(Ακολουθεί μακροσκελής καταχώριση. Μουσική καμμία. Εικόνα το 50-κάτι(;) τοις εκατό του Ψωμιάδη.)
Κεφάλαιο Ι
Η αγένεια, που ενδημεί στην Ελλάδα, με ταράζει. Αναφέρομαι στην αγένεια σε όλες της τις μορφές: την τζάμπα επιθετικότητα, την επιθετική ιδιωτεία, την ασέβεια, τα ad hominem ελλείψει επιχειρημάτων, τον πατερναλιστικό διδακτισμό ("έλα να σου πω για τη ζωή σου, βρε καημένο και δύστυχο παιδί"), τους διασυρμούς υπολήψεων, τα ασαφή υπονοούμενα που αμαυρώνουν, την προπετή απαξίωση ανθρώπων και πραγμάτων για τα οποία δε γνωρίζουμε γρι, την οθωμανική γλυκοέπεια που μόλις και βερνικώνει απαξίωση και περιφρόνηση. Όλα αυτά, οπωσδήποτε, δεν αφορούν εμάς, εμείς άντε να πούμε καμμιά κουβέντα παραπάνω είτε λόγω αναβρασμού του παράφορου μεσογειακού θυμικού μας (το οποίο παραδόξως βρίσκεται πάντα σε κατοπτρική νηνεμία όταν οι περιστάσεις το καλούν να επιδείξει αλληλεγγύη ή να διαμαρτυρηθεί για την αδικία), είτε γιατί προασπίζουμε ιδανικά και φυλάττουμε Θερμοπύλες.
Η αγένεια δε με θυμώνει, παρά με ταράζει, με αναστατώνει. Με αποδιοργανώνει και με κάνει να αισθάνομαι ότι κάποιο κακό έκανα, δεν μπορεί, κάπως τον βλάπτω τον αγενή. Όταν συνειδητοποιώ πως, όχι, τζάμπα και δωρεάν με καθυβρίζουν και μου βγάζουνε γλώσσα και αναλαμβάνουν να με βάλουνε στη θέση μου -- λες και ξέρουνε τη θέση μου, λες και κατάλαβαν τι είπα και τι ζήτησα -- τότε εγώ με τη σειρά μου αισθάνομαι ότι μου έκαναν κακό και ότι με έβλαψαν.
Κεφάλαιο ΙΙ
Την ιστορία με το ΑΕΠ την κατάλαβα αργά και εκ των υστέρων. Το ΠΑΣΟΚ είχε κάνει τις δικές του ασχήμιες, τώρα η ΝΔ θεωρεί πως στο ΑΕΠ δέον να περιλαμβάνονται οι πόροι από την παραοικονομία και ότι έτσι θα διορθωθούν οι δείκτες μας, λες και ο κόσμος δυσκολεύεται βιωτικά επειδή οι δείκτες πάσχουν. Είδα, συγκεκριμένα, τα μούτρα των επιτρόπων ενώ μας κοροϊδεύανε διακριτικά -- δυστυχώς "οι ξένοι" δε χλευάζουν ανοιχτά, είναι υποκριτές βλέπετε. Διαισθάνθηκα τη θυμηδία που τους κατέλαβε. Αισθάνθηκα απαίσια, ένιωσα ντροπή. Διασυρμός. Ξεφτίλα. Αναρωτήθηκα γιατί δε φωνάζουν όλοι όσοι αγαπούν την πατρίδα περισσότερο από καθηκάριους σαν κι εμένα, που καθόμαστε στις πολυθρόνες μας και βλέπουμε τον κόσμο αφ' υψηλού (σας ομιλεί ο Ρωμαίος Ποντίφηξ, benedicti sitis).
Έχω την εντύπωση ότι δεν αισθάνθηκαν ντροπή πολλοί από εκείνους οι οποίοι, όντας πιο πατριώτες και πιο Έλληνες από τύπους σαν κι εμένα, διαισθάνονται συνήθως με σαφήνεια και σβέλτα κάθε εστία αισχύνης και κάθε αφορμή εθνικής ταπείνωσης και πατριωτικού πένθους: τα ανεξέλεγκτα προξενεία του εχθρού, τα δικά μας τα διεφθαρμένα, τους ξεβράκωτους (και τις ξεβράκωτες) να έρχονται να αλώσουν τη χώρα μας με τα πληθωριστικά διαβατήριά τους στα χέρια, την άλωση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, την αδυναμία μας να ξεκινήσουμε πια επιθετικούς πολέμους, την κατάπτωση της γλώσσας και των ηθικών αξιών κτλ. Ενδεχομένως επειδή αυτό το κάζο του ΑΕΠ δεν είναι τόσο βαρύ τελικά, επειδή το να διασύρεται η χώρα μας μάλλον δεν πληγώνει την αξιοπρέπεια αυτού του λαού -- ίσως γιατί μυστικά έχουμε βάλει στόχο να ξεπεράσουμε την μπερλουσκονική Ιταλία σε τρόπους και απόπειρες εξαπάτησης της τροφοδότου Ευρώπης. Πού να ξέρω κι εγώ, ο άπατρις.
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Όταν ξεκίνησα να μπλέκομαι με τα μπλογκοπίτουρα, χωρίς να ξέρω τι σημαίνει να αναμετριέσαι με τις μπλογκοκότες, με χαροποιούσε ιδιαιτέρως η δυνατότητα να αφήνουν οι αναγνώστες σχόλια και να διενεργείται διάλογος. Ωστόσο γρήγορα ξεπέρασα τέτοιους πρώιμους και ανεξέταστους ενθουσιασμούς. Εξακολουθώ να θεωρώ τα σχόλια ένα από τα σημαντικά κι ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του μπλογκ ως είδους, όμως αντιλαμβάνομαι πόσο τακτικά γίνονται αφορμή για καβγάδες άνευ ουσίας.
Όταν ξεκίνησα να μπλογκάρω δε με πείραζε λίγος καβγάς, λίγο να ανάβουν τα αίματα, λίγο να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράματα. Το μόττο αυτού του μπλογκ περιέχει δύο προστακτικές, η πρώτη -- της νήψης -- προϋποθέτει ενίοτε χαστουκάκια, τσιμπηματάκια, σκουντηματάκια.
Παρόλ' αυτά, άλλαξα γνώμη με τον καιρό. Πρώτον, το μπλογκάρισμα μαζεύει πολλούς ιδεοληπτικούς και πολλές από τις ιδεοληψίες του κόσμου. Η ιδεοληψία είναι αμαρτωλή υπόθεση και όπου και να κοιτάξει βλέπει μόνον ιδεοληψία, τον εαυτό της δηλαδή. Επίσης τείνει να επαναλαμβάνεται και να γίνεται κουραστική. Αν προσθέσει τώρα κανείς και τα κατακάθια απροσεξίας, προπέτειας, δοκησίσοφου τσαμπουκά και πείσμονος αμάθειας, ε, σχηματίζει ένα όχι και τόσο ελκυστικό φλυτζάνι. Δεύτερον, η αγένεια (του Έλληνα) είναι ανεξέλεγκτη κι αχαλιναγώγητη στα μπλογκ και, όπως προανέφερα, η αγένεια με ταράζει, με αναστατώνει, με φρικάρει, ρε αδερφέ. Τρίτον, οι αντεγκλήσεις, οι μικροπαρεξηγήσεις, οι συστηματικές αλληλοαναιρέσεις και πολλές φορές οι πολλές κουβέντες, αντί να παράγουν φως, απλώς δημιουργούν 'θερμότητα' (με τον τρόπο που λέμε 'θερμό επεισόδιο'). Επειδή θέλω να θεωρώ τον εαυτό μου οπαδό του φωτός, ας πούμε, προσπαθώ πλέον να ανακατεύομαι όσο το δυνατόν λιγότερο, έχω πια αποτραβηχτεί αρκετά, διαβάζω λίγα και σχολιάζω λίγο, προσπαθώ να είμαι ακριβής και σαφής όταν γράφω κι ας γίνεται λιγότερο 'συναρπαστικό' το αποτέλεσμα. Για περισσότερο φως και λιγότερο ξαναμμό.
Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2006
Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2006
Το χαμένο κέντρο
Όχι, κυρία Καραχασάν μου, δε δικαιούσθε δια να εκπροσωπείτε τους "Χριστιανούς". Ακριβώς επειδή ανήκετε σε μειονότητα. Ακόμα και τον καιρό που το Χριστιανικό (ω, μπαρδόν: "Ελληνικό") έφτανε μέχρι την Ελασσόνα, είχατε δει ποτέ, λ.χ., καθολικούς αιρετούς άρχοντες να εκπροσωπούν μη καθολικούς; Όχι; Ε, ναι, αφού ήταν αιρετικοί, πόσο μάλλον εσείς που είστε και μωαμεθανίς... Έτσι πως καταντήσαμε, σε λίγο θα μας παραπονεθείτε που δε σας έβαλαν υποψήφια και σε εκλόγιμη θέση.
Ναι, κυρία Καραχασάν, το κέντρο (δηλαδή το σημάδι που αφήνει το κεντρί) εξέπεσε και χάθηκε, και το ερωτηματικό έγινε κόμμα (όχι κίνημα όμως). Τι να κάνουμε τώρα. Γίνονται αυτά. Ιδίως προεκλογικώς. Εσείς να προσέχετε άλλη φορά πώς συντάσσετε τις ξένες γλώσσες σας. Και στο κάτω-κάτω, τι δουλειά είχατε να βάλετε κοντά-κοντά τις λέξεις Ρομ, μειονότητα και Πόντιος, ε; Με άρθρα και συνδέσμους και σημεία στίξης θα παίζουμε; Ουστ ρε.
Ναι, κυρία Καραχασάν, το κέντρο (δηλαδή το σημάδι που αφήνει το κεντρί) εξέπεσε και χάθηκε, και το ερωτηματικό έγινε κόμμα (όχι κίνημα όμως). Τι να κάνουμε τώρα. Γίνονται αυτά. Ιδίως προεκλογικώς. Εσείς να προσέχετε άλλη φορά πώς συντάσσετε τις ξένες γλώσσες σας. Και στο κάτω-κάτω, τι δουλειά είχατε να βάλετε κοντά-κοντά τις λέξεις Ρομ, μειονότητα και Πόντιος, ε; Με άρθρα και συνδέσμους και σημεία στίξης θα παίζουμε; Ουστ ρε.
Συναισθηματισμοί, απογευματιάτικα
(στον Old Boy)
Μέσα μου η Βάσια Τριφύλλη είναι αλλόκοτα οικεία και αγαπητή σαν μορφή.
Την έχω μια για πάντα εντυπωθεί ως τη σύζυγο του Βέγγου, ζευγάρι κινηματογραφικό μαζί του σε (μια από) εκείνες τις πικρές ύστερες ταινίες του που είδα όταν ήμουν παιδί. Μια όψη με δυο μεγάλα μάτια που τη γδέρνει καθημερινά κι από λίγο η ζωή της νοικοκυράς, η φτώχεια, η στειρότητά της, η μάνα της που μισεί τον άντρα της τον σώγαμπρο. Μια ψυχούλα που υποφέρει σιωπηλά, όπως υπέφεραν και υποφέρουν εκατομμύρια γυναίκες από καταβολής πατριαρχίας και των συμπαρομαρτούντων της. Όμως υποφέρει πραγματικά αν και, παρ' ελπίδα, αγαπάει. Αυτός ο ρόλος (ή είναι πολλοί ρόλοι; δε θυμάμαι, νομίζω είναι σκηνοθεσία Θόδωρου Μαραγκού) έχει οσμωθεί μέσα μου με το διακριτικό αλλά βαθιά υπαινικτικό παίξιμο της Τριφύλλη σε μια παρουσία όλο αδιέξοδο πόνο ("άπρακτο ανία"), καρτερία αλλά και δόσιμο ταυτόχρονα.
Με έναν συναισθηματικό, ας πούμε τσαγκαρουσιάνικο, τρόπο, η ηθοποιός αυτή είναι μέσα μου δικαιωμένη. Το λέω αυτό εν πλήρει γνώσει του πόσο αφελές και κουφιοκέφαλο μπορεί να ακούγεται.
Για δημοτικά συμβούλια και τέτοια δεν ξέρω.
Μέσα μου η Βάσια Τριφύλλη είναι αλλόκοτα οικεία και αγαπητή σαν μορφή.
Την έχω μια για πάντα εντυπωθεί ως τη σύζυγο του Βέγγου, ζευγάρι κινηματογραφικό μαζί του σε (μια από) εκείνες τις πικρές ύστερες ταινίες του που είδα όταν ήμουν παιδί. Μια όψη με δυο μεγάλα μάτια που τη γδέρνει καθημερινά κι από λίγο η ζωή της νοικοκυράς, η φτώχεια, η στειρότητά της, η μάνα της που μισεί τον άντρα της τον σώγαμπρο. Μια ψυχούλα που υποφέρει σιωπηλά, όπως υπέφεραν και υποφέρουν εκατομμύρια γυναίκες από καταβολής πατριαρχίας και των συμπαρομαρτούντων της. Όμως υποφέρει πραγματικά αν και, παρ' ελπίδα, αγαπάει. Αυτός ο ρόλος (ή είναι πολλοί ρόλοι; δε θυμάμαι, νομίζω είναι σκηνοθεσία Θόδωρου Μαραγκού) έχει οσμωθεί μέσα μου με το διακριτικό αλλά βαθιά υπαινικτικό παίξιμο της Τριφύλλη σε μια παρουσία όλο αδιέξοδο πόνο ("άπρακτο ανία"), καρτερία αλλά και δόσιμο ταυτόχρονα.
Με έναν συναισθηματικό, ας πούμε τσαγκαρουσιάνικο, τρόπο, η ηθοποιός αυτή είναι μέσα μου δικαιωμένη. Το λέω αυτό εν πλήρει γνώσει του πόσο αφελές και κουφιοκέφαλο μπορεί να ακούγεται.
Για δημοτικά συμβούλια και τέτοια δεν ξέρω.
[φωνή αύρας λεπτής]
Ε, στον Κουκουζέλη, ρε παιδιά, και στον Rakasha.
"[...]
Κατέβηκα στη στάση, είχα χρόνια να έρθω στην πολυκατοικία που στεγάζει το µεγαλείο του πατέρα µου, όχι πως είχε αλλάξει τίποτε απ’ έξω – εκτός φυσικά από την ταµπέλα στο µπαλκόνι, που φρόντιζε πάντοτε να κρατάει ολοκαίνουργια. Στάθηκα στο πεζοδρόµιο περιµένοντας να περάσω απέναντι. Ο ιδρώτας έτρεχε ενοχλητικά στο µέτωπό µου. Ένα ανώνυµο και αθλιούτσικο σουξεδάκι που είχα πρωτοακούσει στη Σαλονίκη στον σταθµό βούιζε ενοχλητικά γύρω από το κεφάλι µου. Τα αυτοκίνητα πέρναγαν σφαίρα, κανένας κερατάς δεν µε άφηνε να περάσω. Με τους οδηγούς οδηγός, µε τους πεζούς πεζή.
[...]
Αυτό ήτανε το συνάθροισµα των αποφάσεων, στη σειρά και µε τάξη, µια κανονικότατη συνθήκη ειρήνης. Αποφάσεις, ειρήνη. Πάτησα στο οδόστρωµα. Είναι αρκετά µακριά το φορτηγάκι; Έτρεξα µέχρι τη διαχωριστική. Θυµήθηκα τον χάρτη του Bloom. Η Ευρώπη όχι των συνθηκών και των αυτοκρατοριών, αλλά των περιοχών, των λαών – ‘της ελευθερίας’, σαν να λέµε. Του πότε είναι ο χάρτης; ∆εν θυµάµαι. Πάντως σχεδιάστηκε µια εποχή «όπου οι ισχυροί υπέγραφαν συνθήκες µεταξύ τους για να υποτάξουν τους µικρούς και τους αδύναµους ή επέβαλαν τις αποφάσεις τους στους µικρούς». Μετά µού είχε µιλήσει µε θέρµη για την Πολωνία-Λιθουανία και την κατρακύλα της κάτω από τις κλωτσιές των απολυταρχικών γειτόνων της, µια πρώιµη ∆ηµοκρατία που διαµελίστηκε, µπλα µπλα… Αποφάσεις. «Οι ωραίες αποφάσεις είναι οι δύσκολες αποφάσεις», µού είχε πει ο στρουµπουλός παπάς την τελευταία φορά που εξοµολογήθηκα, ήµουνα δεκαπέντε. Τότε κατάλαβα πως ήθελε να µείνω κρίνο µέχρι τον γάµο κι ότι, αφού αυτή είναι µια δύσκολη απόφαση, είναι η ωραία απόφαση. Εξοργίστηκα και δεν ξαναπήγα. Μπορεί να εννοούσε κάτι άλλο. Όπως οι προφητείες, άλλα λένε κι αλλού το πάνε, πέρα από το προφανές. Αγρίεψα µε τον εαυτό µου που, αγκιστρωµένη στη διαχωριστική, στη µέση του δρόµου, αντί να περάσει τον δρόµο ασχολείται µε ψυχοθεολογήµατα, σαν την ξεµωραµένη τη θεια µου. Πήρα φόρα και, µε την προστασία του φύλακα αγγέλου µου, βρέθηκα επιτέλους στο απέναντι πεζοδρόµιο, µε έναν παπάρα να βρίζει και να µουτζώνει µερικούς πόντους πίσω µου: ένιωσα δυνατό στην πλάτη το ρεύµα από το Fiat του.
Στάθηκα τροµαγµένη στο πεζοδρόµιο, ακίνητη δίπλα σε ένα ατροφικό δεντράκι πρόσφατης προεκλογικής δεντροφύτευσης. Κι άλλος ιδρώτας στο πρόσωπο και στα ρούχα, της τροµάρας, αυτόν που ονοµάζουνε ‘κρύο’, αλλά για µένα ήτανε πανοµοιότυπος µε τον άλλο ιδρώτα, της κουφόβρασης, εξίσου κολλώδης. Στάθηκα εκεί. Είµαι τριάνταπέντε χρονών και δεν ξέρω ακόµα πώς παίρνουµε τις αποφάσεις. Με παρόρµηση και τόλµη, για να µετανιώσεις µετά που είχες ελλιπείς πληροφορίες; Κατόπιν ωρίµου και µακράς σκέψεως, όταν όλοι και όλα θα σε έχουνε πιέσει παντοιοτρόπως µε το κοντό και το µακρύ και το άσχετο και το κακόβουλό τους; Με το µυαλό; Με την καρδιά; Με τις ωοθήκες; (χαχά! ή είµαι φεµινίστρια ή κουρεύω αυγά!) Αισθάνθηκα µια µαλακισµένη, µια αποτυχηµένη, µια εκ πεποιθήσεως άτολµη και άβουλη, άρα ένα εκ πεποιθήσεως θύµα, µια καθ’ έξιν γεροντοκόρη. Και πάλι στο κλίµα της ηµέρας παρακάλεσα για ένα θαυµατάκι, και καλά σαν το προηγούµενο µε τη διάσωσή µου από το Fiat Dodici (τουλάχιστον θα µε σκότωνε καλοσχεδιασµένο αµάξι). Να συµβεί κάτι συνταρακτικό, να δω τον Μάνο τώρα µπροστά µου τυχαία, να γίνει ένας σεισµός, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως στο σπίτι µας περιµένει ένας Γερµανός κι έχει σπάσει τα τηλέφωνα – αν και ξέρει µόνον τη διεύθυνση του σπιτιού στη Βενιζέλου, έστω, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως η Ίλντικο έχει σπάσει τα τηλέφωνα γιατί µε ψάχνει εκει ένας Γερµανός, ο,τιδήποτε. Στεκόµουν εκεί ιδρωµένη, µούσκεµα δηλαδή, ταλαιπωρηµένη, πηγαίνοντας να ανακοινώσω τις αποφάσεις µου άρθρο άρθρο στον πατέρα µου.
Ένιωσα τότε ένα πολύ ψιλό, σχεδόν µουσικό αεράκι, έναν λεπτό αιθέρα να κόβει µέσα από τις µάζες του κορεσµένου υγρού και αδρανούς αέρα. Η ιδέα µου; όχι. Ήτανε τόσο ψιλό και δροσερό, τόσο ευκίνητο και λαµπερό καθώς γλιστρούσε µέσα από την παχειά κολλώδη σαπίλα που αναγκαζόταν να αναπνέει όλη η πόλη κι όλος ο κάµπος, ώστε σχεδόν είχε όψη και χροιά, µια κρυστάλλινη αλλά διαυγή, τι διαυγή, στιλπνή και καθαρή χροιά σαν αντιφέγγισµα καθρέφτη. Θα µπορούσα να πω πως ήταν ένα πάρα πάρα πολύ απαλό βιολετί. Με χτύπαγε στην πλάτη σαν ένα νήµα από σπίθες, ανατρίχιασα. Στράφηκα λιγάκι προς το µέρος του, απέναντί του, προς τα εκεί από όπου φυσούσε. Πιο καθαρό από νερό, πιο ψιθυριστό αλλά και πιο µουσικό από βοριαδάκι, ένα καθαρό αλλά αθόρυβο ‘ιιι’, σαν απόκοσµη φωνή, µια ουσία που διέσχισε τον δρόµο για να δροσίσει εµένα και µόνον εµένα. Ένα αεράκι, µε χρώµα, µελωδικό, δικό µου.
Μπήκα στην πολυκατοικία και ανέβηκα στον τρίτο.
[...]"
"[...]
Κατέβηκα στη στάση, είχα χρόνια να έρθω στην πολυκατοικία που στεγάζει το µεγαλείο του πατέρα µου, όχι πως είχε αλλάξει τίποτε απ’ έξω – εκτός φυσικά από την ταµπέλα στο µπαλκόνι, που φρόντιζε πάντοτε να κρατάει ολοκαίνουργια. Στάθηκα στο πεζοδρόµιο περιµένοντας να περάσω απέναντι. Ο ιδρώτας έτρεχε ενοχλητικά στο µέτωπό µου. Ένα ανώνυµο και αθλιούτσικο σουξεδάκι που είχα πρωτοακούσει στη Σαλονίκη στον σταθµό βούιζε ενοχλητικά γύρω από το κεφάλι µου. Τα αυτοκίνητα πέρναγαν σφαίρα, κανένας κερατάς δεν µε άφηνε να περάσω. Με τους οδηγούς οδηγός, µε τους πεζούς πεζή.
[...]
Αυτό ήτανε το συνάθροισµα των αποφάσεων, στη σειρά και µε τάξη, µια κανονικότατη συνθήκη ειρήνης. Αποφάσεις, ειρήνη. Πάτησα στο οδόστρωµα. Είναι αρκετά µακριά το φορτηγάκι; Έτρεξα µέχρι τη διαχωριστική. Θυµήθηκα τον χάρτη του Bloom. Η Ευρώπη όχι των συνθηκών και των αυτοκρατοριών, αλλά των περιοχών, των λαών – ‘της ελευθερίας’, σαν να λέµε. Του πότε είναι ο χάρτης; ∆εν θυµάµαι. Πάντως σχεδιάστηκε µια εποχή «όπου οι ισχυροί υπέγραφαν συνθήκες µεταξύ τους για να υποτάξουν τους µικρούς και τους αδύναµους ή επέβαλαν τις αποφάσεις τους στους µικρούς». Μετά µού είχε µιλήσει µε θέρµη για την Πολωνία-Λιθουανία και την κατρακύλα της κάτω από τις κλωτσιές των απολυταρχικών γειτόνων της, µια πρώιµη ∆ηµοκρατία που διαµελίστηκε, µπλα µπλα… Αποφάσεις. «Οι ωραίες αποφάσεις είναι οι δύσκολες αποφάσεις», µού είχε πει ο στρουµπουλός παπάς την τελευταία φορά που εξοµολογήθηκα, ήµουνα δεκαπέντε. Τότε κατάλαβα πως ήθελε να µείνω κρίνο µέχρι τον γάµο κι ότι, αφού αυτή είναι µια δύσκολη απόφαση, είναι η ωραία απόφαση. Εξοργίστηκα και δεν ξαναπήγα. Μπορεί να εννοούσε κάτι άλλο. Όπως οι προφητείες, άλλα λένε κι αλλού το πάνε, πέρα από το προφανές. Αγρίεψα µε τον εαυτό µου που, αγκιστρωµένη στη διαχωριστική, στη µέση του δρόµου, αντί να περάσει τον δρόµο ασχολείται µε ψυχοθεολογήµατα, σαν την ξεµωραµένη τη θεια µου. Πήρα φόρα και, µε την προστασία του φύλακα αγγέλου µου, βρέθηκα επιτέλους στο απέναντι πεζοδρόµιο, µε έναν παπάρα να βρίζει και να µουτζώνει µερικούς πόντους πίσω µου: ένιωσα δυνατό στην πλάτη το ρεύµα από το Fiat του.
Στάθηκα τροµαγµένη στο πεζοδρόµιο, ακίνητη δίπλα σε ένα ατροφικό δεντράκι πρόσφατης προεκλογικής δεντροφύτευσης. Κι άλλος ιδρώτας στο πρόσωπο και στα ρούχα, της τροµάρας, αυτόν που ονοµάζουνε ‘κρύο’, αλλά για µένα ήτανε πανοµοιότυπος µε τον άλλο ιδρώτα, της κουφόβρασης, εξίσου κολλώδης. Στάθηκα εκεί. Είµαι τριάνταπέντε χρονών και δεν ξέρω ακόµα πώς παίρνουµε τις αποφάσεις. Με παρόρµηση και τόλµη, για να µετανιώσεις µετά που είχες ελλιπείς πληροφορίες; Κατόπιν ωρίµου και µακράς σκέψεως, όταν όλοι και όλα θα σε έχουνε πιέσει παντοιοτρόπως µε το κοντό και το µακρύ και το άσχετο και το κακόβουλό τους; Με το µυαλό; Με την καρδιά; Με τις ωοθήκες; (χαχά! ή είµαι φεµινίστρια ή κουρεύω αυγά!) Αισθάνθηκα µια µαλακισµένη, µια αποτυχηµένη, µια εκ πεποιθήσεως άτολµη και άβουλη, άρα ένα εκ πεποιθήσεως θύµα, µια καθ’ έξιν γεροντοκόρη. Και πάλι στο κλίµα της ηµέρας παρακάλεσα για ένα θαυµατάκι, και καλά σαν το προηγούµενο µε τη διάσωσή µου από το Fiat Dodici (τουλάχιστον θα µε σκότωνε καλοσχεδιασµένο αµάξι). Να συµβεί κάτι συνταρακτικό, να δω τον Μάνο τώρα µπροστά µου τυχαία, να γίνει ένας σεισµός, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως στο σπίτι µας περιµένει ένας Γερµανός κι έχει σπάσει τα τηλέφωνα – αν και ξέρει µόνον τη διεύθυνση του σπιτιού στη Βενιζέλου, έστω, να µού πει ο πατέρας µου στο γραφείο πως η Ίλντικο έχει σπάσει τα τηλέφωνα γιατί µε ψάχνει εκει ένας Γερµανός, ο,τιδήποτε. Στεκόµουν εκεί ιδρωµένη, µούσκεµα δηλαδή, ταλαιπωρηµένη, πηγαίνοντας να ανακοινώσω τις αποφάσεις µου άρθρο άρθρο στον πατέρα µου.
Ένιωσα τότε ένα πολύ ψιλό, σχεδόν µουσικό αεράκι, έναν λεπτό αιθέρα να κόβει µέσα από τις µάζες του κορεσµένου υγρού και αδρανούς αέρα. Η ιδέα µου; όχι. Ήτανε τόσο ψιλό και δροσερό, τόσο ευκίνητο και λαµπερό καθώς γλιστρούσε µέσα από την παχειά κολλώδη σαπίλα που αναγκαζόταν να αναπνέει όλη η πόλη κι όλος ο κάµπος, ώστε σχεδόν είχε όψη και χροιά, µια κρυστάλλινη αλλά διαυγή, τι διαυγή, στιλπνή και καθαρή χροιά σαν αντιφέγγισµα καθρέφτη. Θα µπορούσα να πω πως ήταν ένα πάρα πάρα πολύ απαλό βιολετί. Με χτύπαγε στην πλάτη σαν ένα νήµα από σπίθες, ανατρίχιασα. Στράφηκα λιγάκι προς το µέρος του, απέναντί του, προς τα εκεί από όπου φυσούσε. Πιο καθαρό από νερό, πιο ψιθυριστό αλλά και πιο µουσικό από βοριαδάκι, ένα καθαρό αλλά αθόρυβο ‘ιιι’, σαν απόκοσµη φωνή, µια ουσία που διέσχισε τον δρόµο για να δροσίσει εµένα και µόνον εµένα. Ένα αεράκι, µε χρώµα, µελωδικό, δικό µου.
Μπήκα στην πολυκατοικία και ανέβηκα στον τρίτο.
[...]"
Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2006
Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2006
Κλείνοντας παρενθέσεις
... και εν όψει ΣΚ. Για τον lazopolis.
Δε μου πολυαρέσει τελικά να μιλάω για τη γλώσσα. Ο βασικός λόγος είναι ότι "στην Ελλάδα [...] όλος ο κόσμος έχει γνώμη για τη γλώσσα". Άρα ένας πάνω, ένας κάτω, δε χάλασε ο κόσμος. Στο κάτω-κάτω, η συζήτηση για τη γλώσσα στην Ελλάδα με όρους Σολωμονικής, μυθολογίας και κινέζικης Αστρολογίας γίνεται. Όταν περάσουμε από το μυθικό στάδιο στο ψευδεπιστημονικό (λ.χ. στο γλωσσικό Φενγκ-Σούι), ε, μπορεί να μπω κι εγώ στον χορό ίσως.
