ενα τοξικό κείμενο ενός οιονεί μισότρελου -- κι ας μου 'λεγε ο ΔΚ ποτέ να μην υποτιμώ τον εαυτό μου και τα γραπτά μου.
Από τις τέσσερις το απόγευμα χτες μέχρι και πριν λίγες ώρες πριν ήμουνα καρφωμένος μπροστά στο τουίτερ, στο φέισμπουκ. Παρακολουθούσα, σχολίαζα, κοινοποιούσα, κοινοποιούσα, κοινοποιούσα. Σε παροξυσμό με διάθεση σχιζοθυμική: πότε με έναν ελαφρύ καημό, πότε με πικρή θλίψη, πότε με μικρές ανακουφίσεις. Δάκρυσα λίγο. Με διαπέρασε Απορία, μικρές αγωνίες, δαγκώθηκα μπας και νιώσω στωικά. Κάποτε βρέθηκα τρελαμένος. Κάποτε αλλιώς.
Στην ψυχή μου ταραχή και ανακατωσούρα. Το αίμα μου βράζει. Αγωνία και πόνος. Αλλά ο νους ιπποδάμεια τετραγωνισμένος, πάντα υποφωτισμένος, ατενίζει τον εαυτό του και το καζάνι της ψυχής μου.
Ταυτόχρονα δούλευα μανικώς κι ασταμάτητα. Καταπιάστηκα με ό,τι πιο πληκτικό έπρεπε να διεκπεραιώσω, με εκκρεμότητες μηνών κιόλας. Στα διαλείμματα (ένας καφές, δυο ήμερες κουβέντες, ένα πιάτο γίγαντες κοκκινιστοί, μια ματιά σε δυο-τρία τραγούδια βάλσαμο, μισό κεφάλαιο Εμπειρίκος) λίγη ενδοσκόπηση, μια ανάδυση για ανάσα. Μετά ξανά μέσα.
Είπα χτες και το πιστεύω ότι τα κτήρια είναι κτήρια "είτε τα έκαψαν αναρχικοί λόγω αρχών, είτε τρελαμένοι άνθρωποι λόγω παραζάλης, είτε εγκάθετοι λόγω ρουφιανιάς" κι ότι η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι οι άνθρωποι. Μια φίλη αγαπημένη, που δουλεύει σε ένα από τα κτήρια που κάηκαν, μου έγραψε το ίδιο: έκλαψε για το γραφείο που πέρασε πρωινά εφτά χρόνων αλλά η αγωνία της είναι για τη Δευτέρα των €490 που ξημέρωσε σήμερα, για τους ανέργους και τους άστεγους. Ταυτόχρονα πολλοί ρωτάνε γιατί να καούν τα όνειρα και οι αναμνήσεις τους, τα όμορφα κτήρια: το Απόλλων όπου είδα τις ταινιούλες της ψυχής μου, από το οποίο βγήκα στη χειμωνιάτικη ξαστεριά και σκεφτόμουν ερωτευμένα πόσο αγαπώ την πόλη και κάποια που κοιμόταν μέσα της. Και τα λοιπά.
Ούτε εγώ θέλω να καίγονται τα κτήρια, να ξηλώνονται οι ορθομαρμαρώσεις και να αποκαλύπτεται η δειλή μοντερνιά από κάτω τους, να γίνονται οι περιουσίες ανθρώπων κάρβουνο, ερείπια και σκουπίδια. Η ασχήμια της πόλης με στενοχωρεί και χωρίς καταστροφές. Φοβήθηκα πολύ όταν άκουσα ότι άρπαξε η Εθνική Βιβλιοθήκη (αν και μέσα μου ήξερα ότι ήταν η ίδια είδηση με του Δεκέμβρη του '08). Πόσο αγαπώ αυτήν την πόλη το ξέρουν μόνον όσοι με ξέρουνε κι όσοι με έκραζαν και την αποκαλούσαν Τεχεράνη και Δαμασκό και Βυρηττό κι άλλα αγεωγράφητα (δε βάζω λινκ, αρκετά με το αυτολιβάνισμα στα άπαντά μου). Αλλά ξέρω κι αυτό. Είδα με τα μάτια μου στις δύο κάμερες που αναμετέδιδαν ζωντανά όσα λέγονται εδώ: 1, 2, 3, 4, 5. Και εν πάση περιπτώσει, όσοι καταδικάζετε τη βία εν γένει, να κατεβείτε μια φορά κάτω να δείτε πόσο δοκιμάζονται οι φιλοσοφικές βεβαιότητες στην πράξη.
