Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018
Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018
Αντίφωνο
Βαρέθηκα τις μαλακίες του καραγκιοζοπαίχτη Τραμπ, που βγάζει φωνούλες και κάνει κουνήματα ενώ ξεχαρβαλώνει ό,τι βρει.
Βαρέθηκα τη σκατοψυχιά των συνελλήνων που το πρόβλημά τους είναι οι «λάθρο» και τα προσφυγάκια.
Βαρέθηκα όσους αγανακτούν που δεν πέθανε ήσυχα η πουστάρα.
Βαρέθηκα όλους τους ιδεοληπτικούς ναιμεναλλάδες.
Βαρέθηκα τις σαχλαμπούχλες των ποταμίσιων και τις ιησουήτικες απολογίες των συριζαίων.
Βαρέθηκα την Ορθοδοξία σας.
Βαρέθηκα το τρίποντο τσουτσουνάκι τάχα ιστορικής αλήθειας που κραδαίνεται μπροστά στα συλλογικά τυφλά σημεία μας, κάθε «Μακεδονικό» και κάθε «Άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης».
Βαρέθηκα τους δοκησίσοφους βλάκες με τον Κυριάκο.
Βαρέθηκα τους υστερόβουλους τζανακογλείφτες με τον Κυριάκο.
Βαρέθηκα τις αποψάρες του κάθε μικρού πικρού φαλλοκράτη.
Βαρέθηκα τις αναλύσεις του ποδαριού.
Βαρέθηκα τους περιδεείς πουριτανούς.
Βαρέθηκα τους περιδεείς πουριτανούς.
Βαρέθηκα τους ποιητές εκ του προχείρου που περνιούνται για Εζραπάουν και Πετράρχες.
Βαρέθηκα τα αγροτοποιμενικά γομάρια που λένε πουτάνες τα κορίτσια που βιάζουν.
Βαρέθηκα τη σεπτή Ευρωπαϊκή Ένωση και τα ιερά ιδεώδη της και πώς θα πρέπει εκ των υστέρων να δείξουμε κατανόηση για το κάζο της, όταν θα τη διαδεχθούν φασιστάκια και νταβάδες.
Βαρέθηκα τους λόγιους που φοβούνται τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό ενώ δεν βλέπουν τους ολοκληρωτισμούς του 21ου.
Βαρέθηκα τους μπουχτισμένους πουριτανούς.
Βαρέθηκα τους μπουχτισμένους πουριτανούς.
Βαρέθηκα τους ψευδοπροφήτες της συντέλειας και των ζόμπι.
Βαρέθηκα κάθε πλούσιο βλάκα που μιλάει.
Βαρέθηκα κάθε λόγιο μπαμπακοκώλη που μιλάει.
Βαρέθηκα όσους γκρινιάζουν και το παίζουν και παριστάνουνε τους Βούδες από τα ΒΠ και με λεφτά του μπαμπά και της μαμάς.
Βαρέθηκα τους κρυφοχωριάτες που ζηλούν τα πολιτισμένα έθνη και τα κανονικά κράτη.
Βαρέθηκα τους καψούρηδες που λένε τον έρωτα πόνο και την αγάπη πλάνη.
Βαρέθηκα τους ιεροφάντες της μαζοχικής επιστημολογίας.
Βαρέθηκα τους λαϊφκόουτσεζ και τους κάθε λογής αστρολόγους.
Βαρέθηκα τον θόρυβο.
Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018
Στη Δημοκρατία υπάρχουν αδιέξοδα
Ας δούμε λίγο την κοινοβουλευτική δημοκρατία σαν να μην είναι κάτι ιερό κι απαραβίαστο. Ας τη δούμε ως το χειρότερο πολίτευμα (αν εξαιρέσει κανείς όλα τα άλλα).
Το θεμελιώδες και μοιραίο πρόβλημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι ότι στην πράξη αδυνατεί να διασφαλίσει κοινωνική δικαιοσύνη.
Επί της αρχής φαντάζει πολίτευμα ιδανικό για αυτόν τον σκοπό: οι προνομιούχοι είναι λίγοι, οι λιγότερο προνομιουχοι πλειονότητα, άρα οι λιγότερο προνομιούχοι θα φροντίσουν ως πλειοψηφία τον εαυτό τους. Βεβαίως η μισή πολιτική επιστήμη ασχολείται με το γιατί δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ενώ σίγουρα έχουμε όλοι ακούσει αφενός για την ιδεολογία ως ψευδή αναπαράσταση του κόσμου αφετέρου για τις κοινωνικές τάξεις κτλ.
Υπάρχει ωστόσο και ένας επιπλέον λόγος που η δημοκρατία αδυνατεί να διασφαλίσει την κοινωνική δικαιοσύνη, περισσότερο ύπουλος και από την ύπαρξη τάξεων και ιδεολογίας: οι θεσμοί. Βεβαίως οι θεσμοί υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν και θα υπάρχουν ακόμα και στις αυτοοργανωμένες ομοσπονδίες και στα οριζοντίως διαρθρωμένα τοπικά σοβιέτ: τα περίφημα checks and balances εγγυώνται ότι ο κάθε Αλκιβιάδης δεν θα πείσει λ.χ. μια συνέλευση να αυτοκαταργηθεί (αν και με τον αυθεντικό Αλκιβιάδη τα δαιδαλώδη checks and balances της Αθηναίων Πολιτείας δεν λειτούργησαν). Επίσης οι θεσμοί κατοχυρώνουν δικαιώματα κι ελευθερίες που κανονικά δεν πρέπει να βρίσκονται υπό αίρεση. Το πρόβλημα είναι ότι οι προνομιούχοι ξανά και ξανά είτε χρησιμοποιούν αυτούς τους θεσμούς ώστε να θωρακιστούν απέναντι σε οποιαδήποτε κίνηση για κοινωνική δικαιοσύνη είτε απλώς τους παρακάμπτουν.
Αυτά πάνω κάτω όσον αφορά τα γενικά. Η αδυναμία της δημοκρατίας να επιφέρει κοινωνική δικαιοσύνη απαξιώνει τη δημοκρατία στα μάτια των μη προνομιούχων, και δικαιολογημένα.
Και έτσι λοιπόν αρχίζουν τα δύσκολα καθέκαστα:
Στη δημοκρατία η καλλιέργεια στην πράξη της κοινωνικής δικαιοσύνης επιχειρείται με τον έλεγχο των δημόσιων αγαθών από το κράτος και με την ενίσχυση του κράτους προνοίας. Αυτές οι υποθέσεις χρειάζοναι λεφτά. Λεφτά βρίσκονται ως εξής:
- βρίσκεις πρώτα πετρέλαιο και με τα λεφτά φτιάχνεις ένα υπερταμείο αντί να βολέψεις τα λαμόγια του Σίτυ α λα Θάτσερ ή το σκυλόσογό σου α λα Σαουδική (Νορβηγία) ή
- φορολογείς το κεφάλαιο και το κεφάλαιο δεν πάει αλλού γιατί δεν το αφήνεις (προστατευτισμός), ή γιατί δεν μπορεί (...) ή
- δανείζεσαι.
Οι σοσιαλδημοκράτες φεύγουν λοιπόν ταπεινωμένοι (Κάλλαχαν ή και Κάρτερ, για τα αμερικανικά δεδομένα) ή μεταλλάσσονται σε κάτι καθόλου σοσιαλδημοκρατικό, οπότε φεύγουν ταπεινωμένοι (Σραίντερ). Κι αναλαμβάνουν οι δεξιοί.
Οι δεξιοί κάνουν αυτά που κάνουν οι δεξιοί, δηλαδή κουνάν την ιδεολογία σαν λέιζερ μπροστά σε γάτα: εργαλειοποιημένο πολιτισμό και τέχνες ή δικαιωματισμό χωρίς ταξικές προεκτάσεις αν είναι αλάνια, εθνικισμό αν τα πράγματα είναι ζόρικα. Βεβαίως στην τελική να εξυπηρετούν το κεφάλαιο θέλουν. Βεβαίως όμως το κεφάλαιο δεν εξυπηρετείται χωρίς να εξαθλιώσεις πολλούς, γιατί το κεφάλαιο είναι εξορισμού αδηφάγο και δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για να το καταλάβεις αυτό. Όμως ενόσω οι εξαθλιωμένοι και οι θεράποντες του κεφαλαίου παρακολουθούν το ιδεολογικό λέιζερ στον τοίχο, όλα καλά.
Επειδή όμως η κοινωνική αδικία και, πολύ χειρότερα, η πείνα ζαλίζει, κάποτε άλλοι παύουν να κοιτούν το λέιζερ στον τοίχο και άλλοι -- χειρότερα -- εκμαυλίζονται από αυτό το λέιζερ και γίνονται φασίστες: γιατί να έχουμε εθνικισμό και αυταρχισμό με δημοκρατία όταν μπορούμε να έχουμε σκέτους εθνικισμό και αυταρχισμό, ίσως και με ωραίες στολές; Κι εκεί αρχίζει το πατιρντί, στο οποίο κερδάνε πάντα οι φασίστες είτε καθαρά και ξάστερα (...) είτε τραβώντας προς το μέρος τους τη Δεξιά. Η αστυνομία στρατικοποιείται, οι θεσμοί προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, ο αυταρχισμός χορηγείται σε μικρές αλλά αποτελεσματικές δόσεις.
Μετά φωτιά ανάβει και φονικό, από μικρό μέχρι απάνθρωπα μεγάλο. Κατόπιν αναλαμβάνουν κάποιοι που νομίζουν πως είναι σοσιαλδημοκράτες και ούτω καθεξής. Μόνο που δεν είναι πια σοσιαλδημοκράτες και επίσης ξέρουν καλά ότι δεν θα βρούνε λεφτά γιατί στο μεταξύ το κεφάλαιο έχει φροντίσει να αφαιρεθεί κάθε φραγμός και κάθε περιορισμός στις επιδιώξεις του. Επίσης το κεφάλαιο είναι ολέον παγκοσμιοποιημένο και μπορεί να πηγαίνει σε μέρη μαγικά (Κέιμαν) ή καθόλου μαγικά (Τσονγκτσίν), πάντως δεν πρόκειται να κάτσει να χρηματοδοτεί γερόντια που δεν λένε να πεθάνουν ή φτωχές που γεννοβολάνε. Το κεφάλαιο πάει όπου θέλει, ο εργαζόμενος δεν πάει πουθενά γιατί τα σύνορα είναι κλειστά. Κακά τα ψέματα, για να μπορέσει να λειτουργήσει η σοσιαλδημοκρατία έστω και λίγο χρειάζεται είτε νορβηγικά ταμεία πετρελαίου είτε να φοβάται λίγο το κεφάλαιο, να φοβάται το οργισμένο πόπολο είτε το αυστηρό κράτος. Όμως τον 21ο αιώνα το κεφάλαιο πια είναι έτοιμο να σηκωθεί να πάει στον Άρη υπό τον αρχιπαπάρα τον Μασκ προκειμένου να μη φοβάται ούτε καν τους νόμους της φύσης.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε αδιέξοδο: έχουμε ψωνίσει μια δημοκρατία που δεν μπορεί ή δεν θέλει να εγγυηθεί κοινωνική δικαιοσύνη. Τι να την κάνουμε την δημοκρατία εν τοιαύτη περιπτώσει;
Αν είστε μαρξιστής-λενινιστής ίσως έχετε χαρεί σφόδρα μέχρι στιγμής γιατί η λογική συνέπεια όλων αυτών (τη λέτε και ιστορική αναγκαιότητα στους ναούς σας) είναι η Επανάσταση που δεν μπορείτε ακόμα να κάνετε. Υπάρχει όμως κι εδώ ένα πρόβλημα: η ιδεολογία. Οι επαναστάσεις είτε προσπάθησαν με προπαγάνδα και γενοκτονική βία να "επανεκπαιδεύσουν" τον λαό (Κόκκινοι Χμερ, λαμπρά αστέρια) για να πολεμήσουν την ιδεολογία, είτε τράβηξαν πατριωτικούς δρόμους προς τον σοσιαλισμό για να την εξουδετερώσουν και κατάντησαν αγνώριστες (ανατολική Ευρώπη, κινέζικο χάλι). Συνεπώς αν είστε μαρξιστής-λενινιστής νομίζετε ότι μπορείτε να φέρετε την αταξική κοινωνία παρά τις θρησκείες και τις θεωρίες συνωμοσίας, παρά την πατριαρχία ή την ετεροκανονικότητα. Χαίρομαι που πιστεύετε σε κάτι και βρίσκω τα κομμουνιστικά εμβατήρια ακαταμάχητα, ιδίως τα αντιφασιστικά. Αλλά έχετε χάσει το τραίνο.
Άρα τι να κάνουμε; Όπως πάντα, ό,τι μπορούμε. Οι πρακτικοί Αμερικάνοι, οι Ρωμαίοι του σύγχρονου κόσμου (μείον την καύλα και το μπονβιβεριλίκι, δυστυχώς) λένε Think globally, act locally. Act, όμως, ε; Στον δρόμο κτλ. Όχι χιψτεριές και νιουεϊτζιλίκια...
Φιλία
Στην αυτοβιογραφία του Κιθ Ρίτσαρντς, βιβλίο που συνιστώ ανεπιφύλακτα, γίνεται αναπόφευκτα πολλή κουβέντα για τη σχέση του με τον Μικ Τζάγκερ. Κατά τον Κιθ η σχέση αυτή συνοψίζεται στο εξής: "Είναι πολύ μεγάλος μαλάκας, έχει του κόσμου τα σοβαρά ελαττώματα αλλά είναι ο καλύτερός μου φίλος".
Η στάση αυτή είναι για μένα η ιδανική. Δεν μιλάω για κακοποιητικές σχέσεις στις οποίες ανέχεσαι τη βαναυσότητα ή τη χυδαιότητα του άλλου μόνο και μόνο επειδή είναι "φίλος" (ή γονιος ή ό,τι άλλο). Ούτε βεβαίως φρονώ πως οι σχέσεις τάχα σφυρηλατούνται και βάφονται μέσα από την αλληλοσφαγή και την αλληλοφαγία. ίσα ίσα, γενικά πιστεύω ότι ο πόνος "σε σκληραίνει και η δυστυχία σε αδειάζει. Ό,τι πολεμάς (αρρώστια, αδικία, στέρηση) απομυζά δυνάμεις, ικμάδα, χρόνο. Η αρρώστεια μαραίνει και σε μαθαίνει να ζεις μέσα στον φόβο. Η ίδια η στέρηση σε αποθηριώνει. Μόνον κάτι εκ του ασφαλούς πιετιστές μιλάνε για καθαρτήριες φωτιές του πόνου, της αυτομαστίγωσης και της στέρησης".
Βλέπω στη σχέση των δύο Στόουνς τη φιλία στην ιδανική μορφή της: γνωρίζεις ποιος είναι ο άλλος, δεν προσπαθείς να τον κάνεις καλύτερο άνθρωπο και τέτοια, αλλά είστε φίλοι παρά τα ελαττώματα και τις ελλείψεις του άλλου. Άλλωστε είμαι σίγουρος πως ούτε ο Κιθ είναι αναμάρτητος, αλλά ο Μικ δεν κατάφερε να γράψει τη δική του αυτοβιογραφία.
Βεβαίως μια τέτοια φιλία συνήθως προϋποθέτει μακροχρόνια γνωριμία: πρέπει τουλάχιστον μια φορά να έχεις αποξενωθεί από τον άλλο επειδή έχει φερθεί σαν μαλάκας. Γενικότερα η φιλία, αντίθετα από τον έρωτα, μια χαρά δρα εξ αποστάσεως ενώ είναι και πιο ανθεκτική στη σιωπή, ακόμα και όταν πρόκειται για σιωπή από θυμό. Πάντως είναι μοναδική η αίσθηση να ξανασυναντάς τον φίλο σου μετά από χρόνια και να νιώθετε σαν να έχετε να τα πείτε μόλις προχτές.
Η φιλία ωστόσο δεν έχει τίποτε το τέλειο και το ιδανικό πάνω της, όποιες κι αν είναι οι βαθιά ριζωμένες εξιδανικεύσεις μας: το είδωλο για τη φιλία το έστησε ο Αριστοτέλης, για την αγάπη ο Παύλος ενώ για τον έρωτα μόλις ο πονεμένος και κρυφοκαυλιάρης λυρισμός της Αναγέννησης και της πρώιμης Νεωτερικότητας. Επίσης η φιλία δεν φανερώνει τίποτα για εμάς και τον χαρακτήρα μας σε όποιον κι αν δείξουμε τον φίλο μας, ό,τι κι αν θέλει να μας πει. Πολλές φορές μάλιστα ο φρικτότερος μαλάκας μπορεί να γίνει ιδανικός φίλος μας -- ακόμα κι αν συμπεράνω ότι εμείς μαλάκες δεν είμαστε. Άλλες φορές, άνθρωποι πράοι, θερμοί και γλυκείς μπορεί να μην κρατούν μαζί μας τη φιλία -- συμπεραίνοντας και πάλι ότι εμείς μαλάκες δεν είμαστε. Στη φιλία ο καθένας είναι απέναντι στον άλλο αυτός που είναι απέναντι στον άλλο και δεν παρίσταται ως σύνοψη του χαρακτήρα του.
Αντίθετα με το τι διακήρυσσε η γιαγιά μας, καβγάς με έναν μια χαρά γίνεται, κι ας γίνεται και με δύο. Κάποιες φορές απλώς ο ένας από τους δύο φέρεται φρικτά, και τι να κάνουμε, είναι όμως χαρακτηριστικό πως όταν χαλάει μια φιλία την πρωτοβουλία την παίρνει και την απόφαση την υλοποιεί συνήθως ο φταίχτης, όχι ο θιγόμενος. Ευτυχώς οι Κιθ και Μικ δεν φαίνεται να το έχουνε ζήσει αυτό ακόμη.
Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018
Μετά το Μάτι
Με προβληματίζει από χτες μια διαπίστωση γνωστού από παλιά διαδικτυακού μισανθρώπου, την οποία αναπαράγει φίλος: αν οι πυρκαγιές στο Μάτι είχανε γίνει επί "Σαμαροβενιζέλων" θα είχε ξεσηκωθεί ο κόσμος και η καταστροφή θα αποδιδόταν στη Μνημονιοκρατία. Ο υπαινιγμός του γνωστού μισανθρώπου είναι ο προφανής και χιλιοπροβαρισμένος: ηγεμονία της Αριστεράς και μαλακισμένη αριστεροσύνη που δεν αφήνει τον τόπο να προκόψει, ενδεχομένως όπως πρόκοβε 1949 με 1963 και 1967 με 1974.
Ωστόσο κι εμένα με ενοχλεί βαθιά που δεν έγινε χαμός στους δρόμους μετά από μια τέτοια καταστροφή, ότι η όποια φασαρία υποκινήθηκε στους γνωστούς σοσιαλμηντιακούς χώρους εκτόνωσης από ελεεινά αντιπολιτευόμενες σαύρες -- η επίσημη ΝΔ σε γενικές γραμμές αντέδρασε αξιοπρεπώς. Προσπαθώ λοιπόν να καταλάβω γιατί πέρασε στο ντούκου η εκατόμβη στο Μάτι, πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις και κίνκυ φαντασιώσεις περί παντοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ επί των κινημάτων.
Πρώτα πρώτα, στην Ελλάδα κανείς ποτέ δεν κατέβηκε στους δρόμους για μαζικά εγκλήματα (γιατί έγκλημα ήταν το Μάτι) που πλασάρονται ως θεομηνίες: ούτε για τις φωτιές του 2007, ούτε για το Σαμίνα Εξπρές, ούτε για τη Ρικομέξ το 1999, ούτε για το μαζικό φονικό στον Μαλιακό, ούτε για τις εκάστοτε φονικές πλημμύρες.
Η διαχείριση ναυαγίων, πλημμυρών, σεισμών, πυρκαγιών δεν θεωρείται ευθύνη του κράτους· ακόμα και τα θύματά τους (όσα επιζούν) αρκούνται να εκτονωθούν με ένα "πού είναι το κράτος;" και τέλος. Προσωπικά θεωρώ ότι η όλη λογική της θεομηνίας και του "τι να κάνουμε, πιαστήκαμε στον ύπνο" αποσιωπά την έλλειψη πολιτικής βούλησης για αναγκαίες υποδομές υψηλού κόστους.
Μάλιστα αυτή η αποσιώπηση είναι συνήθως κυνική: στην Αγγλία οι πλημμύρες και οι αποζημιώσεις σε πληγέντες ή συγγενείς πνιγέντων έχουν σταθμιστεί ως πιο συμφέρουσες από τη δημιουργία και τη συντήρηση εκτενών αντιπλημμυρικών έργων. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Ελλάδα, με εξαίρεση την αντισεισμική δόμηση, που είναι πρότυπο παγκοσμίως.
Και πάλι όμως, κι εγώ πιστεύω ότι θα είχε κατέβει ο κόσμος στους δρόμους αν το Μάτι είχε συμβεί μεταξύ 2010 και 2015. Θα είχε κατέβει στους δρόμους όχι από αλληλεγγύη ούτε ίσως για να αποδοθούν ευθύνες, αλλά για να χτυπηθεί η μνημονιακή κυβέρνηση.
Άρα έρχομαι στα λόγια του μισανθρώπου περί συριζαϊκής υποκίνησης; Καθόλου. Λέω απλώς το εξης: ο κόσμος δεν κινητοποιήθηκε μετά το Μάτι για τον ίδιο λόγο που ξαναψήφισε Τσίπρα τον Σεπτέμβριο του 2015. Προφανώς κάθε επιλογή εκτός της οπερεττικής αλλά βάναυσα αποτελεσματικής συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φαντάζει απωθητική αν όχι αποτρόπαια για τους ανθρώπους που νοιάζονται για τα κοινά έστω και ελάχιστα, πολλώ μάλλον για όσους εξανδραπόδισε και εξαθλίωσε η Μνημονιοκρατία.
Πιστέψτε με, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε ούτε να ενορχηστρώσει διαμαρτυρίες για "θεομηνίες", αλλά ούτε να τις αποτρέψει. Μέλημά του από το 2015 είναι να κάνει ό,τι του πούνε με το μικρότερο δυνατό κόστος. Αυτό το δεύτερο, το "μικρότερο δυνατό κόστος', έστω κι όταν είναι πρόσχημα, είναι κάτι που τελικά δυστυχώς πείθει και κατευνάζει τη μερίδα του εκλογικού σώματος που δεν ασχολείται αποκλειστικά με την πάρτη της ή που έχει πλήρως εξαθλιωθεί.
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018
Density immensity complexity
Σε μία από τις τέσσερις εκδοχές του εαυτού του, ο πρωταγωνιστής του μαγικού και μαυλιστικά όμορφου 4321 τού Ώστερ λέει ότι αγαπάει τη ζωή στη μεγαλούπολη, τη Νέα Υόρκη στην περίπτωσή του, λόγω πυκνότητας, απεραντοσύνης, πολυπλοκότητας.
Βγάζοντας το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του βιβλίου για να πάρω μια ανάσα θυμήθηκα πόσο με κούρασε η αγαπημένη μου Νέα Υόρκη την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Δεν ήτανε πάντως και η καλύτερη περίοδος της ζωής μου, οπότε την παραλυτική κόπωση που μου προκάλεσε η Κοσμόπολη την απέδωσα σε ψυχολογικούς λόγους. Δεν λέω πως είχα άδικο, όμως οι μεγαλουπόλεις είναι όντως κουραστικές. Αναπόφευκτα· λόγω πυκνότητας, απεραντοσύνης και πολυπλοκότητας.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η μεγαλούπολη δεν μπορεί να γίνει η σκέπη και το σύμπαν μας: μέσα στην απέραντη πολυπλοκότητά της κρύβει το μικρό μας καταφύγιο, είτε είναι το σπίτι μας είτε το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου έστω. Όμως η πυκνότητά της τελικά θα σε κουράσει, πυκνότητα που τελικά είναι συνώνυμο της πολυσημίας, όπως λέει κι ο Χρυσόπουλος.
Η πολυσημία είναι ένας καλό κριτήριο για να ξεχωρίσει κανείς τις μεγαλουπόλεις. Ένα άλλο κριτήριο είναι το τεστ του καρνάβαλου. Ντύνεστε σαν καρνάβαλος, με όσο πιο καρναβαλέ τρόπο μπορείτε κι αντέχετε, και βγαίνετε στον δρόμο. Αν οι άγνωστοι στον δρόμο σάς προσέξουν αλλά κάνουν ότι δεν σας πρόσεξαν, δεν είστε σε μεγαλούπολη· αν δεν σας προσέξουν ή, απεναντίας, αν σας μιλήσουν, τότε είστε σε μεγαλούπολη.
Βγάζοντας το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του βιβλίου για να πάρω μια ανάσα θυμήθηκα πόσο με κούρασε η αγαπημένη μου Νέα Υόρκη την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Δεν ήτανε πάντως και η καλύτερη περίοδος της ζωής μου, οπότε την παραλυτική κόπωση που μου προκάλεσε η Κοσμόπολη την απέδωσα σε ψυχολογικούς λόγους. Δεν λέω πως είχα άδικο, όμως οι μεγαλουπόλεις είναι όντως κουραστικές. Αναπόφευκτα· λόγω πυκνότητας, απεραντοσύνης και πολυπλοκότητας.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η μεγαλούπολη δεν μπορεί να γίνει η σκέπη και το σύμπαν μας: μέσα στην απέραντη πολυπλοκότητά της κρύβει το μικρό μας καταφύγιο, είτε είναι το σπίτι μας είτε το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου έστω. Όμως η πυκνότητά της τελικά θα σε κουράσει, πυκνότητα που τελικά είναι συνώνυμο της πολυσημίας, όπως λέει κι ο Χρυσόπουλος.
Η πολυσημία είναι ένας καλό κριτήριο για να ξεχωρίσει κανείς τις μεγαλουπόλεις. Ένα άλλο κριτήριο είναι το τεστ του καρνάβαλου. Ντύνεστε σαν καρνάβαλος, με όσο πιο καρναβαλέ τρόπο μπορείτε κι αντέχετε, και βγαίνετε στον δρόμο. Αν οι άγνωστοι στον δρόμο σάς προσέξουν αλλά κάνουν ότι δεν σας πρόσεξαν, δεν είστε σε μεγαλούπολη· αν δεν σας προσέξουν ή, απεναντίας, αν σας μιλήσουν, τότε είστε σε μεγαλούπολη.
Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018
Επαγγελματικός προσανατολισμός
Όταν ήμουνα μικρός δεν ήξερα τι δουλειά ήθελα να κάνω. Με ρώταγαν και δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ούτε καν "αστροναύτης" δεν απάνταγα, όχι γιατί δεν με συνέπαιρνε το Διάστημα αλλά γιατί δεν ήθελα να γίνω αστροναύτης. Ήταν μεγάλο πρόβλημα για μένα γιατί όταν μεγάλωνα "τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;" ήτανε βασική ερώτηση από μεγάλους προς μικρούς, ιδίως τα προς τα αγόρια. Ιδέα δεν είχα. Το πρόβλημα γινόταν χειρότερο γιατί ο πατέρας μου είχε κλείσει το μαγαζί του πριν χρόνια, οπότε δεν θα μπορούσα να το αναλάβω· βλέπετε τότε αναλάμβανες την επιχείρηση των γονιών σου και δεν έπαιρνες λεφτά από εκεί για να ανοίξεις το δικό σου καινοτόμο παντοπωλείο με προϊόντα Λήμνου (διότι η Λήμνος ;έχει απ' όλα, είναι αυτάρκης και μπράβο της).
Γεωγράφος
Επειδή μου άρεσαν πολύ οι χάρτες, ακόμα μου αρέσουν, και μου άρεσαν και οι σημαίες, ακόμα μου αρέσουν, αποφάσισα να απαντάω "γεωγράφος" στην ερώτηση "τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;". Τρελαινόμουν για Γεωγραφία, ακόμα και σήμερα μεγάλο μέρος των εγκυκλοπαιδικών γνώσεών μου είναι γεωγραφικές ενώ είμαι απροσμάχητος στην μπλε κατηγορία του τρίβιαλ. Τρέλα, στο δημοτικό δεν ήθελα τίποτα εκτός απο Γεωγραφία.
Έρχεται λοιπόν μια μέρα στο σπίτι η ξαδέρφη της μάνας μου με το αγόρι της, η ξαδέρφη σπούδαζε Νομικά στην Ιταλία αλλά το αγόρι ήταν Έλληνας. Εγώ είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, είχα ξεδιπλώσει έναν μεγάλο χάρτη της Αφρικής στο πάτωμα, πολιτικό χάρτη γιατί οι γεωφυσικοί με εκνεύριζαν, και νόμιζα πως ταξιδεύω παρακολουθώντας με το βλέμμα μου ποτάμια κι ακτογραμμές ή συλλαβίζοντας πόλεις όπως Μπουζουμπούρα, Αναταναρίβο, Λιλονγκουέ, Κατάνγκα, Καμπίντα, Ουμτάτα, Λουρένσο Μάρκες (ναι, όλες από μνήμης) και χώρες όπως Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία, τρεις Γουινέες, ή Γκάμπια.
Μπαίνει λοιπόν η ξαδέρφη, διαπιστώνει το προφανές, ότι μου αρέσουν οι χάρτες, και με τον γλυκά πατροναριστικό τρόπο που οι ενήλικοι νομίζουμε ότι τα παιδιά στα οποία απευθύνεται δεν τον πιάνουν με ρωτάει τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Απαντάω "γεωγράφος" σχεδόν με τσαμπουκά. Η ξαδέρφη με ρωτάει τι δουλειά κάνουν οι γεωγράφοι· δεν ξέρω τι να απαντήσω· μού εξηγεί ότι τέτοια δουλειά δεν υπάρχει.
Πάει λοιπόν το "γεωγράφος". Όταν ετοιμαζόμουν για τις σπουδές στην Αγγλία είδα ότι κάποιο πανεπιστήμιο προσέφερε MA in Geography. Φευγαλέα ένιωσα να δικαιώνομαι προτού παραδεχτώ ότι ένα τέτοιο μάστερ σε κάνει γεωγράφο όσο ένα μάστερ στις Αμερικάνικές Σπουδές σε κάνει Αμερικάνο.
Εύελπις
Μεγάλωσα κοντά στο Πεδίον του Άρεως και η παλιά Σχολή Ευελπίδων ήτανε πολύ κοντά στο σπίτι, την πρόλαβα πριν γίνει δικαστήρια. Στον δρόμο κυκλοφορούσαν ευέλπιδες. Η μάνα μου λοιπόν, εντυπωσιασμένη από τις στολές και τα ξιφίδια, σκέφτηκε να με βοηθήσει να επιλέξω καριέρα και με ρώταγε αν θέλω να γίνω εύελπις.
Οι στολές δεν με έφτιαχναν ποτέ πολύ, τουλάχιστον όχι πριν τις γαλλικές τσόντες του ΙΤΑ8 με υπηρέτριες και τα συναφή, μάλιστα οι ένστολοι μού προκαλούν κάτι μεταξύ θυμηδίας και αμηχανίας: όταν σπάνια θα χρειαστεί να φορέσω κάτι σαν στολή στη δουλειά νομίζω ότι παίζω σε ταινία του Σμαραγδή με δόγηδες, κόντηδες και νούντσιους παπικούς.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο πατέρας μου μου εξήγησε ότι η Σχολή Ευελπίδων είναι στρατιωτική σχολή, άρα εκπαιδεύεσαι στα όπλα: αμέσως ξενέρωσα. Μετά, λες και ήθελε να το κάνει χειρότερο, μου μίλησε για πειθαρχία και (ακόμα χειρότερα) ότι στη Σχολή σού μαθαίνουν βαλς και πώς να καθαρίζεις πορτοκάλι με μαχαιροπήρουνο. Εκεί έληξε κάθε συζήτηση.