Ωστόσο, σε μια συζήτηση σε άλλο μπλογκ, παρατήρησε ο lazopolis το εξής:
το φαινόμενο (της "συρρίκνωσης του λεξιλογίου") (οτι οι μαθητές [...] δυσκολεύονται να σχηματίσουν και τις απλούστερες των προτάσεων) είναι τόσο έντονο που δε χρειάζεται να είσαι ειδικός για να το ανιχνεύσεις
Η αιώνια συζήτηση για τη 'λεξιπενία', σκέφτηκα, και παρέπεμψα τους αναγνώστες στο Language Log, στο και στο βιβλίο 10 Μύθοι για τη Γλώσσα -- και μάλιστα σε αυτό του το κεφάλαιο. Άλλωστε, όποιος έχει προβλήματα λεξιλογίου απλώς αντικαθιστά λ.χ. τα περισσότερα ουσιαστικά με κενά παραγεμισμάτα όπως 'αυτό', 'τέτοιο' κ.ο.κ., όπως πολλοί από όσους πάσχουν από κάποιες μορφές αφασίας, και δε 'δυσκολεύεται να σχηματίσει και τις απλούστερες των προτάσεων'.
Δεν πιστεύω πως "οι μαθητές [...] δυσκολεύονται να σχηματίσουν και τις απλούστερες των προτάσεων", δόξα Σοι ο Θεός, ροδάνι πάει η γλώσσα τους, έξω από το σχολείο. Ούτε λεξιπενία και αφασία και αλαλία και αγλωσσία υπάρχει. Άρα όλα καλά; Όχι. Ο lazopolis έχει μια βάση σε αυτό που ισχυρίζεται.
Πρώτα-πρώτα, όντως οι μαθητές πάνε από το κακό στο χειρότερο στα Νέα Ελληνικά. Το δείχνουνε και τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι, όπως επισημαίνει ο J95, το ελληνικό σχολείο
Βάζ[ει] τα παιδιά να σχηματίσουν προτάσεις σε μια ξύλινη γλώσσα για ξύλινα θέματα σε περιβάλλον που τους προκαλεί από μηδενικό έως αρνητικό ενδιαφέρον και εκπλήσσονται [οι απ' έξω] που [τα παιδιά] δεν τα καταφέρνουν.
Το παραπάνω σφάλμα ενδημεί σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα. Στο ελληνικό σύστημα φαίνεται να συναρτάται ιστορικά με τη διγλωσσία: χοντρικά, από τους αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι το 1977, οι ελληνόφωνοι άλλα ελληνικά διαβάζανε κι άλλα μιλούσαν. Λίγο μετά το τέλος της καθαρεύουσας, κάποιοι λόγιοι ένιωσαν αμήχανοι με την ξαφνική απώλεια αυτής της υψηλής (στις αξιώσεις) μορφής της γλώσσας η οποία, συν τοις άλλοις, θεωρούνταν πως θα φρέναρε τη γλωσσική αλλαγή (την οποία ο Έλλην μισεί από τους αλεξανδρινούς χρόνους).
Έτσι, έπεισαν χωρίς στοιχεία και με τη δύναμη του θυμικού που σεβάζεται τους σεπτούς προγόνους πως 'μαθαίνοντας Αρχαία το παιδί θα μάθει Νέα'. Με έναν τρόπο που παραγνώριζε τις τεράστιες διαφορές του γραμματικού συστήματος της Αρχαίας από το γραμματικό σύστημα της Νέας Ελληνικής, είδαν τα Αρχαία ως ένα ανεκμετάλλευτο, ανεξάντλητο και εκμεταλλεύσιμο χρυσωρυχείο λέξεων. Άλλωστε, η συζήτηση περί γλώσσας στην Ελλάδα, με ό,τι όρους και να γίνεται, από τη λέξη αρχίζει και στη λέξη τελειώνει.
Έκαναν λάθος. Αποτέλεσμα: τα Νέα έχουνε καταστεί ο φτωχός συγγενής, διδάσκονται λίγο, λανθασμένα και ελλιπέστατα. Απεναντίας, τα παιδιά κάνουν 89 ώρες την εβδομάδα ακατανόητα πράματα από βιβλία που απευθύνονται Κύριος οίδε τινί: είδα, λ.χ., το βιβλίο της Α' Γυμνασίου. Στην ενότητα 12 (νομίζω), για το Θεό τους, το κείμενο αρχίζει Εγώ δε δη... Φαντάζομαι:
"δε; δη; τι είν' αυτά ρε μαλάκα;"
"Ξέρω γω; μαλακίες".
Κοντά στα παραπάνω, τα αρχαία διδάσκονται όχι ως ξένη γλώσσα (μια ποικιλία με ένα πολύ διαφορετικό γραμματικό σύστημα κι ένα λεξιλόγιο που μόνον μερικώς αλληλεπικαλύπτεται με το δικό μας), αυτό άλλωστε θα ήτανε βλασφημία, αν και μάλλον τελέσφορο και παραγωγικό. Ως βλασφημία, ωστόσο, παραμερίστηκε. Τι μέθοδο έχουμε στη θέση του; Έλα ντε.
Κατά συνέπεια κυκλοφορεί τελικά και ο ίσως καθόλου αβάσιμος ισχυρισμός ότι τα παιδιά αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε προφορικά και γραπτά γλωσσικά τεστ, ότι δε δύνανται να συνθέσουν μία στοιχειωδώς συνεκτική παράγραφο, ότι αγνοούν πλήρως τη διαφορά μεταξύ κειμενικών ειδών. Το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι το εξής: ό,τι και να γράψουν, είτε πρόκειται για έκθεση πάνω στα "κακά του καταναλωτισμού", είτε για επιστολή διαμαρτυρίας, είτε προορίζεται για αίτηση για έκδοση ταυτότητας, έχει ψευδοτυχαία ή συνειρμική δομή και κοσμείται με ρητορικές φιοριτούρες Έκθεσης Ιδεών, αυτές τις στομφώδεις και πομπώδεις συναισθηματικούρες κι ελληνικούρες που απηχούν προκάτ στρεβλές ιδέες -- ό,τι αντικατέστησε τις παραδοσιακές καθαρευουσιάνικες ελληνικούρες, δηλαδή...
Στο κεφάλι των παιδιών και των έρμων, κακοπληρωμένων κι ακατάρτιστων καθηγητών πάντα, αντικαθιστώντας τα Νέα με πιο πολλά Αρχαία χτίζεται μια κοινωνία περιορισμένου γραμματισμού. Τουλάχιστον θα πρόκειται για μια κοινωνία περήφανη και αγέρωχη, που ίσως θα θυμάται το δείνα εξωτικό απαρέμφατο στην ιστορία του Δάμωνα και του Φιντία καθώς και πώς χρεμέτιζε ο Έλλην Βουκεφάλας / Βουκέφαλος στα αρχαία...
Θα μου πείτε, ε, με τόσα αρχαία θα πλούτισε τουλάχιστον το λεξιλόγιο των παιδιών. Όχι. Το λεξιλόγιο δεν είναι εξαρτήματα και ανταλλακτικά κινητού, να τα επιλέγεις και να τα κοτσάρεις όπως θες και καθάρισες. Θυμάστε τα δύο ομηρικά μου ποστάκια (αυτό κι αυτό); Αυτό ακριβώς είχανε σκοπό να παραδειγματίσουν, πως τις λέξεις δεν μπορείς, άιντε, έτσι να τις ενσωματώνεις στον γραπτό ή στον προφορικό σου λόγο γιατί σου αρέσουν, γιατί είναι όμορφες ή ακριβείς...
Δε μου πολυαρέσει τελικά να μιλάω για τη γλώσσα. Ο βασικός λόγος είναι ότι "στην Ελλάδα [...] όλος ο κόσμος έχει γνώμη για τη γλώσσα". Άρα ένας πάνω, ένας κάτω, δε χάλασε ο κόσμος. Στο κάτω-κάτω, η συζήτηση για τη γλώσσα στην Ελλάδα με όρους Σολωμονικής, μυθολογίας και κινέζικης Αστρολογίας γίνεται. Όταν περάσουμε από το μυθικό στάδιο στο ψευδεπιστημονικό (λ.χ. στο γλωσσικό Φενγκ-Σούι), ε, μπορεί να μπω κι εγώ στον χορό ίσως.
Ωστόσο, σε μια συζήτηση σε άλλο μπλογκ, παρατήρησε ο lazopolis το εξής:
το φαινόμενο (της "συρρίκνωσης του λεξιλογίου") (οτι οι μαθητές [...] δυσκολεύονται να σχηματίσουν και τις απλούστερες των προτάσεων) είναι τόσο έντονο που δε χρειάζεται να είσαι ειδικός για να το ανιχνεύσεις
Η αιώνια συζήτηση για τη 'λεξιπενία', σκέφτηκα, και παρέπεμψα τους αναγνώστες στο Language Log, στο και στο βιβλίο 10 Μύθοι για τη Γλώσσα -- και μάλιστα σε αυτό του το κεφάλαιο. Άλλωστε, όποιος έχει προβλήματα λεξιλογίου απλώς αντικαθιστά λ.χ. τα περισσότερα ουσιαστικά με κενά παραγεμισμάτα όπως 'αυτό', 'τέτοιο' κ.ο.κ., όπως πολλοί από όσους πάσχουν από κάποιες μορφές αφασίας, και δε 'δυσκολεύεται να σχηματίσει και τις απλούστερες των προτάσεων'.
Δεν πιστεύω πως "οι μαθητές [...] δυσκολεύονται να σχηματίσουν και τις απλούστερες των προτάσεων", δόξα Σοι ο Θεός, ροδάνι πάει η γλώσσα τους, έξω από το σχολείο. Ούτε λεξιπενία και αφασία και αλαλία και αγλωσσία υπάρχει. Άρα όλα καλά; Όχι. Ο lazopolis έχει μια βάση σε αυτό που ισχυρίζεται.
Πρώτα-πρώτα, όντως οι μαθητές πάνε από το κακό στο χειρότερο στα Νέα Ελληνικά. Το δείχνουνε και τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι, όπως επισημαίνει ο J95, το ελληνικό σχολείο
Βάζ[ει] τα παιδιά να σχηματίσουν προτάσεις σε μια ξύλινη γλώσσα για ξύλινα θέματα σε περιβάλλον που τους προκαλεί από μηδενικό έως αρνητικό ενδιαφέρον και εκπλήσσονται [οι απ' έξω] που [τα παιδιά] δεν τα καταφέρνουν.
Το παραπάνω σφάλμα ενδημεί σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα. Στο ελληνικό σύστημα φαίνεται να συναρτάται ιστορικά με τη διγλωσσία: χοντρικά, από τους αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι το 1977, οι ελληνόφωνοι άλλα ελληνικά διαβάζανε κι άλλα μιλούσαν. Λίγο μετά το τέλος της καθαρεύουσας, κάποιοι λόγιοι ένιωσαν αμήχανοι με την ξαφνική απώλεια αυτής της υψηλής (στις αξιώσεις) μορφής της γλώσσας η οποία, συν τοις άλλοις, θεωρούνταν πως θα φρέναρε τη γλωσσική αλλαγή (την οποία ο Έλλην μισεί από τους αλεξανδρινούς χρόνους).
Έτσι, έπεισαν χωρίς στοιχεία και με τη δύναμη του θυμικού που σεβάζεται τους σεπτούς προγόνους πως 'μαθαίνοντας Αρχαία το παιδί θα μάθει Νέα'. Με έναν τρόπο που παραγνώριζε τις τεράστιες διαφορές του γραμματικού συστήματος της Αρχαίας από το γραμματικό σύστημα της Νέας Ελληνικής, είδαν τα Αρχαία ως ένα ανεκμετάλλευτο, ανεξάντλητο και εκμεταλλεύσιμο χρυσωρυχείο λέξεων. Άλλωστε, η συζήτηση περί γλώσσας στην Ελλάδα, με ό,τι όρους και να γίνεται, από τη λέξη αρχίζει και στη λέξη τελειώνει.
Έκαναν λάθος. Αποτέλεσμα: τα Νέα έχουνε καταστεί ο φτωχός συγγενής, διδάσκονται λίγο, λανθασμένα και ελλιπέστατα. Απεναντίας, τα παιδιά κάνουν 89 ώρες την εβδομάδα ακατανόητα πράματα από βιβλία που απευθύνονται Κύριος οίδε τινί: είδα, λ.χ., το βιβλίο της Α' Γυμνασίου. Στην ενότητα 12 (νομίζω), για το Θεό τους, το κείμενο αρχίζει Εγώ δε δη... Φαντάζομαι:
"δε; δη; τι είν' αυτά ρε μαλάκα;"
"Ξέρω γω; μαλακίες".
Κοντά στα παραπάνω, τα αρχαία διδάσκονται όχι ως ξένη γλώσσα (μια ποικιλία με ένα πολύ διαφορετικό γραμματικό σύστημα κι ένα λεξιλόγιο που μόνον μερικώς αλληλεπικαλύπτεται με το δικό μας), αυτό άλλωστε θα ήτανε βλασφημία, αν και μάλλον τελέσφορο και παραγωγικό. Ως βλασφημία, ωστόσο, παραμερίστηκε. Τι μέθοδο έχουμε στη θέση του; Έλα ντε.
Κατά συνέπεια κυκλοφορεί τελικά και ο ίσως καθόλου αβάσιμος ισχυρισμός ότι τα παιδιά αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε προφορικά και γραπτά γλωσσικά τεστ, ότι δε δύνανται να συνθέσουν μία στοιχειωδώς συνεκτική παράγραφο, ότι αγνοούν πλήρως τη διαφορά μεταξύ κειμενικών ειδών. Το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι το εξής: ό,τι και να γράψουν, είτε πρόκειται για έκθεση πάνω στα "κακά του καταναλωτισμού", είτε για επιστολή διαμαρτυρίας, είτε προορίζεται για αίτηση για έκδοση ταυτότητας, έχει ψευδοτυχαία ή συνειρμική δομή και κοσμείται με ρητορικές φιοριτούρες Έκθεσης Ιδεών, αυτές τις στομφώδεις και πομπώδεις συναισθηματικούρες κι ελληνικούρες που απηχούν προκάτ στρεβλές ιδέες -- ό,τι αντικατέστησε τις παραδοσιακές καθαρευουσιάνικες ελληνικούρες, δηλαδή...
Στο κεφάλι των παιδιών και των έρμων, κακοπληρωμένων κι ακατάρτιστων καθηγητών πάντα, αντικαθιστώντας τα Νέα με πιο πολλά Αρχαία χτίζεται μια κοινωνία περιορισμένου γραμματισμού. Τουλάχιστον θα πρόκειται για μια κοινωνία περήφανη και αγέρωχη, που ίσως θα θυμάται το δείνα εξωτικό απαρέμφατο στην ιστορία του Δάμωνα και του Φιντία καθώς και πώς χρεμέτιζε ο Έλλην Βουκεφάλας / Βουκέφαλος στα αρχαία...
Θα μου πείτε, ε, με τόσα αρχαία θα πλούτισε τουλάχιστον το λεξιλόγιο των παιδιών. Όχι. Το λεξιλόγιο δεν είναι εξαρτήματα και ανταλλακτικά κινητού, να τα επιλέγεις και να τα κοτσάρεις όπως θες και καθάρισες. Θυμάστε τα δύο ομηρικά μου ποστάκια (αυτό κι αυτό); Αυτό ακριβώς είχανε σκοπό να παραδειγματίσουν, πως τις λέξεις δεν μπορείς, άιντε, έτσι να τις ενσωματώνεις στον γραπτό ή στον προφορικό σου λόγο γιατί σου αρέσουν, γιατί είναι όμορφες ή ακριβείς...
Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2006
Συναισθηματισμοί, βραδιάτικα
Εύγε. Από αυτό το ποστ με ταρακούνησε και το παρακάτω απόσπασμα:
Είναι αλήθεια πως εμείς εδώ στα trendy blogs δεν ασχολούμαστε με ζητήματα λαϊκής καθημερινότητας, απορροφημένοι καθώς είμαστε να ομφαλοσκοπούμε μετ’ ευτελείας και να μεριμνούμε περί διεθνών προβλημάτων που είναι και πιο γκλομπάλ.
Αυτό επίσης με άγγιξε:
Υπέρ της αξιοπρέπειας αυτού του λαού.
Λίγοι καταλαβαίνουν τελικά ότι φωνάζουμε και σκούζουμε και (όταν δεν μας πιάνει απελπισία) καταφέρνουμε να υψώνουμε νηφάλιες φωνές απέναντι σε φωνασκίες και ανορθολογικά μουγκανίσματα, ότι αντιτείνουμε επιχειρήματα απέναντι σε θεωρίες συνωμοσίας και ποικίλες μωροβεβαιότητες όχι γιατί είμαστε μπλαζέ σνομπ εστέτ απάτριδες αλλά γιατί τον αγαπάμε αυτόν τον βρωμότοπο, αυτή την κωλοπατρίδα. Την αγαπάμε και την πονάμε όχι αφηρημένα κι αφ' υψηλού: την αγαπάμε και την πονάμε και δε θέλουμε να είναι Πρυτανείο του ψέματος, αδυσώπητη τοπική υπερδύναμη και τυραννικός μηχανισμός που διαιωνίζει τη φτώχεια, την αδικία, την εκμετάλλευση.
Αγαπάμε και πονάμε και το λαό της και τους μουσαφιραίους της. Όχι γιατί είμαστε 'Έλληνες' κι' Ορθόδοξοι' και 'Ρωμιοί Βυζαντινοί', αλλά γιατί είμαστε άνθρωποι, και οι άνθρωποι αγαπούνε την ομάδα, το κλαν, τη φυλή, την πατρίδα τους. Οι δε Άνθρωποι αν όχι 'αγαπούν', τουλάχιστον πονάνε τους άλλους ανθρώπους.
Όπως είπε και ο Κονδύλης, τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν τους ανθρώπους, όχι τους 'Έλληνες', τους 'Ευρωπαίους' ή τους 'προοδευτικά και ελευθέρια ζώντες'.
Συγγνώμη για την εντελή έλλειψη ειρμού. Μια παρένθεση είναι. Αλλά μιλάω πολύ με παρενθέσεις...
Είναι αλήθεια πως εμείς εδώ στα trendy blogs δεν ασχολούμαστε με ζητήματα λαϊκής καθημερινότητας, απορροφημένοι καθώς είμαστε να ομφαλοσκοπούμε μετ’ ευτελείας και να μεριμνούμε περί διεθνών προβλημάτων που είναι και πιο γκλομπάλ.
Αυτό επίσης με άγγιξε:
Υπέρ της αξιοπρέπειας αυτού του λαού.
Λίγοι καταλαβαίνουν τελικά ότι φωνάζουμε και σκούζουμε και (όταν δεν μας πιάνει απελπισία) καταφέρνουμε να υψώνουμε νηφάλιες φωνές απέναντι σε φωνασκίες και ανορθολογικά μουγκανίσματα, ότι αντιτείνουμε επιχειρήματα απέναντι σε θεωρίες συνωμοσίας και ποικίλες μωροβεβαιότητες όχι γιατί είμαστε μπλαζέ σνομπ εστέτ απάτριδες αλλά γιατί τον αγαπάμε αυτόν τον βρωμότοπο, αυτή την κωλοπατρίδα. Την αγαπάμε και την πονάμε όχι αφηρημένα κι αφ' υψηλού: την αγαπάμε και την πονάμε και δε θέλουμε να είναι Πρυτανείο του ψέματος, αδυσώπητη τοπική υπερδύναμη και τυραννικός μηχανισμός που διαιωνίζει τη φτώχεια, την αδικία, την εκμετάλλευση.
Αγαπάμε και πονάμε και το λαό της και τους μουσαφιραίους της. Όχι γιατί είμαστε 'Έλληνες' κι' Ορθόδοξοι' και 'Ρωμιοί Βυζαντινοί', αλλά γιατί είμαστε άνθρωποι, και οι άνθρωποι αγαπούνε την ομάδα, το κλαν, τη φυλή, την πατρίδα τους. Οι δε Άνθρωποι αν όχι 'αγαπούν', τουλάχιστον πονάνε τους άλλους ανθρώπους.
Όπως είπε και ο Κονδύλης, τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν τους ανθρώπους, όχι τους 'Έλληνες', τους 'Ευρωπαίους' ή τους 'προοδευτικά και ελευθέρια ζώντες'.
Συγγνώμη για την εντελή έλλειψη ειρμού. Μια παρένθεση είναι. Αλλά μιλάω πολύ με παρενθέσεις...
Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2006
Αληθολογίες
Αφορμή για αυτό που θα διαβάσετε στάθηκε ένα ποστ του J95 που σχολιάζει ένα τρίτο ποστ. Αυτό το τρίτο ποστ, αναδημοσίευση από το περιοδικό Λουκούμι, δίνει 42 εναλλακτικές ετυμολογίες ελληνικών λέξεων, παραθέτοντας σε κάθε περίπτωση την ετυμολογία προς αναίρεση που δίνει το λεξικό Μπαμπινιώτη.
Κατ' αρχήν να επισημάνω πως δεν θα μπω στην ουσία, δηλαδή ποιες ετυμολογήσεις του Μπαμπινιώτη είναι ορθές και ποιες είναι εσφαλμένες. Ενδεχομένως κάποιες από τις 42 σταχυολογημένες ετυμολογήσεις να είναι λάθος και κάποιες από εκείνες που προτείνει ο Ε. Κριτσίνης να είναι ορθές. Προτού προχωρήσω όμως να επισημάνω πως οι πηγές που συμβουλεύτηκε ο κύριος Κριτσίνης (λ.χ. Λεξικό - Εγκ. Ήλιος του Ι.Πασσά, Λεξικό Σταματάκου, Εγκ. Μπριτάνικα, κτλ.) δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Αυτό γιατί κάποιες από αυτές είναι ξεκάθαρα αναξιόπιστες, λ.χ. ο Ήλιος του Πασσά (μα πού το θυμήθηκαν;) και απλώς αναπαράγουν παρετυμολογήσεις των αρχαίων και των βυζαντινών λογίων, ενώ οι άλλες πηγές είναι δευτερογενούς χαρακτήρα. Αυτό είναι κακό; Όχι βεβαίως, συνήθως. Εδώ όμως καταβάλλεται προσπάθεια να αναιρεθούν κάποιες από τις ετυμολογήσεις ενός καταξιωμένου μελετητή της ετυμολογίας. Φρονώ λοιπόν ότι αυτή η προσπάθεια απαιτεί τουλάχιστον κάποιου είδους πρωτότυπη έρευνα επί του θέματος κι όχι ξεπατίκωμα (όπως διαπιστώνω πως έχει γίνει αρκετές από τις 42 φορές) των αθεμελίωτων εικασιών του Σούδα / Σουίδα λόγου χάρη.
Για παράδειγμα, άμα θέλω να προτείνω μια νέα θεραπεία για την υπέρταση, με σκοπό να επικρίνω τη σήμερα κρατούσα φαρμακευτική μέθοδο, δεν πρόκειται να παραθέσω από το σάιτ ενός αρχαιοδίφη που αποθησαυρίζει τις αφαιμακτικές μεθόδους του Ιπποκράτη και του Γαληνού.
Συνεχίζω. Ας πούμε πως ο κύριος Κριτσίνης επιθυμεί να προτείνει πως οι 42 ετυμολογίες του (από όπου και αν προέρχονται) είναι οι ορθές. Ενδεχομένως να έχει να συμβάλει και το εξής στην ελληνική ετυμολογία: ότι οι ευφάνταστες παρετυμολογήσεις είναι πολλάκις / ενίοτε εγκυρότερες των επιστημονικότερα βασανισμένων. Τι έπρεπε να πράξει; Να υποβάλει τη λίστα-μελέτη του στο συριανό περιοδικό Λουκούμι; Αν και το Λουκούμι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πολιτιστικό περιοδικό, μιλάω εκ πείρας, η ενδεδειγμένη οδός θα ήταν να υποβάλει τη λίστα-μελέτη του σε ένα εξειδικευμένο περιοδικό με συντακτική επιτροπή αποτελούμενη από φιλολόγους (και ιστορικούς γλωσσολόγους). Όχι μόνο θα λάμβανε εμπεριστατωμένα και έγκυρα σχόλια από αρμόδιους (αυτή είναι η διαδικασία του "peer reviewing" -- για τους αμερικανοτραφείς κομπιουτερόπαιδες), αλλά θα προσέδιδε και κύρος στην εργασία του, αφού θα κρινόταν και θα διαβαζόταν από επαΐοντες. Μην ξεχνάτε πως οι κριτές σε εξειδικευμένα 'επιστημονικά' έντυπα υποχρεούνται να δώσουνε το "οκέι" όχι εάν συμφωνούνε παρά, απλώς, εάν το υποβληθέν άρθρο πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές τεκμηρίωσης, ύφους, ευπρέπειας κ.ο.κ.
Γιατί λοιπόν στο Λουκούμι και όχι στο Journal of Greek Linguistics ή στην Επετηρίδα κάποιας Φιλοσοφικής Σχολής ή στο Transactions of the Philological Society; Για μένα η απάντηση είναι απλή όσο και οδυνηρή: όπως κανένας από τους βιβλικούς (ή μήπως "γραφικούς") 'δημιουργιστές' δε θα έδινε άρθρο του όπου ισχυρίζεται πως ο κόσμος είναι 6000 ετών με βάση τα απολιθώματα προς δημοσίευση στο Nature, έτσι κι ο κάθε ιδεόληπτος ερασιτέχνης δεν πρόκειται να αφήσει "ινδοευρωπαϊστές" να κρίνουν αυτόν και το ελληνοκεντρικό έργο του. Συχνά, εξισώνουν ανερυθρίαστα τους "συναδέρφους" τους με φραξιονιστές που καταπνίγουν όλες τις αντάρτικες φωνές, όπως τη δική τους, φωνές που θέλουν να κομίσουν την ασυνάρτητη γλαύκα της Γενέσεως και του Etymologicum Magnum στην Αθήνα των βιολογικών και γλωσσικών σπουδών...
Στις παρυφές της επιστήμης και της σοβαρότητας κινούνται και οι δημιουργιστές και οι ελληνεπέλληνες (σχηματίστηκε κατά το 'λεπτεπίλεπτος' και το 'φαυλεπίφαυλος') που καταφεύγουν σε αναρμόδια έντυπα ή σε μπροσούρες μαζικού σκοτισμού. Ταυτόχρονα διεκδικούν να εκπροσωπούν αυτοί, χωρίς αιδώ ("δεν έχω καμία πρόθεση να κρίνω οποιονδήποτε έχει αντίθετη θέση"), χωρίς στοιχεία (η λέξη θηρίον από το "επί θηρίου βαίνω"; όπως η Πόρνη της Βαβυλώνος;), χωρίς επιχειρήματα (γιατί αήρ από το άημι κι όχι από το αείρω;), χωρίς κατάρτιση ("δεν πιστοποιούν την ύπαρξη Ινδοευρωπαϊκής φυλής και κατ’ επέκτασιν Ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού"· υπάρχει αμερικανική φυλή; υπάρχει αμερικανικός πολιτισμός; υπάρχει αμερικανική γλώσσα;) τους κλάδους της (αν)εξελικτικής βιολογίας και της ετυμολογίας, δυσφημώντας τες.
Κάθε λαός και ο σκοταδισμός του, τελικά: οι αμερικανοί με τον δημιουργισμό τους, εμείς με τους ελληνεπέλληνες. Ή μήπως ελληνεφέλληνες;
Ρίχνω τώρα το μπαλάκι στους ομότιμους, ερίτιμους και εν γένει ακαδημαϊκούς στο περιγλώσσιο να κάνουν τη νεκροτομή και αυτοψία. Τουλάχιστον των ετυμολογιών των μεζέ, φρόνησις, θρησκεία, Ιεροσόλυμα, θρίαμβος, ωκεανός, κανακάρης...
Κατ' αρχήν να επισημάνω πως δεν θα μπω στην ουσία, δηλαδή ποιες ετυμολογήσεις του Μπαμπινιώτη είναι ορθές και ποιες είναι εσφαλμένες. Ενδεχομένως κάποιες από τις 42 σταχυολογημένες ετυμολογήσεις να είναι λάθος και κάποιες από εκείνες που προτείνει ο Ε. Κριτσίνης να είναι ορθές. Προτού προχωρήσω όμως να επισημάνω πως οι πηγές που συμβουλεύτηκε ο κύριος Κριτσίνης (λ.χ. Λεξικό - Εγκ. Ήλιος του Ι.Πασσά, Λεξικό Σταματάκου, Εγκ. Μπριτάνικα, κτλ.) δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Αυτό γιατί κάποιες από αυτές είναι ξεκάθαρα αναξιόπιστες, λ.χ. ο Ήλιος του Πασσά (μα πού το θυμήθηκαν;) και απλώς αναπαράγουν παρετυμολογήσεις των αρχαίων και των βυζαντινών λογίων, ενώ οι άλλες πηγές είναι δευτερογενούς χαρακτήρα. Αυτό είναι κακό; Όχι βεβαίως, συνήθως. Εδώ όμως καταβάλλεται προσπάθεια να αναιρεθούν κάποιες από τις ετυμολογήσεις ενός καταξιωμένου μελετητή της ετυμολογίας. Φρονώ λοιπόν ότι αυτή η προσπάθεια απαιτεί τουλάχιστον κάποιου είδους πρωτότυπη έρευνα επί του θέματος κι όχι ξεπατίκωμα (όπως διαπιστώνω πως έχει γίνει αρκετές από τις 42 φορές) των αθεμελίωτων εικασιών του Σούδα / Σουίδα λόγου χάρη.
Για παράδειγμα, άμα θέλω να προτείνω μια νέα θεραπεία για την υπέρταση, με σκοπό να επικρίνω τη σήμερα κρατούσα φαρμακευτική μέθοδο, δεν πρόκειται να παραθέσω από το σάιτ ενός αρχαιοδίφη που αποθησαυρίζει τις αφαιμακτικές μεθόδους του Ιπποκράτη και του Γαληνού.