Κι ας το χοντρύνω. Η βία που υφίστανται οι θεσμοί δεν είναι θεαματική, δε βγάζει καπνό και φλόγες, δεν κάνει ερείπιο και χάλασμα, απλώς κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική σε ελεύθερες συναθροίσεις. Και γιατί δεν κάθονται σπίτι τους όλοι; Είπαμε: η πολιτική είναι φυσικό φαινόμενο, εσχάτως θεομηνία, την παρακολουθούμε στην τηλεόραση και μόνο.
Η ταξική βία εις βάρος των φτωχών, η ανήκεστη πολλές φορές ζημιά σε πραγματικές ζωές πολύ πραγματικών ανθρώπων (ανθρώπων, έτσι;) που φτάνει μέχρι τις αυτοκτονίες και κάθε λογής θάνατο, πραγματικό ή από αυτόν τον λίγο-λίγο, το μαράζι και το φαρμάκωμα, είναι αόρατη. Είναι μπανάλ, είναι υλικό για πρωινατζήδες και λαϊκιστές. Είναι τροφή για τις παρλάτες αριστερών κι άλλων ανεύθυνων.
Κι ας γίνω πιο ωμός. Άλλα πράματα ποθεί η ψυχούλα μας. Ποθεί το κέντρο του Παρισιού. Ποθεί την Unter den Linden (αφού τελειώσουν τα ρημαδοέργα που τη σκονίζουν όμως). Τη Νέα Υόρκη των αεροπλανικών πλάνων (κι όχι την Canal το βράδυ). Ποθεί παραμύθι: μια Αθήνα σαν το αποστειρωμένο παρισάκι της Αμελί. Τον Παρθενώνα φωτισμένο με φεγγάρι. Την παραλιακή. Το χαμένο συντριβάνι της Ομόνοιας. Την Πανόρμου στο τσακίρ κέφι, το Γκάζι που εθνοκαθάρθηκε και γέμισε κέφι, μπόμπα και μπαγιάτικο ρεβυθοκεφτέ. Θέλουμε τα πάρκα όπου παίζαμε παιδιά (τα οποία, φευ, λυμαίνονται βρωμιάρηδες). Να βάλουμε ένα ρούχο να βγούμε να ξεσκάσουμε, να πιούμε ένα ποτάκι ακριβό, να ξεχάσουμε την κρίση. Σκασιλάρα μας οι φτωχοί και οι άστεγοι, σκασιλάρα μας η ανεργία. Άλλωστε πόσο εκπροσωπούνται δαύτοι στον σοσιαλμηντιακό μας κόσμο, ακόμα και στο δημοκρατικό τουίτερ; Και ποιοι μιλάνε γι' αυτούς; Μανδαρίνοι σαν εμένα; Δημοσιογράφοι αντερκάβερ και μη; Εισοδηματίες; Γιατροί; Στελεχάρες; Δικηγόροι; Επιχειρηματίες; Αιώνιοι και προσωρινοί φοιτητές;
Ασχολούμαστε με τα κτήρια λες και τα έκαψαν χούλιγκαν. Ασχολούμαστε με τα κτήρια περισσότερο από ότι με τους τρεις νεκρούς της Μαρφίν. Αναρωτιόμαστε γιατί ένα πλήθος κυνηγημένο σα ζώα μέσα στους δρόμους, που ασφυκτιά μαντρωμένο απ' τα ΜΑΤ στα ιστορικά στενά της ιστορικής μας πόλης, να επιχαίρει για τους εμπρησμούς.
Οδηγούμαστε σε ταξική αποκτήνωση και πόλωση: εμείς, οσοι μπορούμε να επιβιώσουμε, θέλουμε την ωραία μας Αθήνα. Το σινεμά. Τα μουσεία μας, τα ωραιότερα της νεότητάς μας. Τα μαγαζιά. Τις γωνιές που φιλιόμασταν. Την φρηπρές που τσιμπάγαμε για το μετρό. Τα μπαρ μας. Τις πόρτες στα Εξάρχεια και στην Καρύτση που άνοιγαν και μας έβγαζαν στο κρύο να ζέχνουμε τσιγάρο και μπύρα.