Γιατρός
Όταν η μητέρα μου είδε πως τα έπαιρνα τα γράμματα έκανε μια δεύτερη απόπειρα. Μου πρότεινε να γίνω παιδίατρος. Επειδή τα παιδιά της ήτανε γερά νόμιζε ότι είναι εύκολο να είσαι παιδίατρος, και το έλεγε κιόλας "εύκολη ειδικότητα: απλώς κάνεις εμβόλια στα παιδάκια και τους δίνεις σιρόπια για τον βήχα". Ο πατέρας μου, που στα χέρια παιδιάτρων σώθηκε δύο φορές τη δεκαετία του 40 και του 50, δεν συμμεριζόταν την άφρονα γνώμη της αλλά δεν μίλαγε (σόι πάει αυτό).
Γρήγορα κατάλαβα και από μόνος ότι πολλά παιδάκια αρρωσταίνουν πολύ σοβαρά και (όσο τρελό κι αν μου φαινόταν) πεθαίνουν, άρα και ότι η δουλειά του παιδιάτρου μπορεί να ήταν πολύ πιο δυσάρεστη από αυτό που έκανε η κυρία Καλιάτσου όταν πηγαίναμε με ταξί στην εξωτική Κυψέλη για να με "εξετάσει". Η ιδέα ότι θα έπρεπε να γιατρέψω παιδιά που υποφέρουν και μάλιστα ότι μερικές φορές δεν θα μπορούσα να τα γιατρέψω με ενόχλησε βαθιά. Ακόμα αντηχεί αμυδρά μέσα μου ο απόηχος της έκρηξης που έκανε η θλίψη όταν συνειδητοποίησα πως μερικές φορές ο γιατρός δεν μπορεί να κάνει και πάρα πολλά.
Επειδή συνέχιζα να τα παίρνω τα γράμματα, και στο Γυμνάσιο η μάνα μου με ρώταγε δειλά και κάθε τόσο γιατί να μη γινόμουν χειρούργος (έτσι τους λέγαμε τότε): σοβαρός γιατρός για σοβαρές καταστάσεις. Ένα πρωί, επειδή από τότε δεν μου άρεσε να μου λένε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, της είπα ότι δεν πρόκειται να γίνω χειρούργος. Με ρώτησε αν φοβάμαι το αίμα. Της απάντησα ότι δεν φοβάμαι το αίμα, δεν αποστρέφομαι τα τραύματα, δεν σιχαίνομαι τα σκατά (είχα κάνει την έρευνά μου) αλλά ότι δεν αντέχω την ιδέα ότι ο άλλος υποφέρει κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, πολύ περισσότερο ότι κάποιος για τον οποίο ευθύνομαι μπορεί να πεθάνει.
Στο μεταξύ εξακολουθούσα να μην έχω την παραμικρή ιδέα τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα. Για να μην ταλαιπωρείστε, το αποφάσισα στα 23 μου, όψιμος σε αυτό όπως και σε άλλα.
Δικαστής
Στο Λύκειο ήθελα πολύ να κάνω Φυσική. Ο μαθηματικός το πήρε χαμπάρι, έπιασε τον πατέρα μου και του είπε ότι το μέλλον είναι οι τηλεπικοινωνίες και ότι έπρεπε να γίνω μηχανικός με το μυαλό που έχω. Το 1989 το μέλλον ήταν οι τηλεπικοινωνίες όπως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η ιδιωτική τηλεόραση (you win some, you lose some), οπότε με τη συναίνεση του πατέρα μου ο μαθηματικός φόρτωνε εμένα και την κολλητή μου με έξτρα ασκήσεις, τις οποίες όμως δεν μπορούσα να παλέψω. Τότε αποθαρρύνθηκα οριστικά με την Άλγεβρα κι έτσι η Ανάλυση δεν ήρθε ποτέ. Επιπλέον στη Γεωμετρία ήμουν ντουβάρι, άλλωστε η οπτικοχωρική μου αντίληψη είναι μάλλον υπανάπτυκτη και ακόμα χάνομαι στη γειτονιά μου (ναι, αλλά αγαπώ τους χάρτες). Πάντως η κολλητή μου έγινε παγκοσμίως αστέρι σε 2-3 κλάδους (τρεις είναι) και πρωτοβάθμια καθηγήτρια στα τριαντακάτι της. Εγώ στράφηκα στην Τρίτη Δέσμη ηττημένος από τις εξισώσεις και αποχαιρετώντας τη Φυσική, την οποία μόνον εξ αποστάσεως θα μπορούσα πια να χαλβαδιάζω.
Ένας οικογενειακός φίλος πρώην πρόεδρος Εφετών μυρίστηκε ότι πάω για Τρίτη Δέσμη και ξεκίνησε εκστρατεία να βάλω πρώτη τη Νομική. Όχι για να γίνω δικηγόρος βεβαίως, άλλωστε τότε περιφρονούσα τους δικηγόρους γιατί δεν με είχανε γλυτώσει ακόμα, αλλά για να γίνω δικαστής. Μας έλεγε και μας ξαναέλεγε ότι έχω ιδανικό χαρακτήρα για δικαστής, πλέκοντας το εγκώμιό μου. Επίσης μας εξηγούσε ότι ο δικαστικός κλάδος χρειάζεται να επανδρωθεί με ανθρώπους σαν κι εμένα, γιατί τελευταίως επιγυναικώνεται. Για να με ψήσει μου έλεγε για το πόσο αναγκαίοι είναι οι δικαστές σε ένα σύστημα που οι ένορκοι εξαπατώνται από τον κάθε (όνομα δικηγόρου ακόμα εν ζωή το οποίο δεν θα γράψω γιατί σούρνονται κι αγωγές). Όποτε με έβρισκε μου μίλαγε για θρυλικές υποθέσεις τις οποίες είχε εκδικάσει, ποινικές και άλλες. Μερικές ήταν όντως θρυλικές.
Πάρα πολύ ευγενικά εξηγούσα στον καλό μας κύριο Τ. ότι θα το σκεφτώ σοβαρά. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε περίπτωση να πάω σε μια Σχολή που βγάζει ποιητές και δημοσίους υπαλλήλους ή, ακόμα χειρότερα, που απαιτεί απομνημόνευση. Ποτέ δεν κατάφερα να απομνημονεύσω τίποτα εκτός από το Πιστεύω, τον ορισμό της τραγωδίας, αυτό:
Γεωγράφος
Επειδή μου άρεσαν πολύ οι χάρτες, ακόμα μου αρέσουν, και μου άρεσαν και οι σημαίες, ακόμα μου αρέσουν, αποφάσισα να απαντάω "γεωγράφος" στην ερώτηση "τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;". Τρελαινόμουν για Γεωγραφία, ακόμα και σήμερα μεγάλο μέρος των εγκυκλοπαιδικών γνώσεών μου είναι γεωγραφικές ενώ είμαι απροσμάχητος στην μπλε κατηγορία του τρίβιαλ. Τρέλα, στο δημοτικό δεν ήθελα τίποτα εκτός απο Γεωγραφία.
Έρχεται λοιπόν μια μέρα στο σπίτι η ξαδέρφη της μάνας μου με το αγόρι της, η ξαδέρφη σπούδαζε Νομικά στην Ιταλία αλλά το αγόρι ήταν Έλληνας. Εγώ είχα τελειώσει τα μαθήματά μου, είχα ξεδιπλώσει έναν μεγάλο χάρτη της Αφρικής στο πάτωμα, πολιτικό χάρτη γιατί οι γεωφυσικοί με εκνεύριζαν, και νόμιζα πως ταξιδεύω παρακολουθώντας με το βλέμμα μου ποτάμια κι ακτογραμμές ή συλλαβίζοντας πόλεις όπως Μπουζουμπούρα, Αναταναρίβο, Λιλονγκουέ, Κατάνγκα, Καμπίντα, Ουμτάτα, Λουρένσο Μάρκες (ναι, όλες από μνήμης) και χώρες όπως Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία, τρεις Γουινέες, ή Γκάμπια.
Μπαίνει λοιπόν η ξαδέρφη, διαπιστώνει το προφανές, ότι μου αρέσουν οι χάρτες, και με τον γλυκά πατροναριστικό τρόπο που οι ενήλικοι νομίζουμε ότι τα παιδιά στα οποία απευθύνεται δεν τον πιάνουν με ρωτάει τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Απαντάω "γεωγράφος" σχεδόν με τσαμπουκά. Η ξαδέρφη με ρωτάει τι δουλειά κάνουν οι γεωγράφοι· δεν ξέρω τι να απαντήσω· μού εξηγεί ότι τέτοια δουλειά δεν υπάρχει.
Πάει λοιπόν το "γεωγράφος". Όταν ετοιμαζόμουν για τις σπουδές στην Αγγλία είδα ότι κάποιο πανεπιστήμιο προσέφερε MA in Geography. Φευγαλέα ένιωσα να δικαιώνομαι προτού παραδεχτώ ότι ένα τέτοιο μάστερ σε κάνει γεωγράφο όσο ένα μάστερ στις Αμερικάνικές Σπουδές σε κάνει Αμερικάνο.
Εύελπις
Μεγάλωσα κοντά στο Πεδίον του Άρεως και η παλιά Σχολή Ευελπίδων ήτανε πολύ κοντά στο σπίτι, την πρόλαβα πριν γίνει δικαστήρια. Στον δρόμο κυκλοφορούσαν ευέλπιδες. Η μάνα μου λοιπόν, εντυπωσιασμένη από τις στολές και τα ξιφίδια, σκέφτηκε να με βοηθήσει να επιλέξω καριέρα και με ρώταγε αν θέλω να γίνω εύελπις.
Οι στολές δεν με έφτιαχναν ποτέ πολύ, τουλάχιστον όχι πριν τις γαλλικές τσόντες του ΙΤΑ8 με υπηρέτριες και τα συναφή, μάλιστα οι ένστολοι μού προκαλούν κάτι μεταξύ θυμηδίας και αμηχανίας: όταν σπάνια θα χρειαστεί να φορέσω κάτι σαν στολή στη δουλειά νομίζω ότι παίζω σε ταινία του Σμαραγδή με δόγηδες, κόντηδες και νούντσιους παπικούς.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο πατέρας μου μου εξήγησε ότι η Σχολή Ευελπίδων είναι στρατιωτική σχολή, άρα εκπαιδεύεσαι στα όπλα: αμέσως ξενέρωσα. Μετά, λες και ήθελε να το κάνει χειρότερο, μου μίλησε για πειθαρχία και (ακόμα χειρότερα) ότι στη Σχολή σού μαθαίνουν βαλς και πώς να καθαρίζεις πορτοκάλι με μαχαιροπήρουνο. Εκεί έληξε κάθε συζήτηση.
Γιατρός
Όταν η μητέρα μου είδε πως τα έπαιρνα τα γράμματα έκανε μια δεύτερη απόπειρα. Μου πρότεινε να γίνω παιδίατρος. Επειδή τα παιδιά της ήτανε γερά νόμιζε ότι είναι εύκολο να είσαι παιδίατρος, και το έλεγε κιόλας "εύκολη ειδικότητα: απλώς κάνεις εμβόλια στα παιδάκια και τους δίνεις σιρόπια για τον βήχα". Ο πατέρας μου, που στα χέρια παιδιάτρων σώθηκε δύο φορές τη δεκαετία του 40 και του 50, δεν συμμεριζόταν την άφρονα γνώμη της αλλά δεν μίλαγε (σόι πάει αυτό).
Γρήγορα κατάλαβα και από μόνος ότι πολλά παιδάκια αρρωσταίνουν πολύ σοβαρά και (όσο τρελό κι αν μου φαινόταν) πεθαίνουν, άρα και ότι η δουλειά του παιδιάτρου μπορεί να ήταν πολύ πιο δυσάρεστη από αυτό που έκανε η κυρία Καλιάτσου όταν πηγαίναμε με ταξί στην εξωτική Κυψέλη για να με "εξετάσει". Η ιδέα ότι θα έπρεπε να γιατρέψω παιδιά που υποφέρουν και μάλιστα ότι μερικές φορές δεν θα μπορούσα να τα γιατρέψω με ενόχλησε βαθιά. Ακόμα αντηχεί αμυδρά μέσα μου ο απόηχος της έκρηξης που έκανε η θλίψη όταν συνειδητοποίησα πως μερικές φορές ο γιατρός δεν μπορεί να κάνει και πάρα πολλά.
Επειδή συνέχιζα να τα παίρνω τα γράμματα, και στο Γυμνάσιο η μάνα μου με ρώταγε δειλά και κάθε τόσο γιατί να μη γινόμουν χειρούργος (έτσι τους λέγαμε τότε): σοβαρός γιατρός για σοβαρές καταστάσεις. Ένα πρωί, επειδή από τότε δεν μου άρεσε να μου λένε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, της είπα ότι δεν πρόκειται να γίνω χειρούργος. Με ρώτησε αν φοβάμαι το αίμα. Της απάντησα ότι δεν φοβάμαι το αίμα, δεν αποστρέφομαι τα τραύματα, δεν σιχαίνομαι τα σκατά (είχα κάνει την έρευνά μου) αλλά ότι δεν αντέχω την ιδέα ότι ο άλλος υποφέρει κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, πολύ περισσότερο ότι κάποιος για τον οποίο ευθύνομαι μπορεί να πεθάνει.
Στο μεταξύ εξακολουθούσα να μην έχω την παραμικρή ιδέα τι ήθελα να γίνω όταν θα μεγάλωνα. Για να μην ταλαιπωρείστε, το αποφάσισα στα 23 μου, όψιμος σε αυτό όπως και σε άλλα.
Δικαστής
Στο Λύκειο ήθελα πολύ να κάνω Φυσική. Ο μαθηματικός το πήρε χαμπάρι, έπιασε τον πατέρα μου και του είπε ότι το μέλλον είναι οι τηλεπικοινωνίες και ότι έπρεπε να γίνω μηχανικός με το μυαλό που έχω. Το 1989 το μέλλον ήταν οι τηλεπικοινωνίες όπως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και η ιδιωτική τηλεόραση (you win some, you lose some), οπότε με τη συναίνεση του πατέρα μου ο μαθηματικός φόρτωνε εμένα και την κολλητή μου με έξτρα ασκήσεις, τις οποίες όμως δεν μπορούσα να παλέψω. Τότε αποθαρρύνθηκα οριστικά με την Άλγεβρα κι έτσι η Ανάλυση δεν ήρθε ποτέ. Επιπλέον στη Γεωμετρία ήμουν ντουβάρι, άλλωστε η οπτικοχωρική μου αντίληψη είναι μάλλον υπανάπτυκτη και ακόμα χάνομαι στη γειτονιά μου (ναι, αλλά αγαπώ τους χάρτες). Πάντως η κολλητή μου έγινε παγκοσμίως αστέρι σε 2-3 κλάδους (τρεις είναι) και πρωτοβάθμια καθηγήτρια στα τριαντακάτι της. Εγώ στράφηκα στην Τρίτη Δέσμη ηττημένος από τις εξισώσεις και αποχαιρετώντας τη Φυσική, την οποία μόνον εξ αποστάσεως θα μπορούσα πια να χαλβαδιάζω.
Ένας οικογενειακός φίλος πρώην πρόεδρος Εφετών μυρίστηκε ότι πάω για Τρίτη Δέσμη και ξεκίνησε εκστρατεία να βάλω πρώτη τη Νομική. Όχι για να γίνω δικηγόρος βεβαίως, άλλωστε τότε περιφρονούσα τους δικηγόρους γιατί δεν με είχανε γλυτώσει ακόμα, αλλά για να γίνω δικαστής. Μας έλεγε και μας ξαναέλεγε ότι έχω ιδανικό χαρακτήρα για δικαστής, πλέκοντας το εγκώμιό μου. Επίσης μας εξηγούσε ότι ο δικαστικός κλάδος χρειάζεται να επανδρωθεί με ανθρώπους σαν κι εμένα, γιατί τελευταίως επιγυναικώνεται. Για να με ψήσει μου έλεγε για το πόσο αναγκαίοι είναι οι δικαστές σε ένα σύστημα που οι ένορκοι εξαπατώνται από τον κάθε (όνομα δικηγόρου ακόμα εν ζωή το οποίο δεν θα γράψω γιατί σούρνονται κι αγωγές). Όποτε με έβρισκε μου μίλαγε για θρυλικές υποθέσεις τις οποίες είχε εκδικάσει, ποινικές και άλλες. Μερικές ήταν όντως θρυλικές.
