"Είναι ωραίο τα καλά πράγματα να κρατάνε για πάντα", διαπιστώνει η διαφήμιση, αφού μας έχει δείξει από πολύ κοντά τα πρόσωπα ενός ερωτευμένου ζευγαριού καθώς ασπάζονται το ένα το άλλο διαχρονικά από την εφηβεία μέχρι τα γεράματα, σε μια συνοπτική ερωτοτροπία. Η κάμερα παραμένει προσηλωμένη στα πρόσωπα ενώ το φόντο, σε φλου, αλλάζει: βορειοευρωπαϊκός κήπος, κλαμπ, φοιτητικό δωμάτιο, οικογενειακό σπίτι με σιλουέτα παιδιού στο βάθος -- σπίτι από το οποίο δεν ξεφεύγουμε μέχρι το τέλος της σύντομης περιστροφής της ματιάς μας γύρω από τα δύο πρόσωπα.
Ο τρόπος που παριστάνεται το ζευγάρι λέει "έρωτας": υπάρχει το απότομο τέντωμα αλλά και η ένταση της επιθυμίας. Λέει και "διάρκεια παρά τις αντιξοότητες": περνούν και κάποιες σκυθρωπές σκιές από τα πρόσωπα. Λέει, τελικά, "αγάπη": η κινηματογράφηση την υπονοεί σαφέστατα. Αυτή η αγάπη είναι ο όρος σύγκρισης για πρόγραμμα κινητής τηλεφωνίας.
Η χυδαιότητα του να χρησιμοποιείς τη σχέση δύο ανθρώπων, σχέση που έχει διάρκεια και εξυπακούει 'αγάπη', για να πεις "να, έτσι είναι και το πρόγραμμα που προσφέρουμε" είναι προφανής και θα αποτελούσε αφορμή έντονης δυσφορίας, αν δεν είχαμε πια συνηθίσει πολλά και τρισχειρότερα. Δε θέλω να σταθώ σε αυτό όμως, παρά στο πώς γίνεται η αγάπη ως καραμέλα να χρησιμοποιείται για να διαφημιστούν προγράμματα κινητής τηλεφωνίας. Γιατί να είναι πρόσφορο να πουλήσεις ένα προϊόν χρησιμοποιώντας μια μακροχρόνια σχέση ενός ζευγαριού, ταυτίζοντάς την μάλιστα με την αγάπη;
Η αγάπη στην επίμαχη διαφήμιση είναι μια μεταφορά για τη διάρκεια του συμβολαίου. Η ταύτιση ερωτικού πάθους, μακροχρόνιας συμβίωσης και αγάπης παρουσιάζεται ως πηγαία, αυτονόητη και αβίαστη, ως κάτι νορμάλ. Τέλος, σχολιάζεται ως "καλό πράγμα" -- και ποιος θα διαφωνούσε;
Από πού προέρχεται αυτή η ταύτιση πάθους, συζυγίας και αγάπης; Μάλλον δεν πρόκειται για εμπειρική παρατηρήση που προκύπτει αν κοιτάξει κανείς τα ζευγάρια γύρω του. Άρα μάλλον πρόκειται για κάποιο ιδανικό. Η μονογαμικότητα, έτσι κι αλλιώς, είναι πανάρχαιο αίτημα, που παραδοσιακά προοριζόταν να διαφυλάξει τη γνησιότητα των τέκνων και να ρυθμίσει ζητήματα κληρονομιάς. Την παραδοσιακή μονογαμικότητα όμως δεν την έτρεφε το ερωτικό πάθος, ούτε η παραδοσιακή μονογαμική σχέση εκπήγαζε από την αγάπη. Στον αντίποδα αυτής της πιο πρακτικής και πραγματιστικής (πεζής, ίσως, και σίγουρα πατριαρχικής) αντίληψης της μονογαμίας, βρίσκεται η εποχή μας: η διάρκεια στη σχέση έχει πλέον στηθεί ως ένα ηθικό είδωλο στο οποίο έρωτας, συντροφικότητα, κοινός βίος και αγάπη ταυτίζονται αδιαιρέτως ως ομοούσια.
Νομίζω πως αυτή η ταύτιση του έρωτα με τη συζυγία και με την αγάπη προέκυψε από τη συνάντηση του Χόλυγουντ, που τη θεωρεί δεδομένη και την προβάλλει ως τη μία και μοναδική λύση σε κάθε πρόβλημα ανθρώπινων σχέσεων, και της σεμνής, ας πούμε νεορθόδοξης, ερωτικής χειραφέτησης που χρονολογείται από τη δεκαετία του '80.
