Δεν μπορώ να πάψω να λέω για την Αθήνα.
Πέρα από το ότι είναι η πατρίδα μου, αυτή, κι όχι κάποια αφαίρεση όπως η «Ελλάδα». Πέρα από το ότι είναι ο τόπος όπου κυρίως έχω υπάρξει ξανά και ξανά ευτυχισμένος, μ’ έναν χάρτη της εντός μου κατάστικτο από ζωή. Πέρα από το ότι στεγάζει και χαρά και θλίψεις και τους περισσότερους ανθρώπους μου ή το παρελθόν τους.
Την Αθήνα την περπατάω από τα 11. Η Αθήνα είναι ο τόπος που θέλω να εξερευνώ και να ανακαλύπτω. Το Παγκράτι και το Κερατσίνι, τη Λένορμαν και το Παλαιό Ψυχικό, τα Πατήσια και τα Πετράλωνα, κάτι δρόμους χαμηλά στην Ακρόπολη προς Κουκάκι, την οδό Λάσπα και την πλατεία ΠΕΑΝ, τη γειτονιά μου (όταν την πρωτοαντίκρυσα το 2008) και είπα: «Εδώ θέλω να μείνω».
Μπορεί οι μικρές πόλεις να χωράνε σε κάποιου είδους αφαίρεση, μπορεί κάποιες μεγάλες πόλεις να συμπορεύονται με λιγάκι πιο πονηρές αφαιρέσεις, αλλά η Αθήνα; Την κοίταγα με στοργή από του Στρέφη, όπως κάνω από 12 χρονών: το κέντρο του κόσμου. Την ατένιζα από τα Αναφιώτικα με τη Βουλή υπό γωνία μόλις να ξεπροβάλλει, την κατόπτευα από το Τσελεπίτσαρι και την Πετρούπολη να μοιάζει με θάλασσα ζωντανή όλο φώτα που καταλήγει στη θάλασσα. Την καμάρωνα από τον Λυκαβηττό (φυσικά) και από τον Υμηττό και από κάτω από την Καστέλλα. Και πάλι, αν και την κοίταζα από ψηλά και μακριά, δεν μπορούσα να τη δω ως αφαίρεση.
Δεν κολλάει κανείς στο ότι στην Αθήνα διαδραματίζονται εκατομμύρια ιστορίες: ιστορίες πολλές, ή μία και καλή, μπορούν να στηθούν οπουδήποτε: σε ψαροχώρια και σε άνοστες πόλεις, σε χωριά και στις ερημιές. Η Αθήνα περιέχει κόσμους αναρίθμητους, που δεν συνυπάρχουν απλώς δίπλα δίπλα, όπως π.χ. στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη, αλλά συμπλέκονται και διακλαδίζονται μεταξύ τους. Αυτό εν μέρει οφείλεται στα ταξί: αφού δεν είχε αυτή η πόλη μέχρι πρόσφατα άξονες μετρό να ορίζουν πού πας γρήγορα και πού δεν πας τόσο εύκολα, όλοι με τα ταξιά ήμασταν μαθημένοι, όταν τα βρίσκαμε, και μας πήγαιναν όπου θέλαμε. Εκτός από κάτι δρόμους με λεύκες σε Μελίσσια και Πολύδροσα και τέτοια – αλλά τώρα πια κι αυτά Αθήνα τα λέμε, δε βαριέσαι. Κι έτσι ανακατεύονταν οι κόσμοι μας, να τραβιόμαστε από Κυψέλη Μαρούσι και από Πειραϊκή Πετρούπολη, επίσκεψη στην Αχαρνών και ραντεβού στην Πανεπιστημίου και παγωτό στον Βάρσο και ρεσιτάλ στα Πευκάκια. Κάθε κόσμος που υπάρχει στην Αθήνα απλώνει λεπτές ίνες που συνδέουν την οδό Κριναγόρου με τη Γλυφάδα ή την οδό Πρατίνου με τον Χολαργό. Και πάει λέγοντας.