Οι υποτελείς και οι εξαθλιωμένοι θα ήθελαν πάλι πολύ να επιβιώσουν. Θα προτιμούσαν οι σπουδαίοι λογάδες των μπλογκ (ων πρώτος ειμί εγώ), τα τσογλάνια των φόρουμ, οι σοφοί και οι μωροί συζητηταί του τουίτερ, η ασάλευτη και απρόσβλητη κάστα από πάνω μας που εξάγει μεθοδικά πλούτο στο Λονδίνο και στην Ελβετία από το 2009 για να τον περισώσει και να συνεχίσει να τον αβγατίζει, να γινόμασταν λίγο φτωχότεροι, μήπως επιβιώσουν εκείνοι.
Θα συγκρουστούμε. Αν το σινεμά, η βιτρίνα του μπαρ της αρεσκείας μας και το νεοκλασσικό μάς πονάνε, ε, θα μας χτυπήσουν εκεί που μας πονάει. Περαστικά μας. Τρέμω μόνο μη σκοτωθούν άλλοι άνθρωποι στους δρόμους -- ας ψοφολογάνε μόνο από πνευμονία κι άλλες ημιεπάρατες νόσους κρυμμένοι στα κατεψυγμένα διαμερίσματά τους. Άλλωστε, θα έρθει κάποτε και το όμορφο ελληνικό καλοκαίρι. Με νέα μέτρα για να σωθούμε.
Εναποθέτω κάποιες ελπίδες στην ταχεία κατάρρευση των δύο βρωμερών λαϊκών συμμοριών, που εξαιτίας τους έγινε το "Μεταπολίτευση" βρισιά, προτού συμπαρασύρουνε τα πάντα μαζί τους, προτού φαγωθούμε μεταξύ μας.
Από τις τέσσερις το απόγευμα χτες μέχρι και πριν λίγες ώρες πριν ήμουνα καρφωμένος μπροστά στο τουίτερ, στο φέισμπουκ. Παρακολουθούσα, σχολίαζα, κοινοποιούσα, κοινοποιούσα, κοινοποιούσα. Σε παροξυσμό με διάθεση σχιζοθυμική: πότε με έναν ελαφρύ καημό, πότε με πικρή θλίψη, πότε με μικρές ανακουφίσεις. Δάκρυσα λίγο. Με διαπέρασε Απορία, μικρές αγωνίες, δαγκώθηκα μπας και νιώσω στωικά. Κάποτε βρέθηκα τρελαμένος. Κάποτε αλλιώς.
Στην ψυχή μου ταραχή και ανακατωσούρα. Το αίμα μου βράζει. Αγωνία και πόνος. Αλλά ο νους ιπποδάμεια τετραγωνισμένος, πάντα υποφωτισμένος, ατενίζει τον εαυτό του και το καζάνι της ψυχής μου.
Ταυτόχρονα δούλευα μανικώς κι ασταμάτητα. Καταπιάστηκα με ό,τι πιο πληκτικό έπρεπε να διεκπεραιώσω, με εκκρεμότητες μηνών κιόλας. Στα διαλείμματα (ένας καφές, δυο ήμερες κουβέντες, ένα πιάτο γίγαντες κοκκινιστοί, μια ματιά σε δυο-τρία τραγούδια βάλσαμο, μισό κεφάλαιο Εμπειρίκος) λίγη ενδοσκόπηση, μια ανάδυση για ανάσα. Μετά ξανά μέσα.
Είπα χτες και το πιστεύω ότι τα κτήρια είναι κτήρια "είτε τα έκαψαν αναρχικοί λόγω αρχών, είτε τρελαμένοι άνθρωποι λόγω παραζάλης, είτε εγκάθετοι λόγω ρουφιανιάς" κι ότι η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι οι άνθρωποι. Μια φίλη αγαπημένη, που δουλεύει σε ένα από τα κτήρια που κάηκαν, μου έγραψε το ίδιο: έκλαψε για το γραφείο που πέρασε πρωινά εφτά χρόνων αλλά η αγωνία της είναι για τη Δευτέρα των €490 που ξημέρωσε σήμερα, για τους ανέργους και τους άστεγους. Ταυτόχρονα πολλοί ρωτάνε γιατί να καούν τα όνειρα και οι αναμνήσεις τους, τα όμορφα κτήρια: το Απόλλων όπου είδα τις ταινιούλες της ψυχής μου, από το οποίο βγήκα στη χειμωνιάτικη ξαστεριά και σκεφτόμουν ερωτευμένα πόσο αγαπώ την πόλη και κάποια που κοιμόταν μέσα της. Και τα λοιπά.