Συνεχίζω. Ας πούμε πως ο κύριος Κριτσίνης επιθυμεί να προτείνει πως οι 42 ετυμολογίες του (από όπου και αν προέρχονται) είναι οι ορθές. Ενδεχομένως να έχει να συμβάλει και το εξής στην ελληνική ετυμολογία: ότι οι ευφάνταστες παρετυμολογήσεις είναι πολλάκις / ενίοτε εγκυρότερες των επιστημονικότερα βασανισμένων. Τι έπρεπε να πράξει; Να υποβάλει τη λίστα-μελέτη του στο συριανό περιοδικό Λουκούμι; Αν και το Λουκούμι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πολιτιστικό περιοδικό, μιλάω εκ πείρας, η ενδεδειγμένη οδός θα ήταν να υποβάλει τη λίστα-μελέτη του σε ένα εξειδικευμένο περιοδικό με συντακτική επιτροπή αποτελούμενη από φιλολόγους (και ιστορικούς γλωσσολόγους). Όχι μόνο θα λάμβανε εμπεριστατωμένα και έγκυρα σχόλια από αρμόδιους (αυτή είναι η διαδικασία του "peer reviewing" -- για τους αμερικανοτραφείς κομπιουτερόπαιδες), αλλά θα προσέδιδε και κύρος στην εργασία του, αφού θα κρινόταν και θα διαβαζόταν από επαΐοντες. Μην ξεχνάτε πως οι κριτές σε εξειδικευμένα 'επιστημονικά' έντυπα υποχρεούνται να δώσουνε το "οκέι" όχι εάν συμφωνούνε παρά, απλώς, εάν το υποβληθέν άρθρο πληροί συγκεκριμένες προδιαγραφές τεκμηρίωσης, ύφους, ευπρέπειας κ.ο.κ.
Γιατί λοιπόν στο Λουκούμι και όχι στο Journal of Greek Linguistics ή στην Επετηρίδα κάποιας Φιλοσοφικής Σχολής ή στο Transactions of the Philological Society; Για μένα η απάντηση είναι απλή όσο και οδυνηρή: όπως κανένας από τους βιβλικούς (ή μήπως "γραφικούς") 'δημιουργιστές' δε θα έδινε άρθρο του όπου ισχυρίζεται πως ο κόσμος είναι 6000 ετών με βάση τα απολιθώματα προς δημοσίευση στο Nature, έτσι κι ο κάθε ιδεόληπτος ερασιτέχνης δεν πρόκειται να αφήσει "ινδοευρωπαϊστές" να κρίνουν αυτόν και το ελληνοκεντρικό έργο του. Συχνά, εξισώνουν ανερυθρίαστα τους "συναδέρφους" τους με φραξιονιστές που καταπνίγουν όλες τις αντάρτικες φωνές, όπως τη δική τους, φωνές που θέλουν να κομίσουν την ασυνάρτητη γλαύκα της Γενέσεως και του Etymologicum Magnum στην Αθήνα των βιολογικών και γλωσσικών σπουδών...
Στις παρυφές της επιστήμης και της σοβαρότητας κινούνται και οι δημιουργιστές και οι ελληνεπέλληνες (σχηματίστηκε κατά το 'λεπτεπίλεπτος' και το 'φαυλεπίφαυλος') που καταφεύγουν σε αναρμόδια έντυπα ή σε μπροσούρες μαζικού σκοτισμού. Ταυτόχρονα διεκδικούν να εκπροσωπούν αυτοί, χωρίς αιδώ ("δεν έχω καμία πρόθεση να κρίνω οποιονδήποτε έχει αντίθετη θέση"), χωρίς στοιχεία (η λέξη θηρίον από το "επί θηρίου βαίνω"; όπως η Πόρνη της Βαβυλώνος;), χωρίς επιχειρήματα (γιατί αήρ από το άημι κι όχι από το αείρω;), χωρίς κατάρτιση ("δεν πιστοποιούν την ύπαρξη Ινδοευρωπαϊκής φυλής και κατ’ επέκτασιν Ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού"· υπάρχει αμερικανική φυλή; υπάρχει αμερικανικός πολιτισμός; υπάρχει αμερικανική γλώσσα;) τους κλάδους της (αν)εξελικτικής βιολογίας και της ετυμολογίας, δυσφημώντας τες.
Κάθε λαός και ο σκοταδισμός του, τελικά: οι αμερικανοί με τον δημιουργισμό τους, εμείς με τους ελληνεπέλληνες. Ή μήπως ελληνεφέλληνες;
Ρίχνω τώρα το μπαλάκι στους ομότιμους, ερίτιμους και εν γένει ακαδημαϊκούς στο περιγλώσσιο να κάνουν τη νεκροτομή και αυτοψία. Τουλάχιστον των ετυμολογιών των μεζέ, φρόνησις, θρησκεία, Ιεροσόλυμα, θρίαμβος, ωκεανός, κανακάρης...
Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2006
Εύστοχα κι αυτονόητα...
...όσα διαπιστώνει η sikia αφού ξαναβαφτίστηκε στα νάματα της ελληνικής τηλεόρασης, εκεί στα μαύρα ξένα (μια χαρά είναι τα μαύρα ξένα, πού να δείτε τα φωτερά πάτρια χώματα).
Μάλιστα, όχι να το παινευτώ, αλλά με είχε βάλει σε αντίστοιχες σκέψεις ένα ρεπορτάζ που είχα δει τον Αύγουστο: οι περίοικοι διαμαρτύρονταν, λέει, πως τα δέντρα που είχανε φυτευτεί για τους Ολυμπιακούς κατά μήκος της Λεωφόρου Μαραθώνος μαραίνονταν απότιστα. Αναρωτήθηκα τότε τι εμπόδιζε ένα, λόγου χάρη, φιλότιμο 5% ανάμεσα σε αυτούς τους περιοίκους να αναλάβουν οι ίδιοι (οργανωμένα ή μη) να ποτίζουνε τα δέντρα που τόσο πονάνε, με μάνικες, ποτιστήρια και -- όπου αναγκαίο -- και κανα βυτιοφόρο.
Αλλά ξέρετε, δίπλα στο κλισεδάκι "πού είναι το κράτος", έχουμε πρόχειρο πάντα το "δεν είμαστε λαός". Και γλείφουμε πότε το ένα και πότε το άλλο, σαν τη βλαμμένη τη γάτα που γλείφει λίμες, κατά το αισώπειο.
Μάλιστα, όχι να το παινευτώ, αλλά με είχε βάλει σε αντίστοιχες σκέψεις ένα ρεπορτάζ που είχα δει τον Αύγουστο: οι περίοικοι διαμαρτύρονταν, λέει, πως τα δέντρα που είχανε φυτευτεί για τους Ολυμπιακούς κατά μήκος της Λεωφόρου Μαραθώνος μαραίνονταν απότιστα. Αναρωτήθηκα τότε τι εμπόδιζε ένα, λόγου χάρη, φιλότιμο 5% ανάμεσα σε αυτούς τους περιοίκους να αναλάβουν οι ίδιοι (οργανωμένα ή μη) να ποτίζουνε τα δέντρα που τόσο πονάνε, με μάνικες, ποτιστήρια και -- όπου αναγκαίο -- και κανα βυτιοφόρο.
Αλλά ξέρετε, δίπλα στο κλισεδάκι "πού είναι το κράτος", έχουμε πρόχειρο πάντα το "δεν είμαστε λαός". Και γλείφουμε πότε το ένα και πότε το άλλο, σαν τη βλαμμένη τη γάτα που γλείφει λίμες, κατά το αισώπειο.
Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2006
Σπουδή στο πορφυρό
Ο πολύ ενδιαφέρων (και πολλές φορές απολαυστικός) Κύπριος μπλογκάς Φιρφιρής -- ο οποίος, σημειωτέον, σερβίρει και πατσά -- αναρωτιέται σε δύο ποστ του τι έχει πάθει ο κόσμος και δε θέλει σχέσεις καθώς και τι έγινε και εξαφανίστηκε ο έρωτας (και η ποίηση) από τις σχέσεις. Δεν ξέρω εάν συμφωνώ με αυτά του τα συμπεράσματα -- μάλλον διαφωνώ -- αν και είμαι πολύ χαρούμενος που έγιναν αφορμή να δούμε φωτογραφίες του Μαγιακόφσκι και να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το “στων σπονδύλων το φλάουτο” του ποιητή.
Δεν ξέρω εάν συμφωνώ πως χάθηκαν οι σχέσεις και ότι χάθηκε κι ο έρωτας -- άρα και η ποίησή (του). Όμως αυτά τα δύο ποστάκια με έβαλαν σε σκέψεις. Γιατί υπάρχει, βεβαίως, βάση για αυτά που συμπεραίνει ο Φιρφιρής. Τι γίνεται, άραγε;
Νομίζω πως τίποτα δε χάθηκε. Λέω "νομίζω", δεν είμαστε εδώ για να καταθέτουμε βεβαιότητες και αδιαμφισβήτητες 'πραγματικότητες'. Νομίζω πως τίποτε δε χάθηκε, λοιπόν. Απλώς πως επήλθε ο (για αιώνες πολυπόθητος για πολλούς ) διαχωρισμός έρωτα, σεξ και σχέσης / γάμου. Κοινώς, μπορούμε πια να έχουμε μόνον ένα ή δύο από τα παραπάνω· νοείται λ.χ. έρωτας χωρίς σχέση / γάμο (αλλά έτσι δεν ήτανε πολλές φορές ήδη και από τον καιρό των τροβαδούρων;), νοείται λ.χ. σεξ χωρίς έρωτα και σεξ χωρίς σχέση / γάμο (ευτυχώς, αρκετή αποξένωση υπάρχει στον κόσμο), νοείται και έρωτας χωρίς σεξ (μα κι αυτό είναι παλιό, δεν το ποθούσαν διακαώς 'nos ancêtres les byzantins';), νοείται και σχέση χωρίς έρωτα και χωρίς (σπουδαίο) σεξ. Τέλος, ένα από τα δώρα του 20ου αιώνα στην ανθρωπότητα, νοείται έρωτας και σεξ χωρίς σχέση / γάμο. Εν ολίγοις, όλοι οι συνδυασμοί παίζουν πια.
Άρα τι; Όλα ρόδινα; Όχι φυσικά. Υπάρχουν δύο ακόμα παράγοντες: πρώτον, η σχέση / γάμος δεν αποτελεί πια αυτοσκοπό, ένα θέσμιο που πρέπει να διαφυλαχτεί με κάθε μέσο -- ιδίως αν η εναλλακτική λύση (έρωτας και) καλύτερο σεξ την παραφυλάει στη γωνία. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως οι άνθρωποι έχουνε γίνει πολύ πιο ειλικρινείς σχετικά με το τι θέλουν και το τι έχουν μπουχτίσει -- παραμένουν ωστόσο πάντοτε άνθρωποι: πληγώνονται, τραυματίζονται και γδέρνεται η καρδούλα τους εξίσου εύκολα με τον καιρό των τροφοσυλλεκτών προγόνων μας και έκτοτε...
Ο δεύτερος παράγοντας; Ως άνθρωποι είμαστε μαξιμαλιστές: θέλουμε το καλό σεξ να προοιωνίζει, να εξυπακούει ή να συγκεφαλαιώνει έρωτα Νερούδα-Μαγιακόφσκι-Πρεβέρ-Ελυάρ. Θέλουμε ο έρωτας να εξασφαλίζει μια άρτια συντροφική και μακροχρόνια σχέση. Θέλουμε μια μακροχρόνια και σταθερή, και τρυφερή κιόλας -- ίσως, σχέση να είναι κεντημένη από σεξ που ανέρχεται από δυνάμεως εις δύναμιν, από το καλό στο καλύτερο. Τα θέλουμε όλα. Γιατί παραμένουμε πάντοτε άνθρωποι. Εάν μάλιστα είμαστε και (μετά Καλβίνον) χριστιανοί, έχουμε και την εξής επιπλέον απαίτηση: θέλουμε το σεξ να συγκεφαλαιώνει και να αντανακλά τη ζέση του έρωτα, που θα τροφοδοτεί έναν άρτιο και συντροφικό γάμο, ο οποίος θα μας πάει στον Παράδεισο εντέλει.
Είμαστε δεν είμαστε χριστιανοί, τα θέλουμε όλα μαζί, θέλουμε το Απόλυτο· δε θέλουμε να είμαστε πρακτικοί (άρα 'μίζεροι'): "από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου". Γι' αυτό και αγωνιούμε, απογοητευόμαστε και αποκαρδιωνόμαστε: γιατί το σεξ ξεφτίζει, ο έρωτας μεταλλάσσεται ή σβήνει, τη σχέση την κόβει ο πάντα απρόβλεπτος βίος και ο πάντα ενοχλητικός θάνατος. Συν του ότι ο έρωτας Νερούδα-Μαγιακόφσκι-Πρεβέρ-Ελυάρ είναι λαχείο και όχι αυτόματο πολιτικό δικαίωμα, όπως η ψήφος. Χώρια και το ότι το σεξ (ας λένε ό,τι θέλουν όσοι δεν ξέρουν) είναι ταλέντο είναι και μαθητεία είναι και λαχείο -- όπως, ας πούμε, το τραγούδι: καλό και άγιο το ταλέντο, αλλά απαραίτητη και η μαθητεία, άσε που είναι και λαχείο τι θα σε βάλουν να τραγουδήσεις, με ποιον και πού...
Όπως, ας πούμε, η ποίηση. Και μια και λέγαμε για ποίηση, κάποτε ερωτεύτηκα έτσι:
῝Εν μὲν ἔαρ ἐν ὥραις, εἷς δ' ἥλιος ἐν ἀστράσιν, εἷς δὲ
περιέχων ἅπαντα οὐρανός, μία δὲ φωνὴ κατὰ πάντων ἡ σή
Δεν ξέρω εάν συμφωνώ πως χάθηκαν οι σχέσεις και ότι χάθηκε κι ο έρωτας -- άρα και η ποίησή (του). Όμως αυτά τα δύο ποστάκια με έβαλαν σε σκέψεις. Γιατί υπάρχει, βεβαίως, βάση για αυτά που συμπεραίνει ο Φιρφιρής. Τι γίνεται, άραγε;
Νομίζω πως τίποτα δε χάθηκε. Λέω "νομίζω", δεν είμαστε εδώ για να καταθέτουμε βεβαιότητες και αδιαμφισβήτητες 'πραγματικότητες'. Νομίζω πως τίποτε δε χάθηκε, λοιπόν. Απλώς πως επήλθε ο (για αιώνες πολυπόθητος για πολλούς ) διαχωρισμός έρωτα, σεξ και σχέσης / γάμου. Κοινώς, μπορούμε πια να έχουμε μόνον ένα ή δύο από τα παραπάνω· νοείται λ.χ. έρωτας χωρίς σχέση / γάμο (αλλά έτσι δεν ήτανε πολλές φορές ήδη και από τον καιρό των τροβαδούρων;), νοείται λ.χ. σεξ χωρίς έρωτα και σεξ χωρίς σχέση / γάμο (ευτυχώς, αρκετή αποξένωση υπάρχει στον κόσμο), νοείται και έρωτας χωρίς σεξ (μα κι αυτό είναι παλιό, δεν το ποθούσαν διακαώς 'nos ancêtres les byzantins';), νοείται και σχέση χωρίς έρωτα και χωρίς (σπουδαίο) σεξ. Τέλος, ένα από τα δώρα του 20ου αιώνα στην ανθρωπότητα, νοείται έρωτας και σεξ χωρίς σχέση / γάμο. Εν ολίγοις, όλοι οι συνδυασμοί παίζουν πια.
Άρα τι; Όλα ρόδινα; Όχι φυσικά. Υπάρχουν δύο ακόμα παράγοντες: πρώτον, η σχέση / γάμος δεν αποτελεί πια αυτοσκοπό, ένα θέσμιο που πρέπει να διαφυλαχτεί με κάθε μέσο -- ιδίως αν η εναλλακτική λύση (έρωτας και) καλύτερο σεξ την παραφυλάει στη γωνία. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως οι άνθρωποι έχουνε γίνει πολύ πιο ειλικρινείς σχετικά με το τι θέλουν και το τι έχουν μπουχτίσει -- παραμένουν ωστόσο πάντοτε άνθρωποι: πληγώνονται, τραυματίζονται και γδέρνεται η καρδούλα τους εξίσου εύκολα με τον καιρό των τροφοσυλλεκτών προγόνων μας και έκτοτε...
Ο δεύτερος παράγοντας; Ως άνθρωποι είμαστε μαξιμαλιστές: θέλουμε το καλό σεξ να προοιωνίζει, να εξυπακούει ή να συγκεφαλαιώνει έρωτα Νερούδα-Μαγιακόφσκι-Πρεβέρ-Ελυάρ. Θέλουμε ο έρωτας να εξασφαλίζει μια άρτια συντροφική και μακροχρόνια σχέση. Θέλουμε μια μακροχρόνια και σταθερή, και τρυφερή κιόλας -- ίσως, σχέση να είναι κεντημένη από σεξ που ανέρχεται από δυνάμεως εις δύναμιν, από το καλό στο καλύτερο. Τα θέλουμε όλα. Γιατί παραμένουμε πάντοτε άνθρωποι. Εάν μάλιστα είμαστε και (μετά Καλβίνον) χριστιανοί, έχουμε και την εξής επιπλέον απαίτηση: θέλουμε το σεξ να συγκεφαλαιώνει και να αντανακλά τη ζέση του έρωτα, που θα τροφοδοτεί έναν άρτιο και συντροφικό γάμο, ο οποίος θα μας πάει στον Παράδεισο εντέλει.
Είμαστε δεν είμαστε χριστιανοί, τα θέλουμε όλα μαζί, θέλουμε το Απόλυτο· δε θέλουμε να είμαστε πρακτικοί (άρα 'μίζεροι'): "από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου". Γι' αυτό και αγωνιούμε, απογοητευόμαστε και αποκαρδιωνόμαστε: γιατί το σεξ ξεφτίζει, ο έρωτας μεταλλάσσεται ή σβήνει, τη σχέση την κόβει ο πάντα απρόβλεπτος βίος και ο πάντα ενοχλητικός θάνατος. Συν του ότι ο έρωτας Νερούδα-Μαγιακόφσκι-Πρεβέρ-Ελυάρ είναι λαχείο και όχι αυτόματο πολιτικό δικαίωμα, όπως η ψήφος. Χώρια και το ότι το σεξ (ας λένε ό,τι θέλουν όσοι δεν ξέρουν) είναι ταλέντο είναι και μαθητεία είναι και λαχείο -- όπως, ας πούμε, το τραγούδι: καλό και άγιο το ταλέντο, αλλά απαραίτητη και η μαθητεία, άσε που είναι και λαχείο τι θα σε βάλουν να τραγουδήσεις, με ποιον και πού...
Όπως, ας πούμε, η ποίηση. Και μια και λέγαμε για ποίηση, κάποτε ερωτεύτηκα έτσι:
῝Εν μὲν ἔαρ ἐν ὥραις, εἷς δ' ἥλιος ἐν ἀστράσιν, εἷς δὲ
περιέχων ἅπαντα οὐρανός, μία δὲ φωνὴ κατὰ πάντων ἡ σή
(Γρηγόριος Θεολόγος)
Και κάποτε έτσι:
Le tendre et dangereux
visage de l'amour
m'est apparu un soir
après un trop long jour
C'était peut-être un archer
avec son arc
ou bien un musicien
avec sa harpe
Je ne sais plus
Je ne sais rien
Tout ce que je sais
c'est qu'il m'a blessée
peut-être avec une flèche
peut-être avec une chanson
Tout ce que je sais
c'est qu'il m'a blessée
blessée au coeur
et pour toujours
Brûlante trop brûlante
blessure de l'amour.
(Jacques Prévert)
Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2006
Η μνήμη και η διαχείρισή της
Σας παραπέμπω σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, δυστυχώς στα αγγλικά. Το ίδιο το θέμα είναι ελλιπώς ερευνημένο αλλά εξαιρετικά μεγάλης σημασίας, ενώ οι συγγραφείς το μελετούν χωρίς φωνασκίες αλλά, μου φαίνεται, πολύ διεισδυτικά, διακριτικά και ακριβοδίκαια. Να συμπληρώσω εν παρόδω πως είναι γνωστή η ιδιαίτερη έφεση του ελληνικού λαού στο άθλημα της επιλεκτικής μνήμης και της επιβολής της, πάντως.
Το άρθρο από εδώ.
Επίμετρο, 11 Σεπτεμβρίου
Δε φαίνεται δυστυχώς να ξανανεβαίνει το πλήρες κείμενο του άρθρου για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της Σαλονίκης στο συγκεκριμένο μπλογκ. Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες για την ταλαιπωρία.
Επίμετρο ΙΙ, 12 Ιανουαρίου 2007
Τελικά το άρθρο ξανανεβαίνει σε δόσεις εδώ.
Το άρθρο από εδώ.
Επίμετρο, 11 Σεπτεμβρίου
Δε φαίνεται δυστυχώς να ξανανεβαίνει το πλήρες κείμενο του άρθρου για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της Σαλονίκης στο συγκεκριμένο μπλογκ. Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες για την ταλαιπωρία.
Επίμετρο ΙΙ, 12 Ιανουαρίου 2007
Τελικά το άρθρο ξανανεβαίνει σε δόσεις εδώ.
Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2006
Όχι πισωγυρίσματα και άλλες σκόρπιες σκέψεις

Άλλο θέμα, λοιπόν:
Και κατέβαινα κάτι σκαλιά με τη συμβία: βουκαμβίλιες και ερείπια με μπάζα, νεοκλασσικά και σκουπίδια παντού, χαμόγελα και αβασάνιστα συνθήματα στους ωραίους τοίχους.
"Αυτός ο τόπος παρακμάζει, παρακμάζει ρε γαμώ το." βρυχήθηκα.
"Όχι, απλώς έχει μείνει στάσιμος."
Μετά το ξανασυζήτησα με τον Rakasha.
"Όπως έλεγα και στη συμβία, αυτός ο τόπος παρακμάζει, ρε γαμώ το."
"Μη γίνεσαι δεξιός."
"Τι βρίζεις, ρε;"
Και ο Rakasha μου είπε για τη νέα αμερικανική μεσαία τάξη, που την έφτιαξαν οι Δημοκρατικοί μια χαρά μέσα στον 20ο αιώνα και μετά η μεσαία τάξη αντιλήφθηκε πως ούτε οι Δημοκρατικοί, ούτε καμμιά άλλη δύναμη που θα πήγαινε τη χώρα (πιο) μπροστά εξυπηρετούσε πια τα συμφεροντά της. Έτσι, ψηφίζουν ρεπουμπλικάνους.
"Αυτό ακριβώς έχει πάθει αυτή η χώρα: την έφτασε η ελίτ της εκεί που ήθελε να τη φτάσει και τώρα δεν την κουνάει -- ούτε τη χώρα ούτε την κινητήρια ελίτ -- κανένας. Ούτε μπροστά, ούτε αριστερά, ούτε λοξά, ούτε προς τα πάνω." Η ελληνική κοινωνία έχει φτάσει στο (αριστοτελικό) τέλος της, έχει εκπληρώσει την εντελέχειά της. Λ.χ., "όλοι" έχουν πια κρέας να φάνε (θυμάστε το μνημειώδες σύνθημα του '81 "να 'ρθει ο Αντρέας, να φάει ο κόσμος κρέας"; έτσι) και μόνον οι φτωχοί πεινάνε. Αλλά ποιος <τιρουρίρου> τους φτωχούς;
Εν πάση περιπτώσει, έκανα λάθος: η Ελλάδα δεν παρακμάζει. Απλώς κάθεται στα αυγά της.
Άσε το άλλο θεμα: τα σκουπίδια.
Ο Έλληνας, τέκνα μου αγαπητά του Αχούρα Μάζντα, πρωτότοκοι του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, συμπατριώτες της τρομερής κι αδυσώπητης "βαθυζώνου άνασσας" Ατόσσας-Λυδίας Κονιόρδου (τώρα και στη Νέα Υόρκη), δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα με τα σκουπίδια σε δημόσιους χώρους. Προτού σας πιάσουν τα 'δεν είμαστε λαός', 'σαν τους γύφτους', 'είμαστε Τρίτος Κόσμος' κι άλλα παρόμοια ανακριβή και αβασάνιστα, σκεφτείτε πως έτσι είναι κι οι Εγγλέζοι, οι Σκωτσέζοι, πολλοί Γερμανοί και Αμερικανοί των μεγάλων πόλεων καθώς και άλλοι προοδευμένοι λαοί της Εσπερίας -- πλην Ελβετών και Σκανδιναβών, οι οποίοι είναι βλαμμένοι έτσι κι αλλιώς, ε; Ναι, φτώχεια, καταπίεση και εξαθλίωση συνεπάγεται σκουπιδαριό, όμως σκουπιδαριό δε συνεπάγεται απαραίτητα φτώχεια, καταπίεση και εξαθλίωση.
Λοιπόν, ο Έλληνας δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα με τα σκουπίδια σε δημόσιους χώρους. Όμως, ο Έλληνας είναι κομπλεξικός (μην τα ξαναμαναναλύουμε) και ντρέπεται που δεν τον πειράζουν τα σκουπίδια σε δημόσιους χώρους. Από εκεί αρχίζουνε τα ευτράπελα. Η τάχα μου αποστροφή του Έλληνα απέναντι στα σκουπίδια σε δημόσιους χώρους είναι δηλαδή υποκριτική, τελικά, λίγο σαν τη συγκατάβαση των γονιών μου απέναντι στη θεία που νηστεύει όταν τους επισκέπτεται, κι έτσι μαγειρεύουνε να φάνε κι ίδιοι νηστίσιμα: "εντάξει, αφού οι ξένοι μας (η βιομηχανία του ελληνικού μέλλοντός μας) δε θέλουν σκουπίδια δημοσία (όταν βρίσκονται σε διακοπές κι όταν δεν τα κάνουν οι ίδιοι) και αφού τα σκουπίδια δημοσία μας εκθέτουν μπροστά στους ξένους μας, ε, τότε..."
Αυτά τα παραπάνω τα λέω λίγο σε στυλ lifestyle mag (αν και αυτά τα έχουνε πατήσει οι διανοούμενοι!), όμως αν έχετε παρακολουθήσει διαλέξεις ή έχετε διαβάσει κείμενα του καθηγητή πολεοδομίας στο ΕΜΠ Δ. Φιλιππίδη, λέει κάτι παρόμοιο, κατά πολύ πιο τεκμηριωμένα και πολύ πιο νηφάλια, φυσικά: στην Ελλάδα αδιαφορούμε για τους δημόσιους χώρους, δεν υπάρχει πόλη· έξω από το σπίτι μας υπάρχει το τίποτα.
Τέλος, η εικόνα που κοσμεί το παρόν ποστάκι παριστάνει τον Όνειρο (όχι τον μπλογκά, τον Μορφέα) και τον Θάνατο. Ποιος είναι ποιος; Αποτελεί επίσης συνθηματικό προς Rakasha και Κουκουζέλη, που με έβαλαν και διάβασα το Season of Mists, και μου άρεσε αρκετά (αν και ζήτω ο Alan Moore, ωρέ).
Δευτέρα 24 Ιουλίου 2006
Λιβανέζικα
Κάποιες σκέψεις που μοιράστηκα κατ' ιδίαν με τον Κουκουζέλη και μετά είπα να τις βγάλω και παραέξω.
α. Διάβασα εδώ (μέσω Λοξία) για τις εγκλωβισμένες σριλανκέζες στον Λίβανο και έφριξα. Μέχρι πριν μήνες έτσι ήταν επισήμως και στην Κύπρο: η δούλα-υποζύγιο (η οικιακή βοηθός) και η ξένη πόρνη (μπαρδόν: η 'καλλιτέχνιδα') άφηναν τα διαβάτηριά τους στα χέρια του εργοδότη, ενώ αλλαγή εργοδότη κανονικά σήμαινε απώλεια βίζας, ιδίως για τις οικιακές βοηθούς (τις άλλες κάπως τις βόλευαν). Για την Ελλάδα δεν ξέρω, το ψάχνω.
β. Σκέφτομαι τους εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες των λιβανέζικων καταυλισμών στους οποίους ο Λίβανος (ή οποιοσδήποτε άλλος) δε δίνει διαβατήρια, για να μην ξεφεύγουν κατά την εκάστοτε κατακρεούργηση. Αυτοί οι επισήμως απάτριδες δεν έχουν καμμία επιλογή, αλλά τι σημασία έχει: έτσι κι αλλιώς τους έχει όλους κερδίσει η τρομοκρατία...
γ. Η Χεζμπολλά είναι κόμμα με λαϊκά ερείσματα μέσα στο Λίβανο (έχουν 25 από τις 64 έδρες που αντιστοιχούνε στους μη-χριστιανούς) -- αν και δε θα ήμουνα πια τόοοσο γλυκός μαζί της όσο ο Τάλως: οπλισμένοι φανατικοί είναι. Ελάτε να φανταστούμε τώρα το εξής: να θύμωνε η Ελλάς με το ΒΜΡΟ επειδή απήγαγε δύο φαντάρους μας από το φυλάκιο του Νεστορίου (μέσα στο δάσος, έχει και αρκούδες) και να βομβάρδιζε τη (Δημοκρατία της) Μακεδονία(ς) ανηλεώς, με έμφαση στις υποδομές αλλά και σε κατοικημένες περιοχές, ιδίως σε αυτές όπου, λ.χ., το ΒΜΡΟ βγάζει βουλευτές. Αλλά τέτοια δε γίνονται εδώ, ε;
Τα παραπάνω είναι σκέψεις απλώς, για πιο ουσιώδη πληροφόρηση και για να σχηματίσετε γνώμη, όπως πάντοτε, άντε στον Τάλω.
α. Διάβασα εδώ (μέσω Λοξία) για τις εγκλωβισμένες σριλανκέζες στον Λίβανο και έφριξα. Μέχρι πριν μήνες έτσι ήταν επισήμως και στην Κύπρο: η δούλα-υποζύγιο (η οικιακή βοηθός) και η ξένη πόρνη (μπαρδόν: η 'καλλιτέχνιδα') άφηναν τα διαβάτηριά τους στα χέρια του εργοδότη, ενώ αλλαγή εργοδότη κανονικά σήμαινε απώλεια βίζας, ιδίως για τις οικιακές βοηθούς (τις άλλες κάπως τις βόλευαν). Για την Ελλάδα δεν ξέρω, το ψάχνω.
