Όταν ήμουνα μικρός δεν ήξερα τι δουλειά ήθελα να κάνω. Με ρώταγαν και δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ούτε καν "αστροναύτης" δεν απάνταγα, όχι γιατί δεν με συνέπαιρνε το Διάστημα αλλά γιατί δεν ήθελα να γίνω αστροναύτης. Ήταν μεγάλο πρόβλημα για μένα γιατί όταν μεγάλωνα "τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;" ήτανε βασική ερώτηση από μεγάλους προς μικρούς, ιδίως τα προς τα αγόρια. Ιδέα δεν είχα. Το πρόβλημα γινόταν χειρότερο γιατί ο πατέρας μου είχε κλείσει το μαγαζί του πριν χρόνια, οπότε δεν θα μπορούσα να το αναλάβω· βλέπετε τότε αναλάμβανες την επιχείρηση των γονιών σου και δεν έπαιρνες λεφτά από εκεί για να ανοίξεις το δικό σου καινοτόμο παντοπωλείο με προϊόντα Λήμνου (διότι η Λήμνος ;έχει απ' όλα, είναι αυτάρκης και μπράβο της).
Γεωγράφος
Επειδή μου άρεσαν πολύ οι χάρτες, ακόμα μου αρέσουν, και μου άρεσαν και οι
σημαίες, ακόμα μου αρέσουν, αποφάσισα να απαντάω "γεωγράφος" στην ερώτηση "τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;". Τρελαινόμουν για Γεωγραφία, ακόμα και σήμερα μεγάλο μέρος των εγκυκλοπαιδικών γνώσεών μου είναι γεωγραφικές ενώ είμαι απροσμάχητος στην μπλε κατηγορία του τρίβιαλ. Τρέλα, στο δημοτικό δεν ήθελα τίποτα εκτός απο Γεωγραφία.
Έρχεται λοιπόν μια μέρα στο σπίτι η ξαδέρφη της μάνας μου με το αγόρι της, η ξαδέρφη σπούδαζε Νομικά στην Ιταλία αλλά το αγόρι ήταν Έλληνας. Εγώ είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, είχα ξεδιπλώσει έναν μεγάλο χάρτη της Αφρικής στο πάτωμα, πολιτικό χάρτη γιατί οι γεωφυσικοί με εκνεύριζαν, και νόμιζα πως ταξιδεύω παρακολουθώντας με το βλέμμα μου ποτάμια κι ακτογραμμές ή συλλαβίζοντας πόλεις όπως Μπουζουμπούρα, Αναταναρίβο, Λιλονγκουέ, Κατάνγκα, Καμπίντα, Ουμτάτα, Λουρένσο Μάρκες (ναι, όλες από μνήμης) και χώρες όπως Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία, τρεις Γουινέες, ή Γκάμπια.
Μπαίνει λοιπόν η ξαδέρφη, διαπιστώνει το προφανές, ότι μου αρέσουν οι χάρτες, και με τον γλυκά πατροναριστικό τρόπο που οι ενήλικοι νομίζουμε ότι τα παιδιά στα οποία απευθύνεται δεν τον πιάνουν με ρωτάει τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Απαντάω "γεωγράφος" σχεδόν με τσαμπουκά. Η ξαδέρφη με ρωτάει τι δουλειά κάνουν οι γεωγράφοι· δεν ξέρω τι να απαντήσω· μού εξηγεί ότι τέτοια δουλειά δεν υπάρχει.
Πάει λοιπόν το "γεωγράφος". Όταν ετοιμαζόμουν για τις σπουδές στην Αγγλία είδα ότι κάποιο πανεπιστήμιο προσέφερε MA in Geography. Φευγαλέα ένιωσα να δικαιώνομαι προτού παραδεχτώ ότι ένα τέτοιο μάστερ σε κάνει γεωγράφο όσο ένα μάστερ στις Αμερικάνικές Σπουδές σε κάνει Αμερικάνο.
Εύελπις
Μεγάλωσα κοντά στο
Πεδίον του Άρεως και η παλιά Σχολή Ευελπίδων ήτανε πολύ κοντά στο σπίτι, την πρόλαβα πριν γίνει δικαστήρια. Στον δρόμο κυκλοφορούσαν ευέλπιδες. Η μάνα μου λοιπόν, εντυπωσιασμένη από τις στολές και τα ξιφίδια, σκέφτηκε να με βοηθήσει να επιλέξω καριέρα και με ρώταγε αν θέλω να γίνω εύελπις.