Ούτε εγώ θέλω να καίγονται τα κτήρια, να ξηλώνονται οι ορθομαρμαρώσεις και να αποκαλύπτεται η δειλή μοντερνιά από κάτω τους, να γίνονται οι περιουσίες ανθρώπων κάρβουνο, ερείπια και σκουπίδια. Η ασχήμια της πόλης με στενοχωρεί και χωρίς καταστροφές. Φοβήθηκα πολύ όταν άκουσα ότι άρπαξε η Εθνική Βιβλιοθήκη (αν και μέσα μου ήξερα ότι ήταν η ίδια είδηση με του Δεκέμβρη του '08). Πόσο αγαπώ αυτήν την πόλη το ξέρουν μόνον όσοι με ξέρουνε κι όσοι με έκραζαν και την αποκαλούσαν Τεχεράνη και Δαμασκό και Βυρηττό κι άλλα αγεωγράφητα (δε βάζω λινκ, αρκετά με το αυτολιβάνισμα στα άπαντά μου). Αλλά ξέρω κι αυτό. Είδα με τα μάτια μου στις δύο κάμερες που αναμετέδιδαν ζωντανά όσα λέγονται εδώ: 1, 2, 3, 4, 5. Και εν πάση περιπτώσει, όσοι καταδικάζετε τη βία εν γένει, να κατεβείτε μια φορά κάτω να δείτε πόσο δοκιμάζονται οι φιλοσοφικές βεβαιότητες στην πράξη.
Κι ας το χοντρύνω. Η βία που υφίστανται οι θεσμοί δεν είναι θεαματική, δε βγάζει καπνό και φλόγες, δεν κάνει ερείπιο και χάλασμα, απλώς κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική σε ελεύθερες συναθροίσεις. Και γιατί δεν κάθονται σπίτι τους όλοι; Είπαμε: η πολιτική είναι φυσικό φαινόμενο, εσχάτως θεομηνία, την παρακολουθούμε στην τηλεόραση και μόνο.
Η ταξική βία εις βάρος των φτωχών, η ανήκεστη πολλές φορές ζημιά σε πραγματικές ζωές πολύ πραγματικών ανθρώπων (ανθρώπων, έτσι;) που φτάνει μέχρι τις αυτοκτονίες και κάθε λογής θάνατο, πραγματικό ή από αυτόν τον λίγο-λίγο, το μαράζι και το φαρμάκωμα, είναι αόρατη. Είναι μπανάλ, είναι υλικό για πρωινατζήδες και λαϊκιστές. Είναι τροφή για τις παρλάτες αριστερών κι άλλων ανεύθυνων.
Κι ας γίνω πιο ωμός. Άλλα πράματα ποθεί η ψυχούλα μας. Ποθεί το κέντρο του Παρισιού. Ποθεί την Unter den Linden (αφού τελειώσουν τα ρημαδοέργα που τη σκονίζουν όμως). Τη Νέα Υόρκη των αεροπλανικών πλάνων (κι όχι την Canal το βράδυ). Ποθεί παραμύθι: μια Αθήνα σαν το αποστειρωμένο παρισάκι της Αμελί. Τον Παρθενώνα φωτισμένο με φεγγάρι. Την παραλιακή. Το χαμένο συντριβάνι της Ομόνοιας. Την Πανόρμου στο τσακίρ κέφι, το Γκάζι που εθνοκαθάρθηκε και γέμισε κέφι, μπόμπα και μπαγιάτικο ρεβυθοκεφτέ. Θέλουμε τα πάρκα όπου παίζαμε παιδιά (τα οποία, φευ, λυμαίνονται βρωμιάρηδες). Να βάλουμε ένα ρούχο να βγούμε να ξεσκάσουμε, να πιούμε ένα ποτάκι ακριβό, να ξεχάσουμε την κρίση. Σκασιλάρα μας οι φτωχοί και οι άστεγοι, σκασιλάρα μας η ανεργία. Άλλωστε πόσο εκπροσωπούνται δαύτοι στον σοσιαλμηντιακό μας κόσμο, ακόμα και στο δημοκρατικό τουίτερ; Και ποιοι μιλάνε γι' αυτούς; Μανδαρίνοι σαν εμένα; Δημοσιογράφοι αντερκάβερ και μη; Εισοδηματίες; Γιατροί; Στελεχάρες; Δικηγόροι; Επιχειρηματίες; Αιώνιοι και προσωρινοί φοιτητές;
Ασχολούμαστε με τα κτήρια λες και τα έκαψαν χούλιγκαν. Ασχολούμαστε με τα κτήρια περισσότερο από ότι με τους τρεις νεκρούς της Μαρφίν. Αναρωτιόμαστε γιατί ένα πλήθος κυνηγημένο σα ζώα μέσα στους δρόμους, που ασφυκτιά μαντρωμένο απ' τα ΜΑΤ στα ιστορικά στενά της ιστορικής μας πόλης, να επιχαίρει για τους εμπρησμούς.