Πάρα πολύ ευγενικά εξηγούσα στον καλό μας κύριο Τ. ότι θα το σκεφτώ σοβαρά. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε περίπτωση να πάω σε μια Σχολή που βγάζει ποιητές και δημοσίους υπαλλήλους ή, ακόμα χειρότερα, που απαιτεί απομνημόνευση. Ποτέ δεν κατάφερα να απομνημονεύσω τίποτα εκτός από το Πιστεύω, τον ορισμό της τραγωδίας, αυτό:
Από τα παιδάκια του ΝηπιαγωγείουΕπίσης, αν γινόμουν δικαστής μπορεί να μην είχα εξουσία ζωής και θανάτου ή και έλλειψη εξουσίας, όπως οι χειρούργοι, αλλά θα είχα ευθύνη για την ελευθερία κάποιου ανθρώπου. Αυτή η ιδέα δεν μου άρεσε καθόλου, έβλεπα κι όλες εκείνες τις ταινίες με αθώους που λιώνουνε στη φυλακή -- δεν λες πάλι καλά που στην Ελλάδα δεν έχουμε καρέκλες και γκιλοτίνες και κρεμάλες... Σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να κάνω μια δουλειά όπως του δικαστή. Δεν το είπα στον κύριο Τ. Έβαλα τη Νομική τελευταία στο μηχανογραφικό, κάτω από κάτι ΤΕΙ με πολύ χαμηλότερο βαθμό εισαγωγής, και καθάρισα.
σ' εσάς που δώσατε τη ζωή σας για τη λευτεριά.
Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018
Η κομμουνιστική Ελλάδα του 2018
Ζούμε σε μια από τις πρώτες χώρες του Πρώτου Κόσμου στην οποία εφαρμόστηκε η νεοφιλελεύθερη συνταγή "λιτότητα και ξεπούλημα" και μάλιστα χωρίς Τσαουσέσκου και Πινοτσέτ ή άλλες τέτοιες τριτοκοσμικές ασχημοσύνες. Η εκτέλεση της συνταγής αυτής μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ, που αν θυμάστε θα έφερνε τον κομμουνισμό, σε κεντροδεξιό κόμμα -- δείτε κι εδώ.
Υπάρχουν ωστόσο πάρα πολλοί που εδώ και τρία χρόνια διαμαρτύρονται ότι ζούμε σε σταλινικό καθεστως, το οποίο έχει ξεκινήσει πρόγραμμα θεμελίωσης του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Βεβαίως η πραγματικότητα τους διαψεύδει: δεν βλέπουμε ουρές για ψωμί και 450 γραμμάρια τυρί φέτα αλλά παντού μαγαζιά πολυτελείας· δεν μας κυβερνάν εργατικά συμβούλια παρά διάφοροι λεφτάδες και φιλάνθρωποι· δεν έχει κολλεκτιβοποιηθεί το σύμπαν (τρένα, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, υπηρεσίες) παρά έχει ξεπουληθεί σε ιδιώτες· δεν παρελαύνουν κομσομόλοι της Κουμουνδούρου στους δρόμους αλλά ναζί και χριστιανοεθνικιστές· δεν δείχνει η τηλεόραση αντάρτικα, ιστορίες από το αγροτοεργατικό κίνημα και ρεπορτάζ από τοπικές συνελεύσεις παρά προβάλλει καταναλωτικά προϊόντα που ενθαρρύνουν την κατανάλωση κι έναν αδιανόητα αντιδιανοητικό ατομικισμό.
Το μόνο κομμουνιστικό καθεστώς στο οποίο κάπως μοιάζουμε είναι αυτό του σ. Τσαουσέσκου (φίλου δεξιών κι αριστερών τότε), που εξαθλίωσε μια ολόκληρη χώρα για να αποπληρώσει το ΔΝΤ. Όμως είμαι σίγουρος ότι δεν έχουν τον Τσαουσέσκου στο μυαλό τους όσοι θρηνωδούν για τον αποσοβιέτωσή μας.
Πολλοί δεν μπορούν καταπιέσουν τη θυμηδία τους όταν κάθε λογής δεξιοί και δεξιόστροφοι ισχυρίζονται ότι κατρακυλάμε προς τον κομμουνισμό ενώ η πραγματικότητα πηγαίνει αλλού. Γίνεται πολύς λόγος για "χαζούς" και "ιδεοληπτικούς" που σκιαμαχούν εμμονικά με το φάσμα του κομμουνισμού ακόμα και όταν αυτό διόλου δεν μετεωρίζεται πάνω από τα κεφάλια τους. Πλακίτσα γίνεται και γίνεται πολλή, γενικώς. Τα γέλια δυναμώνουν όταν κάποιοι από τους κατά φαντασία συμμοριτόπληκτους φωνασκούν ότι βρίσκονται υπό διωγμό. Γίνεται τότε λόγος για τζάνκια της εξουσίας ή κρατικών επιχορηγήσεων που στο παραλήρημά τους τρώνε φρίκη και υποκύπτουν σε μανία καταδίωξης.
Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Όσοι βλέπουν την επέλαση της κομμουνιστικής λαίλαπος στην Ελλάδα δεν είναι απαραιτήτως κουτοί ή απλώς εξουσιοστερημένοι. Πολλοί από αυτούς ξέρουνε τι λένε, πολλοί από αυτούς έχουν όραμα. Ό,τι δεν συντελεί ενεργά στην υλοποίηση του οράματός τους είναι "σταλινισμός".
Το όραμά τους περιλαμβάνει κουκλίστικα κέντρα πόλεων, συμμαζεμένα κι εύτακτα κατά τα πρότυπα των τουριστοπόλεων της Μεσευρώπης, στα οποία θα μπορούν να ψωνίζουν και να σουλατσάρουν και να πίνουνε ριστρέτο και σπριτς και να τρώνε κονφί πάπιας με κριθαρώτο τρούφας και στα παγκάκια των οποίων θα μπορούν να φλερτάρουν (αν θέλουν και μπορούν).
Θέλουν το χρήμα να ρέει προς αυτούς και τα παιδιά τους ώστε να ξεκινήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις που θα εντάσσονται μέσα στον ιστό αυτών των κουκλίστικων ιστορικών κέντρων. Σκουπίδια, φτωχοί, μη σέξι πλανόδιοι, μπανάλ πινακίδες, απεργοί, τηλεοπτικές κεραίες, μπαρμπάδες, άνεργοι, άσχημες προσόψεις, θείτσες, σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου, φρικιά, πλαστικές καρέκλες, άπρακτοι μετανάστες που δεν φοράνε ποδιές ή δεν υποδέχονται χαμογελαστοί πελάτες να αποσκορακίζονται και να εξοστρακίζονται εκτός, εκεί, έξω, μακρια: στο μπανλιέ.
Θέλουν ζυγοσταθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες χωρίς δημοσίους υπαλλήλους, γραφικές εκκλησίες χωρίς παπάδες και ζητιάνους και χαροκαμένους που σταυροκοπιούνται διώχνοντας τους τουρίστες, κομψές διαφημίσεις στο μετρό, έτζυ φοιτητές που θα ξεδιπλώνουν το σέλας της νιότης σε προσεκτικά ψαγμένες πολιτιστικές παρεμβάσεις κι όχι αφισοκολλήσεις και καταλήψεις, θέλουν πανεπιστήμια και Τύπο που θα αμφισβητούν οτιδήποτε εκτός από το δόγμα ότι ο κόσμος τούς χρωστάει επειδή είναι γόνοι και διάδοχοι, επειδή είναι οικογενειακοί φίλοι με κάποιον κάπου ή με μουμιοποιημένο μέλος της λματ.
Ανηκουν σε μια σκιώδη Ευρώπη, η οποία γεωγραφικώς απαρτίζεται από μια ντουζίνα μνημεία, μια ντουζίνα ΚΥΕ και 5-6 λιθόστρωτους δρόμους και κανα-δυο γέφυρες, ενώ πολιτικώς είναι διευθυντήριο για απείθαρχους λαούς.
Το όραμα όσων τρέμουν τον κομμουνισμό και τον θυμιατίζουν στανικώς και σπασμωδικώς σαν καταπιεσμένα γυναικωτός διάκος είναι μια πόλη δική τους, για το 10 με 20%, και οι υπόλοιποι ας βρούνε κάποιον τρόπο να υπάρχουν κάπου αλλού και μακριά -- ή και όχι. Θέλουνε μια χώρα να δουλεύει για αυτούς και να μην το πολυδείχνει, πολλώ μάλλον να μην παραπονιέται. Ό,τι αφήνει περιθώρια παραπόνων ή και διαμαρτυριών από τα συνήθη υποζύγια (μα δεν ξεχνιέται αυτή η διατύπωση!) είναι κομμουνισμός, σταλινισμός και αναξιοκρατία της νομενκλατούρας. Κι αυτά λέγονται από τους ίδιους κύκλους που θα στελέχωναν την κομματική νομεκλατούρα ή θα γίνονταν στυλοβάτης της αν είχε γίνει νικήσει ο ΔΣ, αν όντως είχαμε γίνει δορυφόρος της ΕΣΣΔ.
Ξυπνώντας ταξικώς λόγω του μνημονιακού εφιάλτη οι μη προνομιούχοι, πάντα σιωπηλοί και παραμυθιασμένοι, τελικά ξαναβυθίστηκαν στον ύπνο της Ελλάδας και της Παράδοσης και της Ορθοδοξίας κι Αντροσύνης -- αν και κατά πολύ φτωχότεροι: έπεσαν από το 3 στο 1. Οι υπόλοιποι ελάχιστοι, άντε ένα 10 με 20%, αυτοί που από τα 9 έπεσαν στα 8, επίσης αφυπνίστηκαν ταξικώς και λυσσάνε στην ιδέα ότι ότι δεν έχουν ήδη καβατζώσει τα 11. Και σίγουρα γι' αυτό φταίει ο σταλινισμός που ζούμε.
Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο απροκάλυπτα ταξικές οι απαιτήσεις των ελίτ στην Ελλάδα, έστω και πλαισιωμένες από αντικομμουνιστική φρεναπάτη.
Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018
Επωδή
Ούουουουουουιιιι
οροθετικές κι οροθετικοί
ρουβίκωνες, καταληψίες κι αλληλέγγυοι
πουστάρες και αστεφάνωτες
πρεζόνια και πακιστανοί
άνεργοι και τραβέλια
άθεοι και γιόγκι·
αυτοί σας έκλεισαν τα μαγαζιά
αυτοί σας έστειλαν να μείνετε πάλι μαζί με τη μαμά
αυτοί σας έστειλαν στο εξωτερικό·
εξαιτίας τους δεν έχετε να αγοράσετε φάρμακα και να δείτε γιατρούς
εξαιτίας τους η γειτονιά σου είναι γκέτο
εξαιτίας τους περνάς με 40 ευρώ.
Δείρτε τους και σφάχτε τους ρε, να καθαρίσει ο τόπος.
Να μπορεί να κυκλοφορεί άνετα κι ανεμπόδιστα κι αβάδιστα
η ΔΑΠ Νομικής
ο στεροειδής κλαρινογαμπρός από σόι καταχραστών
ο Γιώργος ο Καμίνης
η μισάνθρωπη γιαγιά
η πολυάσχολη αντρεπενούρ από την Πολιτεία ή τη Γλυφάδα
ο εργατοπατέρας
ο παπα Μπαλαμούτης
ο Σάκης Ρουβάς
ο συνταξιούχος παιδεραστής τμηματάρχης
η Μαριάννα Β.
και ο Β. Μαρινάκης.
πρώτη δημοσίευση εδώ.
Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018
Βασικά κυπριακά κόμματα
Το παλιότερο είναι το ΑΚΕΛ, ονομαστικά κομμουνιστικό κόμμα με τα συνθήματά του και τη νεολαία του και τα επαναστατικά άσματά του και τη γενικότερη αρτηριοσκλήρυνση. Βεβαίως, όπως κάθε αριστερό κόμμα που δεν θέλει να ενοχλεί και επιθυμεί να είμαστε όλοι αγαπημένοι και να μη μαλώνουμε, είναι ασυνάρτητο και πολλές φορές φαιδρό. Αυτό το διαπιστώσαμε κατά την ατσούμπαλη και σπασμωδική διακυβέρνηση του 2008-2013 αλλά το είχαμε πάρει χαμπάρι και πιο πριν. Βεβαίως, αν αποτολμούσε να ενοχλήσει, το ΑΚΕΛ θα συγκέντρωνε ένα 6 με 8% το πολύ: στην Κύπρο ο φτωχός κι ο προλετάριος ούτε οργανώνονται ούτε καν απεργούν αλλά πάνε και ζητούν δανεικά από τον τοκογλύφο ή την τράπεζα· συνήθως στον δρόμο θα κατέβουν μόνο αν τους πει το σχολείο να παρελάσουν ή να διαμαρτυρηθούν για το ψευδοκράτος.
Το ΔΗΚΟ υπάρχει για να διορίζει στο Δημόσιο και όπου αλλού τού περνάει. Πιάνει ένα 10% και σχεδόν πάντοτε καταφέρνει να χώνει υπουργούς στην κυβέρνηση. Ο άλλος λόγος ύπαρξής του είναι να τορπιλίζει στα μουλωχτά κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Το ΔΗΚΟ έχει πολλά λαμπρά στελέχη που ενδιαφέρονται για αξιώματα χωρίς να τα σπιλώνει οποιαδήποτε πεποίθηση ή ιδεώδες.
Η ΕΔΕΚ έχει λαμπρό παρελθόν αριστερών αγώνων, παρελθόν μακρινό όσο και η νιότη του ιδρυτή του, του θρυλικού Βάσου Λυσσαρίδη. Νομίζει ότι είναι το ΠΑΣΟΚ της Κύπρου, το παλιό, το ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ. Στην πραγματικότητα δεν είναι σοσιαλιστικό κόμμα αλλά το μαγαζάκι στο οποίο αποτείνεσαι αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να σε διορίσει το ΔΗΚΟ, επειδή π.χ. η οικογένειά σου δεν είναι με το ΔΗΚΟ.
Ο ΔΗΣΥ υποτίθεται ότι είναι το μεγάλο δεξιό κόμμα των ευρωπαϊστών, που αγκαλιάζει από σοβαρούς κεντροδεξιούς μέχρι κρύβδην εοκαβητατζήδες που σου εξηγούν ότι επί Μακαρίου ήταν αδύνατον να διοριστείς και στην Κύπρο ζούσες σαν αν ήσουνα στην Κούβα του Κάστρο — παραλληλισμός αντάξιος ενός Κίσσινγκερ. Στην πραγματικότητα ο Συναγερμός είναι κόμμα με δύο στόχους: να ξαναρχίσουν οι εργολάβοι να πουλάνε πολυτελή ακίνητα με κρυμμένες κακοτεχνίες στους ξένους που λαχταρούν ήλιο, θάλασσα, υγρασία και μπύρα ΚΕΟ, να συνεχίσουν οι 20 οικογένειες που διαφεντεύουν τον τόπο να πουλάν αιγιαλούς και κατάξερες πλαγιές για ξενοδοχεία κτλ και να συνεχίσουν οι λοιποί γόνοι που απασχολούνται στον τριτογενή τομέα να προσφέρουν οικονομικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στους Ρώσους, στους Κινέζους, στους Άραβες, στο Ισραήλ και εις πάντα ενδιαφερόμενο. Ο δεύτερος στόχος είναι ο προφανής: να συνεχίσει να πουλάει Ελληνισμό χωρίς Ελλάδα αλλά και χωρίς ντόπιο χαρακτήρα, θρησκεία όπως τη θέλει η χρυσοφόρος και χρυσοποίκιλτη Εκκλησία της Κύπρου και Ευρώπη bonne pour l’Orient σε ένα ακροατήριο το οποίο χάρη στις εκπαιδευτικές πολιτικές του θα μπορεί να συνεννοείται μόνο με βασικά αγγλικά.
