Μ' αρέσουν τα γενέθλια, μου αρέσει να μου φέρνουνε δώρα και να μου εύχονται και να έχουνε κουβαληθεί φίλοι μου για να γιορτάσουνε μαζί μου.
Την προηγούμενη Παρασκευή 30 Οκτωβρίου, ο Βάσος Γεώργας, από τις εκδόσεις Bibliothèque του οποίου κυκλοφορεί το βιβλίο μου, του οργάνωσε ένα μεγάλο πάρτυ γενεθλίων· του βιβλίου μου. Η μόνη μου συμμετοχή σε αυτό το πάρτυ ήταν ότι ζήτησα από τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή Έλληνες πεζογράφους, να πει δυο λόγια.
Έφτασα λίγο πριν από την έναρξη σε ένα στολισμένο οικόπεδο-πάρκινγκ (και, ενίοτε, ουρητήριο έκτακτης ανάγκης) απέναντι από τη Βιβλιοθήκη Βολανάκη / White Rabbit στα Εξάρχεια. Μερικοί από εμάς θυμόμαστε τη Βιβλιοθήκη Βολανάκη ως τον τόπο του Φιλοσοφικού Καφενείου και, αργότερα, του Da Sein (έτσι το έγραφαν, νομίζω). Το οικόπεδο ήτανε γεμάτο μπλε και γαλάζια μπαλόνια (φάση It's a boy!) και σειρές από καθίσματα, ενώ στον τοίχο, κάτω από τα μνημειακά γκραφίτι ήταν αναρτημένο ένα μπάνερ μεγάλο με το εξώφυλλο του βιβλίου. Μπροστά από το μαγαζί ένα τραπέζι γεμάτο ολόφρεσκα βιβλία, στη σειρά, με τη μασκοφόρα κεφαλή της Αθήνας να επαναλαμβάνεται γουωρχολικά. Ολόφρεσκα, γιατί τα βιβλία δεν είναι σκούνες, για να είναι "καλοτάξιδα" (μπλιαχ), παρά είναι κρασιά: άλλα ξινίζουν με τον χρόνο, άλλα ξεθυμαίνουν, άλλα κρατάνε, άλλα παλιώνουν. Μέσα στο μαγαζί βρήκα και με βρήκαν και φίλοι και καινούργια πρόσωπα και διακριτικοί άνθρωποι που δεν μου συστήθηκαν καν, αλλά ελπίζω να πέρασαν καλά.
Η παρουσίαση ξεκίνησε. Είχε κόσμο, εγώ στεκόμουν όρθιος πίσω, εν μέρει γιατί δεν βρήκα να καθήσω και εν μέρει για να έχω γενική εποπτεία του χώρου.
Ο Βάσος είπε κάποια πράγματα για το πώς έβγαλε το βιβλίο δια της μεθόδου του "τραβάτε με κι ας κλαίω" και για τις φωτογραφίες που το εικονογραφούν.
Ο καλεσμένος-έκπληξη Γιώργος Μίχος, παλαιός μπλογκάς, μίλησε για την τυραννία της επωνυμίας και για το πώς το μπλογκ παραδίδει καθαρή γραφή χωρίς ονομασία προέλευσης. Με το ζήτημα "ψευδωνυμία" έχω ασχοληθεί εκτενώς παλιότερα και, πιο συνοπτικά, πολύ πρόσφατα. Μου άρεσε πόσο αβίαστα εντάχθηκε η διάτρητη, ή ελαστική, αν προτιμάτε, ψευδωνυμία μου στην εκδήλωση: ναι μεν δεν ανέβηκα στο βάθρο, δεν αποκαλύφθηκα, ωστόσο φωτογραφήθηκα (κυρίως ρωμαϊκώς, προφίλ), υπέγραψα αντίτυπα και βεβαίως συνάντησα πολλούς. Το καλύτερο σχόλιο: "Σας περίμενα ξανθό με μακριά μαλλιά!". Αλίμονο: είμαι Πέρσης κι όχι Υπερβόρειος.
Ο ένας από τους ανθολόγους, ο Χρήστος Νάτσης, δεν είπε πολλά: εξήγησε όμως πώς έγινε η ανθολόγηση και με ποια κριτήρια. Επίσης περιέγραψε τη σχέση του με τα κείμενα που τελικά συμπεριλήφθηκαν.
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης ομολόγησε το προφανές: ότι είναι αδύνατο να παρουσιάσεις το βιβλίο μου. Ξεκαθάρισε ότι δεν διαβάζεται από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο λόγος: το βιβλίο αποτυπώνει μία φωνή, δεν είναι ούτε ενιαίο κείμενο ούτε σώμα κειμένων. Δευτερολογώντας, επισήμανε και το αυτονόητο, ότι οι φωνές που πρωτοακούστηκαν από τα μπλογκ δεν είναι ούτε λιγότερο αλλά ούτε περισσότερο σημαντικές ή καίριες από τις φωνές που εκφράζονται ποιητικά ή πεζογραφικά.
Η Νάνα Παπαδάκη διάβασε δύο κείμενα: το Arlanda και Το μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος (ο τίτλος είναι φράση ξεσηκωμένη από τα Πορφυρά Πανιά του Αλεξάντερ Γκρην).
Τέλος, ο άλλος ανθολόγος, ο Νίκος Πριόβολος, μίλησε κολακευτικά και εν είδει πανηγυρικού για τα κείμενά μου μέσα στο βιβλίο αλλά και όσα έμειναν απ' έξω.
Μετά μάς περίμεναν οι Dirty Athens Brass Band με τη μουσική τους, φαγητό ετοιμασμένο από τα χεράκια του Γεώργα και, αργότερα, τραγούδια από τον ντιτζέι Ερρίκο Λίτση (ναι, τον γνωστό ηθοποιό-θρύλο).
*
Όσο για μένα, αισθάνθηκα περιτριγυρισμένος από φίλους. Αν αυτό ήταν πάρτυ γενεθλίων, ήτανε μέσα στα τρία-τέσσερα καλύτερα της ζωής μου. Κι ας ήταν του βιβλίου κι όχι δικό μου.
Για μένα ο βασικός λόγος που βγήκε αυτό το βιβλίο είναι για να αποκτήσουν υλικότητα αυτά τα κείμενα, όπως τα επέλεξαν και τα στίχησαν οι δύο ανθολόγοι και όπως τα εικονογράφησε ο Γεώργας. Τη στεργω την υλικότητα και δεν είμαι από αυτούς που απαξιώνουν το σωματικό, τρισδιάστατο χάρτινο βιβλίο, που γεμίζει το χέρι σου, επειδή τώρα έχουμε ηλεκτρονικά μέσα. Με τον ίδιο τρόπο που δεν απαξιώνω τη ραδιοφωνική παρουσία, διακριτική, επειδή έχουμε την attention whore τηλεόραση. Με τον ίδιο τρόπο που προτιμώ σιντί και βινύλια. Και ούτω καθεξής.
Με αφορμή όσα άκουσα σκέφτηκα και το εξής: πολλοί παραπονιούνται για την πληθώρα εκδόσεων, κυρίως ιδίοις αναλώμασι ποιητικών συλλογών, και δυσθυμούν για τη 'σαβούρα που κυκλοφορεί'. Νομίζω ότι το ζήτημα βρίσκεται αλλού: Μπορεί μεν να γράφουμε για τον εαυτό μας, όπως λέει ο Μπόρχες. Όμως το γραπτό εκτίθεται τελικά. Ακόμη πιο πριν, η ίδια η πράξη της γραφής είναι συνήθως σαν την επιστημονική έρευνα: μια συλλογική και κοινωνική διαδικασία, μια διαδικασία όπου η επιμέλεια, η αυτολογοκρισία, τα σχόλια των αναγνωστών, οι κρίσεις των παλιότερων, ο χρόνος κατά τον οποίο ένα γραπτό ησυχάζει περιμένοντας να το ξαναπιάσεις διαμορφώνουν και τη γραφή και το αποτέλεσμά της, το γραπτό. Στα μπλογκ αυτή η διαδικασία είναι απλώς κάπως πιο ανοιχτή. Οπότε ναι, αφήστε χιλιάδες κρασιά να εμφιαλωθούν, έστω και ως αυτοεκδόσεις, αλλά να προλάβει το κρασί σου να ζυμωθεί: να του δώσεις χρόνο να αλληλεπιδράσει με πραγματικούς, φανταστικούς, ιδεατούς και άλλους αναγνώστες και επιμελητές.
*
Σας προσκαλώ να αποκτήσετε το βιβλίο και να το κάνετε δικό σας το αντίτυπό σας. Όπως συμβαίνει με κάθε βιβλίο, δηλαδή.