β. Σκέφτομαι τους εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες των λιβανέζικων καταυλισμών στους οποίους ο Λίβανος (ή οποιοσδήποτε άλλος) δε δίνει διαβατήρια, για να μην ξεφεύγουν κατά την εκάστοτε κατακρεούργηση. Αυτοί οι επισήμως απάτριδες δεν έχουν καμμία επιλογή, αλλά τι σημασία έχει: έτσι κι αλλιώς τους έχει όλους κερδίσει η τρομοκρατία...
γ. Η Χεζμπολλά είναι κόμμα με λαϊκά ερείσματα μέσα στο Λίβανο (έχουν 25 από τις 64 έδρες που αντιστοιχούνε στους μη-χριστιανούς) -- αν και δε θα ήμουνα πια τόοοσο γλυκός μαζί της όσο ο Τάλως: οπλισμένοι φανατικοί είναι. Ελάτε να φανταστούμε τώρα το εξής: να θύμωνε η Ελλάς με το ΒΜΡΟ επειδή απήγαγε δύο φαντάρους μας από το φυλάκιο του Νεστορίου (μέσα στο δάσος, έχει και αρκούδες) και να βομβάρδιζε τη (Δημοκρατία της) Μακεδονία(ς) ανηλεώς, με έμφαση στις υποδομές αλλά και σε κατοικημένες περιοχές, ιδίως σε αυτές όπου, λ.χ., το ΒΜΡΟ βγάζει βουλευτές. Αλλά τέτοια δε γίνονται εδώ, ε;
Τα παραπάνω είναι σκέψεις απλώς, για πιο ουσιώδη πληροφόρηση και για να σχηματίσετε γνώμη, όπως πάντοτε, άντε στον Τάλω.
Κυριακή 16 Ιουλίου 2006
Παίζω κι άλλο και παθαίνω
Μετά την κολοσσιαία επιτυχία (λέω να ζητήσω δουλειά στο Άρδην) του προηγούμενου ποστ, αντί να σας βάλω το Παρά Πέντε σε επανάληψη, σας δίνω κι άλλες λέξεις από την Οδύσσεια, αυτή τη φορά όχι (κυρίως) γκομενικής χρήσεως. Σας τις χαρίζω ακούγοντας το Black Betty και το The man who sold the world
μένος άσχετος
ο 'άντε γεια σας', αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται, ο μυαλοφυγόδικος
αναφανδά
η πασοκική εκδοχή του 'αναφανδόν' (κάτι σαν το 'πιθανά' δηλαδή), όμως αυτή τη χρησιμοποιεί κι ο Όμηρος
δήμιος οίκος
(το) σπίτι του λαού
άλιαι ψάμαθοι
αμμουδιές, θαλασσινές φυσικά. Επίκαιρο. Σε βαθμό που δεν είχε τίποτε άλλο να δεις στο σημερινό ΒΗΜΑγκαζίνο.
άνευ(θε) πόνου και ανίας
χωρίς κόπο και προβλήματα. 'Αβάδιστα', που λεν κι οι αγγελίες.
άπρακτος ανία
πρόβλημα ή θλίψη για το οποίο / για την οποία δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Απολύτως τίποτα.
άπαστος (κάποιου πράγματος)
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει κάτι, π.χ. "Ο Φώτης είναι άπαστος φούντας." Αυτό θα αρέσει πάρα πολύ στον Πλωρίτη και στο Γιανναρά. Φαντάζομαι, λ.χ.: "ο Χ είναι άπαστος ήθους / παιδείας" κ.ο.κ.
άττα
προσφώνηση τύπου 'ντάντυ', 'ρε θείο' ή 'μπάρμπα'. Κατάλληλο ιδίως για Κυπραίους. (Προσέξτε τι θα μου γράψετε στα σχόλια επ' αυτού, διότι είναι προφανώς προελληνική λέξη και, μάλλον συμπτωματικά, κοινότατη στις τουρκικές γλώσσες και παραπέρα. Κοινώς, μη μ' αρχίσετε με "αχ, καλέ, έτσι το λέμε στην Κάτω Κουτσούφιανη / στη Μικρή Τραχανοπλαγιά / στο Βγέθι / στον Πάνω Ζεματισμένο -- άρα είμαστε Αχαιοί!")
λάινος ουδός
κατώφλι που αστράφτει. Το πουλάω στην Άζαξ για μετοχές της Γιουβέντους, να το κάνει σλόγκαν .
τηλεδαπός
αυτός που είναι πιο μακριά κι από αλλοδαπός. Ωραία ταμπέλα για φασιστόμουτρα που ψάχνουνε να κοτσάρουν νέες ετικέτες στους ξένους. Π.χ. "τουλάχιστον ο Αλβανός από κάτω είναι αλλοδαπός -- αμ ο τηλεδαπός που μετακόμισε δίπλα τι διάολο είναι; Κινέζος;"
φαεσίμβροτος
που φέρνει φως στους θνητούς. Ίσως μια χούφτα σπάνιοι άνθρωποι, ίσως και αυτά που λένε και γράφουν και κάνουν. Ίσως, απλώς, ο ήλιος.
μένος άσχετος
ο 'άντε γεια σας', αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται, ο μυαλοφυγόδικος
αναφανδά
η πασοκική εκδοχή του 'αναφανδόν' (κάτι σαν το 'πιθανά' δηλαδή), όμως αυτή τη χρησιμοποιεί κι ο Όμηρος
δήμιος οίκος
(το) σπίτι του λαού
άλιαι ψάμαθοι
αμμουδιές, θαλασσινές φυσικά. Επίκαιρο. Σε βαθμό που δεν είχε τίποτε άλλο να δεις στο σημερινό ΒΗΜΑγκαζίνο.
άνευ(θε) πόνου και ανίας
χωρίς κόπο και προβλήματα. 'Αβάδιστα', που λεν κι οι αγγελίες.
άπρακτος ανία
πρόβλημα ή θλίψη για το οποίο / για την οποία δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Απολύτως τίποτα.
άπαστος (κάποιου πράγματος)
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει κάτι, π.χ. "Ο Φώτης είναι άπαστος φούντας." Αυτό θα αρέσει πάρα πολύ στον Πλωρίτη και στο Γιανναρά. Φαντάζομαι, λ.χ.: "ο Χ είναι άπαστος ήθους / παιδείας" κ.ο.κ.
άττα
προσφώνηση τύπου 'ντάντυ', 'ρε θείο' ή 'μπάρμπα'. Κατάλληλο ιδίως για Κυπραίους. (Προσέξτε τι θα μου γράψετε στα σχόλια επ' αυτού, διότι είναι προφανώς προελληνική λέξη και, μάλλον συμπτωματικά, κοινότατη στις τουρκικές γλώσσες και παραπέρα. Κοινώς, μη μ' αρχίσετε με "αχ, καλέ, έτσι το λέμε στην Κάτω Κουτσούφιανη / στη Μικρή Τραχανοπλαγιά / στο Βγέθι / στον Πάνω Ζεματισμένο -- άρα είμαστε Αχαιοί!")
λάινος ουδός
κατώφλι που αστράφτει. Το πουλάω στην Άζαξ για μετοχές της Γιουβέντους, να το κάνει σλόγκαν .
τηλεδαπός
αυτός που είναι πιο μακριά κι από αλλοδαπός. Ωραία ταμπέλα για φασιστόμουτρα που ψάχνουνε να κοτσάρουν νέες ετικέτες στους ξένους. Π.χ. "τουλάχιστον ο Αλβανός από κάτω είναι αλλοδαπός -- αμ ο τηλεδαπός που μετακόμισε δίπλα τι διάολο είναι; Κινέζος;"
φαεσίμβροτος
που φέρνει φως στους θνητούς. Ίσως μια χούφτα σπάνιοι άνθρωποι, ίσως και αυτά που λένε και γράφουν και κάνουν. Ίσως, απλώς, ο ήλιος.
Πέμπτη 13 Ιουλίου 2006
Παίζω και μαθαίνω
Με αφορμή τα σχόλια του προηγούμενου ποστ, τα οποία με αποκαλούν μερακλή ποιητή ή μας καλούν να αναβιώσουμε ωραίες ελληνικές λέξεις που μαραζώνουν ανείπωτες χωρίς κανείς να τις γλεντάει, έψαξα και βρήκα μια λίστα λέξεων που είχα ερανίσει όταν διάβαζα την Οδύσσεια. Σας παραθέτω τα χαϊλάιτς μετά συντόμου ερμηνείας:
πολύμυθος
γλωσσοκοπάνα
κακορραφία
καλπουζανιά, μηχανοραφία, πουστιά
βαθύζωνος
με αβυσσαλέο ντεκολτέ (όχι ακριβώς αλλά με το ίδιο εφέ)
καρπαλίμως
σβέλτα, γρήγορα
καλλίσφυρος
με πόδι για φουτ φέτις (ή, έστω, για πέδιλο χρυσό με δεκάποντο τακούνι). Άρεσε στο Σεφέρη.
αγαπάζω
αγαπάω σαν παιδί, αγαπάω. Κάργα, όμως.
ασάμινθος
μπανιέρα
κηληθμός
έκσταση, μάγεμα, γήτεμα, τσιμπουκόπλακα
ασπαστός
τζουτζουκώδης, γλύκα, για φίλημα (ίσως και για τσίμπημα)
μεγαλήτωρ
μεγαλόψυχος, μεγάθυμος, λαρτζ
ανεμώλιος
παπαρολογία, παπαριά, αρμόζων σε κυβερνητικό εκπρόσωπο
φιλοτήσια έργα
χαμούρεμα + φάσωμα + φιστίκωμα, τρία σε ένα
φιλότης
(ευφημιστικά) το αυτό, το απαύτωμα
Με αυτά και παρόμοια εφόδια μπορούμε να πορευθούμε στον 21ο -- αρκεί να μην κολλήσει το αναβατόριο (όπως έλεγαν το ascenseur στην Πόλη).
πολύμυθος
γλωσσοκοπάνα
κακορραφία
καλπουζανιά, μηχανοραφία, πουστιά
βαθύζωνος
με αβυσσαλέο ντεκολτέ (όχι ακριβώς αλλά με το ίδιο εφέ)
καρπαλίμως
σβέλτα, γρήγορα
καλλίσφυρος
με πόδι για φουτ φέτις (ή, έστω, για πέδιλο χρυσό με δεκάποντο τακούνι). Άρεσε στο Σεφέρη.
αγαπάζω
αγαπάω σαν παιδί, αγαπάω. Κάργα, όμως.
ασάμινθος
μπανιέρα
κηληθμός
έκσταση, μάγεμα, γήτεμα, τσιμπουκόπλακα
ασπαστός
τζουτζουκώδης, γλύκα, για φίλημα (ίσως και για τσίμπημα)
μεγαλήτωρ
μεγαλόψυχος, μεγάθυμος, λαρτζ
ανεμώλιος
παπαρολογία, παπαριά, αρμόζων σε κυβερνητικό εκπρόσωπο
φιλοτήσια έργα
χαμούρεμα + φάσωμα + φιστίκωμα, τρία σε ένα
φιλότης
(ευφημιστικά) το αυτό, το απαύτωμα
Με αυτά και παρόμοια εφόδια μπορούμε να πορευθούμε στον 21ο -- αρκεί να μην κολλήσει το αναβατόριο (όπως έλεγαν το ascenseur στην Πόλη).
Τετάρτη 12 Ιουλίου 2006
Yakamoz
Σκέφτομαι πολύ τις τελευταίες μέρες την αβάσταχτα επιθετική αγένεια των Ελλήνων. Τέτοια επιθετική αγένεια χαρακτηρίζει μόνον εμάς, τους Ισραηλινούς και τους Ιταλούς: λαούς δηλαδή με τα μυαλά παραφουσκωμένα από σχολεία όπου μάς διδάσκουν πως ο κόσμος αυτοδικαίως μάς ανήκει, κυρίως λόγω ενδόξων προγόνων και των έργων, καμωμάτων ή κατορθωμάτων τους. Τρομάρα.
Αλλά δε θα γράψω γι' αυτό.
Πριν χρόνια, μία καλή συνάδελφος και φίλη από την Τουρκία καθόταν μαζί μου πάνω στον λεγόμενο Πύργο του Οθέλλου στην Αμμόχωστο και συζητούσαμε κοιτώντας το άδειο λιμάνι με κάποια θλίψη. Μετά με πήγε τσάρκα με το αυτοκίνητο μέσα στην απαγορευμένη ζώνη πίσω από την πεθαμένη πόλη της Αμμοχώστου (το Βαρώσι), φτάσαμε σχεδόν στη γραμμή αντιπαράταξης.
Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, όπως προχτές. Μου έδειξε τη μαρμαρυγή του φεγγαρόφωτου πάνω στη θάλασσα:
Αλλά δε θα γράψω γι' αυτό.
Πριν χρόνια, μία καλή συνάδελφος και φίλη από την Τουρκία καθόταν μαζί μου πάνω στον λεγόμενο Πύργο του Οθέλλου στην Αμμόχωστο και συζητούσαμε κοιτώντας το άδειο λιμάνι με κάποια θλίψη. Μετά με πήγε τσάρκα με το αυτοκίνητο μέσα στην απαγορευμένη ζώνη πίσω από την πεθαμένη πόλη της Αμμοχώστου (το Βαρώσι), φτάσαμε σχεδόν στη γραμμή αντιπαράταξης.
"Τι έχουμε κάνει σε αυτόν τον τόπο"Όταν αναπόφευκτα μάς σταμάτησε ο φαντάρος, μια ανάσα από το φυλάκιο και με το ελληνοκυπριακό φυλάκιο να φαίνεται ξεκάθαρα απέναντι, εγώ έκανα το παπί, όπως είχαμε συμφωνήσει. Ήταν ευγενέστερος από πολλούς συνοριοφρουρούς. Η φίλη μου "φόρεσε" (που λεν κι οι Εγγλέζοι) την πιο "ρε συ παμ' πλατεία" προφορά της Ιστανμπούλ που τής επέτρεπαν τα χρόνια μας (δεν ήμασταν δα και δεκαπεντάχρονα) και είπε στον φαντάρο πως χαθήκαμε και συγγνώμη και "αμάν πού είμαστε;". Ο στυγνός πλην ευγενέστατος ολετήρας της ελληνικής πατρίδας μάς υπέδειξε ευγενικά πώς να γυρίσουμε πίσω στην Αμμόχωστο. Δεν ανέφερε πως μέχρι να φτάσουμε εκεί που είχαμε φτάσει είχαμε περάσει από καμμιά δεκαριά πινακίδες με περιεχόμενο τύπου 'δρόμος κλειστός', 'απαγορεύεται', 'σταμάτα', 'πού πας;', 'ίσα ρε!' και ούτω καθεξής -- "χαζοί σταμπουλιώτες", θα σκέφτηκε.
"Όχι εμείς, οι πατεράδες μας."
Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, όπως προχτές. Μου έδειξε τη μαρμαρυγή του φεγγαρόφωτου πάνω στη θάλασσα:
"Και γι' αυτό έχουμε ελληνική λέξη."Ούτε και κανένας άλλος. Η λέξη 'διακαμός' δε φαίνεται να υπάρχει πουθενά σε λεξικά, ενώ όπου παρατίθεται ονλάιν τη δίνουν ως 'αποθησαύριστη' (αυτό δεν ξέρω τι σημαίνει) ή αμάρτυρη. Εν ολίγοις, είμαι ευγνώμων που οι βρωμότουρκοι διασώζουν αυτή τη δίχως άλλο πανάρχαια ελληνική λέξη η οποία ποιητικά παρουσιάζει το φεγγάρι να καίει τη θάλασσα με τη χλωμή φωτιά του. Διότι οι λέξεις έχουν σημασία και ουσία. Τίποτε άλλο.
"Για ποιο;"
"Yakamoz."
"Ποια είναι η ελληνική λέξη;", ρώτησα.
"Ε, μάλλον 'yakamos'."
"Μάλλον 'διακαμός' θα έπρεπε να είναι. Δεν την ξέρω", είπα.
Σάββατο 24 Ιουνίου 2006
Ο Διάβολος εν Τουρκία
εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς, ή πώς ερείς τω αδελφώ σου "άφες εκβάλω το κάρφος εκ του οφθαλμού σου" και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου. υποκριτά, έκβαλε πρώτον εκ του οφθαλμού σου την δοκόν και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου
Κατά Ματθαίον 7, 3-5
There are others who commit worse crimes, and it is convenient to focus on them, not those for which we are responsible and can therefore easily bring to an end.
[Υπάρχουν κι άλλοι που διαπράττουν χειρότερα εγκλήματα και είναι πολύ βολικό να ασχολούμαστε με αυτά παρά με εκείνα για τα οποία είμαστε εμείς υπεύθυνοι και άρα μπορούμε εύκολα να σταματήσουμε.]
Νόαμ Τσόμσκυ, Τρίτη Ετήσια Διάλεξη εις μνήμην Ντίνου Λεβέντη
Μου είπε κάποτε ένας πατριώτης Κύπριος γιατρός, ο οποίος ζει στη Θεσσαλονίκη εδώ και τριάντα χρόνια, πως αδυνατώ να κατανοήσω τις κυπριακές πραγματικότητες και ότι είμαι φιλότουρκος. Όσον αφορά τις "πραγματικότητες", εννοείται, πώς να τις κατανοήσω, κατανοούνται; Ακατανόητες είναι, εδώ τις ελληνικές πραγματικότητες δεν μπορώ να κατανοήσω. Όσο για το 'φιλότουρκος', φυσικά και δεν είμαι, αν και μάλλον είμαι Τούρκος, τουλάχιστον θα μπορούσα, δεν ξέρω: δεν έχω μελετήσει τους περί υπηκοότητας νόμους της γείτονος, ωστόσο υποπτεύομαι πως προστατεύουν αρκούντως τον τουρκισμό από ξένα σώματα όπως εγώ.
Πώς μπορεί στ' αλήθεια να είναι κανείς φιλότουρκος. Ακόμα και εάν ξεπερνούσε το πανευρωπαϊκό αντιτουρκικό αντανακλαστικό (τουλάχιστον από την πολιορκία της Βιέννης και ύστερα), ακόμα και εάν ξεπερνούσε τον αραβικό αντιτουρκισμό (μουσουλμάνοι της πλάκας -- ούτε αραβικά δεν ξέρουν), ακόμα και αν ξεπερνούσε τον οριενταλισμό που παίρνει και τους Τούρκους σβάρνα, ακόμα και εάν παρέκαμπτε την εικόνα του 'Αλλου, βρωμύλου, βάρβαρου, γλείφτη, κομπλεξικού Τούρκου την οποία επανειλημμένα ενσαρκώνει η κοινή μας κουλτούρα, από τον Σαίξπηρ και τον Θερβάντες έως το 'Τοπκαπί', το 'Αραράτ' και το 'Από τη Ρωσία με αγάπη', υποστασιάζοντας τα παραπάνω αντανακλαστικά, θα είχε κανείς σοβαρά πραγματικά προβλήματα στο να γίνει φιλότουρκος: τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων στην εν λόγω χώρα, το πολιτικό παράδοξο να υπερασπίζεται τον 'ευρωπαϊσμό' της ένα στυγνό στρατιωτικό κατεστημένο, τα ανά δεκαετία πραξικοπήματα που διοργανώνονται εκεί, το κουρδικό, τη γενοκτονία των Αρμενίων και την άρνηση να την αναγνωρίσουν, τη (μέχρι πρότινος) αποτελεσματικότερη διπλωματία του πλανήτη με ένα και μόνο δόγμα: παρελκυστική τακτική (αυτή έπαιζε πολύ επί Ψυχρού Πολέμου, τώρα απλώς εξοργίζει -- βλέπε και τα βάσανα των όψιμων ακολούθων της όπως κάποιος Τ. Παπαδόπουλος).
Προφανώς, η Ελλάδα είναι πολύ πιο 'πολιτισμένη' χώρα και θεωρώ κωμική οποιαδήποτε σύγκριση των δύο χωρών, σε όλα τα επίπεδα. Ας πούμε, θεωρώ τουλάχιστον ατυχή επιχειρήματα τύπου "άμα οι Τούρκοι (δηλ. μια χούφτα γκρίζοι καραγκιόζηδες) προπηλακίζουν τον Πατριάρχη γιατί εμείς (δηλ. το ελληνικό κράτος) να τους αφήνουμε (δηλ. τη μειονότητα) να εκλέγουν τον μουφτή τους;" Ωστόσο στην Τουρκία υπάρχει μια δυνατή φωνή αντίστασης εκ μέρους των διανοουμένων της, τους οποίους συνήθως περιμένει τουλάχιστον το κελλί για την παραμικρή αποκοτιά τους. Στην Τουρκία υπάρχει μια γενναία διανόηση που στηλιτεύει και επικρίνει τα κακώς κείμενα, η οποία τολμάει να μιλάει ακόμα και για τουρκικά εγκλήματα.
Αυτό που με προβλήματίζει είναι τι κάνουν οι διανοούμενοι στην Ελλάδα.
(Ο τίτλος της καταχώρισης είναι από ένα ξεχασμένο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, στο οποίο ένας από τους ήρωες έχει το όνομα 'Βάρθακας').
[Επίμετρο: 'Ο Διάβολος εν Τουρκία' του Στέφανου Ξένου βγήκε πρώτα στα αγγλικά το 1851 και μετά στα ελληνικά το 1862. Μιλάει για τη διαφθορά και γενικότερη αθλιότητα της σουλτανικής Πυλης και καμαρίλας -- νομίζω πως ενσωματώνει κι ένα λαβ στόρυ, δεν το έχω διαβάσει.]
Παρασκευή 23 Ιουνίου 2006
Misc
Πέμπτη 15 Ιουνίου 2006
"Progressively backwards"
στον Χοιροβοσκό που το ενέπνευσε
Όταν ήμουνα στο σχολείο, ήμουνα το πιο 'συντηρητικό' παιδί της τάξης πάνω από το όριο φυτουκλότητας / βλιτοσύνης: δεν κάπνιζα (μέσα ή έξω από τις τουαλέτες), δεν ήμουν ούτε κνίτης ούτε καν Ρήγας Φερραίος, δεν είχα κάνει φούντα, δεν είχα χρησιμοποιήσει κατάληψη για να το κάνω με τη Ρ. (η οποία ήρθε από την Τρίπολη, ανέτρεψε όλες τις γκομενικές ισορροπίες στο Λύκειο και εξαφανίστηκε μέσα σε αραχνοΰφαντα πέπλα και σύννεφα καπνού), δεν είχα πάει στο μπουρδέλο, δεν έπαιρνα τσόντες από το βίντεο κλαμπ, δεν ανήκα σε ναζιστική νεολαία παναθηναϊκών οπαδών -- η λίστα είναι μακρόσυρτη και μπανάλ διότι, όπως λέει κι ο Σκοτ Φιτζέραλντ στην πρώτη σελίδα του Γκάτσμπυ, "intimate revelations of young men [...] are usually plagiaristic and marred by obvious suppressions" ('οι εκμυστηρεύσεις των νεαρών είναι συνήθως προϊόντα λογοκλοπής και λεκιασμένες με προφανείς αποσιωπήσεις').
Δεκαετίες μετά, και ενώ η ευχή που μου τραγουδούσανε κάθε χρόνο 'με άσπρα μαλλιά' έχει πιάσει, είμαι πλέον ο πιο αβανγκάρντ, αριστερός, προοδευτικός και γενικά γουάου από τους συνομηλίκους μου πλην ενός (για να μην πω για τους συναδέλφους μου κι έχουμε και λιποθυμίες). Και πάλι δε θα απαριθμήσω τα κριτήρια όσων ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, για να προστατέψω αθώους γύρω μου, όμως μου το λένε συχνά πυκνά, άλλοι με θαυμασμό, άλλοι με περιφρόνηση, άλλοι με απορία.
Άρα, είτε έχω στο μεταξύ πάθει κι εγώ μια δυναμική απελευθέρωση και ριζική χειραφέτηση, είτε η ελληνική κοινωνία τόσα χρόνια προχωρεί δυναμικά προς τα πίσω και δεξιά (ναι, εκεί πίσω από το ντουλάπι όπου φυλάμε τα προικιά, τη σημαία, τα χαρτιά του δανείου και τις πομπές μας).
Όταν ήμουνα στο σχολείο, ήμουνα το πιο 'συντηρητικό' παιδί της τάξης πάνω από το όριο φυτουκλότητας / βλιτοσύνης: δεν κάπνιζα (μέσα ή έξω από τις τουαλέτες), δεν ήμουν ούτε κνίτης ούτε καν Ρήγας Φερραίος, δεν είχα κάνει φούντα, δεν είχα χρησιμοποιήσει κατάληψη για να το κάνω με τη Ρ. (η οποία ήρθε από την Τρίπολη, ανέτρεψε όλες τις γκομενικές ισορροπίες στο Λύκειο και εξαφανίστηκε μέσα σε αραχνοΰφαντα πέπλα και σύννεφα καπνού), δεν είχα πάει στο μπουρδέλο, δεν έπαιρνα τσόντες από το βίντεο κλαμπ, δεν ανήκα σε ναζιστική νεολαία παναθηναϊκών οπαδών -- η λίστα είναι μακρόσυρτη και μπανάλ διότι, όπως λέει κι ο Σκοτ Φιτζέραλντ στην πρώτη σελίδα του Γκάτσμπυ, "intimate revelations of young men [...] are usually plagiaristic and marred by obvious suppressions" ('οι εκμυστηρεύσεις των νεαρών είναι συνήθως προϊόντα λογοκλοπής και λεκιασμένες με προφανείς αποσιωπήσεις').
Δεκαετίες μετά, και ενώ η ευχή που μου τραγουδούσανε κάθε χρόνο 'με άσπρα μαλλιά' έχει πιάσει, είμαι πλέον ο πιο αβανγκάρντ, αριστερός, προοδευτικός και γενικά γουάου από τους συνομηλίκους μου πλην ενός (για να μην πω για τους συναδέλφους μου κι έχουμε και λιποθυμίες). Και πάλι δε θα απαριθμήσω τα κριτήρια όσων ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, για να προστατέψω αθώους γύρω μου, όμως μου το λένε συχνά πυκνά, άλλοι με θαυμασμό, άλλοι με περιφρόνηση, άλλοι με απορία.
Άρα, είτε έχω στο μεταξύ πάθει κι εγώ μια δυναμική απελευθέρωση και ριζική χειραφέτηση, είτε η ελληνική κοινωνία τόσα χρόνια προχωρεί δυναμικά προς τα πίσω και δεξιά (ναι, εκεί πίσω από το ντουλάπι όπου φυλάμε τα προικιά, τη σημαία, τα χαρτιά του δανείου και τις πομπές μας).
Τετάρτη 14 Ιουνίου 2006
Υποσημείωση
Έχει ειπωθεί πως η φιλοσοφία δεν είναι παρά μια μακροσκελής υποσημείωση στον Πλάτωνα. Διαφωνώ.
Ταυτόχρονα, καμμιά φορά σκέφτομαι πως το ελληνόφωνο μπλογκάρισμα, αυτός ο διαρκής παφλασμός που ρέει μέσα από τις σωληνώσεις του μόνιτορ, δεν είναι παρά υποσημειώσεις σε μια χούφτα μπλογκ. Επειδή αδυνατώ εντελώς να συνεισφέρω υποσημείωση στο κείμενο στο οποίο πραγματικά θέλω, θα συνεισφέρω μία για αυτό εδώ.
Τον Λεύκιο Ζαφειρίου (συγγραφέα του βιβλίου για τον Κάλβο που ενέπνευσε τον Κουκουζέλη) τον έχω γνωρίσει προσωπικά σε ένα πάρτυ. Ξαναβρεθήκαμε και χαιρετηθήκαμε δυο-τρεις φορέα ακόμα, σχεδόν στον δρόμο. Χαμηλόφωνος. Λιγομίλητος. Είναι φιλόλογος.
Σωστός πατριώτης: πάει και διδάσκει φιλολογικά στον Βορρά της Κύπρου, στα λιγοστά παιδιά των εγκλωβισμένων του Ριζοκαρπάσου, στην άλλη άκρη της ΕΕ, στο χωριό με τους χωροφύλακες που κοιτάνε βλοσυρά και στη φτώχεια.
Ο Ζαφειρίου μάλλον αντιπαθεί αθόρυβα τον Σολωμό, μου είπε πως τον θεωρεί υπερεκτιμημένο. Ο Κάλβος, ένα φτωχαδάκι χωρίς στον ήλιο μοίρα και χωρίς ιδιόκτητο φιλολογικό σαλόνι για να διαβάζει τα σπαράγματά του, ένας 'ηττημένος' καρμπονάρος, έμεινε στη σκιά του Κόντε Νιόνιου. Αν και έχετε καταλάβει τι είναι ο Κόντες για μένα, σιώπησα για να μην τον ενοχλήσω, άλλωστε είχα περισσότερα να μάθω από αυτόν για τον Κάλβο παρά εκείνος για τα γούστα μου. Για τέτοιον άνθρωπο μιλάμε: αποτραβηγμένο, ίσως κάπως αλλόκοτο: καλβικό μάλλον.
Αφού μίλησα μαζί του σκέφτηκα πως έχουμε πήξει ('χτικιάσει', θα έλεγε ο Σεφέρης) στους μιμητές του Σολωμού, κακοχυμένους λουκουμάδες εμαγιέ μεγαλείου, και μάς λείπουν οι Κάλβοι -- ή κάπως έτσι, τέλος πάντων. Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Δεν ξέρω.
Ταυτόχρονα, καμμιά φορά σκέφτομαι πως το ελληνόφωνο μπλογκάρισμα, αυτός ο διαρκής παφλασμός που ρέει μέσα από τις σωληνώσεις του μόνιτορ, δεν είναι παρά υποσημειώσεις σε μια χούφτα μπλογκ. Επειδή αδυνατώ εντελώς να συνεισφέρω υποσημείωση στο κείμενο στο οποίο πραγματικά θέλω, θα συνεισφέρω μία για αυτό εδώ.
Τον Λεύκιο Ζαφειρίου (συγγραφέα του βιβλίου για τον Κάλβο που ενέπνευσε τον Κουκουζέλη) τον έχω γνωρίσει προσωπικά σε ένα πάρτυ. Ξαναβρεθήκαμε και χαιρετηθήκαμε δυο-τρεις φορέα ακόμα, σχεδόν στον δρόμο. Χαμηλόφωνος. Λιγομίλητος. Είναι φιλόλογος.
Σωστός πατριώτης: πάει και διδάσκει φιλολογικά στον Βορρά της Κύπρου, στα λιγοστά παιδιά των εγκλωβισμένων του Ριζοκαρπάσου, στην άλλη άκρη της ΕΕ, στο χωριό με τους χωροφύλακες που κοιτάνε βλοσυρά και στη φτώχεια.
Ο Ζαφειρίου μάλλον αντιπαθεί αθόρυβα τον Σολωμό, μου είπε πως τον θεωρεί υπερεκτιμημένο. Ο Κάλβος, ένα φτωχαδάκι χωρίς στον ήλιο μοίρα και χωρίς ιδιόκτητο φιλολογικό σαλόνι για να διαβάζει τα σπαράγματά του, ένας 'ηττημένος' καρμπονάρος, έμεινε στη σκιά του Κόντε Νιόνιου. Αν και έχετε καταλάβει τι είναι ο Κόντες για μένα, σιώπησα για να μην τον ενοχλήσω, άλλωστε είχα περισσότερα να μάθω από αυτόν για τον Κάλβο παρά εκείνος για τα γούστα μου. Για τέτοιον άνθρωπο μιλάμε: αποτραβηγμένο, ίσως κάπως αλλόκοτο: καλβικό μάλλον.
Αφού μίλησα μαζί του σκέφτηκα πως έχουμε πήξει ('χτικιάσει', θα έλεγε ο Σεφέρης) στους μιμητές του Σολωμού, κακοχυμένους λουκουμάδες εμαγιέ μεγαλείου, και μάς λείπουν οι Κάλβοι -- ή κάπως έτσι, τέλος πάντων. Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Δεν ξέρω.
Τρίτη 30 Μαΐου 2006
Διάλογος
Παραθέτω απόσπασμα από συζήτησή μου με τον Τάλω που ίσως έχει κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον. Ξεκίνησα εγώ, μεταφέροντας σχεδόν αυτούσιες τις απόψεις της συμβίας:
α. Κανείς δε θέλει να μάθει τίποτε από τους άλλους -- άλλωστε αυτό σου διδάσκει και το ελληνικό σχολείο,
β. Όσοι είχαν απλώς απόψεις, τώρα -- λόγω Ίντερνετ -- μπορούνε να βρουν μόνοι τους τις πληροφορίες που έχουν ανάγκη για να στηρίξουν τις απόψεις τους και να γίνουν σεντονάδες (εξακολουθεί φυσικά πάντα να τους λείπει η προπαιδεία, η κατάρτιση, η θεμελίωση και το βασάνισμα των ιδεών από τον ορθό λόγο, τον κοινό νου, την εμπειρία),
γ. Για διάλογο φυσικά, ούτε λόγος (βλέπε α.).
Ο δε Τάλως συμπλήρωσε:
α. Χειρότερα ακόμα... κανένας δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι να μάθει από τους άλλους,
β. Το Google έχει κάνει την επιλεκτική τεκμηρίωση "υψηλή τέχνη", οπότε αν ψάχνεις για κάτι να στηρίξεις τις απόψεις σου θα το βρείς (και δεν θα βρεις τα 500 που την καταρρίπτουν),
γ. Γενικά υπάρχει μια άγνοια του τι σημαίνει συζητώ δημόσια (ή ιδιωτικά) και τι σημαίνει επιχειρηματολογία -- που προηγείται πολύ του διαδικτύου. Είναι παλιό πρόβλημα (όχι μόνο Ελληνικό, αλλά έντονο εδώ κάτω).
α. Κανείς δε θέλει να μάθει τίποτε από τους άλλους -- άλλωστε αυτό σου διδάσκει και το ελληνικό σχολείο,
β. Όσοι είχαν απλώς απόψεις, τώρα -- λόγω Ίντερνετ -- μπορούνε να βρουν μόνοι τους τις πληροφορίες που έχουν ανάγκη για να στηρίξουν τις απόψεις τους και να γίνουν σεντονάδες (εξακολουθεί φυσικά πάντα να τους λείπει η προπαιδεία, η κατάρτιση, η θεμελίωση και το βασάνισμα των ιδεών από τον ορθό λόγο, τον κοινό νου, την εμπειρία),
γ. Για διάλογο φυσικά, ούτε λόγος (βλέπε α.).
Ο δε Τάλως συμπλήρωσε:
α. Χειρότερα ακόμα... κανένας δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι να μάθει από τους άλλους,
β. Το Google έχει κάνει την επιλεκτική τεκμηρίωση "υψηλή τέχνη", οπότε αν ψάχνεις για κάτι να στηρίξεις τις απόψεις σου θα το βρείς (και δεν θα βρεις τα 500 που την καταρρίπτουν),
γ. Γενικά υπάρχει μια άγνοια του τι σημαίνει συζητώ δημόσια (ή ιδιωτικά) και τι σημαίνει επιχειρηματολογία -- που προηγείται πολύ του διαδικτύου. Είναι παλιό πρόβλημα (όχι μόνο Ελληνικό, αλλά έντονο εδώ κάτω).
Σάββατο 27 Μαΐου 2006
Επί προσωπικού
Βλέποντας την Παρασκευή το πρωί φρέσκια φρέσκια μέσω RSS τη μούρη του von Clausewitz (ινδάλματος των απανταχού γης πολεμοκάπηλων) κάτω από τον σαφέστατο τίτλο "Στρατηγικές Παράμετροι ενός Ελληνοτουρκικού Πολέμου" στενοχωρήθηκα αφάνταστα: το θεώρησα πράξη μπλογκικής αναισθησίας εκ μέρους του αξιόπιστου Μπατζανάκη, μια και περνάμε μέρες πονηρές. Διάβασα προσεκτικά και πολλές φορές το κείμενο που ακολουθούσε, το διάβασα όχι ως λογοτεχνία (όπου η πολυσημία, το διφορούμενο και το διαρκώς διαλανθάνον, αν δεν επιβάλλονται, τουλάχιστον κρύβονται πίσω από τη γωνία) αλλά ως κείμενο άποψης και γνώμης. Με ενόχλησε βαθύτατα. Επαναλαμβάνω, διάβασα το κείμενο, όχι αν το έγραψε ο χ, ο ψ ή ο ω. Όποιος και να το είχε γράψει θα με ενοχλούσε, ακόμα κι ο Έκο ή ο Rakasha. Αντέδρασα.
Να πω και το άλλο, μια και είμαι από αυτούς που δεν πουλάνε μούρη: δεν το ξέρω το έργο του Κονδύλη (πέραν δυο-τριών ανθολογημένων κειμένων εδώ κι εκεί), μάλιστα δε γνωρίζω το έργο πολλών Ελλήνων 'στοχαστών' (ναι Γεώργιε, το 'τρανού' ήταν ειρωνικό, της αγνοίας μου αν μη τι άλλο): Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Κ. Τσιρόπουλου, Π. Κανελλόπουλου, Ε. Παπανούτσου, Β. Φίλια, Ε. Αρβελέρ, Κ. Τσάτσου, Κ. Αξελού, Κ. Τσουκαλά (αυτού νομίζω πως θα έπρεπε), και άλλων πολλών. Δεν το λέω ούτε για καύχημα, ούτε για να δικαιολογηθώ, ούτε για να ερίσω: δεν έχω ούτε χρόνο ούτε διάθεση να ασχοληθώ με πολλά -- εδώ τον Hobsbawm δεν έχω τελειώσει ακόμα.
Διάβασα λοιπόν ένα κείμενο ως κείμενο και με ενόχλησε βαθύτατα το (μάλλον ξεκάθαρο) νόημα όσων κατάλαβα από αυτό το κείμενο, όπως με ενόχλησε και η συγκυρία της δημοσίευσής του στο μπλογκ. Δύο πράγματα όμως μου διέφυγαν:
α. Ο Κονδύλης αποτελεί (κατά τα λεγόμενα φίλων, μην ξεχνάτε πως λείπω πάρα πολλά χρόνια από την Ελλάδα) πανίερη αγελάδα των "αντι-ιμπεριαλιστών / κρυπτοεθνικιστών" γιατί του την έπεσε βαρβάρως και άνευ επιχειρημάτων (κατά τις πάγιες πρακτικές της) η παλαιοκομμουνιστική λίγκα φωνασκώντας. Βεβαίως, ουαί κι αλίμονο εάν όποιος υφίσταται τις ασχημοσύνες των παλαιοκομμουνιστών (όπως λ.χ. ο Γιανναράς στο παρελθόν) αναγορεύεται αυτοδικαίως, αναδρομικά και απαρασάλευτα σε αυθεντία, όμως έτσι γίνεται μάλλον.
β. Περί φασισμού: ο Κουκουζέλης με επιτίμησε γιατί έβαλα στη συζήτηση την κατηγορία "φασισμός". Θεώρησε πως επέλεξα να σείσω το μορμολύκειο περιφρονώντας ή αφήνοντας κατά μέρος την επιχειρηματολογία· μάλιστα μου επισήμανε τον καινοπαγή αλλά καίριο νόμο του Godwin. Θα προσπεράσω το ότι κανείς φασίστας δε θέλει να τον αποκαλούν έτσι, αν και είναι σημαντικό, και θα αναφέρω το εξής: πιστεύω πως τα εν σπέρματι στοιχεία και η εν γένει δυνατότητα του φασισμού ενυπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες που είναι οργανωμένες σε κράτη αλλά και σε όλα τα ανθρώπινα όντα που ζουν και αναπτύσσονται σε τέτοιες κοινωνίες -- δηλαδή σε όλους μας -- είτε λόγω της κρατικής ιδεολογίας, είτε λόγω της ανάγκης (;) μας να συμμορφωνόμαστε και να μη διαφέρουμε. Αυτό το έχω ξεκάθαρο μέσα μου: είμαστε όλοι δυνάμει φασίστες, είμαστε απλώς τυχεροί που δε ζούμε στη Μεσευρώπη του 1933. Η πεποίθησή μου αυτή παγιώθηκε όχι από τα ελλιπή διαβάσματά μου γύρω από την Αναρχία (ρωτήστε την Κυρα-'Ντολίνα σχετικά με την Αναρχία), αλλά όταν είδα το συγκλονιστικό 'Νύχτα και Ομίχλη' του Ρεναί, τη μία ταινία επί του θέματος που πρέπει να δει κανείς οπωσδήποτε.
Να πω και το άλλο, μια και είμαι από αυτούς που δεν πουλάνε μούρη: δεν το ξέρω το έργο του Κονδύλη (πέραν δυο-τριών ανθολογημένων κειμένων εδώ κι εκεί), μάλιστα δε γνωρίζω το έργο πολλών Ελλήνων 'στοχαστών' (ναι Γεώργιε, το 'τρανού' ήταν ειρωνικό, της αγνοίας μου αν μη τι άλλο): Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Κ. Τσιρόπουλου, Π. Κανελλόπουλου, Ε. Παπανούτσου, Β. Φίλια, Ε. Αρβελέρ, Κ. Τσάτσου, Κ. Αξελού, Κ. Τσουκαλά (αυτού νομίζω πως θα έπρεπε), και άλλων πολλών. Δεν το λέω ούτε για καύχημα, ούτε για να δικαιολογηθώ, ούτε για να ερίσω: δεν έχω ούτε χρόνο ούτε διάθεση να ασχοληθώ με πολλά -- εδώ τον Hobsbawm δεν έχω τελειώσει ακόμα.
Διάβασα λοιπόν ένα κείμενο ως κείμενο και με ενόχλησε βαθύτατα το (μάλλον ξεκάθαρο) νόημα όσων κατάλαβα από αυτό το κείμενο, όπως με ενόχλησε και η συγκυρία της δημοσίευσής του στο μπλογκ. Δύο πράγματα όμως μου διέφυγαν:
α. Ο Κονδύλης αποτελεί (κατά τα λεγόμενα φίλων, μην ξεχνάτε πως λείπω πάρα πολλά χρόνια από την Ελλάδα) πανίερη αγελάδα των "αντι-ιμπεριαλιστών / κρυπτοεθνικιστών" γιατί του την έπεσε βαρβάρως και άνευ επιχειρημάτων (κατά τις πάγιες πρακτικές της) η παλαιοκομμουνιστική λίγκα φωνασκώντας. Βεβαίως, ουαί κι αλίμονο εάν όποιος υφίσταται τις ασχημοσύνες των παλαιοκομμουνιστών (όπως λ.χ. ο Γιανναράς στο παρελθόν) αναγορεύεται αυτοδικαίως, αναδρομικά και απαρασάλευτα σε αυθεντία, όμως έτσι γίνεται μάλλον.
β. Περί φασισμού: ο Κουκουζέλης με επιτίμησε γιατί έβαλα στη συζήτηση την κατηγορία "φασισμός". Θεώρησε πως επέλεξα να σείσω το μορμολύκειο περιφρονώντας ή αφήνοντας κατά μέρος την επιχειρηματολογία· μάλιστα μου επισήμανε τον καινοπαγή αλλά καίριο νόμο του Godwin. Θα προσπεράσω το ότι κανείς φασίστας δε θέλει να τον αποκαλούν έτσι, αν και είναι σημαντικό, και θα αναφέρω το εξής: πιστεύω πως τα εν σπέρματι στοιχεία και η εν γένει δυνατότητα του φασισμού ενυπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες που είναι οργανωμένες σε κράτη αλλά και σε όλα τα ανθρώπινα όντα που ζουν και αναπτύσσονται σε τέτοιες κοινωνίες -- δηλαδή σε όλους μας -- είτε λόγω της κρατικής ιδεολογίας, είτε λόγω της ανάγκης (;) μας να συμμορφωνόμαστε και να μη διαφέρουμε. Αυτό το έχω ξεκάθαρο μέσα μου: είμαστε όλοι δυνάμει φασίστες, είμαστε απλώς τυχεροί που δε ζούμε στη Μεσευρώπη του 1933. Η πεποίθησή μου αυτή παγιώθηκε όχι από τα ελλιπή διαβάσματά μου γύρω από την Αναρχία (ρωτήστε την Κυρα-'Ντολίνα σχετικά με την Αναρχία), αλλά όταν είδα το συγκλονιστικό 'Νύχτα και Ομίχλη' του Ρεναί, τη μία ταινία επί του θέματος που πρέπει να δει κανείς οπωσδήποτε.
Τρίτη 23 Μαΐου 2006
Πωπώ κι αμάν
Σήμερα στην πρωινή εκπομπή της ΝΕΤ: Κανέλλη (αφύσικα σιωπηλή, μπα), Μπίστης και κάτι άλλοι.
Κάτι έλεγε ο Μπίστης, πρέπει, λέει, να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όταν πήγε ο Ερντογάν στη Θράκη δεν επισκέφθηκε τη μειονότητα ούτε ως μουεζίνης ούτε ως μούφτης. Αλλιώς κάθε ηγέτης μουσουλμανικής χώρας που θα ερχόταν στην Ελλάδα θα τους επισκεπτόταν, όπως, πρόσφατα, ο Πακιστανός πρωθυπουργός.
Εξανίσταται ο ένας από τους δύο παρουσιαστές (ούτε που ξέρω ποιος είναι ποιος, ο ένας λέγεται Λυρίτζης, πάντως) και του λέει:
Παρενθετικά να παραθέσω τα εξής δύο:
Ο πόνος για ακριβοδίκαιο και λεπτομερή προσδιορισμό και ταξινόμηση μειονοτικών πληθυσμών μας πιάνει μόνο στη Θράκη. Δεν άκουσα, λ.χ., ποτέ δημοσία να διαχωρίζονται οι Μογλενορουμάνοι από τους Αρμάνους από τους Αρβαντόβλαχους και τους Μακεντόβλαχους. Ωστόσο, οι 'μουσουλμάνοι' της Θράκης χωρίζονται, βεβαίως βεβαίως, σε Τουρκογενείς, Πομάκους και Αθίγγανους (τι όρος κι αυτός!).
Στην Ελλάδα, η αναγωγή μιας τοπικής ποικιλίας σε γλώσσα είναι δόκιμη και αποδεκτή μόνο για τα πομάκικα -- και μάλιστα τώρα τελευταία. Τα αρβανίτικα, τα μακεδονικά (με τις τρεις διαλέκτους τους), οι λατινογενείς ποικιλίες της Νότιας Βαλκανικής ('βλάχικα'), οι πολλές ποικιλίες των ρομάνι (να τα πω 'αθιγγάνικα';) αντιμετωπίζονται είτε ως παραφθαρμένη μορφή κάποιας επίσημης γλώσσας (ελληνικής, βουλγαρικής κ.ο.κ.), είτε καθόλου.
Κάτι έλεγε ο Μπίστης, πρέπει, λέει, να πάψουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Όταν πήγε ο Ερντογάν στη Θράκη δεν επισκέφθηκε τη μειονότητα ούτε ως μουεζίνης ούτε ως μούφτης. Αλλιώς κάθε ηγέτης μουσουλμανικής χώρας που θα ερχόταν στην Ελλάδα θα τους επισκεπτόταν, όπως, πρόσφατα, ο Πακιστανός πρωθυπουργός.
Εξανίσταται ο ένας από τους δύο παρουσιαστές (ούτε που ξέρω ποιος είναι ποιος, ο ένας λέγεται Λυρίτζης, πάντως) και του λέει:
Δηλαδή θα μας πείτε πως η μειονότητα είναι τουρκική;Μπα σε καλό του!
Παρενθετικά να παραθέσω τα εξής δύο:
Ο πόνος για ακριβοδίκαιο και λεπτομερή προσδιορισμό και ταξινόμηση μειονοτικών πληθυσμών μας πιάνει μόνο στη Θράκη. Δεν άκουσα, λ.χ., ποτέ δημοσία να διαχωρίζονται οι Μογλενορουμάνοι από τους Αρμάνους από τους Αρβαντόβλαχους και τους Μακεντόβλαχους. Ωστόσο, οι 'μουσουλμάνοι' της Θράκης χωρίζονται, βεβαίως βεβαίως, σε Τουρκογενείς, Πομάκους και Αθίγγανους (τι όρος κι αυτός!).
Στην Ελλάδα, η αναγωγή μιας τοπικής ποικιλίας σε γλώσσα είναι δόκιμη και αποδεκτή μόνο για τα πομάκικα -- και μάλιστα τώρα τελευταία. Τα αρβανίτικα, τα μακεδονικά (με τις τρεις διαλέκτους τους), οι λατινογενείς ποικιλίες της Νότιας Βαλκανικής ('βλάχικα'), οι πολλές ποικιλίες των ρομάνι (να τα πω 'αθιγγάνικα';) αντιμετωπίζονται είτε ως παραφθαρμένη μορφή κάποιας επίσημης γλώσσας (ελληνικής, βουλγαρικής κ.ο.κ.), είτε καθόλου.
Κυριακή 21 Μαΐου 2006
Προτεραιότητες
Όπως σύσσωμος ο ελληνισμός χτες το βράδυ, παρακολούθησα κι εγώ την κάθοδο του χερουβικού άρματος (τι σύλληψη!) επί των δελφινιών και των κυμάτων και επί της Θαλασσινής Κόρης που Βγάζει Αναίτιες Κορώνες (γεια σου ρε Ελύτη!).
Μετά έπληξα ακούγοντας ανούσια τραγουδάκια και μασούλησα πατατάκια.
Μετά γέλασα μέχρι δακρύων που ο Κωνσταντίνος Χριστοφόρου εμφανίστηκε εκπροσωπώντας τον σταυρό της συνομοσπονδιακής Ελβετίας -- η εκδίκηση του δαίμονα της τηλεσκηνοθεσίας για το σχέδιο Ανάν.
Στο μεταξύ απολάμβανα το ατημέλητα κεκαλυμμένο ξίνισμα στα ξανά και ξανά πολεοδομημένα μούτρα της Βίσση κάθε φορά που η χώρα της, η Ελλάδα, τσίμπαγε κάποιο δωδεκάρι κουρτουνιά για την ανεμοδαρμένη κραυγή άρπυιας που και πάλι μάς χάρισε.
Τέλος αναθάρρησα που άνετα βγήκαν πρώτοι οι Κθούλου: ενδεχομένως να ξύπνησε το ευρωπαϊκό κοινό και να αποφάσισε έτσι να το σχολάσει αυτό το δαπανηρότατο πανευρωπαϊκό τσίρκουλο με τα ίδια τα μέσα που δικαιολογούν τη διαιώνισή του: την ψήφο του κοινού. Σ' αυτό θέλω να επιμείνω: ακόμα κι αν οι περισσότεροί μας (λέμε πως) παρακολουθούμε αυτό το καρναβαλίστικο κακέκτυπο βαριετέ για πλάκα και αποστασιοποιημένα, κοστίζει υπερβολικά πολλά χρήματα για να συνεχίζεται η διοργάνωσή του. Αν θέλουμε να ασχοληθούμε με μια ειρωνική δραστηριότητα, μπορούμε να παρακολουθούμε λ.χ. τους πολιτικούς μας -- ή κάτι τέτοιο.
Αφήστε που όλα αυτά περί ειρωνείας και αποστασιοποίησης είναι τελικά υποκρισίες: σήμερα με τα θλιβερά νέα που μάθαμε, μουδιάσαμε και ανοίξαμε την τηλεόραση για να ακούγεται μια φωνή μέσα στο σπίτι: ακουγόταν η σοβαροφάνεια της ΕΡΤ και η προπαγανδιστική κάλυψη του χτεσινού ταρατατζούμ από τα δελτία ειδήσεών της, ακούγονταν εκπομπές που ανέλυαν το θέμα σε βάθος. Έτσι βρέθηκα κι εγώ να γράφω εδώ, παρά το πένθος και την ανησυχία μου για όσους έμειναν πίσω να θυμούνται τον 25χρονο.
Μετά έπληξα ακούγοντας ανούσια τραγουδάκια και μασούλησα πατατάκια.
Μετά γέλασα μέχρι δακρύων που ο Κωνσταντίνος Χριστοφόρου εμφανίστηκε εκπροσωπώντας τον σταυρό της συνομοσπονδιακής Ελβετίας -- η εκδίκηση του δαίμονα της τηλεσκηνοθεσίας για το σχέδιο Ανάν.
Στο μεταξύ απολάμβανα το ατημέλητα κεκαλυμμένο ξίνισμα στα ξανά και ξανά πολεοδομημένα μούτρα της Βίσση κάθε φορά που η χώρα της, η Ελλάδα, τσίμπαγε κάποιο δωδεκάρι κουρτουνιά για την ανεμοδαρμένη κραυγή άρπυιας που και πάλι μάς χάρισε.
Τέλος αναθάρρησα που άνετα βγήκαν πρώτοι οι Κθούλου: ενδεχομένως να ξύπνησε το ευρωπαϊκό κοινό και να αποφάσισε έτσι να το σχολάσει αυτό το δαπανηρότατο πανευρωπαϊκό τσίρκουλο με τα ίδια τα μέσα που δικαιολογούν τη διαιώνισή του: την ψήφο του κοινού. Σ' αυτό θέλω να επιμείνω: ακόμα κι αν οι περισσότεροί μας (λέμε πως) παρακολουθούμε αυτό το καρναβαλίστικο κακέκτυπο βαριετέ για πλάκα και αποστασιοποιημένα, κοστίζει υπερβολικά πολλά χρήματα για να συνεχίζεται η διοργάνωσή του. Αν θέλουμε να ασχοληθούμε με μια ειρωνική δραστηριότητα, μπορούμε να παρακολουθούμε λ.χ. τους πολιτικούς μας -- ή κάτι τέτοιο.
Αφήστε που όλα αυτά περί ειρωνείας και αποστασιοποίησης είναι τελικά υποκρισίες: σήμερα με τα θλιβερά νέα που μάθαμε, μουδιάσαμε και ανοίξαμε την τηλεόραση για να ακούγεται μια φωνή μέσα στο σπίτι: ακουγόταν η σοβαροφάνεια της ΕΡΤ και η προπαγανδιστική κάλυψη του χτεσινού ταρατατζούμ από τα δελτία ειδήσεών της, ακούγονταν εκπομπές που ανέλυαν το θέμα σε βάθος. Έτσι βρέθηκα κι εγώ να γράφω εδώ, παρά το πένθος και την ανησυχία μου για όσους έμειναν πίσω να θυμούνται τον 25χρονο.
Πέμπτη 11 Μαΐου 2006
Μουσική από το Δυτικό Βασίλειο
Δε θα σας πω για τους κακόμοιρους τους Πιραχά (Pirahã) και τη γλώσσα τους, το έκανε ήδη ο Old Boy με τον δικό του λυρικοσαρκαστικό τρόπο εδώ.
Θα ξεκινήσω από κάποιες σκέψεις και θα πάω σε κάποιες διαπιστώσεις.
Το ελληνικό κράτος (από τον καιρό που ήταν κυκλαδορουμελομοριάς) λειτουργεί (και) ως σύμβολο. Εκπροσωπεί, ενσαρκώνει ή και υποστασιάζει -- αν προτιμάτε, την παρουσία του Ελληνικού πνεύματος στον σύγχρονο δυτικό κόσμο με χειροπιαστό τρόπο και εκτός και εντός των εκάστοτε ελληνικών συνόρων: με τα τοπωνύμιά του, με την ιστορία του, με τη γλώσσα του, με τα ερείπιά του, με χίλια-δυο τόσα άλλα. Αυτό ήτανε πολύ σημαντικό για τον 19ο αιώνα που την είχε ψωνίσει με την Ελλάδα, τον ελληνισμό, τα κλασικά γράμματα και την κλασική τέχνη. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος δε στήθηκε για να στεγάσει τους καλοκάγαθους Κεντρο-Σλάβους των νοτίων Άλπεων (Σλοβένους), ούτε τους απογόνους Κελτών, Πικτών και Βρετανών (Σκωτσέζων), ούτε τα ορεινά περισσέματα του φιλέτου της Ευρώπης (Ελβετία) αλλά τους οιονεί απογόνους του Ur-πολιτισμού στο κέντρο του Δυτικού Πολιτισμού και τα μνημεία αυτού του πολιτισμού, από τα ανύπαρκτα ερείπια της Σπάρτης έως τα στενά της Σαλαμίνας. Από ιδεαλιστική και ιδεολογική άποψη, μόνον ένα λόγου χάρη εβραϊκό κράτος θα ήτανε πιο σημαντικό (όμως οι Εβραίοι είναι κακοί και δόλιοι άνθρωποι, γι' αυτό και άργησε να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο σενάριο -- άσε που, αντίθετα με τους Έλληνες, ήταν όλο διχόνοιες και δεν έλεγαν με τίποτε να πάνε ούτε στην Ουγκάντα ούτε στην Ουρουγουάη).
Άρα, εφόσον το ελληνικό κράτος θεσμίστηκε ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο, τελικά καταλήγω να θεωρώ λογικό που το δέρνει ο μαύρος εθνικισμός, η άκρατη σπουδαιοφάνεια, ο επεκτατισμός, η συλλογική οίηση, ποικίλοι μεγαλοϊδεατισμοί και καταλήγω να το θεωρώ φυσικό που την πήρε τελικά και την Ολυμπιάδα (το Ολυμπιακό Ιδεώδες δεν εμφορείται από πανανθρώπινα ιδανικά, μια μαξιμαλιστική έκφραση πανδυτικισμού είναι -- η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πανανθρώπινα).
Τι κάνει λοιπόν το ελληνικό κράτος ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο που θέλει να είναι πιστό στη θέσμισή του, ως ένα κράτος που θέλει (όπως καλή ώρα η Γαλλία) να δικαιολογεί στη διεθνή κοινότητα τον εθνικισμό του, τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές του, τον ντεκαφεϊνέ θρησκομιλιταρισμό του (ποιος τολμάει να σατιρίσει με δριμύτητα Στρατό και Εκκλησία;), τις εκλεκτικές συγγένειές του, τη διεκδίκηση τοπωνυμίων, τη σταδιακή σύνθλιψη του χαρακτήρα εθνογλωσσοθρησκευτικών μειονοτήτων; "Με το να θεραπεύει τις επιστήμες, τον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες." Αυτό εν ολίγοις ήτανε και το πνεύμα πίσω από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ: ούτε ελεημοσύνη θέλανε (τότε) να μας δώσουν (όπως στους δέκα νεήλυδες), ούτε τα λεφτά μας ζητούσαν (όπως στο κύμα Νορβηγία-Σουηδία-Φινλανδία-Αυστρία): εμείς εκπροσωπούμε το Geist, το (ευρωπαϊκό) πνεύμα!
Αντί να κλαυτώ γενικώς για το ότι ούτε την (ιδεο-φαντασιακή) θέσμισή του δεν τιμάει το Ελληνικό, θα επικεντρωθώ στην εκκωφαντική απουσία μιας πτυχής της: την αποπνικτική έλλειψη μουσικής παιδείας στην Ελλάδα.
Μουσική παιδεία δεν είναι να ακούς Μπαχ στο πούλμαν, Φίλιπ Γκλας στο τρόλεϋ, Παγκανίνι στη φάμπρικα και 'sensual classics 7' στο κωλάδικο, δεν είναι να γνωρίζεις πότε πέθανε ο Μότσαρτ και εάν ο Σούμαν είχε σύφιλη, δεν είναι να θεωρείς τον Ραχμάνινοφ χαλαρωτική μουσική και τον Μπετόβεν πηγή έμπνευσης, δεν είναι να αναγνωρίζεις ότι η παράφωνη κόρνα του ταρίφα μπροστά σου παίζει μια δευτέρα. Επίσης, έλλειψη μουσικής παιδείας δεν είναι η ύπαρξη Βέρας Λάμπρου και Μπέλας Μπούλα, δεν είναι η μυθική προβολή των ντενεκέδων του σκυλοπόπ, δεν είναι ο ισχυρισμός πως το Παγκάκι (Πεγκάκι, μπαρδόν) έχει σωστή φωνή (έχει, αλλά τι τραγουδάει). Για μένα η πιο μπανάλ έκφανση έλλειψης μουσικής παιδείας με βρήκε κατακέφαλα στο Île St. Louis, τρώγοντας παγωτό Μπερτιγιόν σε ένα καφέ με τη Missa Solemnis χαλάκι / ηχητικό μπακγκράουντ.