Οι στολές δεν με έφτιαχναν ποτέ πολύ, τουλάχιστον όχι πριν τις γαλλικές τσόντες του ΙΤΑ8 με υπηρέτριες και τα συναφή, μάλιστα οι ένστολοι μού προκαλούν κάτι μεταξύ θυμηδίας και αμηχανίας: όταν σπάνια θα χρειαστεί να φορέσω κάτι σαν στολή στη δουλειά νομίζω ότι παίζω σε ταινία του Σμαραγδή με δόγηδες, κόντηδες και νούντσιους παπικούς.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο πατέρας μου μου εξήγησε ότι η Σχολή Ευελπίδων είναι στρατιωτική σχολή, άρα εκπαιδεύεσαι στα όπλα: αμέσως ξενέρωσα. Μετά, λες και ήθελε να το κάνει χειρότερο, μου μίλησε για πειθαρχία και (ακόμα χειρότερα) ότι στη Σχολή σού μαθαίνουν βαλς και πώς να καθαρίζεις πορτοκάλι με μαχαιροπήρουνο. Εκεί έληξε κάθε συζήτηση.
Γιατρός
Όταν η μητέρα μου είδε πως τα έπαιρνα τα γράμματα έκανε μια δεύτερη απόπειρα. Μου πρότεινε να γίνω παιδίατρος. Επειδή τα παιδιά της ήτανε γερά νόμιζε ότι είναι εύκολο να είσαι παιδίατρος, και το έλεγε κιόλας "εύκολη ειδικότητα: απλώς κάνεις εμβόλια στα παιδάκια και τους δίνεις σιρόπια για τον βήχα". Ο πατέρας μου, που στα χέρια παιδιάτρων σώθηκε δύο φορές τη δεκαετία του 40 και του 50, δεν συμμεριζόταν την άφρονα γνώμη της αλλά δεν μίλαγε (σόι πάει αυτό).
Γρήγορα κατάλαβα και από μόνος ότι πολλά παιδάκια αρρωσταίνουν πολύ σοβαρά και (όσο τρελό κι αν μου φαινόταν) πεθαίνουν, άρα και ότι η δουλειά του παιδιάτρου μπορεί να ήταν πολύ πιο δυσάρεστη από αυτό που έκανε η κυρία Καλιάτσου όταν πηγαίναμε με ταξί στην εξωτική Κυψέλη για να με "εξετάσει". Η ιδέα ότι θα έπρεπε να γιατρέψω παιδιά που υποφέρουν και μάλιστα ότι μερικές φορές δεν θα μπορούσα να τα γιατρέψω με ενόχλησε βαθιά. Ακόμα αντηχεί αμυδρά μέσα μου ο απόηχος της έκρηξης που έκανε η θλίψη όταν συνειδητοποίησα πως μερικές φορές ο γιατρός δεν μπορεί να κάνει και πάρα πολλά.
Επειδή συνέχιζα να τα παίρνω τα γράμματα, και στο Γυμνάσιο η μάνα μου με ρώταγε δειλά και κάθε τόσο γιατί να μη γινόμουν
χειρούργος (έτσι τους λέγαμε τότε): σοβαρός γιατρός για σοβαρές καταστάσεις. Ένα πρωί, επειδή από τότε δεν μου άρεσε να μου λένε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, της είπα ότι δεν πρόκειται να γίνω χειρούργος. Με ρώτησε αν φοβάμαι το αίμα. Της απάντησα ότι δεν φοβάμαι το αίμα, δεν αποστρέφομαι τα τραύματα, δεν σιχαίνομαι τα σκατά (είχα κάνει την έρευνά μου) αλλά ότι δεν αντέχω την ιδέα ότι ο άλλος υποφέρει κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, πολύ περισσότερο ότι κάποιος για τον οποίο ευθύνομαι μπορεί να πεθάνει.
Στο μεταξύ εξακολουθούσα να μην έχω την παραμικρή ιδέα τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα. Για να μην ταλαιπωρείστε, το αποφάσισα στα 23 μου, όψιμος σε αυτό όπως και σε άλλα.