Την προηγούμενη Παρασκευή 30 Οκτωβρίου, ο Βάσος Γεώργας, από τις εκδόσεις Bibliothèque του οποίου κυκλοφορεί το βιβλίο μου, του οργάνωσε ένα μεγάλο πάρτυ γενεθλίων· του βιβλίου μου. Η μόνη μου συμμετοχή σε αυτό το πάρτυ ήταν ότι ζήτησα από τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή Έλληνες πεζογράφους, να πει δυο λόγια.
Έφτασα λίγο πριν από την έναρξη σε ένα στολισμένο οικόπεδο-πάρκινγκ (και, ενίοτε, ουρητήριο έκτακτης ανάγκης) απέναντι από τη Βιβλιοθήκη Βολανάκη / White Rabbit στα Εξάρχεια. Μερικοί από εμάς θυμόμαστε τη Βιβλιοθήκη Βολανάκη ως τον τόπο του Φιλοσοφικού Καφενείου και, αργότερα, του Da Sein (έτσι το έγραφαν, νομίζω). Το οικόπεδο ήτανε γεμάτο μπλε και γαλάζια μπαλόνια (φάση It's a boy!) και σειρές από καθίσματα, ενώ στον τοίχο, κάτω από τα μνημειακά γκραφίτι ήταν αναρτημένο ένα μπάνερ μεγάλο με το εξώφυλλο του βιβλίου. Μπροστά από το μαγαζί ένα τραπέζι γεμάτο ολόφρεσκα βιβλία, στη σειρά, με τη μασκοφόρα κεφαλή της Αθήνας να επαναλαμβάνεται γουωρχολικά. Ολόφρεσκα, γιατί τα βιβλία δεν είναι σκούνες, για να είναι "καλοτάξιδα" (μπλιαχ), παρά είναι κρασιά: άλλα ξινίζουν με τον χρόνο, άλλα ξεθυμαίνουν, άλλα κρατάνε, άλλα παλιώνουν. Μέσα στο μαγαζί βρήκα και με βρήκαν και φίλοι και καινούργια πρόσωπα και διακριτικοί άνθρωποι που δεν μου συστήθηκαν καν, αλλά ελπίζω να πέρασαν καλά.
Η παρουσίαση ξεκίνησε. Είχε κόσμο, εγώ στεκόμουν όρθιος πίσω, εν μέρει γιατί δεν βρήκα να καθήσω και εν μέρει για να έχω γενική εποπτεία του χώρου.
Ο Βάσος είπε κάποια πράγματα για το πώς έβγαλε το βιβλίο δια της μεθόδου του "τραβάτε με κι ας κλαίω" και για τις φωτογραφίες που το εικονογραφούν.
Ο καλεσμένος-έκπληξη Γιώργος Μίχος, παλαιός μπλογκάς, μίλησε για την τυραννία της επωνυμίας και για το πώς το μπλογκ παραδίδει καθαρή γραφή χωρίς ονομασία προέλευσης. Με το ζήτημα "ψευδωνυμία" έχω ασχοληθεί εκτενώς παλιότερα και, πιο συνοπτικά, πολύ πρόσφατα. Μου άρεσε πόσο αβίαστα εντάχθηκε η διάτρητη, ή ελαστική, αν προτιμάτε, ψευδωνυμία μου στην εκδήλωση: ναι μεν δεν ανέβηκα στο βάθρο, δεν αποκαλύφθηκα, ωστόσο φωτογραφήθηκα (κυρίως ρωμαϊκώς, προφίλ), υπέγραψα αντίτυπα και βεβαίως συνάντησα πολλούς. Το καλύτερο σχόλιο: "Σας περίμενα ξανθό με μακριά μαλλιά!". Αλίμονο: είμαι Πέρσης κι όχι Υπερβόρειος.
Ο ένας από τους ανθολόγους, ο Χρήστος Νάτσης, δεν είπε πολλά: εξήγησε όμως πώς έγινε η ανθολόγηση και με ποια κριτήρια. Επίσης περιέγραψε τη σχέση του με τα κείμενα που τελικά συμπεριλήφθηκαν.
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης ομολόγησε το προφανές: ότι είναι αδύνατο να παρουσιάσεις το βιβλίο μου. Ξεκαθάρισε ότι δεν διαβάζεται από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο λόγος: το βιβλίο αποτυπώνει μία φωνή, δεν είναι ούτε ενιαίο κείμενο ούτε σώμα κειμένων. Δευτερολογώντας, επισήμανε και το αυτονόητο, ότι οι φωνές που πρωτοακούστηκαν από τα μπλογκ δεν είναι ούτε λιγότερο αλλά ούτε περισσότερο σημαντικές ή καίριες από τις φωνές που εκφράζονται ποιητικά ή πεζογραφικά.