Τελικά μουσική παιδεία είναι (ανάμεσα σε άλλα) να μπορεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εκτιμάει και να απολαμβάνει τη μουσική, να κουτσοδιαβάζει μουσική και να κουτσοτραγουδάει και να κουτσοπαίζει και κανα όργανο. Να ξέρει με ποια μουσική θα κάνει έρωτα, με ποιες θα χορέψει, με ποια θα ξεδώσει, με ποια θα βρει ανάταση, με ποια θα χαλαρώσει -- και να του έχουνε δοθεί από την κοινωνία τα εργαλεία για να διαμορφώσει τις δικές του προτιμήσεις ο καθένας αναλόγως. Όπως είμαστε τώρα, μουσικά μοιάζουμε με μια αγράμματη κι αδιάβαστη κοινωνία όπου ψαγμένα και μερακλίδικα άτομα, μοναχικές μονάδες, ψάχνουνε και βρίσκουν και βασανίζουνε τη μουσική, είτε ως εκτελεστές είτε ως ακροατές, κι αυτή τους ανταμείβει.
Αφού σκοπεύουμε να βαραίνουμε τον κόσμο, τους ξένους μας (εμείς, οι κάποτε κατ' εξοχήν ξένοι) και τους γείτονές μας με την εθνική μας έπαρση, με την μάλλον αμερικανικής εμπνεύσεως ριγέ σημαία μας και με τις αρχαίες πέτρες που φυτρώνουν στα ζηλευτά ξερονήσια και τις κατσικοπλαγιές μας, με το ότι μας έπεσε το λαχείο να έχουμε στην κορφή της πρωτεύουσάς μας το τοτέμ της Δύσης και όχι κανένα φρούριο, ας δικαιολογήσουμε επιτέλους την ξιπασιά και τη βία που παράγουμε (κι έχουμε παραγάγει) δίνοντας πίσω κάτι, δικαιολογώντας λίγο την ύπαρξή μας: κάνοντας πολιτισμό, ίσως και μουσική.
Υστερόγραφο: Δυτικό Βασίλειο (χσι λα) είναι το όνομα της Ελλάδας στα κινέζικα, μου το θύμισε σήμερα η xilaren: μέχρι και τους Κινέζους έχουμε πείσει για τη σπουδαιότητά μας...
Θα ξεκινήσω από κάποιες σκέψεις και θα πάω σε κάποιες διαπιστώσεις.
Το ελληνικό κράτος (από τον καιρό που ήταν κυκλαδορουμελομοριάς) λειτουργεί (και) ως σύμβολο. Εκπροσωπεί, ενσαρκώνει ή και υποστασιάζει -- αν προτιμάτε, την παρουσία του Ελληνικού πνεύματος στον σύγχρονο δυτικό κόσμο με χειροπιαστό τρόπο και εκτός και εντός των εκάστοτε ελληνικών συνόρων: με τα τοπωνύμιά του, με την ιστορία του, με τη γλώσσα του, με τα ερείπιά του, με χίλια-δυο τόσα άλλα. Αυτό ήτανε πολύ σημαντικό για τον 19ο αιώνα που την είχε ψωνίσει με την Ελλάδα, τον ελληνισμό, τα κλασικά γράμματα και την κλασική τέχνη. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος δε στήθηκε για να στεγάσει τους καλοκάγαθους Κεντρο-Σλάβους των νοτίων Άλπεων (Σλοβένους), ούτε τους απογόνους Κελτών, Πικτών και Βρετανών (Σκωτσέζων), ούτε τα ορεινά περισσέματα του φιλέτου της Ευρώπης (Ελβετία) αλλά τους οιονεί απογόνους του Ur-πολιτισμού στο κέντρο του Δυτικού Πολιτισμού και τα μνημεία αυτού του πολιτισμού, από τα ανύπαρκτα ερείπια της Σπάρτης έως τα στενά της Σαλαμίνας. Από ιδεαλιστική και ιδεολογική άποψη, μόνον ένα λόγου χάρη εβραϊκό κράτος θα ήτανε πιο σημαντικό (όμως οι Εβραίοι είναι κακοί και δόλιοι άνθρωποι, γι' αυτό και άργησε να υλοποιηθεί το συγκεκριμένο σενάριο -- άσε που, αντίθετα με τους Έλληνες, ήταν όλο διχόνοιες και δεν έλεγαν με τίποτε να πάνε ούτε στην Ουγκάντα ούτε στην Ουρουγουάη).
Άρα, εφόσον το ελληνικό κράτος θεσμίστηκε ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο, τελικά καταλήγω να θεωρώ λογικό που το δέρνει ο μαύρος εθνικισμός, η άκρατη σπουδαιοφάνεια, ο επεκτατισμός, η συλλογική οίηση, ποικίλοι μεγαλοϊδεατισμοί και καταλήγω να το θεωρώ φυσικό που την πήρε τελικά και την Ολυμπιάδα (το Ολυμπιακό Ιδεώδες δεν εμφορείται από πανανθρώπινα ιδανικά, μια μαξιμαλιστική έκφραση πανδυτικισμού είναι -- η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πανανθρώπινα).
Τι κάνει λοιπόν το ελληνικό κράτος ως κράτος-έμβλημα του Δυτικού Πολιτισμού, ως η κολοβή Ντίσνεϋλαντ της κλασικής εποχής, ως ένα απέραντο μουσείο που θέλει να είναι πιστό στη θέσμισή του, ως ένα κράτος που θέλει (όπως καλή ώρα η Γαλλία) να δικαιολογεί στη διεθνή κοινότητα τον εθνικισμό του, τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές του, τον ντεκαφεϊνέ θρησκομιλιταρισμό του (ποιος τολμάει να σατιρίσει με δριμύτητα Στρατό και Εκκλησία;), τις εκλεκτικές συγγένειές του, τη διεκδίκηση τοπωνυμίων, τη σταδιακή σύνθλιψη του χαρακτήρα εθνογλωσσοθρησκευτικών μειονοτήτων; "Με το να θεραπεύει τις επιστήμες, τον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες." Αυτό εν ολίγοις ήτανε και το πνεύμα πίσω από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ: ούτε ελεημοσύνη θέλανε (τότε) να μας δώσουν (όπως στους δέκα νεήλυδες), ούτε τα λεφτά μας ζητούσαν (όπως στο κύμα Νορβηγία-Σουηδία-Φινλανδία-Αυστρία): εμείς εκπροσωπούμε το Geist, το (ευρωπαϊκό) πνεύμα!
Αντί να κλαυτώ γενικώς για το ότι ούτε την (ιδεο-φαντασιακή) θέσμισή του δεν τιμάει το Ελληνικό, θα επικεντρωθώ στην εκκωφαντική απουσία μιας πτυχής της: την αποπνικτική έλλειψη μουσικής παιδείας στην Ελλάδα.
Μουσική παιδεία δεν είναι να ακούς Μπαχ στο πούλμαν, Φίλιπ Γκλας στο τρόλεϋ, Παγκανίνι στη φάμπρικα και 'sensual classics 7' στο κωλάδικο, δεν είναι να γνωρίζεις πότε πέθανε ο Μότσαρτ και εάν ο Σούμαν είχε σύφιλη, δεν είναι να θεωρείς τον Ραχμάνινοφ χαλαρωτική μουσική και τον Μπετόβεν πηγή έμπνευσης, δεν είναι να αναγνωρίζεις ότι η παράφωνη κόρνα του ταρίφα μπροστά σου παίζει μια δευτέρα. Επίσης, έλλειψη μουσικής παιδείας δεν είναι η ύπαρξη Βέρας Λάμπρου και Μπέλας Μπούλα, δεν είναι η μυθική προβολή των ντενεκέδων του σκυλοπόπ, δεν είναι ο ισχυρισμός πως το Παγκάκι (Πεγκάκι, μπαρδόν) έχει σωστή φωνή (έχει, αλλά τι τραγουδάει). Για μένα η πιο μπανάλ έκφανση έλλειψης μουσικής παιδείας με βρήκε κατακέφαλα στο Île St. Louis, τρώγοντας παγωτό Μπερτιγιόν σε ένα καφέ με τη Missa Solemnis χαλάκι / ηχητικό μπακγκράουντ.
Τελικά μουσική παιδεία είναι (ανάμεσα σε άλλα) να μπορεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να εκτιμάει και να απολαμβάνει τη μουσική, να κουτσοδιαβάζει μουσική και να κουτσοτραγουδάει και να κουτσοπαίζει και κανα όργανο. Να ξέρει με ποια μουσική θα κάνει έρωτα, με ποιες θα χορέψει, με ποια θα ξεδώσει, με ποια θα βρει ανάταση, με ποια θα χαλαρώσει -- και να του έχουνε δοθεί από την κοινωνία τα εργαλεία για να διαμορφώσει τις δικές του προτιμήσεις ο καθένας αναλόγως. Όπως είμαστε τώρα, μουσικά μοιάζουμε με μια αγράμματη κι αδιάβαστη κοινωνία όπου ψαγμένα και μερακλίδικα άτομα, μοναχικές μονάδες, ψάχνουνε και βρίσκουν και βασανίζουνε τη μουσική, είτε ως εκτελεστές είτε ως ακροατές, κι αυτή τους ανταμείβει.
Αφού σκοπεύουμε να βαραίνουμε τον κόσμο, τους ξένους μας (εμείς, οι κάποτε κατ' εξοχήν ξένοι) και τους γείτονές μας με την εθνική μας έπαρση, με την μάλλον αμερικανικής εμπνεύσεως ριγέ σημαία μας και με τις αρχαίες πέτρες που φυτρώνουν στα ζηλευτά ξερονήσια και τις κατσικοπλαγιές μας, με το ότι μας έπεσε το λαχείο να έχουμε στην κορφή της πρωτεύουσάς μας το τοτέμ της Δύσης και όχι κανένα φρούριο, ας δικαιολογήσουμε επιτέλους την ξιπασιά και τη βία που παράγουμε (κι έχουμε παραγάγει) δίνοντας πίσω κάτι, δικαιολογώντας λίγο την ύπαρξή μας: κάνοντας πολιτισμό, ίσως και μουσική.
Υστερόγραφο: Δυτικό Βασίλειο (χσι λα) είναι το όνομα της Ελλάδας στα κινέζικα, μου το θύμισε σήμερα η xilaren: μέχρι και τους Κινέζους έχουμε πείσει για τη σπουδαιότητά μας...
Τρίτη 2 Μαΐου 2006
Παράδοση (υπό όρους)
στον Ολντ Μπόυ, και για αυτό.
Ο Μπατζανάκης μού είπε πρόσφατα πως σκοπός των μπλογκ δεν είναι να κηρύξουμε στα έθνη και να προσφέρουμε ολοκληρωμένες λύσεις για τον κόσμο, την ψυχή και το μοντέρνο σπίτι, παρά να δώσουμε εναύσματα να ψάξει, να ψαχτεί και να σκεφτεί ο καθένας μας (τα παραδείγματα δικά μου και όχι τα μόνα). Συμφωνώ, γι' αυτό και ακόμα διαβάζω μπλογκ (για να ψάξω, να ψαχτώ και να σκεφτώ), αν και υπάρχουν φυσικά και άλλα αναγνώσματα στα οποία θα καταφύγει κανείς, ιδίως κάθε φορά που θα επικρατήσει απόγνωση και πανικός στην ελληνική μπλογκοκοινωνία.
Διαβάζω αυτές τις μέρες ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, λέγεται Love, Sex & Tragedy : How the Ancient World Shapes Our Lives του Simon Goldhill (καθηγητή κλασσικών σπουδών στο Καίμπριτζ). Η θεωρία του Goldhill είναι σε γενικές γραμμές πως δε γίνεται να κατανοήσουμε τον εαυτό μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο αγνοώντας την Αρχαία Ελλάδα. Αν και δεν την υποστηρίζει πάντοτε πειστικά, τα δυνατά σημεία του βιβλίου βρίσκονται αλλού: στον τρόπο που ο συγγραφέας μοναδικά φωτίζει ήδη 'γνωστά' γεγονότα και πράγματα, αναδεικνύοντας μια σειρά από πολύ σημαντικά θέματα γύρω από το σώμα και την πολιτική του, τα σεξουαλικά ήθη, τις απαρχές της Εκκλησίας, τη δημοκρατία, την πολιτική φιλοσοφία, τη διασκέδαση και άλλα πολλά. Κοινώς, μου φαίνεται πως μου έχει δώσει υλικό για πολύ προβληματισμό και για κάμποσο μπλογκάρισμα.
Ανάμεσα σε άλλα, σε κάποιο σημείο ο Goldhill ισχυρίζεται πως η διασκέδαση (η 'χθαμαλή' διασκέδαση, ας πούμε, και στις ταπεινές μορφές της -- η εκτόνωση, δηλαδή) είναι πολύ πιο σοβαρό θέμα από ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε: αποκαλύπτει την κρυφή πολιτική (με την ευρεία έννοια) ζωή μιας κοινωνίας. Ενδεικτικά, στην αρχαία Ρώμη οι μονομάχοι αντιπροσώπευαν ένα ιδανικό ανδρείας και καρτερίας, αποτελούσαν πρότυπο αντοχής στον πόνο και υπόδειγμα αφοβίας απέναντι στον θάνατο -- αυτό διαφαίνεται και σε συγκεκριμένα σημεία του Κικέρωνα και του Πλίνιου· ο τελευταίος μάλιστα περισσότερο ενοχλούνταν από τα πλήθη και τα αγοραία ήθη του αμφιθεάτρου παρά από το πλούσιο σπλάτερ της αρένας.
Αναρωτιέμαι λοιπόν κι εγώ: τι να αποκαλύπτουν τα κάτωθι για τη σεξουαλικά υπερσυντηρητική και πολιτικά ασ'-τα-να-πάνε Ελλάδα;

![karavi[1]](http://static.flickr.com/44/139266251_d8cd8774b0.jpg)
Βεβαίως, και για να σοβαρευτούμε λίγο, ως μιζεριάρης Εγγλέζος, αυτός ο Σίμων Χρυσολοφάς δεν μπορεί να γνωρίζει τη μυστική παρουσία της αρχαιότητας, μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού, στον σύγχρονο ελληνικό κόσμο, έστω ένα λείμμα του ελληνικού κόσμου, παρουσία που τον αιματώνει και τον ζωογονεί. Παραδείγμα μοσχάρι:
Ο Μπατζανάκης μού είπε πρόσφατα πως σκοπός των μπλογκ δεν είναι να κηρύξουμε στα έθνη και να προσφέρουμε ολοκληρωμένες λύσεις για τον κόσμο, την ψυχή και το μοντέρνο σπίτι, παρά να δώσουμε εναύσματα να ψάξει, να ψαχτεί και να σκεφτεί ο καθένας μας (τα παραδείγματα δικά μου και όχι τα μόνα). Συμφωνώ, γι' αυτό και ακόμα διαβάζω μπλογκ (για να ψάξω, να ψαχτώ και να σκεφτώ), αν και υπάρχουν φυσικά και άλλα αναγνώσματα στα οποία θα καταφύγει κανείς, ιδίως κάθε φορά που θα επικρατήσει απόγνωση και πανικός στην ελληνική μπλογκοκοινωνία.
Διαβάζω αυτές τις μέρες ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, λέγεται Love, Sex & Tragedy : How the Ancient World Shapes Our Lives του Simon Goldhill (καθηγητή κλασσικών σπουδών στο Καίμπριτζ). Η θεωρία του Goldhill είναι σε γενικές γραμμές πως δε γίνεται να κατανοήσουμε τον εαυτό μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο αγνοώντας την Αρχαία Ελλάδα. Αν και δεν την υποστηρίζει πάντοτε πειστικά, τα δυνατά σημεία του βιβλίου βρίσκονται αλλού: στον τρόπο που ο συγγραφέας μοναδικά φωτίζει ήδη 'γνωστά' γεγονότα και πράγματα, αναδεικνύοντας μια σειρά από πολύ σημαντικά θέματα γύρω από το σώμα και την πολιτική του, τα σεξουαλικά ήθη, τις απαρχές της Εκκλησίας, τη δημοκρατία, την πολιτική φιλοσοφία, τη διασκέδαση και άλλα πολλά. Κοινώς, μου φαίνεται πως μου έχει δώσει υλικό για πολύ προβληματισμό και για κάμποσο μπλογκάρισμα.
Ανάμεσα σε άλλα, σε κάποιο σημείο ο Goldhill ισχυρίζεται πως η διασκέδαση (η 'χθαμαλή' διασκέδαση, ας πούμε, και στις ταπεινές μορφές της -- η εκτόνωση, δηλαδή) είναι πολύ πιο σοβαρό θέμα από ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε: αποκαλύπτει την κρυφή πολιτική (με την ευρεία έννοια) ζωή μιας κοινωνίας. Ενδεικτικά, στην αρχαία Ρώμη οι μονομάχοι αντιπροσώπευαν ένα ιδανικό ανδρείας και καρτερίας, αποτελούσαν πρότυπο αντοχής στον πόνο και υπόδειγμα αφοβίας απέναντι στον θάνατο -- αυτό διαφαίνεται και σε συγκεκριμένα σημεία του Κικέρωνα και του Πλίνιου· ο τελευταίος μάλιστα περισσότερο ενοχλούνταν από τα πλήθη και τα αγοραία ήθη του αμφιθεάτρου παρά από το πλούσιο σπλάτερ της αρένας.
Αναρωτιέμαι λοιπόν κι εγώ: τι να αποκαλύπτουν τα κάτωθι για τη σεξουαλικά υπερσυντηρητική και πολιτικά ασ'-τα-να-πάνε Ελλάδα;

![karavi[1]](http://static.flickr.com/44/139266251_d8cd8774b0.jpg)
Βεβαίως, και για να σοβαρευτούμε λίγο, ως μιζεριάρης Εγγλέζος, αυτός ο Σίμων Χρυσολοφάς δεν μπορεί να γνωρίζει τη μυστική παρουσία της αρχαιότητας, μέσα από την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού, στον σύγχρονο ελληνικό κόσμο, έστω ένα λείμμα του ελληνικού κόσμου, παρουσία που τον αιματώνει και τον ζωογονεί. Παραδείγμα μοσχάρι:

Παρασκευή 28 Απριλίου 2006
Της ελληνικούρας το κάγκελο
Το σλόγκαν της διαφήμισης του Σκάι για τον εαυτό του:
'Αγαπώ' σημαίνει ανατάσσομαι εξαιτίας άλλου.Μάλλον νόμισαν πως το (αμάρτυρο; ας μας βοηθήσει ένας φιλόλογος ρε παιδιάααα...) ανατάσσομαι είναι το ρήμα του ουσιαστικού ανάταση -- είδατε πάλι; (επ)ανά(σ)ταση -- αντί του ανάταξη.
Προφανώς η εξυπνάδα μετράει περισσότερο από το να ανοίγεις κανα βιβλίο.
Ρε ουστ.
(Νιάου.)
Τρίτη 25 Απριλίου 2006
Σημειώσεις για μια (μεγάλη) εβδομάδα
Πέρασα ασκητικώς τη Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα. Την αποκτηθείσα εμπειρία μου τη συμπύκνωσα σε ημερολόγιο-κήρυγμα που παραθέτω κάτωθι, ως μοναχός Κραυσίνδωνας.
Μ. Δευτέρα
Μπήκα στο μπλογκ του Αθήναιου (γνωστού και ως V for Vedetta – προσοχή χαμουτζήδες, χωρίς νι) και άφησα το κάτωθι σχόλιο με αφορμή το Ναρκωμένο Ντουλάπι:
Συναντήθηκα με τον Rakasha και ήπιαμε καφέ. Οι ποικίλες συζητήσεις μας θα αποτελέσουν τη βάση του μέλλοντος (πώς λέμε «Cavafy est un poète ultra-moderne», κάπως έτσι), οπότε δε μας απασχολούν προς το παρόν.
Μ. Πέμπτη
Καμμία συγκίνηση στα ετεροχρονισμένα Πάθη, έτσι μπρος-πίσω που τα όρισαν και τα ανακάτωσαν οι σοφοί Πατέρες της Αγίας αλλά ενίοτε Μωρής (με την ‘κακή έννοια’, Γεώργιε) Εκκλησίας: Τον σταυρώναμε βράδυ Πέμπτης (ενώ κανονικά έτρωγε τα μάτσο μπρεντ, το γκεφίλτε ψάρι του – ή τι άλλο) κι εγώ έβλεπα έναν από τους εκατομμύρια κατάδικους που κάποια αρχή, κάποια αυθεντία, αποφασίζει να θανατώσει διά νόμου, φρικτά ή ανθρωπιστικά, συνοπτικά ή δίκαια· εγώ εκείνη την ώρα σκεφτόμουνα πως, οκέι, τα βασανιστήρια και η εκτέλεση του Κυρίου έχουνε νόημα, τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα, ξέρω γω, έντεκα εκατομμύρια θανατοποινίτες από καταβολής κρατικής οργάνωσης. Είναι δυνατόν η πολιτική δράση για δικαιοσύνη και ίσα δικαιώματα να μη γίνεται αντιληπτή ως πνευματικό έργο; Ε, δυστυχώς, είναι...
Μετά βγήκα από την εκκλησία και δυο τετράγωνα πιο κάτω ο αέρας μύριζε φούντα. Περπάτησα στην Αθήνα και ξαναένιωσα πόσο αγαπώ αυτή την πόλη. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος ωραίος για να τον αγαπάς. Βέβαια, η Αθήνα είναι και ωραία: η Ακρόπολη και οι δρόμοι και ο φωτισμένος ηλεκτρικός τη νύχτα, η τοιχογραφία-γκραφίτι φάτσα στο Γκάζι, οι προσόψεις της και ο κακότροπος και όμορφος κόσμος της πόλης – όσα ήδη ξέρετε.
Μ. Παρασκευή
Είμαι υπέρ του χωρισμού πίστης και όλων των άλλων μέσα μας, ας πούμε πως ο αέρας μου δίνει ζωή αλλά δεν είναι όλα αέρας. Αρνούμαι να μιλήσω για τον Θεό – αν ο Θεός είναι Θεός, δηλαδή ένα απόλυτα υπερβατικό Ον το οποίο (λέμε πως) ενδιαφέρεται για εμάς. Αρνούμαι να βάλω την παράμετρο 'πίστη' μέσα σε ζητήματα πολιτικής, επιστήμης, ηθικής, στοχασμού – αφού είναι και θα είναι εμβόλιμη (όταν δεν είναι υποβολιμιαία). Γενικά, η θρησκεία ως τελετές, καζουισμός-δικανισμός, συμβατική ηθική, σύστημα ιδεών-απόψεων και υπαρξιακή μυθολογία με αφήνει αδιάφορο ως άνθρωπο και πολύ εχθρικό ως σκεπτόμενο άνθρωπο. Έτσι με ενδιαφέρει μόνον η πίστη ως αποκάλυψη – αν υπάρχει τέτοιο στοιχείο. Τέλος πάντων.
Πάσχα
Διάβαζα για τον Συνέσιο, αρχαιότατο πατέρα της Εκκλησίας. Ο βίος του όαση καταλλαγής και ορθολογισμού (τζιζ, κακιά κουβέντα! Ζήτω ο Ζ φορ Ζουράρις) σε μία τερατωδώς ταραγμένη εποχή σφαγέων μοναχών και μουτζαχεντίν πατριαρχών, όπου οι εθνικοί γραπώνονται από υπολείμματα ανθρωπιάς κι ανεκτικότητας, άλλοι για να μη βουλιάξουν, άλλοι για να συμμετάσχουν στη διελκυστίνδα ξεσκίσματός τους παρέα με κάποιους χριστιανούς. Ο Συνέσιος, στην επιστολή 105 νομίζω, επιμένει: "θα ζήσω σαν άνθρωπος με τη γυναίκα μου, θα γράφω, θα διαβάζω – α, ναι, και δεν πιστεύω στην Ανάσταση".
Πολλοί χριστιανοί δεν πιστεύουν στην Ανάσταση. Δείτε τις εικόνες της Ανάστασης στη Δύση: λίγες και ακριβοθώρητες έως τον 19ο αιώνα· δείτε τις εικόνες της Ανάστασης στην +Ανατολή+ (ευλόγησον ή peace be upon it): η εις Άδου κάθοδος! Τι με ενδιαφέρει εμένα η κάθοδος του Κυρίου στο λίμπο των Καθολικών και των Άδη των Ορθοδόξων; Τι με νοιάζουν οι γκαραζόπορτες του Άδη που κανείς κλειδαράς των καταχθονίων δεν θα ξαναστήσει σε μεντεσέδες; Η απελευθέρωση, λέει, του Αδάμ. Οκέι. Εγώ; Πού είναι η εικονογραφία της ενσώματης Ανάστασης του Χριστού; Αυτουνού που σουλάτσερνε και κήρυττε κι έτρωγε κι έπινε 40 μέρες μετά κατά τας Γραφάς; Που είχε πληγές και σημάδια; Πού είναι το (αναστημένο) Σώμα (Του), ρεεεε;
Αλλά οι Χριστιανοί, ανατολικοδυτικοί, ανακάλυψαν το σώμα τον 19ο αιώνα. Γι’ αυτό και ατύχησαν. Too little, too late που λένε κι οι φονιάδες των λαών: είχαν προ πολλού προηγηθεί άλλοι.
Μ. Δευτέρα
Μπήκα στο μπλογκ του Αθήναιου (γνωστού και ως V for Vedetta – προσοχή χαμουτζήδες, χωρίς νι) και άφησα το κάτωθι σχόλιο με αφορμή το Ναρκωμένο Ντουλάπι:
‘Ναρκωμένο Ντουλάπι’, αγαπητές και αγαπητοί μου, είναι κάτι σαν το ‘Οκτάνα’ ή το 42: η Ουσία που μυστικώς, ταπεινώς και χαρμονικώς υποστασιάζει τον κόσμο δια του συναμφότερου και της εν γένει ανακράσεως-αναστάσεως-αντιστάσεως. Ωσάν το βότσαλο στη λίμνη, ωσάν στρουθίον γυμνάζων επί δώματος.Μ. Τετάρτη
Αλλά, φευ, πού να τα πιάσετε αυτά εσείς τα ναζιγενή τέκνα της Αγάρ, της παμμίαρης ναζιγόνου Δύσεως και του τρισκατεπάρατου ορθολογισμού της που αλλοτριώνουν, αλλοιώνουν και λεκιάζουν και γαριάζουν — “Δύσις”! τι με εβάνατε κι έπιασα στο στόμα μου, μέρες που είναι· φτύνω τρις (πτου! πτου! πτου!) δίκην εξορκισμού, ανακρούω πρύμνα και αποχωρώ να υπάγω εις τους κήπους, εις την Μονήν Βάλτου (Βρωμονερίου Ακαρνανίας), ίνα ψάλω τον Νυμφίο και να καταναλώσω τα δέοντα τραγήματα (χρατς! χρουτς!). Ίσως δείτε σκιάν του ιματίου μου αποχωρούντος κατά Μικράν-Μεγάλην Σύρτιν μεριά.
Έρρωσθε,
Ο προβατόσχημος προ(βο)πατόρικος λύκος
(εντός πωλούνται κροτίδες πατροπαράδοτες, ίνα και φέτος την Λαμπρήν ορθοδόξως τρωθώμεν, αδελφοί).
Συναντήθηκα με τον Rakasha και ήπιαμε καφέ. Οι ποικίλες συζητήσεις μας θα αποτελέσουν τη βάση του μέλλοντος (πώς λέμε «Cavafy est un poète ultra-moderne», κάπως έτσι), οπότε δε μας απασχολούν προς το παρόν.
Μ. Πέμπτη
Καμμία συγκίνηση στα ετεροχρονισμένα Πάθη, έτσι μπρος-πίσω που τα όρισαν και τα ανακάτωσαν οι σοφοί Πατέρες της Αγίας αλλά ενίοτε Μωρής (με την ‘κακή έννοια’, Γεώργιε) Εκκλησίας: Τον σταυρώναμε βράδυ Πέμπτης (ενώ κανονικά έτρωγε τα μάτσο μπρεντ, το γκεφίλτε ψάρι του – ή τι άλλο) κι εγώ έβλεπα έναν από τους εκατομμύρια κατάδικους που κάποια αρχή, κάποια αυθεντία, αποφασίζει να θανατώσει διά νόμου, φρικτά ή ανθρωπιστικά, συνοπτικά ή δίκαια· εγώ εκείνη την ώρα σκεφτόμουνα πως, οκέι, τα βασανιστήρια και η εκτέλεση του Κυρίου έχουνε νόημα, τι γίνεται όμως με τα υπόλοιπα, ξέρω γω, έντεκα εκατομμύρια θανατοποινίτες από καταβολής κρατικής οργάνωσης. Είναι δυνατόν η πολιτική δράση για δικαιοσύνη και ίσα δικαιώματα να μη γίνεται αντιληπτή ως πνευματικό έργο; Ε, δυστυχώς, είναι...
Μετά βγήκα από την εκκλησία και δυο τετράγωνα πιο κάτω ο αέρας μύριζε φούντα. Περπάτησα στην Αθήνα και ξαναένιωσα πόσο αγαπώ αυτή την πόλη. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος ωραίος για να τον αγαπάς. Βέβαια, η Αθήνα είναι και ωραία: η Ακρόπολη και οι δρόμοι και ο φωτισμένος ηλεκτρικός τη νύχτα, η τοιχογραφία-γκραφίτι φάτσα στο Γκάζι, οι προσόψεις της και ο κακότροπος και όμορφος κόσμος της πόλης – όσα ήδη ξέρετε.