Υπάρχουν και κάτι άλλα σώσματα και οι ναζί. Οι οποίοι δεν είναι ναζί αλλά πατριώτες.
Το ΔΗΚΟ υπάρχει για να διορίζει στο Δημόσιο και όπου αλλού τού περνάει. Πιάνει ένα 10% και σχεδόν πάντοτε καταφέρνει να χώνει υπουργούς στην κυβέρνηση. Ο άλλος λόγος ύπαρξής του είναι να τορπιλίζει στα μουλωχτά κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Το ΔΗΚΟ έχει πολλά λαμπρά στελέχη που ενδιαφέρονται για αξιώματα χωρίς να τα σπιλώνει οποιαδήποτε πεποίθηση ή ιδεώδες.
Η ΕΔΕΚ έχει λαμπρό παρελθόν αριστερών αγώνων, παρελθόν μακρινό όσο και η νιότη του ιδρυτή του, του θρυλικού Βάσου Λυσσαρίδη. Νομίζει ότι είναι το ΠΑΣΟΚ της Κύπρου, το παλιό, το ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ. Στην πραγματικότητα δεν είναι σοσιαλιστικό κόμμα αλλά το μαγαζάκι στο οποίο αποτείνεσαι αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να σε διορίσει το ΔΗΚΟ, επειδή π.χ. η οικογένειά σου δεν είναι με το ΔΗΚΟ.
Ο ΔΗΣΥ υποτίθεται ότι είναι το μεγάλο δεξιό κόμμα των ευρωπαϊστών, που αγκαλιάζει από σοβαρούς κεντροδεξιούς μέχρι κρύβδην εοκαβητατζήδες που σου εξηγούν ότι επί Μακαρίου ήταν αδύνατον να διοριστείς και στην Κύπρο ζούσες σαν αν ήσουνα στην Κούβα του Κάστρο — παραλληλισμός αντάξιος ενός Κίσσινγκερ. Στην πραγματικότητα ο Συναγερμός είναι κόμμα με δύο στόχους: να ξαναρχίσουν οι εργολάβοι να πουλάνε πολυτελή ακίνητα με κρυμμένες κακοτεχνίες στους ξένους που λαχταρούν ήλιο, θάλασσα, υγρασία και μπύρα ΚΕΟ, να συνεχίσουν οι 20 οικογένειες που διαφεντεύουν τον τόπο να πουλάν αιγιαλούς και κατάξερες πλαγιές για ξενοδοχεία κτλ και να συνεχίσουν οι λοιποί γόνοι που απασχολούνται στον τριτογενή τομέα να προσφέρουν οικονομικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στους Ρώσους, στους Κινέζους, στους Άραβες, στο Ισραήλ και εις πάντα ενδιαφερόμενο. Ο δεύτερος στόχος είναι ο προφανής: να συνεχίσει να πουλάει Ελληνισμό χωρίς Ελλάδα αλλά και χωρίς ντόπιο χαρακτήρα, θρησκεία όπως τη θέλει η χρυσοφόρος και χρυσοποίκιλτη Εκκλησία της Κύπρου και Ευρώπη bonne pour l’Orient σε ένα ακροατήριο το οποίο χάρη στις εκπαιδευτικές πολιτικές του θα μπορεί να συνεννοείται μόνο με βασικά αγγλικά.
Υπάρχουν και κάτι άλλα σώσματα και οι ναζί. Οι οποίοι δεν είναι ναζί αλλά πατριώτες.
Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018
Για έναν χιψτερισμό του δημοφιλούς
Κάθε τσόγλανος, είτε είναι λέκτορας στην Οξφόρδη είτε παιδί θαύμα στου Γκύζη το 1982, γνωρίζει πολύ καλά τα όριά του και προσπαθεί να τα αποκρύψει από τα μάτια των πολλών. Ως τάχα παιδί θαύμα στου Γκύζη το 1982, γιατί περί εμού ο λόγος, ήξερα ότι δεν είμαι καθόλου μα καθόλου παιδί θαύμα παρά ένας πιτσιρικάς με βιβλία και μουσικές στο σπίτι, κάτι που ούτε τότε ούτε τώρα είναι δεδομένο. Πολύ περισσότερο είχα επίγνωση ότι πέρα από μνημονικό και φιλομάθεια δεν είχα κανένα άλλο ταλέντο. Οι δάσκαλοι δεν το είχαν αντιληφθεί και μου μίλαγαν σαν να ήμουν μεγάλος άνθρωπος. Αυτό με κολάκευε πολύ ενώ επίσης εγκαινιάζε την άτυπη καριέρα μου ως μυστικοσύμβουλου και νουθέτη, εντελώς ακατάλληλου πολλές φορές.
Μια μέρα η δασκάλα με επέδειξε σε κάποιον συνάδερφό της ως κάποιον που ήξερε ότι η Τζοκόντα δεν είναι μόνο σοκολατάκι. Με ρώτησε ο δάσκαλος λοιπόν τι είναι η Τζοκόντα, απάντησα. Με ρώτησε πού το ξέρω, του αποκρίθηκα ότι την είδα στον τόμο Πινακοθήκη της εγκυκλοπαίδειας Δομή. Με ρώτησε αν μου αρέσει και του είπα ότι είναι ωραίος πίνακας -- άλλωστε τι θα έλεγα. Μετά, κι ενώ είχα αρχίσει να νιώθω συστολή και εκνευρισμό, με ρώτησε πώς μπορώ να χαίρομαι την Τζοκόντα ως πίνακα όταν έχει γίνει σήμα κατατεθέν του Παυλίδη. Αν και προτιμούσα τις νουαζέτες από τις τζοκόντες, αφού πρώτα έφτυνα το απαίσιο φουντούκι, έμεινα με την απορία γιατί με ρωτάει κάτι τέτοιο.
Στο Πανεπιστήμιο έμαθα από την Τζούμα ότι η ποπ κουλτούρα καταπίνει και οικειοποιείται την υψηλή τέχνη αποστρογγυλεύοντας κι αφοπλίζοντας την, καθιστώντας την διακόσμηση και "κενό σημαίνον" -- βεβαίως όλα τα σημαίνοντα κενά είναι από μόνα τους, αλλά γαλλοθρεμμένη καθώς ήταν συγχωρείται, αφού έτσι αποκαλούσαν τότε την απώλεια νοήματος ή τη συναρμογή του σημαίνοντος με ένα σημαινόμενο που δεν γουστάρουμε. Με δυο λόγια: αν βλέπεις παντού την Τζοκόντα (όπως και συνέβαινε, αφού κάθε μικροαστικό σπίτι εγκατέλειπε φοντάν και φρουί γλασσέ για να τρατάρει παστάκια, καριόκες και σοκολατάκια) καταντάει μια αηδία η Τζοκόντα και είναι πια σήμα κατατεθέν κι όχι έργο τέχνης που κουβαλάει κάτι βαρύτιμο και θαυμαστό, που προκαλεί απορία.
Χτες ήταν μια όμορφη μέρα που έκλεισε με την ακρόαση των Θαλασσογραφιών των Λοΐζου και Παπαδόπουλου. Όταν άρχισε να παίζει το σιντί στο αμάξι ήμουν έτοιμος να ακούσω κάτι τόσο φθαρμένο όσο η Μόνα Λίζα στις τζοκόντες. Κατέληξα να ακούσω προσεκτικά και από την αρχή τα τραγούδια του δίσκου, χώρια ότι ανακάλυψα και δύο τραγούδια που δεν γνώριζα: το "Ένα γέρικο καράβι" με τον Πάριο και το "Μήνυμα" με τη θεϊκή Κωχ.
Ο χιψτερισμός περιλαμβάνει ένα αίτημα να ανακαλύψουμε και να προμοτάρουμε ό,τι δεν είναι δημοφιλές, ό,τι είναι παραμελημένο ή παρεξηγημένο ή περιθωριοποιημένο ή απλώς ντεμοντέ. Στις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις του μάς καλεί να σπάσουμε και να ανοίξουμε τον Κανόνα, κάθε τι που είναι παραδεδομένο ως αριστούργημα και ταυτόχρονα δημοφιλές. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν θα μπορούσαμε να περάσουμε σε μια φάση του χιψτερισμού στην οποία θα ξανανακαλύπτουμε όσα είναι ήδη μέρος του Κανόνα, όσα είναι δημοφιλή. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούμε να ξανακούσουμε π.χ. την Πέμπτη του Μπετόβεν και να νιώσουμε γιατί γάμησε και ταυτόχρονα γονιμοποίησε τη μουσική, να ξαναδούμε τον Άμλετ και να μας σηκωθεί η τρίχα, ή -- πιο ταπεινά -- να ξανακούσουμε το "Έχω έναν καφενέ" και να νιώσουμε γιατί έγινε σουξέ ή να προσέξουμε π.χ. την ξεμπούζουκη μα λαϊκή ενορχήστρωση της Γοργόνας ή του Νανουρίσματος, που δεν ξεπέφτει σε χατζιδακισμό.
Βεβαίως και γίνεται, βεβαίως και το περικείμενο δεν είναι ένα μονολιθικό κι άκαμπτο πλαίσιο ερμηνείας. Σας το διαβεβαιώνει ο τσόγλανος που είδε τη Μόνα Λίζα παρά τις τζοκόντες στη φοντανιέρα.
Μια μέρα η δασκάλα με επέδειξε σε κάποιον συνάδερφό της ως κάποιον που ήξερε ότι η Τζοκόντα δεν είναι μόνο σοκολατάκι. Με ρώτησε ο δάσκαλος λοιπόν τι είναι η Τζοκόντα, απάντησα. Με ρώτησε πού το ξέρω, του αποκρίθηκα ότι την είδα στον τόμο Πινακοθήκη της εγκυκλοπαίδειας Δομή. Με ρώτησε αν μου αρέσει και του είπα ότι είναι ωραίος πίνακας -- άλλωστε τι θα έλεγα. Μετά, κι ενώ είχα αρχίσει να νιώθω συστολή και εκνευρισμό, με ρώτησε πώς μπορώ να χαίρομαι την Τζοκόντα ως πίνακα όταν έχει γίνει σήμα κατατεθέν του Παυλίδη. Αν και προτιμούσα τις νουαζέτες από τις τζοκόντες, αφού πρώτα έφτυνα το απαίσιο φουντούκι, έμεινα με την απορία γιατί με ρωτάει κάτι τέτοιο.
Στο Πανεπιστήμιο έμαθα από την Τζούμα ότι η ποπ κουλτούρα καταπίνει και οικειοποιείται την υψηλή τέχνη αποστρογγυλεύοντας κι αφοπλίζοντας την, καθιστώντας την διακόσμηση και "κενό σημαίνον" -- βεβαίως όλα τα σημαίνοντα κενά είναι από μόνα τους, αλλά γαλλοθρεμμένη καθώς ήταν συγχωρείται, αφού έτσι αποκαλούσαν τότε την απώλεια νοήματος ή τη συναρμογή του σημαίνοντος με ένα σημαινόμενο που δεν γουστάρουμε. Με δυο λόγια: αν βλέπεις παντού την Τζοκόντα (όπως και συνέβαινε, αφού κάθε μικροαστικό σπίτι εγκατέλειπε φοντάν και φρουί γλασσέ για να τρατάρει παστάκια, καριόκες και σοκολατάκια) καταντάει μια αηδία η Τζοκόντα και είναι πια σήμα κατατεθέν κι όχι έργο τέχνης που κουβαλάει κάτι βαρύτιμο και θαυμαστό, που προκαλεί απορία.
Χτες ήταν μια όμορφη μέρα που έκλεισε με την ακρόαση των Θαλασσογραφιών των Λοΐζου και Παπαδόπουλου. Όταν άρχισε να παίζει το σιντί στο αμάξι ήμουν έτοιμος να ακούσω κάτι τόσο φθαρμένο όσο η Μόνα Λίζα στις τζοκόντες. Κατέληξα να ακούσω προσεκτικά και από την αρχή τα τραγούδια του δίσκου, χώρια ότι ανακάλυψα και δύο τραγούδια που δεν γνώριζα: το "Ένα γέρικο καράβι" με τον Πάριο και το "Μήνυμα" με τη θεϊκή Κωχ.
Ο χιψτερισμός περιλαμβάνει ένα αίτημα να ανακαλύψουμε και να προμοτάρουμε ό,τι δεν είναι δημοφιλές, ό,τι είναι παραμελημένο ή παρεξηγημένο ή περιθωριοποιημένο ή απλώς ντεμοντέ. Στις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις του μάς καλεί να σπάσουμε και να ανοίξουμε τον Κανόνα, κάθε τι που είναι παραδεδομένο ως αριστούργημα και ταυτόχρονα δημοφιλές. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν θα μπορούσαμε να περάσουμε σε μια φάση του χιψτερισμού στην οποία θα ξανανακαλύπτουμε όσα είναι ήδη μέρος του Κανόνα, όσα είναι δημοφιλή. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούμε να ξανακούσουμε π.χ. την Πέμπτη του Μπετόβεν και να νιώσουμε γιατί γάμησε και ταυτόχρονα γονιμοποίησε τη μουσική, να ξαναδούμε τον Άμλετ και να μας σηκωθεί η τρίχα, ή -- πιο ταπεινά -- να ξανακούσουμε το "Έχω έναν καφενέ" και να νιώσουμε γιατί έγινε σουξέ ή να προσέξουμε π.χ. την ξεμπούζουκη μα λαϊκή ενορχήστρωση της Γοργόνας ή του Νανουρίσματος, που δεν ξεπέφτει σε χατζιδακισμό.
Βεβαίως και γίνεται, βεβαίως και το περικείμενο δεν είναι ένα μονολιθικό κι άκαμπτο πλαίσιο ερμηνείας. Σας το διαβεβαιώνει ο τσόγλανος που είδε τη Μόνα Λίζα παρά τις τζοκόντες στη φοντανιέρα.
Τρίτη 14 Αυγούστου 2018
Καλοκαίρια
Το καλοκαίρι είναι ο θάνατος της άνοιξης.
Για μένα καλοκαίρια είναι τραβολόγημα μέσα σε βρωμερά πλοία για σκονισμένα κι άνυδρα νησιά, για ανεμοδαρμένα χερσοτόπια που ζουν από το εντυπωσιακά λίγο του τοπίου τους ή από το χρώμα του θαλασσινού νερού που τα συσφίγγει.
Καλοκαίρια για μένα είναι πλήξη και ζέστη σε εξοχικά, αποκομμένος από τους δικούς μου ανθρώπους, να τρέφομαι με ντοματοσαλάτες και μακαρόνια προσπαθώντας να χορτάσω με τοπίο και με την προσδοκία γεμιστών ή καμμιάς μπαρότσαρκας εν μέσω ηλιοκαμένων βουπούδων ή φασαίων εποίκων.
Το καλοκαίρι απαγορεύει τα γλυκά, αλλά πριμοδοτεί υπερμεγέθη ζαχαρώδη φρούτα ενώ πλημμυρίζει με ζάχαρη το αλκοόλ.
Τα καλοκαίρια σπανίζει το νερό, περισσεύει το αλάτι που μου τσιτώνει το δέρμα και το αργάζεται σαν να είναι πετσί· τα καλοκαίρια βρωμάνε αρρύθμιστες ντιζελομηχανές και καμένα λάδια παπιών σε καρόδρομους του θανάτου.
Τα καλοκαιρινά σκουπίδια σαπίζουνε στοιβαγμένα και αναποκόμιστα, ενώ το σπάνιο αεράκι των αποπνικτικών Ιουλίων αναμιγνύει την αποφορά τους με ό,τι λίγο σουρώνει από γιασεμιά και χλωρίνες.
Στα λευκά κελιά του καλοκαιριού, ενοικιαζόμενα ή μη, αντηχούν μεντεσέδες, καπλαμαδένιες πόρτες που δεν κλείνουν και παντζούρια που τα γρονθοκοπάει ο άνεμος.
Καλοκαίρι στην πόλη είναι να ζεις σε ερημωμένα χωριά, μπροστά από κατεβασμένα ρολά και ορθάνοιχτα μπλακόνια μέσα από τα οποία αντηχούν τηλεοράσεις, καβγάδες Σπιρτόκουτου ή -- αν είσαι τυχερός -- τίποτα ιμερικοί στεναγμοί και στόνοι όσων ιδρώνουν για καλό.
Καλοκαίρι σημαίνει τύφλωση, θάνατος του χρώματος· καλοκαίρι θα πει φωτιά και αϋπνία· καλοκαίρι συνεπάγεται χαύνωση και ραστώνη.
Τρέχουμε να κρυφτούμε από το καλοκαίρι μέσα στη θάλασσα ή μέσα σε κλιματιζομένους χώρους και αυταπατώμαστε ότι τρέχουμε για να βουτήξουμε μέσα του.
Το καλοκαίρι είναι η μοναξιά που θορυβεί σαν το πιο ιλαρό γλέντι. Το καλοκαίρι, ένα πανηγύρι μέσα στο οποίο τα σώματα απωθούνται καθώς συνωθούνται σαν σε χορό.
Τελικά το ελληνικό καλοκαίρι δεν υπάρχει, είναι μια σύντομη κι χρυσοπληρωμένη σε προσδοκίες παράσταση στημένη στο σκηνικό της αιγαιοπελαγίτικης ερημιάς κι αποψίλωσης, σκηνικό που εγείρει πανελλήνιες και μεσογειακές αξιώσεις.
Για μένα καλοκαίρια είναι τραβολόγημα μέσα σε βρωμερά πλοία για σκονισμένα κι άνυδρα νησιά, για ανεμοδαρμένα χερσοτόπια που ζουν από το εντυπωσιακά λίγο του τοπίου τους ή από το χρώμα του θαλασσινού νερού που τα συσφίγγει.
Καλοκαίρια για μένα είναι πλήξη και ζέστη σε εξοχικά, αποκομμένος από τους δικούς μου ανθρώπους, να τρέφομαι με ντοματοσαλάτες και μακαρόνια προσπαθώντας να χορτάσω με τοπίο και με την προσδοκία γεμιστών ή καμμιάς μπαρότσαρκας εν μέσω ηλιοκαμένων βουπούδων ή φασαίων εποίκων.
Το καλοκαίρι απαγορεύει τα γλυκά, αλλά πριμοδοτεί υπερμεγέθη ζαχαρώδη φρούτα ενώ πλημμυρίζει με ζάχαρη το αλκοόλ.
Τα καλοκαίρια σπανίζει το νερό, περισσεύει το αλάτι που μου τσιτώνει το δέρμα και το αργάζεται σαν να είναι πετσί· τα καλοκαίρια βρωμάνε αρρύθμιστες ντιζελομηχανές και καμένα λάδια παπιών σε καρόδρομους του θανάτου.
Τα καλοκαιρινά σκουπίδια σαπίζουνε στοιβαγμένα και αναποκόμιστα, ενώ το σπάνιο αεράκι των αποπνικτικών Ιουλίων αναμιγνύει την αποφορά τους με ό,τι λίγο σουρώνει από γιασεμιά και χλωρίνες.
Στα λευκά κελιά του καλοκαιριού, ενοικιαζόμενα ή μη, αντηχούν μεντεσέδες, καπλαμαδένιες πόρτες που δεν κλείνουν και παντζούρια που τα γρονθοκοπάει ο άνεμος.
Καλοκαίρι στην πόλη είναι να ζεις σε ερημωμένα χωριά, μπροστά από κατεβασμένα ρολά και ορθάνοιχτα μπλακόνια μέσα από τα οποία αντηχούν τηλεοράσεις, καβγάδες Σπιρτόκουτου ή -- αν είσαι τυχερός -- τίποτα ιμερικοί στεναγμοί και στόνοι όσων ιδρώνουν για καλό.
Καλοκαίρι σημαίνει τύφλωση, θάνατος του χρώματος· καλοκαίρι θα πει φωτιά και αϋπνία· καλοκαίρι συνεπάγεται χαύνωση και ραστώνη.
Τρέχουμε να κρυφτούμε από το καλοκαίρι μέσα στη θάλασσα ή μέσα σε κλιματιζομένους χώρους και αυταπατώμαστε ότι τρέχουμε για να βουτήξουμε μέσα του.
Το καλοκαίρι είναι η μοναξιά που θορυβεί σαν το πιο ιλαρό γλέντι. Το καλοκαίρι, ένα πανηγύρι μέσα στο οποίο τα σώματα απωθούνται καθώς συνωθούνται σαν σε χορό.
Τελικά το ελληνικό καλοκαίρι δεν υπάρχει, είναι μια σύντομη κι χρυσοπληρωμένη σε προσδοκίες παράσταση στημένη στο σκηνικό της αιγαιοπελαγίτικης ερημιάς κι αποψίλωσης, σκηνικό που εγείρει πανελλήνιες και μεσογειακές αξιώσεις.
Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018
No roots
I like standing still, but that's just a wishful plan
Ask me where I come from, I'll say a different land
But I've got memories and travel like gypsies in the night
Όσο κι αν μας συγκινούν τα δέντρα ως σύμβολα, επειδή είναι σταθερά και δυνατά και επειδή ανθούν και φέρουν κι άλλο, οι άνθρωποι δεν είμαστε δέντρα.
Οι άνθρωποι δεν έχουμε ρίζες. Ό,τι είμαστε και αυτοί που είμαστε το κουβαλάμε μαζί μας και μέσα μας, είτε ζήσουμε στα 10 χιλιόμετρα από εκεί όπου γεννηθήκαμε, είτε ξενιτευτούμε, είτε γίνουμε νομάδες. Ό,τι είμαστε και αυτοί που είμαστε το επινοούμε και το χτίζουμε, άλλοτε συνειδητά και κάποτε ανεπαίσθητα.
Η μαγική πίστη σε ρίζες, στις ρίζες μας, μας δηλητηριάζει. Επίσης μας ναρκώνει η επίπλαστη ασφάλεια που νιώθουμε γιατί περνιόμαστε για δέντρα αγκιστρωμένα στη γη, όπως και η ανάγκη να ενταχθούμε σε κάποια παράδοση που αυτομάτως θα ορίσει ποιοι είμαστε ώστε να μη χρειαστεί να ψαχνόμαστε και να το δουλέψουμε και να το παλέψουμε μονάχοι μας.
Τον 21ο αιώνα οι ρίζες που πασχίζουμε σώνει και καλά να βγάλουμε βλασταίνουν στο φαρμακωμένο χώμα των εθνικισμών και οι καρποί που δίνουν είναι φασισμοί. Συνεπώς το μεγάλο έργο αυτού του αιώνα, ελπίζω όχι και του επόμενου, θα είναι να απαλλαγούμε από την ανάγκη να ριζώνουμε και να νιώθουμε πως έχουμε ρίζες αντί για πόδια.
Όσα εύκολα χάνονται
Όταν έκανα κι εγώ τη δική μου εκδοχή της Grand Tour στην Ιταλία, ελέω της δουλειάς μου, έτυχε πρώτα να πάω στη Φλωρεντία και μετά στη Νάπολη.
Στη Φλωρεντία περνάς αναγκαστικά από την Ουφίτσι. Είναι χαρά θεού αυτή η πινακοθήκη, σε ξεπερνάει και σου επιβάλλεται χωρίς όμως να είναι αχανής σαν το Λούβρο. Βλέπεις έργα που ξέρεις, έργα που δεν ξέρεις και -- το κυριότερο -- έργα που νομίζεις ότι ξέρεις. Ήδη όμως ενώ είσαι στη μέση του δεύτερου ορόφου (από τον δεύτερο ξεκινάς και μετά κατεβαίνεις στον πρώτο), έχεις πήξει στις Παναγίες. Παναγίες παντού. Παναγίες σε κάθε σχήμα και χρώμα και ρυθμό και στάση. Μια παρθένα μητέρα ενός θεού.
Πολλά κρέατα, ζυμαρικά, φωτογραφίες και απεριτίβι μετά φτάνεις στη Νάπολη και πας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Είναι ένα από τα πιο όμορφα μουσεία που θυμάμαι -- αν και γενικά αποφεύγω τα μουσεία που δεν έχουνε να μου δείξουν όμορφα πράγματα κι απλώς θέλουνε να με διδάξουν. Ίσως γι' αυτό μου αρέσει το Αρχαιολογικό της Νάπολης, επειδή είναι γεμάτο όμορφα πράγματα.
Στο Μουσείο αυτό βρίσκονται ανάμεσα σε πολλά άλλα και οι νωπογραφίες της Πομπηίας. Η πρώτη επαφή από κοντά με την αρχαία ζωγραφική είναι επιεικώς συγκλονιστική: ανακαλύπτεις ότι οι μεσαίου βεληνεκούς ζωγράφοι που διακόσμησαν τους τοίχους επαύλεων, μπουρδέλων και άλλων κτιρίων ενός θερέτρου 20.000 κατοίκων τον 1ο αιώνα μ.Χ. είναι τεχνικά εφάμιλλοι με τους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης. Σκύβεις και κοιτάζεις τα έργα από πάρα πολύ κοντά και μετά από κάποια απόσταση και μετά πας στη διπλανή αίθουσα αλλά ξαναγυρίζεις κι αίφνης ο θεσπέσιος Μποτιτσέλλι (κι είναι ακόμα πιο θεσπέσιος από κοντά ο πούστης) δεν σου φαίνεται πια τόσο μοναδικός κι ανεπανάληπτος.
Βλέποντας τα έργα της Πομπηίας, χαμένα μέχρι μετά την Αναγέννηση, μόνον οίκτο και ελαφρά υπεροψία μπορείς να νιώσεις για τη "μεγάλη" βυζαντινή ζωγραφική στο γύρισμα της 1ης χιλιετίας και μετά (με μοναδική εξαίρεση τη Μονή της Χώρας και κάποια έργα της Μακεδονικής Σχολής) ή για την αφόρητα καρτουνίστικη αναπαραστατική μικρογραφία και τη διακοσμητική ανεικονική τέχνη του Ισλάμ
Λες λοιπόν: αυτή η τεχνική, των οκέι ζωγράφων του συρμού του 1ου αιώνα αναγεννήθηκε τον 14ο και -- ιδίως -- τον 15ο αιώνα. Και δεν λες κάτι άλλο από αυτό που βρίσκεται εγγεγραμμένο στον Κανόνα της δυτικής αισθητικής από τον Βαζάρι και μετά. Και μπορεί να έχεις άδικο (δεν έχεις), μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλού βρίσκεται ο πόνος, ωστόσο.
Θυμάσαι ότι η θεματική της δυτικής τέχνης είναι Παναγίες (και ο Γιος της κι η ζωή Του και το τρελό παρεάκι Του που ίδρυσε Κοσμοκρατορία κραταιά στα μυαλά μας) και άντε κάτι μυθολογικά θέματα. Μόνο με τους Ολλανδούς και τους Φλαμανδούς θα επιστρέψει στη ζωγραφική η καθημερινή ζωή και η χαρά της. Φυσικά και δεν απουσιάζει ποτέ το συμβολικό και το ιδεατό από τη ζωγραφική ή όποια άλλη τέχνη. Αλλά θα χρειαστεί 15 αιώνες για να γυρίσουμε στη χαρά των καθημερινών. Για 15 αιώνες το καθημερινό και το εντελώς ανθρώπινο ως θέμα θα λειτουργεί είτε ως χρηστομάθεια ("δείτε ποιοι καριόληδες θα πάνε στην Κόλαση") είτε ως ιντερλούδιο Μεγάλων, Ιερών κι Ηρωικών πραγμάτων.
Και βγαίνεις από τις αίθουσες της Πομπηίας στη Νάπολη και από τη Μυστική Κάμαρα με τα σοφτκόρ ερωτογραφικά της και θυμάσαι τις ατέλειωτες Παναγίες στην Ουφίτσι μεταξύ 1300 και 1500-φεύγα και σκέφτεσαι, "ω θε μου, πόση επίγεια μοναξιά και πόση προσδοκία επουρανίων αγαθών στις εικόνες δεκατεσσάρων και βάλε αιώνων". Πόσο εύκολά χάνεται η χαρά της ζωής από τα μάτια μας. Πόσες γενιές έπρεπε να χορταίνουνε τη ματιά τους με αγίους και ήρωες και θεούς μέχρι να ξανασκάσει αυτός ο τσόγλανος ερωτιδέας:
Στη Φλωρεντία περνάς αναγκαστικά από την Ουφίτσι. Είναι χαρά θεού αυτή η πινακοθήκη, σε ξεπερνάει και σου επιβάλλεται χωρίς όμως να είναι αχανής σαν το Λούβρο. Βλέπεις έργα που ξέρεις, έργα που δεν ξέρεις και -- το κυριότερο -- έργα που νομίζεις ότι ξέρεις. Ήδη όμως ενώ είσαι στη μέση του δεύτερου ορόφου (από τον δεύτερο ξεκινάς και μετά κατεβαίνεις στον πρώτο), έχεις πήξει στις Παναγίες. Παναγίες παντού. Παναγίες σε κάθε σχήμα και χρώμα και ρυθμό και στάση. Μια παρθένα μητέρα ενός θεού.
Πολλά κρέατα, ζυμαρικά, φωτογραφίες και απεριτίβι μετά φτάνεις στη Νάπολη και πας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Είναι ένα από τα πιο όμορφα μουσεία που θυμάμαι -- αν και γενικά αποφεύγω τα μουσεία που δεν έχουνε να μου δείξουν όμορφα πράγματα κι απλώς θέλουνε να με διδάξουν. Ίσως γι' αυτό μου αρέσει το Αρχαιολογικό της Νάπολης, επειδή είναι γεμάτο όμορφα πράγματα.
Στο Μουσείο αυτό βρίσκονται ανάμεσα σε πολλά άλλα και οι νωπογραφίες της Πομπηίας. Η πρώτη επαφή από κοντά με την αρχαία ζωγραφική είναι επιεικώς συγκλονιστική: ανακαλύπτεις ότι οι μεσαίου βεληνεκούς ζωγράφοι που διακόσμησαν τους τοίχους επαύλεων, μπουρδέλων και άλλων κτιρίων ενός θερέτρου 20.000 κατοίκων τον 1ο αιώνα μ.Χ. είναι τεχνικά εφάμιλλοι με τους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης. Σκύβεις και κοιτάζεις τα έργα από πάρα πολύ κοντά και μετά από κάποια απόσταση και μετά πας στη διπλανή αίθουσα αλλά ξαναγυρίζεις κι αίφνης ο θεσπέσιος Μποτιτσέλλι (κι είναι ακόμα πιο θεσπέσιος από κοντά ο πούστης) δεν σου φαίνεται πια τόσο μοναδικός κι ανεπανάληπτος.
Βλέποντας τα έργα της Πομπηίας, χαμένα μέχρι μετά την Αναγέννηση, μόνον οίκτο και ελαφρά υπεροψία μπορείς να νιώσεις για τη "μεγάλη" βυζαντινή ζωγραφική στο γύρισμα της 1ης χιλιετίας και μετά (με μοναδική εξαίρεση τη Μονή της Χώρας και κάποια έργα της Μακεδονικής Σχολής) ή για την αφόρητα καρτουνίστικη αναπαραστατική μικρογραφία και τη διακοσμητική ανεικονική τέχνη του Ισλάμ
Λες λοιπόν: αυτή η τεχνική, των οκέι ζωγράφων του συρμού του 1ου αιώνα αναγεννήθηκε τον 14ο και -- ιδίως -- τον 15ο αιώνα. Και δεν λες κάτι άλλο από αυτό που βρίσκεται εγγεγραμμένο στον Κανόνα της δυτικής αισθητικής από τον Βαζάρι και μετά. Και μπορεί να έχεις άδικο (δεν έχεις), μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλού βρίσκεται ο πόνος, ωστόσο.
Θυμάσαι ότι η θεματική της δυτικής τέχνης είναι Παναγίες (και ο Γιος της κι η ζωή Του και το τρελό παρεάκι Του που ίδρυσε Κοσμοκρατορία κραταιά στα μυαλά μας) και άντε κάτι μυθολογικά θέματα. Μόνο με τους Ολλανδούς και τους Φλαμανδούς θα επιστρέψει στη ζωγραφική η καθημερινή ζωή και η χαρά της. Φυσικά και δεν απουσιάζει ποτέ το συμβολικό και το ιδεατό από τη ζωγραφική ή όποια άλλη τέχνη. Αλλά θα χρειαστεί 15 αιώνες για να γυρίσουμε στη χαρά των καθημερινών. Για 15 αιώνες το καθημερινό και το εντελώς ανθρώπινο ως θέμα θα λειτουργεί είτε ως χρηστομάθεια ("δείτε ποιοι καριόληδες θα πάνε στην Κόλαση") είτε ως ιντερλούδιο Μεγάλων, Ιερών κι Ηρωικών πραγμάτων.
Και βγαίνεις από τις αίθουσες της Πομπηίας στη Νάπολη και από τη Μυστική Κάμαρα με τα σοφτκόρ ερωτογραφικά της και θυμάσαι τις ατέλειωτες Παναγίες στην Ουφίτσι μεταξύ 1300 και 1500-φεύγα και σκέφτεσαι, "ω θε μου, πόση επίγεια μοναξιά και πόση προσδοκία επουρανίων αγαθών στις εικόνες δεκατεσσάρων και βάλε αιώνων". Πόσο εύκολά χάνεται η χαρά της ζωής από τα μάτια μας. Πόσες γενιές έπρεπε να χορταίνουνε τη ματιά τους με αγίους και ήρωες και θεούς μέχρι να ξανασκάσει αυτός ο τσόγλανος ερωτιδέας:
Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018
Υπέρ της πολυγαμικότητας
God, I’m fond of adultery. Aren’t you? […] The softness it brings to the hardness […] A world without adultery is unthinkable. The brutal inhumanity of those against it. […] To demand of human flesh fidelity. The cruelty of it, the mockery of it, is simply unspeakable.
Philip Roth — Sabbath’s Theater p. 336
Η πολυγαμικότητα δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ ιδανικό ή αρετή· ακόμα και αν υπήρξε εύσημο και άθλημα για τους άντρες, πάντως ποτέ δεν ήταν αποδεκτή για τις "τίμιες" γυναίκες. Βεβαίως πολλές φορές η τέχνη έχει άλλη γνώμη για αυτά τα θέματα, όμως στο σφυρί της τέχνης ξέρουμε να αντιστεκόμαστε όταν δεν κάνουμε νιανιά όσα μας δείχνει ή όσα μας ξυπνάει.
Ας μιλήσουμε λοιπόν για την πολυγαμικότητα.
Ο έρωτας μάς δίνει διαφορετική χαρά, διαφορετικές χαρές και διαφορετικές χάριτες με διαφορετικούς ανθρώπους: με κάθε διαφορετικό άνθρωπο είναι αλλιώς η ερωτοπραξία. Αυτονόητο. Επίσης δεν υπάρχει ο ένας άνθρωπος με τον οποίο "όλα θα γίνουνε σωστά", ό,τι κι αν ισχυρίζεται η εποχή μας. Πολλώ μάλλον, ο ανθρώπινος πόθος δεν αποτελεί ένα οικονομίστικα δοσμένο κεφάλαιο το οποίο δεν πρέπει να σπαταλήσουμε δεξιά κι αριστερά παρά πρέπει να δαπανήσουμε "σωστά", όπως όταν αγοράζουμε σπίτι. Ο έρωτας είναι καινούργιος και ξεκινάει από την αρχή με κάθε καινούργια γνωριμία, ενώ αυτή η διαπίστωση καθόλου δεν συνεπάγεται ούτε εξιδανίκευση ούτε δαιμονοποίησή του.
Η μετά λόγου γνώσεως πολυγαμικότητα χορταίνει βαθιά την ψυχή και μιλάμε σαφώς για χορτασμό κι όχι για κορεσμό, μιλάμε για αποτέλεσμα πληρέστερο και οπωσδήποτε διαφορετικό από το να ξεκαυλώσεις απλώς.
Αυτός ο χορτασμός εν μέρει προέρχεται και από τις διαφορετικές λαγνικές εμπειρίες, αφού με κάθε διαφορετικό άνθρωπο ο έρωτας είναι διαφορετικός. Αυτό το εντελώς διαφορετικό που μας επιφυλάσσει κάθε καινούργιος εραστής και κάθε καινούργια ερωμένη δεν εξαρτάται σώνει και καλά από μαγικούς και μεταφυσικούς παράγοντες, παρά ξεκινάει από το ότι η καύλα βρίσκεται βεβαίως και στο μυαλό: είναι η επιθυμία για κάποιον, για κάποιον άλλο ή για κάτι. Αυτό το κάτι μπορεί να είναι μια ερωτική στάση, μια συγκεκριμένη κατάσταση-φάση ή σκηνοθεσία ή ένα συγκεκριμένο μέλος του σώματος κ.ο.κ.
Επίσης η πολυγαμικότητα μάς ποντίζει βαθιά μέχρι τον βυθό των ανθρώπινων σχέσεων. Όταν τον κοιτάμε από την κατοπτρικά ακύμαντη επιφάνεια ο βυθός μοιάζει μια πάρα πολύ απλή εικόνα, εξόχως στατική. Όταν όμως ποντιστούμε μέσα του αλλάζει το πράγμα και οι κόσμοι του πλέον αποκαλύπτονται. Η πολυγαμικότητα μας αναγκάζει να ζήσουμε -- όχι απαραιτήτως να αναστοχαστούμε -- την αλήθεια ότι έχουμε διαφορετική ποιοτικά σχέση με κάθε διαφορετικό εραστή ή διαφορετική ερωμένη, όχι απλώς διαφορετικούς λαγνικούς συσχετισμούς.
Η εμπειρία της πολυγαμικότητας μας εξοικειώνει και με μία δεύτερη αλήθεια, ότι μετά το πέρας τους, διαφορετικές ερωτικές σχέσεις αφηνουνε δεσίματα διαφορετικής έντασης: από το μείον του μίσους μέχρι το μηδέν της αδιαφορίας και έως τη φιλία ή και την αγάπη. Επίσης μας αναγκαζει να αντιμετωπίσουμε και ότι διαφορετικές ερωτικές σχέσεις αφήνουνε πίσω τους δεσμούς διαφορετικής ποιότητας και διαφορετικού χαρακτήρα.
Η πολυγαμικότητα δεν είναι μόνον γαμήσια, λιγότερο περισσότερο αξιομνημόνευτα και αξιομακάριστα, χαρές και γλέντια. Η πολυγαμικότητα είναι και ένας τρόπος να ανεύρουμε άλλους, να μάθουμε τον άλλο, αλλά και να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Μέσα από την πολλές φορές τυρβώδη πολυγαμικότητα μαθαίνουμε κυρίως τον εαυτό μας· τον σπουδάζουμε κοιτάζοντας τα βλέμματα των άλλων προς εμάς -- όσο στρεβλά, τυραννικά, ζηλόφθονα ή φθονερά και αν είναι κάποτε. Επίσης μαθαίνουμε τον εαυτό μας μελετώντας τι βλέπουν οι εραστές κι οι ερωμένες όταν μας αντικρύζουν.
Σε γενικές γραμμές ισχύει πως η πολυγαμικότητα "μας εξασκεί στην ενσυναίσθηση αλλά και στα όρια, μας κάνει θαρραλέους και μας αναγκάζει να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας".
Επαναλαμβάνω ότι προφανώς η πολυγαμικότητα μπορεί να γίνει τρομακτικά επώδυνη και σε αυτό μοιάζει με το πιοτό, την ψυχοθεραπεία, τη σωματική άσκηση και τη συστηματική μελέτη. Η εξάσκηση της πολυγαμικότητας είναι δύσκολη: απαιτεί λεπτότητα και βαθιά ευγένεια ώστε να μην καταντήσει χονδροειδής και ισοπεδωτική, αλλά να παραμείνει κάτι βαθιά ανθρώπινο κι εξανθρωπιστικό -- πέρα από ιμερικό, μακάριο κι ιλαρό.
Εννοείται επίσης ότι η ταυτόχρονη ενασχόληση με διαφορετικούς ανθρώπους υπό διαφορετικούς όρους μπορεί να καταστεί από κυνική διαχείριση και ναρκισσιστική κούρσα μέχρι πρακτική μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης και άσκηση στην ενσυναίσθηση. Μαθαίνει κανείς, να συναναστρέφεται τους άλλους -- ιδίως όταν οι συγκεκριμένοι άλλοι χύνουν μαζί του ή τον έχουνε δει να βογγάει αναλόγως.
Οπωσδήποτε η πολυγαμικότητα και η πολλαπλότητα των ρόλων που εισάγει μάς καθαίρουν: μας ασκούν στην απόταξη της φρεναπάτης πως μας ανήκει οποιοσδήποτε άνθρωπος ή πως θα γίνουμε ο θεός του -- όσο τρελός κι αν είναι ο έρωτάς μας, όσο βαθιά κι αν είναι η αγάπη μας.
Εννοείται επίσης ότι η ταυτόχρονη ενασχόληση με διαφορετικούς ανθρώπους υπό διαφορετικούς όρους μπορεί να καταστεί από κυνική διαχείριση και ναρκισσιστική κούρσα μέχρι πρακτική μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης και άσκηση στην ενσυναίσθηση. Μαθαίνει κανείς, να συναναστρέφεται τους άλλους -- ιδίως όταν οι συγκεκριμένοι άλλοι χύνουν μαζί του ή τον έχουνε δει να βογγάει αναλόγως.
Οπωσδήποτε η πολυγαμικότητα και η πολλαπλότητα των ρόλων που εισάγει μάς καθαίρουν: μας ασκούν στην απόταξη της φρεναπάτης πως μας ανήκει οποιοσδήποτε άνθρωπος ή πως θα γίνουμε ο θεός του -- όσο τρελός κι αν είναι ο έρωτάς μας, όσο βαθιά κι αν είναι η αγάπη μας.
Ανθρώπινη και εξανθρωπιστική είναι τέλος και μία παραγνωρισμένη χρήση της πολυγαμικότητας: η αποσυμφόρηση των σχέσεων Παρά την αναπόφευκτη παρενέργεια της ζήλειας, η πολυγαμικότητα ως επιλογή σώζει σχέσεις, ιδίως μακροχρόνιες: αντί να εγκαταλείπεις τον άνθρωπό σου γιατί σου λείπει κάτι ή γιατί του λείπει κάτι, του αφοσιώνεσαι ή του παραμένεις αφοσιωμένος ανοίγοντας τον εαυτό σου.
Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018
Η πόλη, το σύμπαν
Είμαι ο εαυτός μου μόνο στις πόλεις, αν όχι μόνο στη Μία Πόλη που με ξέρει και νομίζω πως ξέρω. Εκεί όπου οι άνθρωποι μπορούμε να υπάρχουμε ως οι εαυτοί μας το κατά δύναμη εκεί όπου μπορούμε να συνυπάρχουμε με όσους και με εκείνους που επιλέγουμε.
Οι μικροί τόποι και οι εξοχές μου προκαλούν κλειστοφοβία. Οι μικροί τόποι, οι άσχημοι αλλά και οι πιο όμορφοι, παγιδεύουν τη σκέψη μου σε λούπες ψυχαναγκασμού. Μου κλέβουνε τον ύπνο. Με ποντίζουν στην ταραχή, στη νοσοφοβία, στην έκθεση στα στοχευμένα βλέμματα ανεπιθυμητων ξένων. Μόνο στην πόλη είμαι ελεύθερος να περπατήσω, να ανασάνω· να είμαι.
Σε μερικούς προκαλούν κλειστοφοβία οι πόλεις. Τους πιέζουν, λέει, οι τοίχοι, τους πλακώνουν οι προσόψεις, ασφυκτιούν μέσα στους δομημένους λαβυρίνθους. Κι όμως, στις πόλεις, στη Μία Πόλη, κάθε πρόσοψη κρύβει κτίρια που περιέχουν κοιλότητες και κοίλους χώρους και κάθε χώρος , ζωντανός ή εγκαταλελειμμένος, κρύβει τουλάχιστον μία ζωή ο καθένας και κάθε ζωή περιέχει αναρίθμητες ιστορίες στο παρελθόν στο παρόν και κυρίως στο μέλλον. Παλίμψηστοι χώροι, όπως τους φανέρωσε ο Παπαϊωάννου στο Μέσα.
Κλειστοφοβία μου προκαλούν οι περίκλειστοι μικροί κόσμοι των εξοχών και της επαρχίας. Γιατί τι είναι πιο ασφυκτικό και ολόκλειστο από το κενό, από την κενότητα της αδιάφορης φύσης, του αχανούς αλμυρού νερού, των γυμνών βουνών, του άδειου ουράνιου καύκαλου, των άξενων δασών;
Κλειστοφοβία δεν ένιωσα στους περίκλειστους χώρους που έχτισαν άνθρωποι και κατοίκησαν άνθρωποι, μέσα στους οποίους έζησαν και δυστύχησαν κι αγάπησαν και γέλασαν άνθρωποι· άνθρωποι, όχι βοτάνια, θηρία, ψάρια, δέντρα. Εγκλεισμός επέρχεται μέσα στη μόνωση της μικρής σφηκοφωλιάς των χωριών, όχι στους λαβυρίνθους, στα μικρά κατοικημένα σύμπαντα των πόλεων.
Οι πόλεις είναι μεν χωρικά περίκλειστοι κόσμοι αλλά πολλαπλές και ορθάνοιχτες οικουμένες και για όσα περιέχουν και για κάθε δυνατότητα που περιέχουν: δυνατότητα για χαρά ή δυνατότητα για θάνατο.
Αγαπώ τα σκοτάδια των πόλεων και πιο πολύ της Μιάς Πόλης, που έχει και σκοτάδια κάτω από συστάδες δέντρων, και παραθαλάσσια, και ψηλά στο βουνό, και στις στοές της, και στους δρόμους της, και μέσα στον αδιανόητο σπόγγο των δωματίων που περιέχει. Κι αγαπώ την τυχαιότητα των συναντήσεων μέσα της, συναντήσεις τυχαίες που είναι πάντα εκπληξεις, όχι αναμενόμενες.
Γι’ αυτό δεν μου αρέσουν οι διακοπές: η Αθήνα είναι σύμπαν ικανό.
This is not a fucking village.
This is no fucking incestuous village.
This is the City. This is the Republic.
All the way from its Citadel,
to the maze of its streets,
to beyond its torn down
walls:
Open, eternal, sovereign.
Κυριακή 8 Ιουλίου 2018
Επίμετρο στον "Επαρχιωτισμό"
δηλαδή σε αυτό.
Τι μας κάνει να φαινόμαστε επαρχιώτες στα μάτια των ξένων;
Όχι βεβαίως τα "δεινά" του τόπου μας, παρά να διακηρύσσουμε την πεποίθησή μας ότι τα δεινά αυτά όχι μόνον υπάρχουν αποκλειστικά στον τόπο μας αλλά και αποτελούν στοιχεία του ντόπιου χαρακτήρα μας, της ιδιοσυστασίας μας.
Μόνον ένας αφόρητα χωριάτης θα πει και θα πιστέψει ότι το τάδε ή το δείνα, δεινό ή αρετή, είναι αποκλειστικό προνόμιο του χωριού του.
Κι αυτό τελικά το ξέρουν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, αν εξαιρέσουμε κάτι ξινές παρουσίες αποικιοκρατικών πεποιθήσεων.
Τι μας κάνει να φαινόμαστε επαρχιώτες στα μάτια των ξένων;
Όχι βεβαίως τα "δεινά" του τόπου μας, παρά να διακηρύσσουμε την πεποίθησή μας ότι τα δεινά αυτά όχι μόνον υπάρχουν αποκλειστικά στον τόπο μας αλλά και αποτελούν στοιχεία του ντόπιου χαρακτήρα μας, της ιδιοσυστασίας μας.