Οδηγούμαστε σε ταξική αποκτήνωση και πόλωση: εμείς, οσοι μπορούμε να επιβιώσουμε, θέλουμε την ωραία μας Αθήνα. Το σινεμά. Τα μουσεία μας, τα ωραιότερα της νεότητάς μας. Τα μαγαζιά. Τις γωνιές που φιλιόμασταν. Την φρηπρές που τσιμπάγαμε για το μετρό. Τα μπαρ μας. Τις πόρτες στα Εξάρχεια και στην Καρύτση που άνοιγαν και μας έβγαζαν στο κρύο να ζέχνουμε τσιγάρο και μπύρα.
Οι υποτελείς και οι εξαθλιωμένοι θα ήθελαν πάλι πολύ να επιβιώσουν. Θα προτιμούσαν οι σπουδαίοι λογάδες των μπλογκ (ων πρώτος ειμί εγώ), τα τσογλάνια των φόρουμ, οι σοφοί και οι μωροί συζητηταί του τουίτερ, η ασάλευτη και απρόσβλητη κάστα από πάνω μας που εξάγει μεθοδικά πλούτο στο Λονδίνο και στην Ελβετία από το 2009 για να τον περισώσει και να συνεχίσει να τον αβγατίζει, να γινόμασταν λίγο φτωχότεροι, μήπως επιβιώσουν εκείνοι.
Θα συγκρουστούμε. Αν το σινεμά, η βιτρίνα του μπαρ της αρεσκείας μας και το νεοκλασσικό μάς πονάνε, ε, θα μας χτυπήσουν εκεί που μας πονάει. Περαστικά μας. Τρέμω μόνο μη σκοτωθούν άλλοι άνθρωποι στους δρόμους -- ας ψοφολογάνε μόνο από πνευμονία κι άλλες ημιεπάρατες νόσους κρυμμένοι στα κατεψυγμένα διαμερίσματά τους. Άλλωστε, θα έρθει κάποτε και το όμορφο ελληνικό καλοκαίρι. Με νέα μέτρα για να σωθούμε.
Εναποθέτω κάποιες ελπίδες στην ταχεία κατάρρευση των δύο βρωμερών λαϊκών συμμοριών, που εξαιτίας τους έγινε το "Μεταπολίτευση" βρισιά, προτού συμπαρασύρουνε τα πάντα μαζί τους, προτού φαγωθούμε μεταξύ μας.
!
ΑπάντησηΔιαγραφήστ'αλήθεια θαυμάζω το κουράγιο σου να μην πεις ένα "άει σιχτίρ" και να τελειώνεις
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΚΜ
Και μόνο για την τελευταία σου φράση, θα σ' αγαπούσα.
ΑπάντησηΔιαγραφή!, στ΄αλήθεια θαυμάζω το κουράγιο σου να μην πεις ένα "άει σιχτίρ" και να τελειώνεις, και μόνο για την τελευταία σου φράση θα σ΄αγαπούσα
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην εκανες πάλι την αυτοδιαφημισούλα σου, ατιμούλικο! Μας προειδοποίησες ότι το κείμενο που ακολουθεί το υποτιμάς λόγω υπερβολικής σεμνότητας -το ΄χεις κι εσύ το ελαττωματάκι σου, είσαι υπερβολικά σεμνός, το ομολογείς ("I used to be arrogant but now i am perfect"). Πιο κάτω, βρίσκεις τρόπο να μας πεις ότι είσαι μανδαρίνος, δεν είσαι κανένα τυχαίο πρόσωπο. Αλλά τι μανδαρίνος -θα σκεφτεί ο αναγνώστης- υπερευαίσθητος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣου γράφω για να σου συστήσω να μην μου στεναχωριέσαι, να προσέχεις τον εαυτό σου. Εσείς οι υπερευαίσθητοι κινδυνεύεται από τίποτε καταθλίψεις.