Μ. Παρασκευή
Είμαι υπέρ του χωρισμού πίστης και όλων των άλλων μέσα μας, ας πούμε πως ο αέρας μου δίνει ζωή αλλά δεν είναι όλα αέρας. Αρνούμαι να μιλήσω για τον Θεό – αν ο Θεός είναι Θεός, δηλαδή ένα απόλυτα υπερβατικό Ον το οποίο (λέμε πως) ενδιαφέρεται για εμάς. Αρνούμαι να βάλω την παράμετρο 'πίστη' μέσα σε ζητήματα πολιτικής, επιστήμης, ηθικής, στοχασμού – αφού είναι και θα είναι εμβόλιμη (όταν δεν είναι υποβολιμιαία). Γενικά, η θρησκεία ως τελετές, καζουισμός-δικανισμός, συμβατική ηθική, σύστημα ιδεών-απόψεων και υπαρξιακή μυθολογία με αφήνει αδιάφορο ως άνθρωπο και πολύ εχθρικό ως σκεπτόμενο άνθρωπο. Έτσι με ενδιαφέρει μόνον η πίστη ως αποκάλυψη – αν υπάρχει τέτοιο στοιχείο. Τέλος πάντων.
Πάσχα
Διάβαζα για τον Συνέσιο, αρχαιότατο πατέρα της Εκκλησίας. Ο βίος του όαση καταλλαγής και ορθολογισμού (τζιζ, κακιά κουβέντα! Ζήτω ο Ζ φορ Ζουράρις) σε μία τερατωδώς ταραγμένη εποχή σφαγέων μοναχών και μουτζαχεντίν πατριαρχών, όπου οι εθνικοί γραπώνονται από υπολείμματα ανθρωπιάς κι ανεκτικότητας, άλλοι για να μη βουλιάξουν, άλλοι για να συμμετάσχουν στη διελκυστίνδα ξεσκίσματός τους παρέα με κάποιους χριστιανούς. Ο Συνέσιος, στην επιστολή 105 νομίζω, επιμένει: "θα ζήσω σαν άνθρωπος με τη γυναίκα μου, θα γράφω, θα διαβάζω – α, ναι, και δεν πιστεύω στην Ανάσταση".
Πολλοί χριστιανοί δεν πιστεύουν στην Ανάσταση. Δείτε τις εικόνες της Ανάστασης στη Δύση: λίγες και ακριβοθώρητες έως τον 19ο αιώνα· δείτε τις εικόνες της Ανάστασης στην +Ανατολή+ (ευλόγησον ή peace be upon it): η εις Άδου κάθοδος! Τι με ενδιαφέρει εμένα η κάθοδος του Κυρίου στο λίμπο των Καθολικών και των Άδη των Ορθοδόξων; Τι με νοιάζουν οι γκαραζόπορτες του Άδη που κανείς κλειδαράς των καταχθονίων δεν θα ξαναστήσει σε μεντεσέδες; Η απελευθέρωση, λέει, του Αδάμ. Οκέι. Εγώ; Πού είναι η εικονογραφία της ενσώματης Ανάστασης του Χριστού; Αυτουνού που σουλάτσερνε και κήρυττε κι έτρωγε κι έπινε 40 μέρες μετά κατά τας Γραφάς; Που είχε πληγές και σημάδια; Πού είναι το (αναστημένο) Σώμα (Του), ρεεεε;
Αλλά οι Χριστιανοί, ανατολικοδυτικοί, ανακάλυψαν το σώμα τον 19ο αιώνα. Γι’ αυτό και ατύχησαν. Too little, too late που λένε κι οι φονιάδες των λαών: είχαν προ πολλού προηγηθεί άλλοι.
Τρίτη 11 Απριλίου 2006
Land of Hope and Glory

Δευτέρα 10 Απριλίου 2006
Σοκολατοκουβέντες
Κάτι έχουνε κάνει στη Σεράνο και δεν έχει τη γεύση που είχε πάντα.
Αντίθετα, τα τέσσερα σοκολατάκια της ΙΟΝ, αμαρέττο, μόκα, νουγκατίνα (γιαμ) και πραλίνα, παραμένουν τα ίδια και υπέροχα.
Αντίθετα, τα τέσσερα σοκολατάκια της ΙΟΝ, αμαρέττο, μόκα, νουγκατίνα (γιαμ) και πραλίνα, παραμένουν τα ίδια και υπέροχα.
Τετάρτη 5 Απριλίου 2006
[Πάρτυ]
στον Alberich και την xilaren, και την ευγένειά τους
"[...]
Η Νατάσα έµενε κοντά στη στάση, απέναντι από το οµώνυµο πάρκο. Σκέφτηκα πως πρέπει να είναι απίστευτα µατσωµένη για να µπορεί να µένει σ’ αυτή την περιοχή, πράγµα που ξανασκέφτηκα εµφατικότατα µόλις είδα το ίδιο το σπίτι, µια φρεσκοβαµµένη καλοσυντηρηµένη βικτωριανή βίλλα, πανταχόθεν ελεύθερη φυσικά, µε ωραιότατη στέγη. Κοίτα ρε πού µένει ο φοιτητόκοσµος, όχι σαν εµάς µέσα στο πενταόροφο…
Το εσωτερικό και οι συστάσεις µε την Νατάσα µε γείωσαν αµέσως: το σπίτι το µοιράζονταν εφτά άτοµα παρακαλώ, συν ο γκόµενος της Νατάσας, από το Βανκούβερ, οκτώ. Έτσι έβγαινε και το νοίκι. Τώρα, όταν µε ξενάγησε η Νατάσα στο σπίτι, ξενέρωσα εντελώς: είχε ένα χωλάκι, δύο σαλόνια (πάνω-κάτω), µία σοφίτα (της Νατάσας και, ανεπισήµως, του Καναδού), πέντε υπνοδωµάτια και µία κουζίνα και ένα µπάνιο. Σαν σε Εστία, δηλαδή, άσε που κάποιος κοιµότανε στο σαλόνι, τον γνώρισα, ένας πανύψηλος µε ξυρισµένο κεφάλι και µια σκουλαρίκα από το πειρατικό του κάπταιν Τζίµυ. Φορούσε κάτι µπότες χρώµα σάπιο µήλο. Πάντως το πάρτι είχε ήδη ψιλοξεκινήσει, καθήσαµε µε την Εύη σε κάτι καρέκλες µε κόκκινη κεντητή ταπετσαρία και κουτσοµπολεύαµε τον κόσµο. Η Εύη ήτανε προπτυχιακή στο τελευταίο έτος και την κορόιδευα πάντα λέγοντάς της ότι θα µπορούσε να είναι κόρη µου, όµως εύστροφος άνθρωπος· απόψε πάντως έµοιαζε τελείως µε Λονδρέζα ξέκωλη, από αυτές που ούτε κυλότα δεν φοράνε, για καλύτερα, γρηγορότερα κι ευκολότερα… η Εύη µε βεβαίωσε πάντως ότι όσον αφορά τα εσώρουχα, η ίδια ήτανε σεµνά ντυµένη.
Πήραµε ποτά, βότκες µε τόνικ, ιδέα της Εύης. Γιατί βότκα τόνικ; Γιατί είναι η χρυσή τοµή µεταξύ βότκας πορτοκάλι (ποτό για άσχετους που κατά βάθος θέλουνε µια Ήβη µπλε) και τζιν µε τόνικ (ποτό για λείψανα). Τους δίσκους έπαιζε στο σαλόνι του ισογείου ο Έρνεστ ο από κάτω της Νατάσας (µιας γλυκύτατης Καλαµατιανής), ένας Ολλανδός που είχε όψη παστής ρέγκας, µάλλον αφυδατωµένος από τις κούτες έκστασυ που είχε πιει στα νιάτα του. Μουσική πάντως έπαιζε υπέροχη, πράγµατα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ή ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν: ατµοσφαιρικά πνευστά (φυσούσαν, έβρεχαν, ανάσαιναν, κροτάλιζαν, θρόιζαν) θεµελιωµένα πάνω σε πονηρούληδες ρυθµούς, έξυπνοι τεχνητοί ήχοι πλεγµένοι µε ακουστικά όργανα, φωνές µέσα από συνθεσάιζερ σαν λιτές ευθείες που συγκλίνουν στο άπειρο, άγνωστα όργανα που έβγαζαν έναν ήχο σαν να έριξες πετράδια πάνω σε γυαλί, κάτι κοµµάτια που έµοιαζαν απλώς µε βραχώδεις παραλίες …
[...]
Στο µεταξύ ερχόταν όλο και περισσότερος κόσµος κι εγώ αγχωνόµουν πού θα µπούν όλοι αυτοί, τι θα πιούνε και τι θα φάνε. Όµως το σπίτι ήτανε µεγάλο και ο καθένας έφερνε κι από κάτι (η Εύη είχε κουβαλήσει κεφτεδάκια και µία βότκα µολότωφ). ∆ιάφορες φάτσες ήταν αρκετά γνωστές, µάλλον από το Κολλέγιο µοιάζανε να είναι, τύποι που κοιτάς κατά λάθος κατάµατα ανεβαίνοντας τρέχοντας την σκάλα κι αυτοί αρπάζονται από το κιγκλίδωµα µήπως και τους κουτουλήσεις παίρνοντάς τους σβάρνα. Η Εύη είχε εξαφανιστεί ξαφνικά και την βρήκα στο χωλάκι, όπου µαζί µε την Νατάσα και την Νάγια (Ιταλίδα συγκάτοικο) ξεσκεπάζανε µε επισηµότητα αλουµινόχαρτα και ιδρωµένες χαρτοπετσέτες, αποκαλύπτοντας εδέσµατα, σαλάτες και πιλάφια, ενώ η µουσική άλλαζε σιγά σιγά. Η µυρωδιά του φαγητού και το κάλεσµα της Νατάσας «∆ε φουντ ιζ ρέντυ, έβρυ µπόντυ» σύναξε όλους όσους ήτανε διασκορπισµένοι από ’δω και από ’κει ψιλοκουβεντιάζοντας και πίνοντας τζάµπα οινοπνεύµατα. Επειδή φυσικά η σπαραγγόσουπα δεν επρόκειτο να µε πιάσει, µε τόσες συγκινήσεις και µε ήδη δύο βότκες τόνικ που έκαναν το στοµάχι µου να συστρέφεται, στιχήθηκα µε το πιάτο στο χέρι και περίµενα να δοκιµάσω.
Αφού φόρτωσα το πιάτο κι εφοδιάστηκα µε πολλές χαρτοπετσέτες για κάθε ενδεχόµενο, βρήκα έναν καναπέ τελείως άδειο, µια και ήµουν από τις πρώτες που πήγε στον µπουφέ, και θρονιάστηκα. ∆οκίµασα απ’ όλα κι επικέντρωσα το ενδιαφέρον µου σε έναν ταµπουλέ, κεφτεδάκια Εύης, τυροπιτάκια, τοννοσαλάτα, παραµελώντας το ριζότο και τις ψητές πατάτες. Καθώς µασούσα κοίταγα τον κόσµο γύρω µου συλλέγοντας φάτσα-ντάτα, που λέει κι ο φίλος µου ο Γιώργος
[...]
Τη ρώτησα πού είχε κρυφτεί, µού εξήγησε πως η Νατάσα τής έλεγε για µια περιπέτεια µε τον Κόλιν, άλλος συγκάτοικος αυτός: περπατούσανε στο Μπρίξτον και τους σταµάτησαν και βρήκανε δυο-τρία γραµµάρια στην τσέπη του Κόλιν και τους πήρανε στο τµήµα για επίπληξη κι υπόδειξη κι η Νατάσα είχε κάπως κοψοχολιάσει και πανικοβληθεί – αυτά συνέβησαν το προηγούµενο σαββατοκύριακο. Άρχισε να µού ψιλοπονάει και η κοιλιά µου.
«Αυτό που αναστάτωσε τη δόλια τη Νατάσα είναι ότι ο Κόλιν έχει αγοράσει κι άλλη φούντα και θα τη βγάλει απόψε. Έχει πανικοβληθεί παντελώς το χρυσό µου και πολύ σοβαρά µού έλεγε πως οι µπάτσοι που τούς έκαναν εξακρίβωση τούς έχουνε βάλει στο µάτι κι ότι µπορεί µέχρι κι απόψε να µπουκάρουν εδώ µέσα. Κι εγώ, Λίλα µου, προσπαθούσα να τής εξηγήσω πως αυτή εδώ η χώρα είναι, ανοργάνωτη, ένα κωλοχανείο του κερατά, κι ότι είναι αδύνατο των αδυνάτων να ενηµέρωσε το τµήµα στην άλλη άκρη το εδώ τµήµα για ένα ζευγάρι που κουβαλούσε δυο τσιγαράκια χασισάκι.»
[...]
Χορεύαµε συνέχεια σαν τρελές και σχεδόν αδιακρίτως τσιφτετελιάζαµε ο,τιδήποτε κι αν έπαιζε ο Έρνεστ ο τσίφτης και χορέψαµε πολλά και διάφορα κοµµάτια. Επειδή η τέταρτη βότκα κατέληξε η µισή στη µοκέτα, µαζί µε λάσπες και ποπκόρν και άλλες τροφές, όπως είδα όταν κοίταξα έντροµη προς τα κάτω, πήγα και γέµισα µία πέµπτη. Ο χορός καλά κρατούσε και σε κάποια φάση η Εύη µε έδειξε σαν να µε παρουσίαζε στο κοινό µου – αν και ο καθένας χόρευε για πάρτη του και δεν πτοούταν – και φώναξε ‘ζήτω η Γκιουµουλτζίνα! να ζήσει η Τουρκία!’· τη διαολόστειλα µε έµφαση και συνέχισα τον χορό µου σαν θραίσσα µαινάδα µε τη µαλακισµένη την Εύη πάντα απέναντί µου. Ο χορός συνεχιζόταν και όλες οι σκέψεις και οι µέριµνες και τα άγχη των τελευταίων ηµερών κυλούσανε µαζί µε τον ιδρώτα µέσα από τους πόρους µου προς εξάχνωση στην ατµόσφαιρα, που, ήδη βαρειά από τα τσιγάρα, µού έτσουζε τα µάτια. Ωραίο πράγµα ο χορός: καθαρή κίνηση, εικαστικός ρυθµός, ορατή µουσική. Κι ό,τι δεν είναι καθαρή µορφή και αρµονική κίνηση θολώνει και οσµώνεται µε όλα τα όµοιά του και δεν έχει σχήµα και ρυθµό.
Μετά από περίπου µια άνοιξη που µπορεί να κρατήσει για πάντα ή και για δύο καλοκαίρια, ο Έρνεστ έβαλε ένα τελείως παράξενο κοµµάτι, έµοιαζε µε κλασσικό κοµµάτι διασκευασµένο µε µπιτ· και κόπηκα αµέσως. Σταµάτησα ακίνητη κι έµεινα το σταθερό σηµείο µέσα στην κίνηση Μπράουν ολόγυρά µου.
«Yo Ernest, what da fuck is dis?», φώναξα µε τις διαλεκτικές ικανότητες που µού έδινε τώρα η έκτη βότκα («δεν πρέπει να ανακατέψουµε τα ποτά, Λίλα χρυσό µου»).
«Το Sanctus από τη λειτουργία σε ha-moll του Μπαχ, διασκευασµένο από κλώνο του κυρίου William Orbit» ακούστηκε µια φωνή δίπλα µου. Πάλι αυτός. Τον ευχαρίστησα όσο πιο ψυχρά µού επέτρεπε το γελοίο της κατάστασης και η ιλαρή µατιά προς τον κόσµο που χαρίζει το οινόπνευµα. Κι έτσι τον ρώτησα αν σπουδάζει µουσική εδώ στο Λονδίνο.
[...]
«Τι θα πει ha-moll, Μάρτιν;»
«Εε, κάτσε να δεις, B minor.»
«∆ηλαδή;»
«Si minore.»
«Κατάλαβα.» Πολύγλωσσος. «Από πού είσαι;»
«Γερµανία. Εσύ είσαι Ελληνίδα.»
«Πού το κατάλαβες;»
«Ε, η δουλειά µας. Άσε που φωνάζετε και χαλάτε τον κόσµο… κι έχεις κι ελληνική µύτη.»
Το βορειοευρωπαϊκό φλέγµα συναντάει τον νεοκλασσικισµό, ρε άει στο διάολο. Κι είναι όµως καλό να έχεις ελληνική µύτη; Ελληνική µύτη όπως η Κνιδία Αφροδίτη και η Αθηνά του Πειραιώς ή όπως η Παξινού, η Μελίνα κι η Ειρήνη Παππά; Τι να τού πω κι εγώ:
« Τι λέει λοιπόν ο Μπαχ που ακούµε;»
«Sanctus Sanctus Sanctus Dominus Deus Sabaoth, pleni sunt caeli et terra gloria tua. Hosanna in excelsis. Είναι κάτι που ακούς στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας.»
«Α, µάλιστα.» Είναι και µισσιονάριος, ο εξυπνάκιας, Αλβέρτος Σβάιτσερ, πάνω που νόµιζα πως έβγαλα γκόµενο στο πάρτι. Μού έδωσε και τη µετάφραση του ύµνου καθώς προχωρούσαµε προς τον κήπο, όπου είδα πως είχανε βρει καταφύγιο πολλοί ξαναµµένοι από την ζέστη και τα τοιαύτα. Η µουσική που ερχόταν από µέσα, στο µεταξύ, ακουγότανε ξαφνικά να είναι τελείως χάλια – µπας κι έπαθε ξαφνικά κανα εγκεφαλικό ο Έρνεστ και δεν ξέρει τι βάζει; – κι έτσι, εντάξει, ας τα πούµε µε τον Γερµαναρά στον καηµένο τον αφρόντιστο κήπο. Η κοιλιά µου στο µεταξύ πονούσε πιο έντονα τώρα.
«Που λες, Μάρτιν, στα ελληνικά µόνον για σάς και τους Τούρκους έχουµε υπερθετικούς.»
«Υπερθετικούς; τι εννοείς;»
«Μµµ, όπως στα ιταλικά, εεε: stella - stellone, barba - barbone.»
«Α, εννοείς µεγεθυντικά.» Γαµώ το! «Πολύ ενδιαφέρον! Για πες µου πώς είναι ο µεγάλος
Γερµανός λοιπόν;»
«Γερµαναράς.»
«Πώς;»
«Γερµαναράς!» φώναξα. Μαλάκα εξυπνάκια.
«Γιέρ-µαν-άρας.” επανέλαβε σχεδόν γελώντας. «Α, Germania.»
[...]
Όσο για τους σποραδικούς πόνους, βεβαίως µού ερχόταν περίοδος, ευτυχώς παρά τη γενικότερη ζαλάδα το συνειδητοποίησα και, αφού βρήκα την τσάντα µου κάτω από στοίβες πανωφόρια και άλλες τσάντες κατευθύνθηκα στην τουαλέτα. Η τουαλέτα ήτανε καταπληκτική, µε υπέροχα είδη υγιεινής, έναν πελώριο καθρέφτη και µια µπανιέρα µε ποδαράκια πάνω σε ένα χαµηλό βάθρο. Είχε και δύο πολύ όµορφες καρέκλες, ντουζιέρα κι έναν τεράστιο νιπτήρα κοχύλι. Οι οκτώ ένοικοι του σπιτιού, οι νυν κι οι προηγούµενοι, δεν φαίνονταν να έχουνε προκαλέσει σοβαρές φθορές ή και δολιοφθορές σε αυτό το παραµυθένιο λουτρό. Περίεργο, σκεφτόµουν αλλάζοντας, ποιος φτιάχνει ένα τέτοιο µπάνιο σε σπίτι που νοικιάζεται από φοιτητές; Προφανώς αυτό µέχρι πρόσφατα ήταν οικογενειακό σπίτι και πουλήθηκε κοψοχρονιά και ο καινούργιος ιδιοκτήτης του το έχει προς εκµετάλλευση. Ναι, έτσι εξηγείται.
Καθώς χτενιζόµουνα, συνειδητοποίησα ωστόσο πως, παρότι ήτανε µεγάλο και στενόµακρο, εξου κι ο καθρέφτης, το µπάνιο ήταν ιλιγγιωδώς ψηλοτάβανο. Με το µάτι υπολόγισα πως, παρότι ήµουνα στο ισόγειο, το ταβάνι του µπάνιου ήτανε το ταβάνι του δευτέρου ορόφου. Αυτή η ανεξήγητη δυσαναλογία, η υπερτροφία της κατακορύφου, µε ενόχλησε και µε τάραξε, µου δηµιούργησε αγωνία και ίλιγγο, λες και το µπάνιο ήτανε ένα κελλί επιστηµονικής φαντασίας και σε λίγο θα έπεφτα µε φόρα προς τα πάνω, προς το ταβάνι δυο ορόφους πάνω. ∆εν άντεξα τη θέα αυτού του µακρινού ταβανιού, τόσο ψηλά πάνω από το κεφάλι µου και ένιωσα ίλιγγο.
Ζαλίστηκα. Παρότι προσπαθούσα να µην κοιτάω προς τα πάνω, έκανα τελικά εµετό µέσα στην φιλόκαλη λεκάνη, έπλυνα το πρόσωπό µου, ξαναβάφτηκα κι ανασυνταγµένη έκλεισα την πόρτα πίσω µου και πήγα να βρω τον Μάρτιν στον κήπο.
[...]
«Σάς είδα που φλερτάρατε, αχ τα χρυσά µου!»
Ανατρίχιασα που µίλαγε σαν θείτσα αλλά τι να τής λέω πάλι· «Μπα, εγκυκλοπαιδική συζήτηση είχαµε ανοίξει, µού έλεγε για κάτι γλωσσικά δέντρα. Εσύ πώς περνάς;»
«Χόρευα µέχρι πριν από λίγο, ήρθα να πιω λίγο νερό. Πού είναι τώρα ο ξανθός;»
«∆εν ξέρω, τον έχασα όταν πήγα στην τουαλέτα.»
«Μάλιστα. Κοίτα, στο πάνω σαλόνι έχει µαζευτεί το µισό πάρτι – δεν παρατήρησες πώς ξαφνικά αραιώσαµε; – και καπνίζουν κάτι joints. Πάµε πάνω κι εµείς;»
«Ρε συ εγώ δεν χρειάζοµαι ουσίες για να φτιαχτώ…»
«Γι’ αυτό έχεις πιει µισό βυτιοφόρο βότκα;»
«Εννοώ πως εγώ µπορώ να φτιάχνοµαι µόνη µου, απλώς ανασαίνοντας τον βραδινό αέρα και χορεύοντας στον δρόµο. Όταν ερχόµουνα να σε βρω…»
«Καλά, πριν µάς τραγουδήσεις τη Μαίρη Πόππινς, να σού πω ότι µ’ αυτά που λες µπορώ να σε διαγνώσω ως κυκλοθυµική…»
«Πάρε µωρή πρώτα το πτυχίο και µετά κάνεις και τη διάγνωση, το κέρατό µου.»
Βγάλαµε η µια στην άλλη τη γλώσσα και ανεβήκαµε την υπέροχη ξύλινη σκάλα µε το κόκκινο χαλί της στερεωµένο στην εσοχή κάθε σκαλοπατιού µε µπρούτζινα κιγκλιδωµατάκια. Τα πλανερά φύλλα της καννάβεως τα πρωτοδοκίµασα σε σπανακόρυζο της γιαγιάς µιας συµµαθήτριας. Μετά κάπνισα µερικά κιόλας στη Σαλονίκη και µετά ξανά σε µια εκδροµή στην Ολλανδία τον Μάιο, αλλά προς το παρόν δεν έχω ολισθήσει προς τα σκληρά, όπως υποτίθεται ότι είναι η νοµοτέλεια των ναρκωτικών. Μάλλον είµαι από αυτούς που δεν τους πιάνει, ποτέ δεν έχω νιώσει κι εγώ τη µαστούρα. Οι φανατικοί του εν λόγω λαχανικού επιµένουν πως αυτό συµβαίνει γιατί ποτέ δεν έχω χαλαρώσει πριν καπνίσω για να µπορέσω να δηµιουργήσω την κατάλληλη διάθεση. Όµως αν χρειάζεται να αυτοϋποβληθώ για να φτιαχτώ, φτιάχνοµαι και µόνη µου τραγουδώντας της Μαργαρίτας το αλωνάκι χωρίς να σκάω τις ωραίες µου λίρες στον τύπο µε το υπεραιωνόβιο πουλόβερ και το σκουριασµένο ταχυδροµικό ποδήλατο που κάθε τόσο κάνει βράδυνες επισκέψεις στο δωµάτιο δορυφορικής τηλεόρασης του Cattermole House, του ενδόξου ερειπίου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, γεµάτου µνήµες και αγαθές προθέσεις, αρχιτεκτονικά ιδανικά που χάθηκαν από ετήσιο προϋπολογισµό σε ετήσιο προϋπολογισµό.
Στο µεταξύ είχαµε µπει µέσα στον τεκέ, πώς µυρίζει έτσι αυτό το πράµα, σαν πολυκαιρισµένο µάλλινο, ιδρωµένο ξανά και ξανά και άπλυτο. Ο κύκλος των ινδιάνων στο πάτωµα άνοιξε και καθήσαµε µε την Εύη, µερικοί χαµογέλασαν καλωσορίζοντάς µας, άλλοι ξεκαρδίστηκαν απλώς. Όλα στο πρόγραµµα, no offence. Α, να κι ο Έρνεστ, γι’ αυτό κι είχε αλλάξει η µουσική απότοµα όταν ήµουνα στον κήπο µε τον Μάρτιν. Πού είναι η αφεντιά του; Η συζήτηση ήτανε φυσικά µαστουροκουβέντα, όλες οι φυλές της γης µε τεχνητά και εξαρθρωµένα αγγλικά µοιραζόντουσαν τις εµπειρίες τους από ταξίδια, αεροδρόµια, βαπόρια, ωτοστόπ και νερό δυσεντερίας στο Κάιρο. Η µουσική που έβγαινε από ένα µικρό στέρεο ήτανε το Abbey Road – µπήκαµε στο δωµάτιο µεταξύ Come Together και Something. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και κάποια στιγµή σίγουρα θα έβγαινε κανένας γείτονας να µάς τραγουδήσει, αφού τα γέλια έδιναν κι έπαιρναν. Ο µπάφος έφτασε στην Εύη κι αυτή τράβηξε µια τζούρα µε µια έκφραση Σαρτρ µε το Γκωλουάζ στο χέρι, καθώς εµπνέεται την ιδέα για το Μηδέν και τη Φούντα. Τρεις ινδιάνους δεξιά της καθόταν ένας λιγδερός µούσιας µε πράσινα µάτια και ένακόκκινο φουλάρι Νίκος Παπάζογλου στο λαιµό. Η σκέψη πως θα έπρεπε να κάνω τζούρα από τσιγάρο που είχε περάσει απ’ αυτόνε µε αποκαρδίωσε – κι έτσι το πέρασα κατευθείαν στ’ αριστερά µου χωρίς να τραβήξω.
Τρεις γύρες µετά, άκαρπες κι οι τρεις για µένα, αφού ο µούσιας προθυµότατα ρούφαγε τζούρες, κι οι ιστορίες για κράχτες, τελωνειακούς κι αγρίους συνεχίζονταν. Ο Κόλιν µάς έλεγε τώρα γελώντας για όταν γύριζε από το Νεπάλ πέρσι µε µια εταιρία που δεν την ήξεραν ούτε οι αεροσυνοδοί της κι ότι ένιωσε πως το αεροπλάνο έκανε σαφέστατα περισσότερη ώρα να ξεκολλήσει από τον διάδροµο του Κατµαντού απ’ ό,τι θα ’πρεπε κι ότι ήταν ο µόνος που το κατάλαβε και πανικοβλήθηκε. Συµπαθέστατο, όλοι γέλασαν µε την παντοµίµα της παλάµης του µε τον αντίχειρά τεντωµένο που δεν έλεγε να σηκωθεί από το χαλί. Η θεά που είχα δει στην αρχή του πάρτι, η κατάλευκη µε τα στιλπνά µαλλιά, σηκώθηκε και βγήκε από το δωµάτιο, δυο τύποι που όταν µπήκα ήτανε ψαρωµένοι, τώρα ήταν κι αυτοί υπό την επήρεια και άρχισαν να χαχανίζουν µε µια καθυστέρηση µισής φάσης. Η θεά γύρισε µετά από λίγο µε έναν ναργιλέ. Ωχ. Η ώρα πέρναγε, το Abbey Road είχε προπολλού τελειώσει, είχε αλλαχτεί µετά από σιωπή δύο, πέντε, δεκατριών λεπτών και οι ιστορίες γινόντουσαν όλο και πιο µινιµαλιστικά αστείες. Τα γέλια γινόντουσαν πιο δυνατά και πιο συχνά, ο κύκλος των ινδιάνων είχε σπάσει και µερικοί ζητούσαν να τους φέρνουνε τον ναργιλέ στον τόπο της ύπτιας αναπαύσεώς τους, πράγµα καµµιά φορά δύσκολο – άντε να σηκώνεσαι τώρα, και ούτω καθεξής. Μέσα σ’ όλους αυτούς που την είχαν ακούσει στερεοφωνικώς ήµουν η µόνη ξενέρωτη και βαριόµουν, η νηφαλιότητα είναι κακός σύµβουλος σε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιοι κιόλας είχαν σταµατήσει να συµµετέχουνε στον διάλογο του ελαχίστου, ασυµπτωτικά µηδενικού, κι απλώς γλαρωµένοι και χαµογελαστοί κουτούλαγαν και πότε-πότε µούγκριζαν. Η Εύη είχε λαγοκοιµηθεί πάνω στην κοιλιά κάποιου άσχετου, κι ας λεν ότι η κάνναβις είναι αφροδισιακή. Σε τέτοιες φάσεις η συµµετοχή είναι το παν, κι εγώ δεν είχα την δυνατότητα. Ευτυχώς, είχα πάρει κανα-δυο ψυχαναγκαστικά δυνατές ρουφηξιές από τον ναργιλέ και αυτό δρούσε σαν αποτελεσµατικό παυσίπονο στο υπό κατάρρευση ενδοµήτριό µου – που λέει κι ο ∆ρακούλης ο γυναικολόγος. Βγήκα άπρακτη από το δωµάτιο µε την όραση οξυµένη, µπορούσα να διακρίνω τα µοτίβα πάνω στο ξεθωριασµένο κόκκινο χαλί της σκάλας µε θαυµαστή ακρίβεια και οξυδέρκεια. Στη βάση της σκάλας, αντίκρισα σχετική ερηµιά. Ένιωθα ελαφριά καθώς κατέβαινα την σκάλα, µάλλον µ’ έπιασε κάπως το πράµα το καλό, λοιπόν. Στον νου µου είχανε προσκολληθεί ασυνάρτητες λέξεις: Ποδοκάταρο, αΐδιος, κροκίδωση, Ιόλαος, βάρθακας, άνωση, perpendicolarmente, στροβιλορόδακας, κρηπίδωµα. Έφτασα µε ασφάλεια στο ισόγειο και αντίκρισα ερήµωση. Στάθηκα στην πόρτα του κήπου και στον κήπο ήτανε τρεις κι ο κούκος. Πρέπει να έµεινα εκεί περίπου κανα πεντάλεπτο, ίσως παραπάνω, ώσπου άκουσα την φωνή του Μάρτιν δυνατή σαν σάλπιγγα πίσω µου· και στράφηκα πίσω µου και τον είδα ωραίο κι ολόφωτο.
