Τρίτη 7 Απριλίου 2009
O Sraosha στην Πόλη των Καταχανάδων
Είχα να πατήσω στη Σαλονίκη χρόνια. Στο αεροπλάνο καθόμουν πίσω από μια οικογένεια ορθόδοξων Εβραίων. Ο μπαμπάς ήταν Ασκενάζης κοκκινοτρίχης. Η μαμά Σεφαραδίτισσα, μικρότερή μου αλλά αργασμένη. Η αγγελόμορφη αδερφή της Σεφαραδίτισσας πρόσεχε δύο από τα πέντε ανήψια της. Αναρωτιόμουνα γιατί ξεκίνησαν αυτοί οι άνθρωποι την εκστρατεία τους από το Τελ Αβίβ για τη Σαλονίκο. Τι περίμεναν να βρουν, τι θα έβρισκαν, πού θα πήγαιναν.
Είχα χρόνια να πατήσω στη Σαλονίκη. Η διαφορά ήτανε πολύ μεγάλη. Την τελευταία φορά που είχα πάει, η πόλη διατηρούσε κάτι από τη γοητεία και τη διακριτική βαρκελωνιά που τη χαρακτήριζε στα τέλη της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν αλλιώς: ακόμα περισσότερος θόρυβος, μούτρα πεσμένα αθηναίικα πλέον, αδιανόητη κίνηση (ακινησία, δηλαδή) που -- συνδυασμένη με την περίφημη νωθρότητα του σαλονικιού οδηγού -- μετατρέπει την πόλη σε ένα στενόμακρου σχήματος μίγμα Λος Άντζελες και Καΐρου. Η πόλη είναι πια πέρα από φρακαρισμένη. Πέρα από πήχτρα. Είναι πέρα από το έμφραγμα. Μάλλον κατά κάποιον τρόπο πεθαίνει. Κι ίσως είναι αργά και για μετρό πια. Το χειρότερο από όλα είναι πια τα τριπλοπαρκαρίσματα παντού. Παντού. Παντού γεμάτο Μαλακομομπίλ του κάθε Μαλάκαμαν. Παντού.
Για να μη φανεί ότι παριστάνω τον συγκοινωνιολόγο, εντάξει, υπάρχουν πράγματα που δεν αλλάζουν στον Βορρά (έτσι αποκαλούσε ο πατέρας μου την πόλη και κάποιους κατοίκους της): καλό φαΐ, χορταστικές γυναίκες (αμάν, σαν Πανίκας ακούγομαι τώρα), ωραία χαμόγελα (αν και σπανιότερα, όπως είπα), ωραία συνοδευτικά με τα ποτά, η Μυροβόλος Σμύρνη (στη Μόδιανο), που ανακάλυψε ο πατέρας μου το 1961 και στην οποία πάμε από οικογενειακή παράδοση. Ωραία είναι να σηκώνεις το βλέμμα και να βλέπεις τον Χορτιάτη και τα Κάστρα και την Άνω Πόλη (ο Θερμαϊκός ποτέ δε μου άρεσε). Όμορφα είναι όλα αυτά κι άλλα πολλά. Όμως οι πόλεις δεν είναι μόνο για να (τις) χαλβαδιάζουμε και να (τις) διασκεδάζουμε. Είναι και για να ζούμε και να δουλεύουμε.
Μια και ανέφερα το όνομα του λαοφιλούς και λαοπρόβλητου παλληκαριού από τον Πόντο (και του σκιώδους αδερφού του που κινεί τα νήματα κατά τους ταξιτζήδες), νομίζω ότι αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού που όντως έχει βλάψει έναν τόπο και δεν έχει απλώς αφήσει τα πράματα να πάνε μόνα τους. Βεβαίως, λόγω εντροπίας και άλλων δεινών, όταν τα πράματα πάνε μόνα τους, πάνε κατά διαόλου, οπότε ίσως να έχω κι άδικο.
Πάντως αυτή τη φορά δεν ένιωσα τη χαρά που ένιωθα παλιά όταν περπατούσα τους δρόμους της πόλης.
(Όνειρε, έπεσε δουλειά, γι' αυτό δεν ξανατηλεφώνησα.)
Υ.Γ. Είδα αυτό και προβληματίστηκα πολύ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου