Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Εξακουστωδιανός


Όταν πρωτοκατέβηκα στον σταθμό του ΚΤΕΛ της πόλης με υποδέχθηκε μια αποφορά σαπίλας. Όχι από ψοφίμι, αλλά σαν να κακοφόρμιζε κάτουρο, κάπως έτσι. Σαν ξινισμένες κοπριές. Για χρόνια νόμιζα ότι ήταν η ιδέα μου, ότι σωματοποίησα ήδη από τα πρώτα λεπτά όλη την αποστροφή μου για τον τόπο που θα πέρναγα τον επόμενο χρόνο και στον οποίο κατέληξα να γεράσω, αυτή την ασυνάρτητη παραφουσκωμένη κωμόπολη στη μέση ενός ελεεινού γούπατου. Μετά μού εξομολογήθηκαν κι άλλοι ξενομερίτες ότι όντως έτσι μυρίζει ο σταθμός του ΚΤΕΛ. Άλλοι λένε πώς φταιν οι αιωνίως σάπιες τούρκικες τουαλέτες του, άλλοι τα ρίχνουνε στο αποξηραμένο έλος που δεν πέθανε, παρά ενταφιάστηκε, όπως το ρέμα της Πανδρόσου, ο Ιλισσός, η Καλλιρρόη, ο Ποδονίφτης. Όμως, τα θαμμένα ρέματα και τα ενταφιασμένα ποτάμια σε ξεπαγιάζουν, τα τενάγη και οι βάλτοι συνεχίζουν να σαπίζουν: όπως πάντα, ο καθένας κάνει αυτό που ξέρει.

Όταν πρωτοκατέβηκα στον σταθμό του ΚΤΕΛ, που ήτανε κολλώδης παντού κι όχι σκονισμένος, παρά τον καύσωνα, στράφηκα κατευθείαν στην κοιλιά του λεωφορείου που με έφερε. Πήρα τη βαλίτσα, ένα θηρίο μεγαλύτερο από μένα, πάνω από 35 κιλά βάρος γεμάτη, τη σήκωσα και πήγα προς τα ταξί. Δεν είχε ουρά. Οι ταξιτζήδες με κοίταξαν όπως κάθε φορά που θα με κοίταζαν ενώ τους πλησίαζα στο ΚΤΕΛ, ακόμα και όταν το εκσυγχρόνισαν το υπόστεγο μαζί με την υπόλοιπη χώρα, ακόμα κι όταν εγκατέστησαν στην πιάτσα μπάτσο-φόβητρο: με κοίταξαν σαν κατσίκι στο τσιγκέλι. Κι εκείνη τη στιγμή, την πρώτη φορά στο ΚΤΕΛ, ακούστηκε ένας θόρυβος από την άκρη του χεριού μου: κόπηκε το χερούλι της βαλίτσας από τη μια μεριά του και έτσι όπως το βάρος της κρεμόταν πια από τη μια πλευρά του μόνο, ξεκόλλησε και σκίστηκε όλο το πάνω μέρος της βαλίτσας. Από μέσα χύθηκαν σαν σπλάχνα από σφαχτάρι εσώρουχα, πουκάμισα, κάλτσες, παντελόνια, όλα πάνω στη χιλιοπατημένη γλίτσα του σταθμού, βλεννώδη σαν το μέσα εντέρου κι όχι υγρή ή λασπερή. Θυμάμαι μια φανέλα μου να ξεδιπλώνεται, παρότι όλα μέσα στη βαλίτσα ήτανε σιδερωμένα και μετά τα είχα διπλωμένα, τυλιγμένα ή πατικωμένα, και να πέφτει κινηματογραφικά σαν μεγάλη μικροαστική σαλούφα, ώσπου χύθηκε κατάλευκη πάνω στη γλίτσα και στα λάδια μηχανής. Δεν αηδίασα, καθόλου. Ίσα ίσα, ζήτησα σακούλες σούπερ μάρκετ, μάζεψα τα ξεχειλισμένα ρούχα μου όπως τα σάπια λαχανόφυλλα από νεροχύτη και τα στούμπωσα μέσα σε τρεις σακούλες. Μετά, με τη βοήθεια ενός ταξιτζή που με κοίταζε περίπου όπως οι παπάδες τους αρρώστους στους οποίους πάνε να συμπαρασταθούν κατά τις άγιες μέρες, κουβάλησα τη βαλίτσα σαν κασόνι, για να μη χυθούν και τα υπόλοιπα πράγματα από μέσα της, μέχρι το πορμπαγκάζ ενός όπελ.

