στις γυναίκες
Λίγοι από όσους με θεωρούν οξυδερκή έχουν αντιληφθεί ότι η όποια οξυδέρκειά μου δε διαθέτει σπουδαία περιφερειακή όραση. Δηλαδή, βλέπω καλά εκεί όπου κοιτάζω αλλά δεν πιάνω και πάρα πολλά από όσα συμβαίνουν γύρω μου.
Αυτό αλλάζει κάπως όταν μπαίνω στα σπίτια των ανθρώπων. Αμέσως ανοίγει το εύρος του οπτικού μου πεδίου και σαρώνω τον χώρο -- εντελώς άθελά μου: καταχωρίζω τη χαρακτηριστική μυρωδιά κάθε σπιτιού, δημιουργώ μια εντύπωση συγκεχυμένη των χρωμάτων που επικρατούν, παρατηρώ τα έπιπλα, την παρουσία βιβλίων και δίσκων και κάδρων, την ισορροπία τάξης-καθαριότητας και καταγράφω μπιμπελό και διακοσμητικά (θα επανέρθω σε αυτά). Στο τέλος δε θυμάμαι πολλά εκτός από μια γενική αίσθηση και κάποιες λεπτομέρειες που μου μένουν -- για χρόνια συνήθως.
Η πρώτη φορά που ανακάλυψα την αξιοσημείωτη για τα μέτρα μου παρατηρητικότητα σχετικά με τους χώρους όπου εκτυλίσσονται οι ζωές των άλλων ήτανε στα 12 ή στα 13 μου. Ο παπάς της ενορίας μας, ένας πολύτεκνος αποστεωμένος και καλογερίστικα αλαφροΐσκιωτος γέροντας (αν και δε θα ήταν τότε πάνω από 55 με 60) ζήτησε δειλά από τους δικούς μου να τον βοηθήσω στον αγιασμό πριν τα Φώτα: θα γυρνούσαμε τη γειτονιά και θα μπαίναμε στα σπίτια και θα ραντίζαμε τα δωμάτια των ανθρώπων με αγιασμό. Θυμάμαι ότι είχα αναρωτηθεί τότε πόσος κόσμος θα ήθελε να μπει ένας παπάς με αγιασμό στο σπίτι του και πώς θα καλύπταμε την τεράστια αστική ενορία. Αναρωτήθηκα επίσης γιατί δεν έκαναν αυτή τη δουλειά τα παπαδάκια.
Η τελευταία ερώτηση απαντήθηκε πρώτη: ποδαρόδρομος. Πολύς ποδαρόδρομος. Και ναι, δε θα καλύπταμε ολόκληρη την ενορία, το ξεκαθάρισε ο πάτερ, αλλά όντως πάρα πολύς κόσμος ήθελε να του ραντίσουνε το σπίτι με αγιασμό. Υπήρχε κόσμος που μας σταμάταγε στον δρόμο και ζήταγε να πάμε να τον αγιάσουμε -- εντάξει, γριούλες κυρίως.
Μπαίναμε σε πολυκατοικίες, παίρναμε το ασανσέρ και χτυπάγαμε κουδούνια στη σειρά. Ως εδώ, αυτό θύμιζε εφηβικές ζαβολιές (πάτα κουδούνια και βαλ' το στα πόδια) που έτσι κι αλλιώς κάναμε. Όμως ο κόσμος μάς άνοιγε και μας καλωσόριζε. Μετά το δεύτερο ή το τρίτο διαμέρισμα άρχισα να παρατηρώ πορσελάνινα μπιμπελό, κεντήματα σε κορνίζες, πίνακες από το κορνιζάδικο της γειτονιάς σε βαριά ξύλινα κάδρα, πόσες επιφάνειες ήτανε καλυμμένες με σεμεδάκια ή φλοκάτες, κάποια "μοντέρνα" έπιπλα, χώρους σα μαυσωλεία με έπιπλα βαριά και κουρτίνες αυλαίες θεάτρου, μυρωδιές φαγητού, κλεισούρας, μπαγιατίλας, γκλέιντ, τσιγάρου. Μπήκαμε και σε ένα φοιτητικό διαμέρισμα, μινιμαλιστικό πριν την εποχή του μινιμαλισμού με έπιπλα από σουηδικό ξύλο.