Η Νάνα Παπαδάκη διάβασε δύο κείμενα: το Arlanda και Το μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος (ο τίτλος είναι φράση ξεσηκωμένη από τα Πορφυρά Πανιά του Αλεξάντερ Γκρην).
Τέλος, ο άλλος ανθολόγος, ο Νίκος Πριόβολος, μίλησε κολακευτικά και εν είδει πανηγυρικού για τα κείμενά μου μέσα στο βιβλίο αλλά και όσα έμειναν απ' έξω.
Μετά μάς περίμεναν οι Dirty Athens Brass Band με τη μουσική τους, φαγητό ετοιμασμένο από τα χεράκια του Γεώργα και, αργότερα, τραγούδια από τον ντιτζέι Ερρίκο Λίτση (ναι, τον γνωστό ηθοποιό-θρύλο).
*
Όσο για μένα, αισθάνθηκα περιτριγυρισμένος από φίλους. Αν αυτό ήταν πάρτυ γενεθλίων, ήτανε μέσα στα τρία-τέσσερα καλύτερα της ζωής μου. Κι ας ήταν του βιβλίου κι όχι δικό μου.
Για μένα ο βασικός λόγος που βγήκε αυτό το βιβλίο είναι για να αποκτήσουν υλικότητα αυτά τα κείμενα, όπως τα επέλεξαν και τα στίχησαν οι δύο ανθολόγοι και όπως τα εικονογράφησε ο Γεώργας. Τη στεργω την υλικότητα και δεν είμαι από αυτούς που απαξιώνουν το σωματικό, τρισδιάστατο χάρτινο βιβλίο, που γεμίζει το χέρι σου, επειδή τώρα έχουμε ηλεκτρονικά μέσα. Με τον ίδιο τρόπο που δεν απαξιώνω τη ραδιοφωνική παρουσία, διακριτική, επειδή έχουμε την attention whore τηλεόραση. Με τον ίδιο τρόπο που προτιμώ σιντί και βινύλια. Και ούτω καθεξής.
Με αφορμή όσα άκουσα σκέφτηκα και το εξής: πολλοί παραπονιούνται για την πληθώρα εκδόσεων, κυρίως ιδίοις αναλώμασι ποιητικών συλλογών, και δυσθυμούν για τη 'σαβούρα που κυκλοφορεί'. Νομίζω ότι το ζήτημα βρίσκεται αλλού: Μπορεί μεν να γράφουμε για τον εαυτό μας, όπως λέει ο Μπόρχες. Όμως το γραπτό εκτίθεται τελικά. Ακόμη πιο πριν, η ίδια η πράξη της γραφής είναι συνήθως σαν την επιστημονική έρευνα: μια συλλογική και κοινωνική διαδικασία, μια διαδικασία όπου η επιμέλεια, η αυτολογοκρισία, τα σχόλια των αναγνωστών, οι κρίσεις των παλιότερων, ο χρόνος κατά τον οποίο ένα γραπτό ησυχάζει περιμένοντας να το ξαναπιάσεις διαμορφώνουν και τη γραφή και το αποτέλεσμά της, το γραπτό. Στα μπλογκ αυτή η διαδικασία είναι απλώς κάπως πιο ανοιχτή. Οπότε ναι, αφήστε χιλιάδες κρασιά να εμφιαλωθούν, έστω και ως αυτοεκδόσεις, αλλά να προλάβει το κρασί σου να ζυμωθεί: να του δώσεις χρόνο να αλληλεπιδράσει με πραγματικούς, φανταστικούς, ιδεατούς και άλλους αναγνώστες και επιμελητές.
*
Σας προσκαλώ να αποκτήσετε το βιβλίο και να το κάνετε δικό σας το αντίτυπό σας. Όπως συμβαίνει με κάθε βιβλίο, δηλαδή.
H επαρχία πώς θα το παραγγείλει?
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή ερώτηση -- απευθυνθείτε στις Εκδόσεις Bibliothèque, θα τις βρείτε στο facebook.
ΔιαγραφήΚαλά, πώς και δεν μας ενημερώσατε διαδικτυακά ή μήπως (δεν ) πήγα (ως) αδιάβαστη;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλοτάξιδο το βιβλίο σας!