Πιο αναλυτικά: στην Ελλάδα μετά τον χουντικό γύψο ακολουθήθηκε βεβαίως η πoρνογραφική οδός αντίδρασης: η απελευθέρωση των επιθυμιών θα επερχόταν, δια της σοσιαλδημοκρατικής μεθόδου, με σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πρώτα στα τσοντοσινεμά και αργότερα μέσω βίντεο.
Σχεδόν παράλληλα διατυπώθηκε και έγινε δημοφιλής η (ας την πούμε) νεορθόδοξη μέθοδος. Ακούγονταν φωνές ότι και οι πατέρες μας (οι μητέρες δεν αγγίζονται τόσο εύκολα) μίλησαν για τον έρωτα, ότι και στων Ελλήνων τις κοινότητες ερωτευόταν ο κόσμος, ότι τα δημοτικά τραγούδια μιλάγανε για εκτός γάμου σχέσεις αλλά και για πάθη έκνομα. Δε χρειαζόμαστε λοιπόν τη βιομηχανική πορνογραφία της Δύσης: έχουμε την παραδοσιακή μας τέχνη και οικοτεχνία. Τέλος, γραπτά εκκλησιαστικών πατέρων όπως ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο Μάξιμος ο Ομολογητής και άλλοι επιστρατεύτηκαν επιμελώς για να στηρίξουν την καθ' ημάς ερωτική μεταρρύθμιση. Η όλη προσπάθεια συνοψίστηκε σε ένα εκτός συμφραζομένων πρόσταγμα του ιερού Αυγουστίνου: "αγάπα και κάνε ό,τι θες". Δεν ήτανε και λίγο κάτι τέτοιο για τη βαθιά θρησκόληπτη νεοελληνική κοινωνία: ο Θεός μάς λέει να "κάνουμε έρωτα" και να γίνουμε, ενδεχομένως, παραβατικοί στο όνομα του έρωτα. Δηλαδή της αγάπης.
Κι έτσι, η ερωτική χειραφέτηση συσχετίστηκε, ή μάλλον μπερδεύτηκε γλυκά, με την αγάπη. Η αγάπη, από κάτι που περιέγραφε δεσμούς γονικούς και φιλικούς και βαθιάς συζυγικής αφοσίωσης, σύντομα βρέθηκε παντού: στις ανοικονόμητες τρέντυ εκφράσεις, στις εξιδανικευμένες αφηγήσεις γελοίων ερώτων που έμαθαν τον Έλληνα να διαβάζει πεζογραφία, στην περιγραφή οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ ανθρώπων. Και η αγάπη έγινε καραμέλα, και μάλιστα κατακόκκινη: το ερωτικό πάθος έπαψε να είναι σκέτο πάθος, με το ζόρι κατέστη και πειστήριο ή ένδειξη αγάπης. Η ερωτική προσκόλληση, η εμμονή του πάθους και οι άγριοι έρωτες έγιναν αγάπες ιερές και καθαγιασμένες -- ή έπρεπε να οδηγούν προς τα εκεί, τουλάχιστον. Όσοι προσπαθούσαν να διαχωρίσουν πόθο από έρωτα, από αγάπη και από γάμο, στιγματίστηκαν στα μάτια της νέας κανονικότητας ως κυνικοί, ως άνθρωποι με ψυχολογικά προβλήματα ή έρμαια των παθών τους, ως τσούλες και καψούρηδες.
Από εκεί μέχρι το ιδανικό της μονογαμικής σχέσης, όλο ερωτική ευωχία και οργασμική τρυφή, που είναι και παθιασμένη και ισόβια, που δημιουργεί οικογένειες και αγοράζει σπίτια, που ουδέποτε πίπτει και που πηγάζει από αληθινή αγάπη -- είναι ένα τσιγάρο δρόμος, από τα τσιγάρα που γίνονται μετά τη συνεύρεση και ανάκραση ψυχών.
Αυτό το στιλπνό ιδανικό του "για πάντα" είναι λοιπόν στην περίπτωσή μας παιδί του Χόλυγουντ και του "αγάπα και κάνε ό,τι θες": ένα παιδί θαύμα που διαφημίζει κόκκινα (όπως η μόδα προστάζει) συμβόλαια τηλεφωνίας, και αυτά "για πάντα", όπως η ευτελισμένη αγάπη.
Για τη στήλη 'Blogs in print' της Ελευθεροτυπίας της 18.V.2013