«Άργησες στην τουαλέτα, ε;»
[...]"
"[...]
Η Νατάσα έµενε κοντά στη στάση, απέναντι από το οµώνυµο πάρκο. Σκέφτηκα πως πρέπει να είναι απίστευτα µατσωµένη για να µπορεί να µένει σ’ αυτή την περιοχή, πράγµα που ξανασκέφτηκα εµφατικότατα µόλις είδα το ίδιο το σπίτι, µια φρεσκοβαµµένη καλοσυντηρηµένη βικτωριανή βίλλα, πανταχόθεν ελεύθερη φυσικά, µε ωραιότατη στέγη. Κοίτα ρε πού µένει ο φοιτητόκοσµος, όχι σαν εµάς µέσα στο πενταόροφο…
Το εσωτερικό και οι συστάσεις µε την Νατάσα µε γείωσαν αµέσως: το σπίτι το µοιράζονταν εφτά άτοµα παρακαλώ, συν ο γκόµενος της Νατάσας, από το Βανκούβερ, οκτώ. Έτσι έβγαινε και το νοίκι. Τώρα, όταν µε ξενάγησε η Νατάσα στο σπίτι, ξενέρωσα εντελώς: είχε ένα χωλάκι, δύο σαλόνια (πάνω-κάτω), µία σοφίτα (της Νατάσας και, ανεπισήµως, του Καναδού), πέντε υπνοδωµάτια και µία κουζίνα και ένα µπάνιο. Σαν σε Εστία, δηλαδή, άσε που κάποιος κοιµότανε στο σαλόνι, τον γνώρισα, ένας πανύψηλος µε ξυρισµένο κεφάλι και µια σκουλαρίκα από το πειρατικό του κάπταιν Τζίµυ. Φορούσε κάτι µπότες χρώµα σάπιο µήλο. Πάντως το πάρτι είχε ήδη ψιλοξεκινήσει, καθήσαµε µε την Εύη σε κάτι καρέκλες µε κόκκινη κεντητή ταπετσαρία και κουτσοµπολεύαµε τον κόσµο. Η Εύη ήτανε προπτυχιακή στο τελευταίο έτος και την κορόιδευα πάντα λέγοντάς της ότι θα µπορούσε να είναι κόρη µου, όµως εύστροφος άνθρωπος· απόψε πάντως έµοιαζε τελείως µε Λονδρέζα ξέκωλη, από αυτές που ούτε κυλότα δεν φοράνε, για καλύτερα, γρηγορότερα κι ευκολότερα… η Εύη µε βεβαίωσε πάντως ότι όσον αφορά τα εσώρουχα, η ίδια ήτανε σεµνά ντυµένη.
Πήραµε ποτά, βότκες µε τόνικ, ιδέα της Εύης. Γιατί βότκα τόνικ; Γιατί είναι η χρυσή τοµή µεταξύ βότκας πορτοκάλι (ποτό για άσχετους που κατά βάθος θέλουνε µια Ήβη µπλε) και τζιν µε τόνικ (ποτό για λείψανα). Τους δίσκους έπαιζε στο σαλόνι του ισογείου ο Έρνεστ ο από κάτω της Νατάσας (µιας γλυκύτατης Καλαµατιανής), ένας Ολλανδός που είχε όψη παστής ρέγκας, µάλλον αφυδατωµένος από τις κούτες έκστασυ που είχε πιει στα νιάτα του. Μουσική πάντως έπαιζε υπέροχη, πράγµατα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ή ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν: ατµοσφαιρικά πνευστά (φυσούσαν, έβρεχαν, ανάσαιναν, κροτάλιζαν, θρόιζαν) θεµελιωµένα πάνω σε πονηρούληδες ρυθµούς, έξυπνοι τεχνητοί ήχοι πλεγµένοι µε ακουστικά όργανα, φωνές µέσα από συνθεσάιζερ σαν λιτές ευθείες που συγκλίνουν στο άπειρο, άγνωστα όργανα που έβγαζαν έναν ήχο σαν να έριξες πετράδια πάνω σε γυαλί, κάτι κοµµάτια που έµοιαζαν απλώς µε βραχώδεις παραλίες …
[...]
Στο µεταξύ ερχόταν όλο και περισσότερος κόσµος κι εγώ αγχωνόµουν πού θα µπούν όλοι αυτοί, τι θα πιούνε και τι θα φάνε. Όµως το σπίτι ήτανε µεγάλο και ο καθένας έφερνε κι από κάτι (η Εύη είχε κουβαλήσει κεφτεδάκια και µία βότκα µολότωφ). ∆ιάφορες φάτσες ήταν αρκετά γνωστές, µάλλον από το Κολλέγιο µοιάζανε να είναι, τύποι που κοιτάς κατά λάθος κατάµατα ανεβαίνοντας τρέχοντας την σκάλα κι αυτοί αρπάζονται από το κιγκλίδωµα µήπως και τους κουτουλήσεις παίρνοντάς τους σβάρνα. Η Εύη είχε εξαφανιστεί ξαφνικά και την βρήκα στο χωλάκι, όπου µαζί µε την Νατάσα και την Νάγια (Ιταλίδα συγκάτοικο) ξεσκεπάζανε µε επισηµότητα αλουµινόχαρτα και ιδρωµένες χαρτοπετσέτες, αποκαλύπτοντας εδέσµατα, σαλάτες και πιλάφια, ενώ η µουσική άλλαζε σιγά σιγά. Η µυρωδιά του φαγητού και το κάλεσµα της Νατάσας «∆ε φουντ ιζ ρέντυ, έβρυ µπόντυ» σύναξε όλους όσους ήτανε διασκορπισµένοι από ’δω και από ’κει ψιλοκουβεντιάζοντας και πίνοντας τζάµπα οινοπνεύµατα. Επειδή φυσικά η σπαραγγόσουπα δεν επρόκειτο να µε πιάσει, µε τόσες συγκινήσεις και µε ήδη δύο βότκες τόνικ που έκαναν το στοµάχι µου να συστρέφεται, στιχήθηκα µε το πιάτο στο χέρι και περίµενα να δοκιµάσω.
Αφού φόρτωσα το πιάτο κι εφοδιάστηκα µε πολλές χαρτοπετσέτες για κάθε ενδεχόµενο, βρήκα έναν καναπέ τελείως άδειο, µια και ήµουν από τις πρώτες που πήγε στον µπουφέ, και θρονιάστηκα. ∆οκίµασα απ’ όλα κι επικέντρωσα το ενδιαφέρον µου σε έναν ταµπουλέ, κεφτεδάκια Εύης, τυροπιτάκια, τοννοσαλάτα, παραµελώντας το ριζότο και τις ψητές πατάτες. Καθώς µασούσα κοίταγα τον κόσµο γύρω µου συλλέγοντας φάτσα-ντάτα, που λέει κι ο φίλος µου ο Γιώργος
[...]
Τη ρώτησα πού είχε κρυφτεί, µού εξήγησε πως η Νατάσα τής έλεγε για µια περιπέτεια µε τον Κόλιν, άλλος συγκάτοικος αυτός: περπατούσανε στο Μπρίξτον και τους σταµάτησαν και βρήκανε δυο-τρία γραµµάρια στην τσέπη του Κόλιν και τους πήρανε στο τµήµα για επίπληξη κι υπόδειξη κι η Νατάσα είχε κάπως κοψοχολιάσει και πανικοβληθεί – αυτά συνέβησαν το προηγούµενο σαββατοκύριακο. Άρχισε να µού ψιλοπονάει και η κοιλιά µου.
«Αυτό που αναστάτωσε τη δόλια τη Νατάσα είναι ότι ο Κόλιν έχει αγοράσει κι άλλη φούντα και θα τη βγάλει απόψε. Έχει πανικοβληθεί παντελώς το χρυσό µου και πολύ σοβαρά µού έλεγε πως οι µπάτσοι που τούς έκαναν εξακρίβωση τούς έχουνε βάλει στο µάτι κι ότι µπορεί µέχρι κι απόψε να µπουκάρουν εδώ µέσα. Κι εγώ, Λίλα µου, προσπαθούσα να τής εξηγήσω πως αυτή εδώ η χώρα είναι, ανοργάνωτη, ένα κωλοχανείο του κερατά, κι ότι είναι αδύνατο των αδυνάτων να ενηµέρωσε το τµήµα στην άλλη άκρη το εδώ τµήµα για ένα ζευγάρι που κουβαλούσε δυο τσιγαράκια χασισάκι.»
[...]
Χορεύαµε συνέχεια σαν τρελές και σχεδόν αδιακρίτως τσιφτετελιάζαµε ο,τιδήποτε κι αν έπαιζε ο Έρνεστ ο τσίφτης και χορέψαµε πολλά και διάφορα κοµµάτια. Επειδή η τέταρτη βότκα κατέληξε η µισή στη µοκέτα, µαζί µε λάσπες και ποπκόρν και άλλες τροφές, όπως είδα όταν κοίταξα έντροµη προς τα κάτω, πήγα και γέµισα µία πέµπτη. Ο χορός καλά κρατούσε και σε κάποια φάση η Εύη µε έδειξε σαν να µε παρουσίαζε στο κοινό µου – αν και ο καθένας χόρευε για πάρτη του και δεν πτοούταν – και φώναξε ‘ζήτω η Γκιουµουλτζίνα! να ζήσει η Τουρκία!’· τη διαολόστειλα µε έµφαση και συνέχισα τον χορό µου σαν θραίσσα µαινάδα µε τη µαλακισµένη την Εύη πάντα απέναντί µου. Ο χορός συνεχιζόταν και όλες οι σκέψεις και οι µέριµνες και τα άγχη των τελευταίων ηµερών κυλούσανε µαζί µε τον ιδρώτα µέσα από τους πόρους µου προς εξάχνωση στην ατµόσφαιρα, που, ήδη βαρειά από τα τσιγάρα, µού έτσουζε τα µάτια. Ωραίο πράγµα ο χορός: καθαρή κίνηση, εικαστικός ρυθµός, ορατή µουσική. Κι ό,τι δεν είναι καθαρή µορφή και αρµονική κίνηση θολώνει και οσµώνεται µε όλα τα όµοιά του και δεν έχει σχήµα και ρυθµό.
Μετά από περίπου µια άνοιξη που µπορεί να κρατήσει για πάντα ή και για δύο καλοκαίρια, ο Έρνεστ έβαλε ένα τελείως παράξενο κοµµάτι, έµοιαζε µε κλασσικό κοµµάτι διασκευασµένο µε µπιτ· και κόπηκα αµέσως. Σταµάτησα ακίνητη κι έµεινα το σταθερό σηµείο µέσα στην κίνηση Μπράουν ολόγυρά µου.
«Yo Ernest, what da fuck is dis?», φώναξα µε τις διαλεκτικές ικανότητες που µού έδινε τώρα η έκτη βότκα («δεν πρέπει να ανακατέψουµε τα ποτά, Λίλα χρυσό µου»).
«Το Sanctus από τη λειτουργία σε ha-moll του Μπαχ, διασκευασµένο από κλώνο του κυρίου William Orbit» ακούστηκε µια φωνή δίπλα µου. Πάλι αυτός. Τον ευχαρίστησα όσο πιο ψυχρά µού επέτρεπε το γελοίο της κατάστασης και η ιλαρή µατιά προς τον κόσµο που χαρίζει το οινόπνευµα. Κι έτσι τον ρώτησα αν σπουδάζει µουσική εδώ στο Λονδίνο.
[...]
«Τι θα πει ha-moll, Μάρτιν;»
«Εε, κάτσε να δεις, B minor.»
«∆ηλαδή;»
«Si minore.»
«Κατάλαβα.» Πολύγλωσσος. «Από πού είσαι;»
«Γερµανία. Εσύ είσαι Ελληνίδα.»
«Πού το κατάλαβες;»
«Ε, η δουλειά µας. Άσε που φωνάζετε και χαλάτε τον κόσµο… κι έχεις κι ελληνική µύτη.»
Το βορειοευρωπαϊκό φλέγµα συναντάει τον νεοκλασσικισµό, ρε άει στο διάολο. Κι είναι όµως καλό να έχεις ελληνική µύτη; Ελληνική µύτη όπως η Κνιδία Αφροδίτη και η Αθηνά του Πειραιώς ή όπως η Παξινού, η Μελίνα κι η Ειρήνη Παππά; Τι να τού πω κι εγώ:
« Τι λέει λοιπόν ο Μπαχ που ακούµε;»
«Sanctus Sanctus Sanctus Dominus Deus Sabaoth, pleni sunt caeli et terra gloria tua. Hosanna in excelsis. Είναι κάτι που ακούς στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας.»
«Α, µάλιστα.» Είναι και µισσιονάριος, ο εξυπνάκιας, Αλβέρτος Σβάιτσερ, πάνω που νόµιζα πως έβγαλα γκόµενο στο πάρτι. Μού έδωσε και τη µετάφραση του ύµνου καθώς προχωρούσαµε προς τον κήπο, όπου είδα πως είχανε βρει καταφύγιο πολλοί ξαναµµένοι από την ζέστη και τα τοιαύτα. Η µουσική που ερχόταν από µέσα, στο µεταξύ, ακουγότανε ξαφνικά να είναι τελείως χάλια – µπας κι έπαθε ξαφνικά κανα εγκεφαλικό ο Έρνεστ και δεν ξέρει τι βάζει; – κι έτσι, εντάξει, ας τα πούµε µε τον Γερµαναρά στον καηµένο τον αφρόντιστο κήπο. Η κοιλιά µου στο µεταξύ πονούσε πιο έντονα τώρα.
«Που λες, Μάρτιν, στα ελληνικά µόνον για σάς και τους Τούρκους έχουµε υπερθετικούς.»
«Υπερθετικούς; τι εννοείς;»
«Μµµ, όπως στα ιταλικά, εεε: stella - stellone, barba - barbone.»
«Α, εννοείς µεγεθυντικά.» Γαµώ το! «Πολύ ενδιαφέρον! Για πες µου πώς είναι ο µεγάλος
Γερµανός λοιπόν;»
«Γερµαναράς.»
«Πώς;»
«Γερµαναράς!» φώναξα. Μαλάκα εξυπνάκια.
«Γιέρ-µαν-άρας.” επανέλαβε σχεδόν γελώντας. «Α, Germania.»
[...]
Όσο για τους σποραδικούς πόνους, βεβαίως µού ερχόταν περίοδος, ευτυχώς παρά τη γενικότερη ζαλάδα το συνειδητοποίησα και, αφού βρήκα την τσάντα µου κάτω από στοίβες πανωφόρια και άλλες τσάντες κατευθύνθηκα στην τουαλέτα. Η τουαλέτα ήτανε καταπληκτική, µε υπέροχα είδη υγιεινής, έναν πελώριο καθρέφτη και µια µπανιέρα µε ποδαράκια πάνω σε ένα χαµηλό βάθρο. Είχε και δύο πολύ όµορφες καρέκλες, ντουζιέρα κι έναν τεράστιο νιπτήρα κοχύλι. Οι οκτώ ένοικοι του σπιτιού, οι νυν κι οι προηγούµενοι, δεν φαίνονταν να έχουνε προκαλέσει σοβαρές φθορές ή και δολιοφθορές σε αυτό το παραµυθένιο λουτρό. Περίεργο, σκεφτόµουν αλλάζοντας, ποιος φτιάχνει ένα τέτοιο µπάνιο σε σπίτι που νοικιάζεται από φοιτητές; Προφανώς αυτό µέχρι πρόσφατα ήταν οικογενειακό σπίτι και πουλήθηκε κοψοχρονιά και ο καινούργιος ιδιοκτήτης του το έχει προς εκµετάλλευση. Ναι, έτσι εξηγείται.
Καθώς χτενιζόµουνα, συνειδητοποίησα ωστόσο πως, παρότι ήτανε µεγάλο και στενόµακρο, εξου κι ο καθρέφτης, το µπάνιο ήταν ιλιγγιωδώς ψηλοτάβανο. Με το µάτι υπολόγισα πως, παρότι ήµουνα στο ισόγειο, το ταβάνι του µπάνιου ήτανε το ταβάνι του δευτέρου ορόφου. Αυτή η ανεξήγητη δυσαναλογία, η υπερτροφία της κατακορύφου, µε ενόχλησε και µε τάραξε, µου δηµιούργησε αγωνία και ίλιγγο, λες και το µπάνιο ήτανε ένα κελλί επιστηµονικής φαντασίας και σε λίγο θα έπεφτα µε φόρα προς τα πάνω, προς το ταβάνι δυο ορόφους πάνω. ∆εν άντεξα τη θέα αυτού του µακρινού ταβανιού, τόσο ψηλά πάνω από το κεφάλι µου και ένιωσα ίλιγγο.
Ζαλίστηκα. Παρότι προσπαθούσα να µην κοιτάω προς τα πάνω, έκανα τελικά εµετό µέσα στην φιλόκαλη λεκάνη, έπλυνα το πρόσωπό µου, ξαναβάφτηκα κι ανασυνταγµένη έκλεισα την πόρτα πίσω µου και πήγα να βρω τον Μάρτιν στον κήπο.
[...]
«Σάς είδα που φλερτάρατε, αχ τα χρυσά µου!»
Ανατρίχιασα που µίλαγε σαν θείτσα αλλά τι να τής λέω πάλι· «Μπα, εγκυκλοπαιδική συζήτηση είχαµε ανοίξει, µού έλεγε για κάτι γλωσσικά δέντρα. Εσύ πώς περνάς;»
«Χόρευα µέχρι πριν από λίγο, ήρθα να πιω λίγο νερό. Πού είναι τώρα ο ξανθός;»
«∆εν ξέρω, τον έχασα όταν πήγα στην τουαλέτα.»
«Μάλιστα. Κοίτα, στο πάνω σαλόνι έχει µαζευτεί το µισό πάρτι – δεν παρατήρησες πώς ξαφνικά αραιώσαµε; – και καπνίζουν κάτι joints. Πάµε πάνω κι εµείς;»
«Ρε συ εγώ δεν χρειάζοµαι ουσίες για να φτιαχτώ…»
«Γι’ αυτό έχεις πιει µισό βυτιοφόρο βότκα;»
«Εννοώ πως εγώ µπορώ να φτιάχνοµαι µόνη µου, απλώς ανασαίνοντας τον βραδινό αέρα και χορεύοντας στον δρόµο. Όταν ερχόµουνα να σε βρω…»
«Καλά, πριν µάς τραγουδήσεις τη Μαίρη Πόππινς, να σού πω ότι µ’ αυτά που λες µπορώ να σε διαγνώσω ως κυκλοθυµική…»
«Πάρε µωρή πρώτα το πτυχίο και µετά κάνεις και τη διάγνωση, το κέρατό µου.»
Βγάλαµε η µια στην άλλη τη γλώσσα και ανεβήκαµε την υπέροχη ξύλινη σκάλα µε το κόκκινο χαλί της στερεωµένο στην εσοχή κάθε σκαλοπατιού µε µπρούτζινα κιγκλιδωµατάκια. Τα πλανερά φύλλα της καννάβεως τα πρωτοδοκίµασα σε σπανακόρυζο της γιαγιάς µιας συµµαθήτριας. Μετά κάπνισα µερικά κιόλας στη Σαλονίκη και µετά ξανά σε µια εκδροµή στην Ολλανδία τον Μάιο, αλλά προς το παρόν δεν έχω ολισθήσει προς τα σκληρά, όπως υποτίθεται ότι είναι η νοµοτέλεια των ναρκωτικών. Μάλλον είµαι από αυτούς που δεν τους πιάνει, ποτέ δεν έχω νιώσει κι εγώ τη µαστούρα. Οι φανατικοί του εν λόγω λαχανικού επιµένουν πως αυτό συµβαίνει γιατί ποτέ δεν έχω χαλαρώσει πριν καπνίσω για να µπορέσω να δηµιουργήσω την κατάλληλη διάθεση. Όµως αν χρειάζεται να αυτοϋποβληθώ για να φτιαχτώ, φτιάχνοµαι και µόνη µου τραγουδώντας της Μαργαρίτας το αλωνάκι χωρίς να σκάω τις ωραίες µου λίρες στον τύπο µε το υπεραιωνόβιο πουλόβερ και το σκουριασµένο ταχυδροµικό ποδήλατο που κάθε τόσο κάνει βράδυνες επισκέψεις στο δωµάτιο δορυφορικής τηλεόρασης του Cattermole House, του ενδόξου ερειπίου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, γεµάτου µνήµες και αγαθές προθέσεις, αρχιτεκτονικά ιδανικά που χάθηκαν από ετήσιο προϋπολογισµό σε ετήσιο προϋπολογισµό.
Στο µεταξύ είχαµε µπει µέσα στον τεκέ, πώς µυρίζει έτσι αυτό το πράµα, σαν πολυκαιρισµένο µάλλινο, ιδρωµένο ξανά και ξανά και άπλυτο. Ο κύκλος των ινδιάνων στο πάτωµα άνοιξε και καθήσαµε µε την Εύη, µερικοί χαµογέλασαν καλωσορίζοντάς µας, άλλοι ξεκαρδίστηκαν απλώς. Όλα στο πρόγραµµα, no offence. Α, να κι ο Έρνεστ, γι’ αυτό κι είχε αλλάξει η µουσική απότοµα όταν ήµουνα στον κήπο µε τον Μάρτιν. Πού είναι η αφεντιά του; Η συζήτηση ήτανε φυσικά µαστουροκουβέντα, όλες οι φυλές της γης µε τεχνητά και εξαρθρωµένα αγγλικά µοιραζόντουσαν τις εµπειρίες τους από ταξίδια, αεροδρόµια, βαπόρια, ωτοστόπ και νερό δυσεντερίας στο Κάιρο. Η µουσική που έβγαινε από ένα µικρό στέρεο ήτανε το Abbey Road – µπήκαµε στο δωµάτιο µεταξύ Come Together και Something. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και κάποια στιγµή σίγουρα θα έβγαινε κανένας γείτονας να µάς τραγουδήσει, αφού τα γέλια έδιναν κι έπαιρναν. Ο µπάφος έφτασε στην Εύη κι αυτή τράβηξε µια τζούρα µε µια έκφραση Σαρτρ µε το Γκωλουάζ στο χέρι, καθώς εµπνέεται την ιδέα για το Μηδέν και τη Φούντα. Τρεις ινδιάνους δεξιά της καθόταν ένας λιγδερός µούσιας µε πράσινα µάτια και ένακόκκινο φουλάρι Νίκος Παπάζογλου στο λαιµό. Η σκέψη πως θα έπρεπε να κάνω τζούρα από τσιγάρο που είχε περάσει απ’ αυτόνε µε αποκαρδίωσε – κι έτσι το πέρασα κατευθείαν στ’ αριστερά µου χωρίς να τραβήξω.
Τρεις γύρες µετά, άκαρπες κι οι τρεις για µένα, αφού ο µούσιας προθυµότατα ρούφαγε τζούρες, κι οι ιστορίες για κράχτες, τελωνειακούς κι αγρίους συνεχίζονταν. Ο Κόλιν µάς έλεγε τώρα γελώντας για όταν γύριζε από το Νεπάλ πέρσι µε µια εταιρία που δεν την ήξεραν ούτε οι αεροσυνοδοί της κι ότι ένιωσε πως το αεροπλάνο έκανε σαφέστατα περισσότερη ώρα να ξεκολλήσει από τον διάδροµο του Κατµαντού απ’ ό,τι θα ’πρεπε κι ότι ήταν ο µόνος που το κατάλαβε και πανικοβλήθηκε. Συµπαθέστατο, όλοι γέλασαν µε την παντοµίµα της παλάµης του µε τον αντίχειρά τεντωµένο που δεν έλεγε να σηκωθεί από το χαλί. Η θεά που είχα δει στην αρχή του πάρτι, η κατάλευκη µε τα στιλπνά µαλλιά, σηκώθηκε και βγήκε από το δωµάτιο, δυο τύποι που όταν µπήκα ήτανε ψαρωµένοι, τώρα ήταν κι αυτοί υπό την επήρεια και άρχισαν να χαχανίζουν µε µια καθυστέρηση µισής φάσης. Η θεά γύρισε µετά από λίγο µε έναν ναργιλέ. Ωχ. Η ώρα πέρναγε, το Abbey Road είχε προπολλού τελειώσει, είχε αλλαχτεί µετά από σιωπή δύο, πέντε, δεκατριών λεπτών και οι ιστορίες γινόντουσαν όλο και πιο µινιµαλιστικά αστείες. Τα γέλια γινόντουσαν πιο δυνατά και πιο συχνά, ο κύκλος των ινδιάνων είχε σπάσει και µερικοί ζητούσαν να τους φέρνουνε τον ναργιλέ στον τόπο της ύπτιας αναπαύσεώς τους, πράγµα καµµιά φορά δύσκολο – άντε να σηκώνεσαι τώρα, και ούτω καθεξής. Μέσα σ’ όλους αυτούς που την είχαν ακούσει στερεοφωνικώς ήµουν η µόνη ξενέρωτη και βαριόµουν, η νηφαλιότητα είναι κακός σύµβουλος σε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποιοι κιόλας είχαν σταµατήσει να συµµετέχουνε στον διάλογο του ελαχίστου, ασυµπτωτικά µηδενικού, κι απλώς γλαρωµένοι και χαµογελαστοί κουτούλαγαν και πότε-πότε µούγκριζαν. Η Εύη είχε λαγοκοιµηθεί πάνω στην κοιλιά κάποιου άσχετου, κι ας λεν ότι η κάνναβις είναι αφροδισιακή. Σε τέτοιες φάσεις η συµµετοχή είναι το παν, κι εγώ δεν είχα την δυνατότητα. Ευτυχώς, είχα πάρει κανα-δυο ψυχαναγκαστικά δυνατές ρουφηξιές από τον ναργιλέ και αυτό δρούσε σαν αποτελεσµατικό παυσίπονο στο υπό κατάρρευση ενδοµήτριό µου – που λέει κι ο ∆ρακούλης ο γυναικολόγος. Βγήκα άπρακτη από το δωµάτιο µε την όραση οξυµένη, µπορούσα να διακρίνω τα µοτίβα πάνω στο ξεθωριασµένο κόκκινο χαλί της σκάλας µε θαυµαστή ακρίβεια και οξυδέρκεια. Στη βάση της σκάλας, αντίκρισα σχετική ερηµιά. Ένιωθα ελαφριά καθώς κατέβαινα την σκάλα, µάλλον µ’ έπιασε κάπως το πράµα το καλό, λοιπόν. Στον νου µου είχανε προσκολληθεί ασυνάρτητες λέξεις: Ποδοκάταρο, αΐδιος, κροκίδωση, Ιόλαος, βάρθακας, άνωση, perpendicolarmente, στροβιλορόδακας, κρηπίδωµα. Έφτασα µε ασφάλεια στο ισόγειο και αντίκρισα ερήµωση. Στάθηκα στην πόρτα του κήπου και στον κήπο ήτανε τρεις κι ο κούκος. Πρέπει να έµεινα εκεί περίπου κανα πεντάλεπτο, ίσως παραπάνω, ώσπου άκουσα την φωνή του Μάρτιν δυνατή σαν σάλπιγγα πίσω µου· και στράφηκα πίσω µου και τον είδα ωραίο κι ολόφωτο.
«Άργησες στην τουαλέτα, ε;»
[...]"
Κυριακή 2 Απριλίου 2006
Β όπως ΒημαDonna
Αντιγράφω από τη σελίδα 296 του ΒημαDonna της 26ης Μαρτίου 2006, όπου σε ένα ταξιδιωτικό αφιέρωμα της Κατερίνας Κολιού για την Κοπεγχάγη διαβάζουμε
Επίσημη γλώσσα είναι η δανική, συνονθύλευμα σουηδικής και νορβηγικής.Κι ύστερα ο Rakasha παραπονιέται για το ότι ο Δανίκας μπέρδεψε το σιδηρούν προσωπείο με τον Κόμη Μοντεχρίστο και τον Guy Fawkes· και γκρινιάζει πως καλό είναι να ρίχνει κανείς καμμιά ματιά στη Wikipedia. Κλείνοντας, μάλλον πέρασε από διορθωτή το συγκεκριμένο κείμενο, αφού το "συνονθύλευμα" είναι ορθογραφημένο, παρότι του ξέφυγε στην ίδια σελίδα η εξής διατύπωση:
Μην παραλείψετε:... και ψήνεται σε παραδοσιακό φούρνο με ξύλα, κατά τα φαινόμενα.
Να απολαύσετε ένα ποτήρι μπίρα Carlsberg, που ζυμώνεται στα προάστεια της Κοπεγχάγης από το 1847.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)