Πάντως δεν αηδίασα. Ή αηδίασα τόσο όσο να μην το πάρω χαμπάρι. Πάντως μάζεψα μεθοδικά τα εντόσθια της βαλίτσας μου, τα πρώην άμωμα και πεντακάθαρα και σιδερωμένα, όπως τα έφερα από έναν άλλο κόσμο στη γλίτσα του καύσωνα, με εμπιστοσύνη στα πλυντήρια. Είπα τότε, όπως λέω και διαρκώς έκτοτε: μη σιχαίνεσαι τώρα, πλύνε και σιδέρωσε αργότερα.

Ο ταξιτζής δεν ήξερε τη διεύθυνση αλλά τη βρήκε τελικά την πολυκατοικία, ρωτώντας στο σιμπί. Το διαμέρισμα ήταν επιπλωμένο με μπαταρισμένα έπιπλα σουηδικά από μάλλον φοιτητικές καταχρήσεις, αλλά χωρίς πλυντήριο και χωρίς κλιματισμό. Πέταξα την ξεκοιλιασμένη βαλίτσα στο πάτωμα και δίπλα της τις σακούλες με τα ασπρόρουχα που είχανε σφουγγαρίσει τις πλάκες και την άσφαλτο του ΚΤΕΛ. Η υγρασία ήταν αποπνικτική, σαν να 'μουνα στον πάτο χλιαρής πισίνας, και το γούπατο παρείχε άφθονη σκόνη για να αναμιχθεί μαζί της: ανέπνεα λάσπη. Έκτοτε λάσπη αναπνέω. Γδύθηκα τελείως, ίδρωνα, ίδρωνα σαν τρελός. Άνοιξα τη βρύση της μπανιέρας. Από απέναντι πήρε το μάτι μου μια κυρία πενηντάρα να με μπανίζει γουρλωμένη κι ακίνητη, υπό άλλες συνθήκες θα της έκανα πλακίτσα, θα της τον κούναγα ξέρω γω. Αλλά πνιγόμουν. Μπήκα στην μπανιέρα, το νερό το ένιωθα κρύο. Με πήρε ο ύπνος εκεί μέσα.

Ξύπνησα δυο δεκαετίες μετά, πριν μια βδομάδα. Σε ένα άλλο διαμέρισμα, καλύτερο, το τρίτο μου εδώ: αυτό εδώ έχει συσκευές που αγόρασα εγώ και κλιματιστικά ινβέρτερ που είχε εγκαταστήσει ο ιδιοκτήτης και ξύλινα πατώματα στα δυο υπνοδωμάτια (το ένα το έκανα γραφείο), βρίσκεται φάτσα σε ένα μαδημένο αλλά επαρκές πάρκο, περνάει και λεωφορείο απ' έξω. Εδώ και δυο μέρες πακετάρω όμως. Μετακομίζω, φεύγω από το γούπατο. Όταν με ρωτούν οι λιγοστοί φίλοι εδώ πώς πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια εγώ λέω ότι θα τους γελάσω, αφού απλώς κοιμόμουν τόσον καιρό. Έβλεπα κάτι όνειρα μόνο, μερικές φορές τον χρόνο, που άρχιζαν στον σταθμό του ΚΤΕΛ και τελείωναν στον ίδιο σταθμό, πότε μέσα στην ψύχρα και βρεγμένο από τις βροχές, πότε γλιτσερό με το γλάσο της σκόνης, γλάσο καμμιά φορά πηχτό σαν κι εκείνο που αφήνει το χοιρινό αίμα πάνω στο πριονίδι συνοικιακών κρεοπωλείων.

GatheRate

1 σχόλιο:

  1. Να έμοιαζε, άραγε, ο τρόπος που "είδες" την πόλη με τον άλλο, του Καρυωτάκη;
    Όταν διάβασα πως κοιμήθηκες για δύο δεκαετίες, θυμήθηκα έναν άρρωστο άνθρωπο, ψυχωσικό, που ζητούσε φάρμακα για να κοιμάται. Την ημέρα - γιατί τη νύχτα κοιμόταν χωρίς πρόβλημα. Τον είχα ρωτήσει για ποιόν λόγο ήθελε κάτι τέτοιο. Το νόημα της απάντησής του ήταν "για να περάσει η ζωή".
    Χαίρομαι για το ξύπνημα και τη φυγή, στο τέλος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή