Περιμένω βδομάδες να γράψει ο Γιάννης Αντάμης μια ιστορία που μου είπε όταν βρεθήκαμε για ποτά, και που μου άρεσε πολύ. Σήμερα τον ρώτησα πότε επιτέλους θα τη γράψει και με πληροφόρησε ότι μου τη χαρίζει, για να την πω με τον τρόπο μου. Οπότε, θα σας πω μια χαρισμένη ιστορία, την οποία δεν καλοθυμάμαι πια. Επίσης, δυστυχώς δεν είμαι καλός παραμυθάς.
Είναι λοιπόν μια παρέα στο τραίνο. Έχουνε πιάσει ένα κουπέ. Πρόκειται για αντροπαρέα που κινείται στην παρατημένη αλλά πανέμορφη γραμμή Θεσσαλονίκη-Αλεξανδρούπολη-Ορμένιο, ξέρετε, αυτή που σαν τοπικό ΚΤΕΛ ανεβαίνει και κατεβαίνει και στροφογυρίζει, πότε για να βολευτεί με ποτάμια και στενά, πότε για να καλύψει όλες τις πόλεις της φέτας Ελλάδας μεταξύ Αιγαίου και Βαλκανίων.
Η αντροπαρέα είτε πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη είτε φεύγει από τη Θεσσαλονίκη. Ας πούμε ότι πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη. Σε έναν σταθμό μπαίνει μια κοπέλα. Δεν ξέρω σε ποιον σταθμό, δηλαδή δεν θυμάμαι. Η κοπέλα έρχεται από Μπάνσκο. Άρα μάλλον καταλάβατε σε ποιον σταθμό ανέβηκε στο τραίνο. Εγώ όχι, δεν είμαι από εκείνα τα μέρη, μόνο μια μακροθειά έχω στας Σέρρας.
Η κοπέλα ήταν ωραία, μάλλον γκομενάρα, αν κατάλαβα καλά, και μάλλον μικροκαμωμένη (ας πούμε ότι τη φαντάζομαι μικροκαμωμένη) και οπωσδήποτε Βουλγάρα. Αυτό το κατάλαβαν στην αντροπαρέα με τη μία, δεν ξέρω πώς. Εγώ όταν πρωτογνώρισα Βουλγάρες, το '95, μου είχε κάνει εντύπωση το αλλοπρόσαλλο ντύσιμό τους. Αλλά μάλλον δεν ήταν αυτό το διακριτικό γνώρισμα στην περίπτωση της χαρισμένης ιστορίας μας, η οποία άντε να είναι προπέρσινη.
Το τραίνο ξεκινάει και η αντροπαρέα κοιτάει την κοπέλα. Και η κοπέλα κοιτάει την αντροπαρέα. Ε, κάποιος της πιάνει την κουβέντα. Από τις κουβέντες που εγώ δεν μπορώ με τίποτα να κάνω ο έρμος:
"Από Βουλγαρία είσαι;"
"Ναι. Δουλεύω στο Μπάνσκο."
Η κοπέλα μιλάει τέλεια ελληνικά. Αυτό, όσο να 'ναι, ενθαρρύνει τους κάποια μέλη της αντροπαρέας. Τη ρωτάει ένα από αυτά:
"Α, ωραία. Τι δουλειά κάνεις;"
"Είμαι πουτάνα."
Όπως ορθώς επισημαίνει ο Αντάμης, αν έλεγε "δουλεύω σε μπαρ", "κάνω κονσομασιόν", "χορεύω σε καμπαρέ" ή κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να συνεχιστεί η κουβέντα με κάποια προσχήματα. Ξέρετε, όπως όταν ρωτάει κανα πιτσιρίκι τι δουλειά κάνει αυτή η κυρία και λες "κάνει παρέα σε άντρες". Θα μπορούσαν να της ζητήσουν να πει καμμιά ιστορία, να συζητήσει λίγο το τι κόσμος πάει στο μαγαζί, να πει κανα ευτράπελο -- τέτοια. Αλλά το "είμαι πουτάνα", και κατακαημένο μισογύνικο ελληναράκι να μην είσαι, ε, δυσκολεύει πολύ τη συζήτηση. Ωστόσο, απ' ό,τι φαίνεται, η αντροπαρέα είχε μέλη με τσαγανό. Ρωτάει λοιπόν ένας από αυτούς:
"Σου αρέσει η δουλειά σου;"
Η κοπέλα τον κοίταξε και πάρα πολύ νηφάλια είπε χαμηλόφωνα:
"Είσαι μαλάκας, ε;"
Σιωπή μέχρι τη Σαλονίκη.
Είναι λοιπόν μια παρέα στο τραίνο. Έχουνε πιάσει ένα κουπέ. Πρόκειται για αντροπαρέα που κινείται στην παρατημένη αλλά πανέμορφη γραμμή Θεσσαλονίκη-Αλεξανδρούπολη-Ορμένιο, ξέρετε, αυτή που σαν τοπικό ΚΤΕΛ ανεβαίνει και κατεβαίνει και στροφογυρίζει, πότε για να βολευτεί με ποτάμια και στενά, πότε για να καλύψει όλες τις πόλεις της φέτας Ελλάδας μεταξύ Αιγαίου και Βαλκανίων.
Η αντροπαρέα είτε πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη είτε φεύγει από τη Θεσσαλονίκη. Ας πούμε ότι πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη. Σε έναν σταθμό μπαίνει μια κοπέλα. Δεν ξέρω σε ποιον σταθμό, δηλαδή δεν θυμάμαι. Η κοπέλα έρχεται από Μπάνσκο. Άρα μάλλον καταλάβατε σε ποιον σταθμό ανέβηκε στο τραίνο. Εγώ όχι, δεν είμαι από εκείνα τα μέρη, μόνο μια μακροθειά έχω στας Σέρρας.
Η κοπέλα ήταν ωραία, μάλλον γκομενάρα, αν κατάλαβα καλά, και μάλλον μικροκαμωμένη (ας πούμε ότι τη φαντάζομαι μικροκαμωμένη) και οπωσδήποτε Βουλγάρα. Αυτό το κατάλαβαν στην αντροπαρέα με τη μία, δεν ξέρω πώς. Εγώ όταν πρωτογνώρισα Βουλγάρες, το '95, μου είχε κάνει εντύπωση το αλλοπρόσαλλο ντύσιμό τους. Αλλά μάλλον δεν ήταν αυτό το διακριτικό γνώρισμα στην περίπτωση της χαρισμένης ιστορίας μας, η οποία άντε να είναι προπέρσινη.
Το τραίνο ξεκινάει και η αντροπαρέα κοιτάει την κοπέλα. Και η κοπέλα κοιτάει την αντροπαρέα. Ε, κάποιος της πιάνει την κουβέντα. Από τις κουβέντες που εγώ δεν μπορώ με τίποτα να κάνω ο έρμος:
"Από Βουλγαρία είσαι;"
"Ναι. Δουλεύω στο Μπάνσκο."
Η κοπέλα μιλάει τέλεια ελληνικά. Αυτό, όσο να 'ναι, ενθαρρύνει τους κάποια μέλη της αντροπαρέας. Τη ρωτάει ένα από αυτά:
"Α, ωραία. Τι δουλειά κάνεις;"
"Είμαι πουτάνα."
Όπως ορθώς επισημαίνει ο Αντάμης, αν έλεγε "δουλεύω σε μπαρ", "κάνω κονσομασιόν", "χορεύω σε καμπαρέ" ή κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να συνεχιστεί η κουβέντα με κάποια προσχήματα. Ξέρετε, όπως όταν ρωτάει κανα πιτσιρίκι τι δουλειά κάνει αυτή η κυρία και λες "κάνει παρέα σε άντρες". Θα μπορούσαν να της ζητήσουν να πει καμμιά ιστορία, να συζητήσει λίγο το τι κόσμος πάει στο μαγαζί, να πει κανα ευτράπελο -- τέτοια. Αλλά το "είμαι πουτάνα", και κατακαημένο μισογύνικο ελληναράκι να μην είσαι, ε, δυσκολεύει πολύ τη συζήτηση. Ωστόσο, απ' ό,τι φαίνεται, η αντροπαρέα είχε μέλη με τσαγανό. Ρωτάει λοιπόν ένας από αυτούς:
"Σου αρέσει η δουλειά σου;"
Η κοπέλα τον κοίταξε και πάρα πολύ νηφάλια είπε χαμηλόφωνα:
"Είσαι μαλάκας, ε;"
Σιωπή μέχρι τη Σαλονίκη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να ειδοποιούνται οι γονείς είτε είναι ανήλικη είτε ενήλικη?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι σχέση έχει αυτό; Δεν καταλαβαίνω.
Διαγραφή