Δικαστής
Στο Λύκειο ήθελα πολύ να κάνω Φυσική. Ο μαθηματικός το πήρε χαμπάρι, έπιασε τον πατέρα μου και του είπε ότι το μέλλον είναι οι τηλεπικοινωνίες και ότι έπρεπε να γίνω μηχανικός με το μυαλό που έχω. Το 1989 το μέλλον ήταν οι τηλεπικοινωνίες όπως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η ιδιωτική τηλεόραση (you win some, you lose some), οπότε με τη συναίνεση του πατέρα μου ο μαθηματικός φόρτωνε εμένα και την κολλητή μου με έξτρα ασκήσεις, τις οποίες όμως δεν μπορούσα να παλέψω. Τότε αποθαρρύνθηκα οριστικά με την Άλγεβρα κι έτσι η Ανάλυση δεν ήρθε ποτέ. Επιπλέον στη Γεωμετρία ήμουν ντουβάρι, άλλωστε η οπτικοχωρική μου αντίληψη είναι μάλλον υπανάπτυκτη και ακόμα χάνομαι στη γειτονιά μου (ναι, αλλά αγαπώ τους χάρτες). Πάντως η κολλητή μου έγινε παγκοσμίως αστέρι σε 2-3 κλάδους (τρεις είναι) και πρωτοβάθμια καθηγήτρια στα τριαντακάτι της. Εγώ στράφηκα στην Τρίτη Δέσμη ηττημένος από τις εξισώσεις και αποχαιρετώντας τη Φυσική, την οποία μόνον εξ αποστάσεως θα μπορούσα πια να χαλβαδιάζω.
Ένας οικογενειακός φίλος πρώην πρόεδρος Εφετών μυρίστηκε ότι πάω για Τρίτη Δέσμη και ξεκίνησε εκστρατεία να βάλω πρώτη τη Νομική. Όχι για να γίνω δικηγόρος βεβαίως, άλλωστε τότε περιφρονούσα τους δικηγόρους γιατί δεν με είχανε γλυτώσει ακόμα, αλλά για να γίνω
δικαστής. Μας έλεγε και μας ξαναέλεγε ότι έχω ιδανικό χαρακτήρα για δικαστής, πλέκοντας το εγκώμιό μου. Επίσης μας εξηγούσε ότι ο δικαστικός κλάδος χρειάζεται να επανδρωθεί με ανθρώπους σαν κι εμένα, γιατί τελευταίως
επιγυναικώνεται. Για να με ψήσει μου έλεγε για το πόσο αναγκαίοι είναι οι δικαστές σε ένα σύστημα που οι ένορκοι εξαπατώνται από τον κάθε (όνομα δικηγόρου ακόμα εν ζωή το οποίο δεν θα γράψω γιατί σούρνονται κι αγωγές). Όποτε με έβρισκε μου μίλαγε για θρυλικές υποθέσεις τις οποίες είχε εκδικάσει, ποινικές και άλλες. Μερικές ήταν όντως θρυλικές.
Πάρα πολύ ευγενικά εξηγούσα στον καλό μας κύριο Τ. ότι θα το σκεφτώ σοβαρά. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε περίπτωση να πάω σε μια Σχολή που βγάζει ποιητές και δημοσίους υπαλλήλους ή, ακόμα χειρότερα,
που απαιτεί απομνημόνευση. Ποτέ δεν κατάφερα να απομνημονεύσω τίποτα εκτός από το Πιστεύω, τον ορισμό της τραγωδίας, αυτό:
Από τα παιδάκια του Νηπιαγωγείου
σ' εσάς που δώσατε τη ζωή σας για τη λευτεριά.
Επίσης, αν γινόμουν δικαστής μπορεί να μην είχα εξουσία ζωής και θανάτου ή και έλλειψη εξουσίας, όπως οι χειρούργοι, αλλά θα είχα ευθύνη για την ελευθερία κάποιου ανθρώπου. Αυτή η ιδέα δεν μου άρεσε καθόλου, έβλεπα κι όλες εκείνες τις ταινίες με αθώους που λιώνουνε στη φυλακή -- δεν λες πάλι καλά που στην Ελλάδα δεν έχουμε καρέκλες και γκιλοτίνες και κρεμάλες... Σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να κάνω μια δουλειά όπως του δικαστή. Δεν το είπα στον κύριο Τ. Έβαλα τη Νομική τελευταία στο μηχανογραφικό, κάτω από κάτι ΤΕΙ με πολύ χαμηλότερο βαθμό εισαγωγής, και καθάρισα.