Αυτό που δε θα ξεχάσω ήταν ένα κόκκινο διαμέρισμα. Ερωτικό σκίρτημα. Κόκκινες παχειές φλοκάτες, κόκκινα λαμπατέρ, φούξια κουρτίνες, απαλή μυρωδιά από κάτι που ήταν άρωμα αλλά όχι γκλέιντ και που μου θύμιζε το πώς μύριζε το σπίτι της αμερικάνας ξαδέρφης μου. Και το κορίτσι που έμενε εκεί. Μόνο του, με μόνο το μικρό της όνομα στο κουδούνι. Που μας ζήτησε να ραντίσουμε όλα τα δωμάτια με αγιασμό. Και το διαμερισμά της ήτανε διαμπερές και πίσω από τις φούξια κουρτίνες έμπαινε λοξό το φως του Γενάρη, η κρεβατοκάμαρά της είχε ένα μεγάλο κρεβάτι από άσπρο ξύλο και την απαραίτητη υπερμεγέθη βεντάλια στον τοίχο πάνω από το κεφαλάρι. Παντού μέσα στο διαμέρισμα τα παντοφλέ ταλαιπωρημένα παπούτσια του πάτερ και τα καφέ τα δικά μου (δεν μπορούσα να δέσω κορδόνια παπουτσιών τότε) βούλιαζαν στις φλοκάτες. Μόνον η κουζίνα, με τον μαρμάρινο νεροχύτη και τα μαζικής παραγωγής ντουλάπια των αθηναϊκών διαμερισμάτων, έμοιαζε να είναι γνώριμη. Μύριζε καφέ. Και δεν υπήρχανε πουθενά στο διαμέρισμα κεντήματα κορνιζαρισμένα στους τοίχους.
Είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι γυναίκες και κορίτσια να κεντάνε. Όχι από χόμπυ, παρά γιατί αυτό κάνουν -- λέει -- οι γυναίκες και τα κορίτσια τον ελεύθερο χρόνο τους. Ατέλειωτες ώρες. Τις παρακολουθούσα πιτσιρικάς όλο απορία. Οι πιο επιδέξιες κεντούσαν μετρητά, με το μάτι, δημιουργώντας τα σχέδια μετρώντας με το βελόνι και κεντώντας πάνω σε ένα λευκό ύφασμα χωρίς στάμπα, χωρίς πατρόν, χωρίς ίχνη. Όλες οι υπόλοιπες κεντούσαν το αντίστοιχο του colour by numbers: πάνω σε ένα ύφασμα τραχύ λίγο σαν φτιαγμένο από λινάτσα, λίγο σαν από λεπτές ίνες κάνναβης, ήταν σταμπωμένη κάποια εικόνα και οι κεντήστρες γέμιζαν τις επιφάνειες με κεντημένο χρώμα, ακολουθώντας τον οδηγό με τα χρώματα των κλωστών DMC (ντεμισέ) ή Πεταλούδας.
Ατέλειωτες ώρες δουλειάς για να παραγάγουν ένα κακοχυμένο σχέδιο: μια κεφαλή ελαφιού αλλήθωρου, ένα δασικό τοπίο αβάσταχτης βορειοευρωπαϊκής κοινοτοπίας, κάποια αναπαραγωγή πίνακα σαν με πολύ χοντρό πίξελ, μια γυμνή γυναικεία σιλουέτα από χρυσή ή ασημένια κλωστή σε μαύρο φόντο για τις πιο μοντέρνες. Χρόνια μετά, συγκινούμαι όταν βλέπω αυτά τα κορνιζαρισμένα κεντήματα που αποστέργουμε πια, κάτι κεντημένα ίχνη κακογουστιάς που θα διακοσμούσαν τοίχους, θα εικονογραφούσαν προκοπή και νοικοκυροσύνη -- αλλά στην πραγματικότητα απλώς κρατούσαν τα κορίτσια και τις γυναίκες στη θέση τους: μέσα στο σπίτι. Κοιτάζω αυτά τα κεντήματα και βλέπω ώρες ατέλειωτες από τη ζωή γυναικών που ξέρω ή που δεν ξέρω, που δεν είναι πια εν ζωή οι περισσότερες.
