύ που με διαβάζεις στην οθόνη σου, ούτε εγώ που το γράφω στη δικιά μου. Καταστρέφονται ζωές, κανονικά. Άνθρωποι πεθαίνουν και θα πεθάνουν. Οι αδύναμοι θα εξαχρειωθούν. Αυτό είναι πένθος. Αυτό είναι πόνος, εξαθλίωση (γιατί ο πόνος εξαθλιώνει), αυτό είναι πένθος. Τα υπόλοιπα είναι φτενές ρητορείες. Όπως και αυτή η μαλακία που γράφω τώρα.
Το πενθος των άλλων
Η Μεγάλη Αμηχανία, η μεγάλη αντάρα, θα σηκωθεί όταν νιώσουμε το πένθος των άλλων. Γιατί οι πενθούντες είναι εξορισμού τσακισμένοι στη μέση και βουβοί.