Όσοι ψάχνουν αξιοθέατα και γραφικότητες για να ζήσουνε μια πόλη, καλώς: ας παν εκεί όπου τα αξιοθέατα αφθονούν και η γραφικότητα κατασκευάζεται επιμελώς και καταναλώνεται με σύνεση και μέτρο. Όσοι διεγείρονται με ρετρό λιθόστρωτα, ομοιόμορφα σοβατισμένες προσόψεις και προσεκτικά ανακατασκευασμένα μνημεία, ας ζήσουνε κι αυτοί τον έρωτά τους: κανένανε δεν κρίνουμε, αλίμονο – εμείς έχουμε δει και τους πύργους της Ντεφάνς και τους πύργους της Αμφιάλης από το ύψος της Γρηγορίου Λαμπράκη. Δεν κρίνουμε καν εκείνους που ταυτίζουν τα ωραία μεγαλοαστικά προάστεια με την καλαισθησία και που δεν καμαρώνουν τη Λαμπρινή, την Κοπή, τη Λεωφόρο Ιωνίας, τους Αμπελοκήπους, του Ζωγράφου ή την Πειραϊκή: και στο Κένσινγκτον περπατήσαμε και στο Χάκνεϋ. Όσοι ψάχνουμε πόλεις και όχι προσόψεις, όσοι προσέχουμε τους ανθρώπους και τους κόσμους τους και όχι συμμετρικές χαράξεις και κανάβους, εμείς είμαστε για την Αθήνα.
Θα γράψω λοιπόν κείμενα πολλά με συστηματικό κι ανελέητο name dropping. Δεν θα ονομάζω εν είδει επίκλησης και λιτανείας νησιά και γκομενάκια, όπως ο Ελύτης στο Άξιον Εστί. Δεν θα ονομάζω καν μπαρ και φιλαράκια και ρέκτες του λόγου και της εγχώριας διανόησης. Θα κάνω συγκαλυμμένα ρετσιτατίβα με δρόμους και διευθύνσεις και γωνίες και διασταυρώσεις και κάτι σημεία μοναδικά σε πάρκα και παραλίες: στην περίπτωσή μου αυτό θα είναι πράξη αγάπης.
Πέρα από το ότι είναι η πατρίδα μου, αυτή, κι όχι κάποια αφαίρεση όπως η «Ελλάδα». Πέρα από το ότι είναι ο τόπος όπου κυρίως έχω υπάρξει ξανά και ξανά ευτυχισμένος, μ’ έναν χάρτη της εντός μου κατάστικτο από ζωή. Πέρα από το ότι στεγάζει και χαρά και θλίψεις και τους περισσότερους ανθρώπους μου ή το παρελθόν τους.
Την Αθήνα την περπατάω από τα 11. Η Αθήνα είναι ο τόπος που θέλω να εξερευνώ και να ανακαλύπτω. Το Παγκράτι και το Κερατσίνι, τη Λένορμαν και το Παλαιό Ψυχικό, τα Πατήσια και τα Πετράλωνα, κάτι δρόμους χαμηλά στην Ακρόπολη προς Κουκάκι, την οδό Λάσπα και την πλατεία ΠΕΑΝ, τη γειτονιά μου (όταν την πρωτοαντίκρυσα το 2008) και είπα: «Εδώ θέλω να μείνω».
Μπορεί οι μικρές πόλεις να χωράνε σε κάποιου είδους αφαίρεση, μπορεί κάποιες μεγάλες πόλεις να συμπορεύονται με λιγάκι πιο πονηρές αφαιρέσεις, αλλά η Αθήνα; Την κοίταγα με στοργή από του Στρέφη, όπως κάνω από 12 χρονών: το κέντρο του κόσμου. Την ατένιζα από τα Αναφιώτικα με τη Βουλή υπό γωνία μόλις να ξεπροβάλλει, την κατόπτευα από το Τσελεπίτσαρι και την Πετρούπολη να μοιάζει με θάλασσα ζωντανή όλο φώτα που καταλήγει στη θάλασσα. Την καμάρωνα από τον Λυκαβηττό (φυσικά) και από τον Υμηττό και από κάτω από την Καστέλλα. Και πάλι, αν και την κοίταζα από ψηλά και μακριά, δεν μπορούσα να τη δω ως αφαίρεση.