Πολλές φορές αυτά τα κεντήματα αντιμετωπίζονται έτσι κι αλλιώς, διαισθητικά, σαν κειμήλια, σαν κομμάτια κόπου και ζωής αγαπημένων γυναικών. Με τη δυσβάσταχτη κακογουστιά τους, την προχειρότητα με την οποία σταμπώθηκαν οι εικόνες για να ιχνηλατηθούν από γυναικεία χέρια και χεράκια, παίρνουνε τη θέση τους δίπλα σε κακοχυμένα σουβενίρ που κάποιο αγαπημένο πρόσωπο έφερε από μακριά ή και από τα ξένα, δίπλα σε φτηνά μπιμπελό μαζικής παραγωγής, δίπλα σε κάποιο πήλινο που ο μισομεθυσμένος-νταγκλαρισμένος γιος αγόρασε από κάποιο κυκλαδονήσι και που γράφει επάνω "ενθύμιο" ή "για να με θυμάσαι", δίπλα σε ένα σταυρουδάκι "διαβασμένο" παραγωγής κάποιας βιοτεχνίας στους Αγίους Τόπους και που είναι κειμήλιο ιερότατο. Δίπλα σε μια χάρτινη εικονίτσα από την Τήνο και το Άγιον Όρος. Κι αυτά τα φρικτά κακόγουστα κεντήματα, τα μνημεία της τυραννίας που το τέρας, το ανελέητο κι ακατάβλητο τέρας, της πατριαρχίας ασκεί πάνω στις ζωές εκατομμυρίων γυναικών, φτάνουνε να παραδειγματίσουν την απλή μα δύσκολη αλήθεια: ότι οι άνθρωποι δίνουνε νόημα στα πράγματα και μόνο και ότι όλα τα άλλα είναι Μαλακία και Καπιταλισμός.
Λίγοι από όσους με θεωρούν οξυδερκή έχουν αντιληφθεί ότι η όποια οξυδέρκειά μου δε διαθέτει σπουδαία περιφερειακή όραση. Δηλαδή, βλέπω καλά εκεί όπου κοιτάζω αλλά δεν πιάνω και πάρα πολλά από όσα συμβαίνουν γύρω μου.
Αυτό αλλάζει κάπως όταν μπαίνω στα σπίτια των ανθρώπων. Αμέσως ανοίγει το εύρος του οπτικού μου πεδίου και σαρώνω τον χώρο -- εντελώς άθελά μου: καταχωρίζω τη χαρακτηριστική μυρωδιά κάθε σπιτιού, δημιουργώ μια εντύπωση συγκεχυμένη των χρωμάτων που επικρατούν, παρατηρώ τα έπιπλα, την παρουσία βιβλίων και δίσκων και κάδρων, την ισορροπία τάξης-καθαριότητας και καταγράφω μπιμπελό και διακοσμητικά (θα επανέρθω σε αυτά). Στο τέλος δε θυμάμαι πολλά εκτός από μια γενική αίσθηση και κάποιες λεπτομέρειες που μου μένουν -- για χρόνια συνήθως.
Η πρώτη φορά που ανακάλυψα την αξιοσημείωτη για τα μέτρα μου παρατηρητικότητα σχετικά με τους χώρους όπου εκτυλίσσονται οι ζωές των άλλων ήτανε στα 12 ή στα 13 μου. Ο παπάς της ενορίας μας, ένας πολύτεκνος αποστεωμένος και καλογερίστικα αλαφροΐσκιωτος γέροντας (αν και δε θα ήταν τότε πάνω από 55 με 60) ζήτησε δειλά από τους δικούς μου να τον βοηθήσω στον αγιασμό πριν τα Φώτα: θα γυρνούσαμε τη γειτονιά και θα μπαίναμε στα σπίτια και θα ραντίζαμε τα δωμάτια των ανθρώπων με αγιασμό. Θυμάμαι ότι είχα αναρωτηθεί τότε πόσος κόσμος θα ήθελε να μπει ένας παπάς με αγιασμό στο σπίτι του και πώς θα καλύπταμε την τεράστια αστική ενορία. Αναρωτήθηκα επίσης γιατί δεν έκαναν αυτή τη δουλειά τα παπαδάκια.
Η τελευταία ερώτηση απαντήθηκε πρώτη: ποδαρόδρομος. Πολύς ποδαρόδρομος. Και ναι, δε θα καλύπταμε ολόκληρη την ενορία, το ξεκαθάρισε ο πάτερ, αλλά όντως πάρα πολύς κόσμος ήθελε να του ραντίσουνε το σπίτι με αγιασμό. Υπήρχε κόσμος που μας σταμάταγε στον δρόμο και ζήταγε να πάμε να τον αγιάσουμε -- εντάξει, γριούλες κυρίως.
Μπαίναμε σε πολυκατοικίες, παίρναμε το ασανσέρ και χτυπάγαμε κουδούνια στη σειρά. Ως εδώ, αυτό θύμιζε εφηβικές ζαβολιές (πάτα κουδούνια και βαλ' το στα πόδια) που έτσι κι αλλιώς κάναμε. Όμως ο κόσμος μάς άνοιγε και μας καλωσόριζε. Μετά το δεύτερο ή το τρίτο διαμέρισμα άρχισα να παρατηρώ πορσελάνινα μπιμπελό, κεντήματα σε κορνίζες, πίνακες από το κορνιζάδικο της γειτονιάς σε βαριά ξύλινα κάδρα, πόσες επιφάνειες ήτανε καλυμμένες με σεμεδάκια ή φλοκάτες, κάποια "μοντέρνα" έπιπλα, χώρους σα μαυσωλεία με έπιπλα βαριά και κουρτίνες αυλαίες θεάτρου, μυρωδιές φαγητού, κλεισούρας, μπαγιατίλας, γκλέιντ, τσιγάρου. Μπήκαμε και σε ένα φοιτητικό διαμέρισμα, μινιμαλιστικό πριν την εποχή του μινιμαλισμού με έπιπλα από σουηδικό ξύλο.
Αυτό που δε θα ξεχάσω ήταν ένα κόκκινο διαμέρισμα. Ερωτικό σκίρτημα. Κόκκινες παχειές φλοκάτες, κόκκινα λαμπατέρ, φούξια κουρτίνες, απαλή μυρωδιά από κάτι που ήταν άρωμα αλλά όχι γκλέιντ και που μου θύμιζε το πώς μύριζε το σπίτι της αμερικάνας ξαδέρφης μου. Και το κορίτσι που έμενε εκεί. Μόνο του, με μόνο το μικρό της όνομα στο κουδούνι. Που μας ζήτησε να ραντίσουμε όλα τα δωμάτια με αγιασμό. Και το διαμερισμά της ήτανε διαμπερές και πίσω από τις φούξια κουρτίνες έμπαινε λοξό το φως του Γενάρη, η κρεβατοκάμαρά της είχε ένα μεγάλο κρεβάτι από άσπρο ξύλο και την απαραίτητη υπερμεγέθη βεντάλια στον τοίχο πάνω από το κεφαλάρι. Παντού μέσα στο διαμέρισμα τα παντοφλέ ταλαιπωρημένα παπούτσια του πάτερ και τα καφέ τα δικά μου (δεν μπορούσα να δέσω κορδόνια παπουτσιών τότε) βούλιαζαν στις φλοκάτες. Μόνον η κουζίνα, με τον μαρμάρινο νεροχύτη και τα μαζικής παραγωγής ντουλάπια των αθηναϊκών διαμερισμάτων, έμοιαζε να είναι γνώριμη. Μύριζε καφέ. Και δεν υπήρχανε πουθενά στο διαμέρισμα κεντήματα κορνιζαρισμένα στους τοίχους.
Είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι γυναίκες και κορίτσια να κεντάνε. Όχι από χόμπυ, παρά γιατί αυτό κάνουν -- λέει -- οι γυναίκες και τα κορίτσια τον ελεύθερο χρόνο τους. Ατέλειωτες ώρες. Τις παρακολουθούσα πιτσιρικάς όλο απορία. Οι πιο επιδέξιες κεντούσαν μετρητά, με το μάτι, δημιουργώντας τα σχέδια μετρώντας με το βελόνι και κεντώντας πάνω σε ένα λευκό ύφασμα χωρίς στάμπα, χωρίς πατρόν, χωρίς ίχνη. Όλες οι υπόλοιπες κεντούσαν το αντίστοιχο του colour by numbers: πάνω σε ένα ύφασμα τραχύ λίγο σαν φτιαγμένο από λινάτσα, λίγο σαν από λεπτές ίνες κάνναβης, ήταν σταμπωμένη κάποια εικόνα και οι κεντήστρες γέμιζαν τις επιφάνειες με κεντημένο χρώμα, ακολουθώντας τον οδηγό με τα χρώματα των κλωστών DMC (ντεμισέ) ή Πεταλούδας.
Ατέλειωτες ώρες δουλειάς για να παραγάγουν ένα κακοχυμένο σχέδιο: μια κεφαλή ελαφιού αλλήθωρου, ένα δασικό τοπίο αβάσταχτης βορειοευρωπαϊκής κοινοτοπίας, κάποια αναπαραγωγή πίνακα σαν με πολύ χοντρό πίξελ, μια γυμνή γυναικεία σιλουέτα από χρυσή ή ασημένια κλωστή σε μαύρο φόντο για τις πιο μοντέρνες. Χρόνια μετά, συγκινούμαι όταν βλέπω αυτά τα κορνιζαρισμένα κεντήματα που αποστέργουμε πια, κάτι κεντημένα ίχνη κακογουστιάς που θα διακοσμούσαν τοίχους, θα εικονογραφούσαν προκοπή και νοικοκυροσύνη -- αλλά στην πραγματικότητα απλώς κρατούσαν τα κορίτσια και τις γυναίκες στη θέση τους: μέσα στο σπίτι. Κοιτάζω αυτά τα κεντήματα και βλέπω ώρες ατέλειωτες από τη ζωή γυναικών που ξέρω ή που δεν ξέρω, που δεν είναι πια εν ζωή οι περισσότερες.
Πολλές φορές αυτά τα κεντήματα αντιμετωπίζονται έτσι κι αλλιώς, διαισθητικά, σαν κειμήλια, σαν κομμάτια κόπου και ζωής αγαπημένων γυναικών. Με τη δυσβάσταχτη κακογουστιά τους, την προχειρότητα με την οποία σταμπώθηκαν οι εικόνες για να ιχνηλατηθούν από γυναικεία χέρια και χεράκια, παίρνουνε τη θέση τους δίπλα σε κακοχυμένα σουβενίρ που κάποιο αγαπημένο πρόσωπο έφερε από μακριά ή και από τα ξένα, δίπλα σε φτηνά μπιμπελό μαζικής παραγωγής, δίπλα σε κάποιο πήλινο που ο μισομεθυσμένος-νταγκλαρισμένος γιος αγόρασε από κάποιο κυκλαδονήσι και που γράφει επάνω "ενθύμιο" ή "για να με θυμάσαι", δίπλα σε ένα σταυρουδάκι "διαβασμένο" παραγωγής κάποιας βιοτεχνίας στους Αγίους Τόπους και που είναι κειμήλιο ιερότατο. Δίπλα σε μια χάρτινη εικονίτσα από την Τήνο και το Άγιον Όρος. Κι αυτά τα φρικτά κακόγουστα κεντήματα, τα μνημεία της τυραννίας που το τέρας, το ανελέητο κι ακατάβλητο τέρας, της πατριαρχίας ασκεί πάνω στις ζωές εκατομμυρίων γυναικών, φτάνουνε να παραδειγματίσουν την απλή μα δύσκολη αλήθεια: ότι οι άνθρωποι δίνουνε νόημα στα πράγματα και μόνο και ότι όλα τα άλλα είναι Μαλακία και Καπιταλισμός.