ΥΓ. Ενώ με τη χρεοκοπία και τη δραχμή, οι φτωχοί θα τρώνε με χρυσά κουτάλια!
Άννα
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Συμπληρωματικό σε όσα γράφω είναι και αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγω μπορει να ειμαι τσογλανι αλλα λεω πως 490 ευρω το μηνα ειναι 167,000 δραχμες. Το '98-'99 ηταν 145,000.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, αλλά οι τιμές ήτανε διαστημικά χαμηλότερες...
ΔιαγραφήΕχεις δικιο, βεβαιως. Αλλα αυτο πως εγινε; Λεω, μηπως απο κει να το ψαξουμε το θεμα.
ΔιαγραφήΚι εχω μια απορια - αυτα τα χημικα που ριχνει η αστυνομια, που στο διαολο ειναι αποθηκευμενα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτις αποθήκες της Αστυνομίας;
ΔιαγραφήΓια ποιους θεσμούς σε πήρε ο πόνος ξαφνικά; Γι' αυτούς που ζητάς με πολεμικές ιαχές να καταλυθούν; Πόσο απέχει το -γελοίο- a las bariccadas και το όλο συγκρουσιακό και κανιβαλικό πνεύμα των αναρτήσεών σου από την επικρότηση του ολέθρου που προκαλούν οι μπαχαλάκηδες -που, όχι,δεν είναι βαλτοί της αστυνομίας. Και πόσο βλακώδες και αποκτηνωτικό είναι το δίλημμα που θέτεις μεταξύ κτιρίων και ανθρώπινων ζωών; Δηλαδή, η πυρπόληση των πρώτων αποτελεί λύση για τη σωτηρία των δεύτερων; Αν τα βολεμένα τσογλάνια αποδεχτούν τους εμπρησμούς και τη καταστροφή των αγαπημένων τους κτιρίων -για τα οποία, ως κακομαθημένα, θρηνούν- θα συμβάλει αυτό στη σωτηρία άλλων ανθρώπων; Όποιος δεν ανέχεται τους βανδαλισμούς των ανεγκέφαλων σημαίνει ότι αδιαφορεί για τους αδυνάτους; Έχει και ο λαϊκισμός τα όριά του! Μολονότι είναι προφανές ότι εκτονώνεις εφηβικά απωθημένα -θα πρέπει να υπήρξες πολύ καταπιεσμένος- και κανονικά δεν θα έπρεπε να σε πάρεικανείς στα σοβαρά και να μπει στον κόπο να αντικρούσει τις αρλούμπες που γράφεις, οι καιροί είναι δυστυχώς τόσο άγριοι, ώστε τέτοιες μπούρδες δεν γίνονται ανεκτές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ. Όλη αυτή η αισθηματολογία είναι εμετική!
Άννα
@Άννα: με κίνδυνο να φανώ Ζαμπούνης (όπως μου προσήφθη πριν πολλά χρόνια από πολυπρόσωπο και υπερκινητικό τρολ), δε σας γνωρίζω και δε με γνωρίζετε, άρα ο ενικός είναι μάλλον πρόωρος. Συνεχίζω επί της ουσίας
ΔιαγραφήΓια ποιους θεσμούς σε πήρε ο πόνος ξαφνικά; Γι' αυτούς που ζητάς με πολεμικές ιαχές να καταλυθούν;
Πιστεύω ακράδαντα στην κριτική των θεσμών. 'Πόνο' βεβαίως δεν αισθάνομαι για τους θεσμούς, παρά για τους ανθρώπους. Αλλά δε ζήτησα την κατάλυσή τους και ούτε επιχαίρω με τον ευτελισμό τους, κατά τον οποίο διατηρούνται υποτυπωδώς, γίνονται πρόσχημα για περαιτέρω περιστολή των ελευθεριών μας και ταυτόχρονα προσφέρουν όλο και λιγότερα από όσα έχουνε θεσπιστεί για να προσφέρουν. Πολεμικές ιαχές δεν παιανίζω γιατί δε μου πάνε.