Δεν κολλάει κανείς στο ότι στην Αθήνα διαδραματίζονται εκατομμύρια ιστορίες: ιστορίες πολλές, ή μία και καλή, μπορούν να στηθούν οπουδήποτε: σε ψαροχώρια και σε άνοστες πόλεις, σε χωριά και στις ερημιές. Η Αθήνα περιέχει κόσμους αναρίθμητους, που δεν συνυπάρχουν απλώς δίπλα δίπλα, όπως π.χ. στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη, αλλά συμπλέκονται και διακλαδίζονται μεταξύ τους. Αυτό εν μέρει οφείλεται στα ταξί: αφού δεν είχε αυτή η πόλη μέχρι πρόσφατα άξονες μετρό να ορίζουν πού πας γρήγορα και πού δεν πας τόσο εύκολα, όλοι με τα ταξιά ήμασταν μαθημένοι, όταν τα βρίσκαμε, και μας πήγαιναν όπου θέλαμε. Εκτός από κάτι δρόμους με λεύκες σε Μελίσσια και Πολύδροσα και τέτοια – αλλά τώρα πια κι αυτά Αθήνα τα λέμε, δε βαριέσαι. Κι έτσι ανακατεύονταν οι κόσμοι μας, να τραβιόμαστε από Κυψέλη Μαρούσι και από Πειραϊκή Πετρούπολη, επίσκεψη στην Αχαρνών και ραντεβού στην Πανεπιστημίου και παγωτό στον Βάρσο και ρεσιτάλ στα Πευκάκια. Κάθε κόσμος που υπάρχει στην Αθήνα απλώνει λεπτές ίνες που συνδέουν την οδό Κριναγόρου με τη Γλυφάδα ή την οδό Πρατίνου με τον Χολαργό. Και πάει λέγοντας.
Όσοι ψάχνουν αξιοθέατα και γραφικότητες για να ζήσουνε μια πόλη, καλώς: ας παν εκεί όπου τα αξιοθέατα αφθονούν και η γραφικότητα κατασκευάζεται επιμελώς και καταναλώνεται με σύνεση και μέτρο. Όσοι διεγείρονται με ρετρό λιθόστρωτα, ομοιόμορφα σοβατισμένες προσόψεις και προσεκτικά ανακατασκευασμένα μνημεία, ας ζήσουνε κι αυτοί τον έρωτά τους: κανένανε δεν κρίνουμε, αλίμονο – εμείς έχουμε δει και τους πύργους της Ντεφάνς και τους πύργους της Αμφιάλης από το ύψος της Γρηγορίου Λαμπράκη. Δεν κρίνουμε καν εκείνους που ταυτίζουν τα ωραία μεγαλοαστικά προάστεια με την καλαισθησία και που δεν καμαρώνουν τη Λαμπρινή, την Κοπή, τη Λεωφόρο Ιωνίας, τους Αμπελοκήπους, του Ζωγράφου ή την Πειραϊκή: και στο Κένσινγκτον περπατήσαμε και στο Χάκνεϋ. Όσοι ψάχνουμε πόλεις και όχι προσόψεις, όσοι προσέχουμε τους ανθρώπους και τους κόσμους τους και όχι συμμετρικές χαράξεις και κανάβους, εμείς είμαστε για την Αθήνα.
Θα γράψω λοιπόν κείμενα πολλά με συστηματικό κι ανελέητο name dropping. Δεν θα ονομάζω εν είδει επίκλησης και λιτανείας νησιά και γκομενάκια, όπως ο Ελύτης στο Άξιον Εστί. Δεν θα ονομάζω καν μπαρ και φιλαράκια και ρέκτες του λόγου και της εγχώριας διανόησης. Θα κάνω συγκαλυμμένα ρετσιτατίβα με δρόμους και διευθύνσεις και γωνίες και διασταυρώσεις και κάτι σημεία μοναδικά σε πάρκα και παραλίες: στην περίπτωσή μου αυτό θα είναι πράξη αγάπης.