Πόσο απέχει το -γελοίο- a las bariccadas και το όλο συγκρουσιακό και κανιβαλικό πνεύμα των αναρτήσεών σου από την επικρότηση του ολέθρου που προκαλούν οι μπαχαλάκηδες -που, όχι,δεν είναι βαλτοί της αστυνομίας.
Παρασάγγας. Κατ' αρχήν το 'A las barricadas' είναι ο ύμνος του CNT/FAI και στιχουργικά πολύ λιγότερο συγκρουσιακός ή πολεμοχαρής από λ.χ. τον Εθνικό μας Ύμνο. Δεν επικροτώ κανέναν βανδαλισμό. Αν διαβάζετε την ανάρτηση που σχολιάζετε θα προσέχατε αυτό: "Ούτε εγώ θέλω να καίγονται τα κτήρια, να ξηλώνονται οι ορθομαρμαρώσεις και να αποκαλύπτεται η δειλή μοντερνιά από κάτω τους, να γίνονται οι περιουσίες ανθρώπων κάρβουνο, ερείπια και σκουπίδια. Η ασχήμια της πόλης με στενοχωρεί και χωρίς καταστροεφές. Φοβήθηκα πολύ όταν άκουσα ότι άρπαξε η Εθνική Βιβλιοθήκη (αν και μέσα μου ήξερα ότι ήταν η ίδια είδηση με του Δεκέμβρη του'08)". Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν τρία καμένα κτήρια συνιστούν όλεθρο, ο όλεθρος σε ζωές εκατομμυρίων συνανθρώπων και συμπολιτών μου (μέσα στους οποίους ανήκει μεγάλο μέρος συγγενών και φίλων μου) με απασχολεί πολύ πολύ περισσότερο.
Και πόσο βλακώδες και αποκτηνωτικό είναι το δίλημμα που θέτεις μεταξύ κτιρίων και ανθρώπινων ζωών; Δηλαδή, η πυρπόληση των πρώτων αποτελεί λύση για τη σωτηρία των δεύτερων;
Κανένα δίλημμα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Και ναι, για το όνομα του Θεού, αν μου έλεγαν να διαλέξω μεταξύ του να καεί το Άττικα και να πεθάνει ένας γεράκος από έλλειψη χρημάτων για αγορά φαρμάκων (όπως ισχυρίστηκε χτες γιατρός του ΙΚΑ), ε ναι... Και για να σας ακολουθήσω στη μάλλον ευφάνταστη εικασία σας: αν πυρπολώντας κτήρια σώζαμε ζωές (δεν έχει ξαναγίνει ποτέ αυτό, αλλά, έστω), θα προτιμούσα να πυρπολήσουμε κτήρια. Βεβαίως, όταν πυρπολούνται κτήρια, μάλλον κάτι πάει πολύ στραβά συνήθως -- όπως στην περίπτωσή μας.
Αν τα βολεμένα τσογλάνια αποδεχτούν τους εμπρησμούς και τη καταστροφή των αγαπημένων τους κτιρίων -για τα οποία, ως κακομαθημένα, θρηνούν- θα συμβάλει αυτό στη σωτηρία άλλων ανθρώπων;
Όχι. Αλλά αποτελεί επίδειξη θηριώδους κυνισμού (που αρμόζει σε θηρία, δηλαδή), η κηροφωτισμένη σύναξη για τα χαμένα ραντεβού μας (έχω κι εγώ πάει πολλά τέτοια) στο Απόλλων όταν εδώ και δύο χρόνια αφανίζονται οι ήδη φτωχοί και γίνονται όλο και περισσότεροι φτωχοί για να μπορεί η κυβέρνηση Παπαδήμου λ.χ. να καταργήσει τον φόρο πολυτελείας. Πολλώ μάλλον όταν σε αυτή φιγουράρουν άνθρωποι του πνεύματος.
Όποιος δεν ανέχεται τους βανδαλισμούς των ανεγκέφαλων σημαίνει ότι αδιαφορεί για τους αδυνάτους;
Όχι. Παράδειγμα: εγώ. Δεν ξέρω ποιος σας είπε ότι 'ανέχομαι' τους βανδαλισμούς. Αλλά η υπεράσπιση του τρόπου ζωής μας και η μέριμνα για αυτή την υπεράσπιση με αφορμή καμένο κινηματογράφο, όζει κυνισμό και ένστικτα ταξικής αυτοσυντήρησης.
Έχει και ο λαϊκισμός τα όριά του!
Ναι, ιδανικά λίγο πάνω από το μηδέν.
[Συνέχεια προηγουμένου]
ΔιαγραφήΜολονότι είναι προφανές ότι εκτονώνεις εφηβικά απωθημένα -θα πρέπει να υπήρξες πολύ καταπιεσμένος- και κανονικά δεν θα έπρεπε να σε πάρεικανείς στα σοβαρά και να μπει στον κόπο να αντικρούσει τις αρλούμπες που γράφεις, οι καιροί είναι δυστυχώς τόσο άγριοι, ώστε τέτοιες μπούρδες δεν γίνονται ανεκτές.
Ε, νομίζω ότι τώρα τον χαλάμε τον ωραίο διάλογο. Αν είμαι καταπιεσμένος, θα χρειαστεί ένας βαρβάτος ψι να με κάνει να το παραδεχτώ. Χώρια που ο πνευματικός και πολιτικός μας βίος είναι τίγκα σε ανθρώπους που εκτονώνουν απωθημένα, εφηβικά και άλλα, και σε αυτούς οφείλουμε εν μέρει το ότι οι καιροί είναι δυστυχώς τόσο άγριοι. Και γι' αυτό ακριβώς τους παίρνουμε στα σοβαρά, αν και γράφουνε, λένε και κάνουν αρλούμπες συγκρίσιμες με τις δικές μου.
ΥΓ. Όλη αυτή η αισθηματολογία είναι εμετική!
Ναι. Όπως και να καπηλεύεσαι αυτό που στα μέρη μου λέμε candlelit vigil, μνημόσυνο είτε ανθρώπων που κομματιάστηκαν στον Atocha, στους Δίδυμους Πύργους, στα χέρια βασανιστών είτε (άντε) της Πριγκιπίσσης Νταϊάνας, για να θρηνήσουμε τις πολυθρόνες όπου ο ΧΧ ή ο Σραόσα πέρασαν το χέρι τους γύρω από αλαβάστρινους (στην περίπτωση του Σραόσα) λαιμούς.
Στην απάντησή σου επιμένεις να αναπαράγεις το ίδιο βλακώδες δίλλημα.Κανείς δεν σ' έβαλε -και δεν μας έβαλε- να διαλέξουμε ανάμεσα στη σωτηρία της ζωής ένός "γεράκου" και στη σωτηρία της μισής Αθήνας από τους πανηλίθιους χούλιγκανς -ναι, χούλιγκανς είναι, σου 'χω νέα! Και μόνο η διατύπωση ενός οιουδήποτε συσχετισμού αυτών των δύο αποτελεί τον γλοιωδέστερο των λαϊκισμών! Όσο για τα "κεράκια" κλπ, αυτά τα εφετζίδικα κράτησέ τα για τους ανόητους που τσιμπάνε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσύ καπηλεύεσαι την καταστροφή, με τον πιο αηδιαστικό τρόπο. Είσαι απαράδεκτος!
ΥΓ1. Απευθύνομαι πάντα,παντού και στους πάντες στον πληθυντικό. Εξαιρώ αυτούς, για τους οποίους έχω λόγους να μην αισθάνομαι καμία εκτίμηση -όλα έχουν τη σημειολογία τους.
ΥΓ2. Εννοείται ότι διάβασα προσεκτικά την ανάρτηση προτού τοποθετηθώ. Γι' αυτό έφριξα.
Άννα
Κι εγώ ομολογώ έφριξα. Με την απίστευτη επιθετικότητα αλλά και με την ευκολία με την οποία μοιράζετε ψυχολογικά προφίλ. Να υποθέσω ότι αποτελούν αντιστάθμισμα στην παντελή απουσία αντιληπτικότητας. Ή μήπως αποτέλεσμα;
Διαγραφήδιαλειμμα...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=Tq0_h0784Xo
Αγαπητή Άννα, μια παρατήρηση μόνο. Ο πληθυντικός είναι που ενδείκνυται για όσους δεν αισθανόμαστε καμία εκτίμηση. Όπως και να το κάνουμε έχει άλλη χάρη το «Γίνεστε γελοία αγαπητή μου» (très chic!) σε αντίθεση με ένα «Πας καλά κοπελιά?» (τς τς τς λαϊκούρα).
ΑπάντησηΔιαγραφή@sraosha, πολύ πετυχημένος ο τίτλος τελικά. Κληρονομικό χάρισμα? ;)