Μόνον ένας αφόρητα χωριάτης θα πει και θα πιστέψει ότι το τάδε ή το δείνα, δεινό ή αρετή, είναι αποκλειστικό προνόμιο του χωριού του.
Κι αυτό τελικά το ξέρουν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, αν εξαιρέσουμε κάτι ξινές παρουσίες αποικιοκρατικών πεποιθήσεων.
Πληθωρισμοί
Δεν χρειάζεται να είναι όλα ναζισμός.
Δεν είναι όλα Ολοκαύτωμα. Δεν είναι καν γενοκτονία.
Δεν είναι κάθε αυταρχισμός φασισμός.
Δεν είναι κάθε κρατισμός σταλινισμός.
Δεν είναι κάθε συντηρητισμός νεοφιλελευθερισμός.
*
Αποτελεί επιτακτική ανάγκη να είμαστε ακριβείς σε έναν κόσμο στον οποίο η ραθυμία στην ανάγνωση και η ακηδία στη γραφή πλέον σκοτώνουν. Ο πολτός των εννοιών και οι ακυρολεξίες θαμπώνουν το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, όμως αυτή την πολυτέλεια την έχουμε προ πολλού στερηθεί. Η ευκολία των γενικεύσεων και των εξισωτισμών δηλητηριάζουν την ερμηνεία του κόσμου περισσότερο και από τα fake news.
Η Νότια Αφρική δεν ήτανε ναζιστικό κράτος. Ήταν όμως ένα από τα απεχθέστερα τυραννικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Οι κυβερνήσεις του Ισραήλ δεν είναι ναζιστικές, εφαρμόζουν όμως απαρτχάιντ στυγνότερο από το νοτιοαφρικανικό. Είναι φρικώδες να εξισώνεται το απαρτχάιντ με τον ναζισμό, όχι γιατί το ένα είναι "καλύτερο" από το άλλο.
Η γενοκτονία των Αρμενίων δεν ήταν το Ολοκαύτωμα. Ήταν όμως ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα του 20ου αιώνα: γενοκτονία. Η αποικιοκρατία δεν ήταν το Ολοκαύτωμα, αλλά φονικότερη από το Ολοκαύτωμα· επίσης η αποικιοκρατία είναι λιγότερο αναγνωρίσιμη ως γενοκτονία και σίγουρα πιο δικαιωμένη. Η μνημονιακή άλωση της Ελλάδας δεν είναι γενοκτονία. Αποτελεί τρομακτική προσβολή στα θύματα γενοκτονιών να μιλάμε με τέτοιους όρους για τη δήωση που υφιστάμεθα από το 2010.
Ο Περόν εγκαθίδρυσε ένα προσωποπαγές αυταρχικό καθεστώς έχοντας προσεταιριστεί και καθυποτάξει τα αργεντίνικα συνδικάτα αλλά δεν ήτανε φασίστας: αν μη τι άλλο ο ίδιος και οι εκλεκτοί του κέρδιζαν αβέρτα εκλογές. Αν ο φασισμός είναι πολιτική λατρεία θανάτου με θεό το κράτος -- και ο ναζισμός με θεό τη φυλή -- οι δικτάτορες της Κεντρικής Ασίας είναι πολύ πιο φασίστες από τον Περόν.
Ο Τίτο δεν ήτανε σταλινικός, κι όχι μόνο γιατί δεν ανήκε στο ανατολικό μπλοκ. Η Βενεζουέλα δεν είναι σταλινική. Αν ο συγκεντρωτικός κρατισμός ήτανε σταλινισμός, τότε η Γαλλία θα ήταν πιο σταλινική από την αποκεντρωμένη Κούβα της πρόσφατης συνταγματικής αναθεώρησης.
Οι πατρίς-θρησκεία-οικογένεια δεξιοί ανά τον κόσμο δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Ο Τραμπ δεν είναι, η Χίλαρυ ήταν.
*
Δεν είναι κάθε κακό ανταλλάξιμο με κάποιο άλλο. Η ζωή στην Ουγγαρία του '70 είναι εξίσου χάλια με αυτή στην Αυστρία του μέλλοντος -- αλλά μιλάμε για διαφορετικά καθεστώτα. Ο Ερντογάν και ο Κάστρο δεν το έχουν με την ελευθερία του Τύπου αλλά δεν μοιάζουν.
Τέλος, δεν είναι καλό ένα καθεστώς μόνο και μόνο επειδή το υποστηρίζουν οι όποιες ελίτ του. Όταν πηγαίνουμε πέρα από αυτό το αντανακλαστικό αρχίζουμε να έχουμε αυτό που λέμε δημοκρατία. Όταν προστατεύουμε όσους μειοψηφούν, τότε έχουμε δημοκρατία.
Ναι, αυτονόητα πράγματα.
Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018
Γαμο-κράτος
Ο θεσμός του γάμου και ο θεσμός του κράτους έχουν πάρα πολλές ομοιότητες. Για να μη γίνομαι κουραστικός επαναλαμβάνοντας, θα μιλήσω και για τους δύο θεσμούς ταυτόχρονα υιοθετώντας τον ελαφρώς αντιγραμματικό όρο γαμο-κράτος: είτε γάμος είτε κράτος.
Το γαμο-κράτος θεωρείται θεμέλιο του πολιτισμού μας. Το γαμο-κράτος ρυθμίζει τις ζωές μας με τρόπο που ενθουσιάζει τους συντηρητικούς, ιδίως όσον αφορά οικονομικά ζητήματα, και που ενοχλεί τους φίλους της ανθρώπινης ελευθερίας, ακριβώς όσον αφορά ζητήματα ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.
Το γαμο-κράτος ιδρύεται πανηγυρικώς και η επέτειος ίδρυσής του συνήθως εορτάζεται και μάλιστα σεμνοπρεπώς.
Το γαμο-κράτος είναι βαθιά εξιδανικευμένο, αφού καλείται να προασπίσει δίκαια, ιερά, όσια, την επιβίωσή μας την ίδια -- κάτι που επιτυγχάνει πότε περισσότερο και πότε λιγότερο, όταν δεν αποτελεί παράγοντα καταστολής δικαίων και ιερών, όταν δεν απειλεί την αξιοπρέπεια και την επιβίωσή μας.
Το γαμο-κράτος μάλιστα γίνεται αντιληπτό ως ιδανικό: ως το πεπρωμένο, ο προορισμός και η ολοκλήρωση μιας ομάδας ανθρώπων -- 2 με 10 στην περίπτωση του γάμου, 2000 με 2.000.000.000 στην περίπτωση του κράτους. Το κράτος είναι το πεπρωμένο των κοινωνιών, ο γάμος των ανθρώπων (και μάλιστα των θηλυκών ανθρώπων).
Το γαμο-κράτος επιβάλλει την ταυτότητά του σε όσους μετέχουν σε αυτό και ευαγγελίζεται κάποιου είδους ισοτιμία μεταξύ των μελών του -- η πραγματικότητα πάλιν και πολλάκις διαψεύδει αυτή την επαγγελία, όμως ελάχιστοι ενδιαφέρονται.
Το γαμο-κράτος θεωρείται κατάκτηση της ανθρωπότητας και πράγματι έχει προσφέρει το πλαίσιο να ανθίσουν ομορφιά, χαρά, γαλήνη κι ευημερία αλλά και θηριωδία, βαρβαρότητα και φρίκη ανήκουστες (ακόμα και) εκτός του γαμο-κράτους.
Το γαμο-κράτος θεσπίζεται για πάντα, όμως η μέση διάρκεια ζωής του είναι του μεν γάμου καμμιά δεκαριά χρόνια του δε κράτους καμμιά 70αριά, αν συνυπολογίσει κανείς και τα δεκάδες θνησιγενή κράτη.
Η κατάλυση του γαμο-κράτους αποπροσανατολίζει και συνοδεύεται από πόνο και πολλές φορές από θάνατο.
Το γαμο-κράτος θεωρείται θεμέλιο του πολιτισμού μας. Το γαμο-κράτος ρυθμίζει τις ζωές μας με τρόπο που ενθουσιάζει τους συντηρητικούς, ιδίως όσον αφορά οικονομικά ζητήματα, και που ενοχλεί τους φίλους της ανθρώπινης ελευθερίας, ακριβώς όσον αφορά ζητήματα ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.
Το γαμο-κράτος ιδρύεται πανηγυρικώς και η επέτειος ίδρυσής του συνήθως εορτάζεται και μάλιστα σεμνοπρεπώς.
Το γαμο-κράτος είναι βαθιά εξιδανικευμένο, αφού καλείται να προασπίσει δίκαια, ιερά, όσια, την επιβίωσή μας την ίδια -- κάτι που επιτυγχάνει πότε περισσότερο και πότε λιγότερο, όταν δεν αποτελεί παράγοντα καταστολής δικαίων και ιερών, όταν δεν απειλεί την αξιοπρέπεια και την επιβίωσή μας.
Το γαμο-κράτος μάλιστα γίνεται αντιληπτό ως ιδανικό: ως το πεπρωμένο, ο προορισμός και η ολοκλήρωση μιας ομάδας ανθρώπων -- 2 με 10 στην περίπτωση του γάμου, 2000 με 2.000.000.000 στην περίπτωση του κράτους. Το κράτος είναι το πεπρωμένο των κοινωνιών, ο γάμος των ανθρώπων (και μάλιστα των θηλυκών ανθρώπων).
Το γαμο-κράτος επιβάλλει την ταυτότητά του σε όσους μετέχουν σε αυτό και ευαγγελίζεται κάποιου είδους ισοτιμία μεταξύ των μελών του -- η πραγματικότητα πάλιν και πολλάκις διαψεύδει αυτή την επαγγελία, όμως ελάχιστοι ενδιαφέρονται.
Το γαμο-κράτος θεωρείται κατάκτηση της ανθρωπότητας και πράγματι έχει προσφέρει το πλαίσιο να ανθίσουν ομορφιά, χαρά, γαλήνη κι ευημερία αλλά και θηριωδία, βαρβαρότητα και φρίκη ανήκουστες (ακόμα και) εκτός του γαμο-κράτους.
Το γαμο-κράτος θεσπίζεται για πάντα, όμως η μέση διάρκεια ζωής του είναι του μεν γάμου καμμιά δεκαριά χρόνια του δε κράτους καμμιά 70αριά, αν συνυπολογίσει κανείς και τα δεκάδες θνησιγενή κράτη.
Η κατάλυση του γαμο-κράτους αποπροσανατολίζει και συνοδεύεται από πόνο και πολλές φορές από θάνατο.
Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018
Let the night take the blame
Το τραγούδι αυτό ταυτίζεται με εφηβικά πάρτυ μου. Βεβαίως βγήκε το 1984, όταν ήμουν πιτσικόνι, τη χρονιά που μας έσκασε το AIDS. Όμως τότε τα ποπ τραγουδάκια στην Ελλάδα φτούραγαν λίγο παραπάνω, ενώ οι στίχοι τους διέθεταν ένα κάποιο τσαγανό. Μέχρι που μας σκέπασαν ο Ρέιγκαν και το AIDS.
Το τραγούδι είναι το απολυτίκιο της αρπαχτής, του one night stand· είπαμε, λίγο πριν το AIDS γίνει αφορμή να δοξαστεί η οικογένεια ξανά και να μας ξαναπλασαριστεί η μονογαμία ως καθεστώς κι όχι ως επιλογή. Λέει λοιπόν το τραγουδάκι τα εξής:
For the magic of these few hoursΜεγαλώναμε τότε με την προσμονή της αγάπης αλλά και με τη μαγική πραγματικότητα της λαγνείας. Ξέραμε, λίγο αδέξια και κάπως μέσα από δοκιμή και πλάνη, να ξεχωρίζουμε το ένα από το άλλο, όσο κι αν η πλάνη υπερίσχυε πολλές φορές και μας απογοήτευε, όσο κι αν έβγαζαν τα ατελή τεστ μας την καύλα για έρωτα και τον έρωτα για αγάπη. Ο συμφυρμός των τριών και ο θρίαμβος του μονογαμικού και μονοθεματικού forever που τότε μαγείρευε το Χόλλυγουντ αργούσε ακόμα.
I'm ready to say
Let the night take the blame
And if tomorrow love's not the same
We took our chance, we tasted the flame
Our hearts run free, you and me
[...]
I don't wanna cheat my feelings
Lock 'em deep inside
Keep my emotions secret, I just can't hide
These moments we spent together
That oh-too-precious time
I pretend these will last forever
Make believe that you're mine
Και έτσι ξεκινήσαμε τη ζωή μας μετρημένα αλλά με θάρρος, λίγο σαν το δειλο αλλά με τσαγανό we took our chance, we tasted the flame:
Οι προσδοκίες ήταν απλές: φιληδονία, βιβλία, μουσικές, ταινίες, δίσκοι, ταξίδια.Στο μεταξύ οι ζωές μας, σκεπασμένες από τον Ρέιγκαν και το AIDS, ράφτηκαν πάνω στα πατρόν του αμερικανικού ονείρου: παντού μονογονία, "η ανάγκη να είναι όλα μοναδικά στη ζωή μας: ένας προορισμός, μία ιδέα, μία σχέση, ένας ήρωας, ένα κέντρο, μία κατεύθυνση, ένας φίλος, ένας σκοπός, μία ειδίκευση, ένα μεγάλο ταξίδι".
Ούτε οι γάμοι μάς απασχολούσαν: αγάπη θέλαμε· ούτε πελώριες καριέρες και λεφτάρες γουστάραμε: μας αρκούσε να κάνουμε μια δουλειά υποφερτή· ούτε τα στεγαστικά δάνεια μάς φτιάχνανε: ένα μικρό διαμερισματάκι δικό μας με κρεβάτι, βιβλιοθήκες κι ηχοσυστηματάκι θέλαμε, να έχει και μπαλκόνι στην κουζίνα ίσως.
Ακούγονται ευτελείς ενδεχομένως αλλά αυτές ήταν οι προσδοκίες μας. Δεν μιλάμε για όνειρα, άλλο τα όνειρα. Και στο κάτω κάτω, ο τυφλοσούρτης που ίσχυε και ισχύει για τα όνειρά μας ήταν και παραμένει το εξόχως αμφίσημο fuck your dreams, this is heaven.
Ευτυχώς, λίγο από πείσμα, λίγο από φτώχεια, λίγο γιατί δεν μπορεί μια ζωή να ζεις μέσα σε ένα σάβανο ραμμένο για τους άλλους από τα αφεντικά τους, μάθαμε κι εμείς τα βασικά.
- Ότι ανθρώπινες σχέσεις που δε δοκιμάζονται είναι ή εμμονικές ή αβασάνιστες ή αδιάφορες.
- Ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν χτίζονται στο διαρκώς και στο συνέχεια: ανταλλαγές και ισοζύγια ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται δεν έχουν θέση, μόνο δόσιμο υπάρχει από τον ένα στον άλλο, όσο μπορεί και όταν μπορεί και αν μπορεί ο καθένας.
- Ότι άνθρωποι που αγαπιούνται δεν το πολυλένε. Αυτά τα "σ' αγαπώ" είναι ωραία επιφωνήματα για την κλινοπάλη, αλλά ελάχιστα ειλικρινή -- κι υπάρχουν τελικά και πιο τελέσφορα επιφωνήματα.
- Ότι από την άλλη, ένα "σ' αγαπώ" αληθινό αρκεί για κανα-δυο ζωές.
Αλλάζει ο κόσμος, μπρε;
Ο παππούς μου, μεταμελημένος κομμουνιστής, προσπαθούσε να με πείσει ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα. Επιπλέον προσπαθούσε να μου παρουσιάσει αυτή του την πεποίθηση ως νόμο της φύσης περίπου, ως κάτι αναπόφευκτο. Καταλάβατε, στο πνεύμα του βοτανιού "Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα" που καλύπτει μεγάλες χορτολιβαδικές εκτάσεις των σοσιαλμήντια.
Εννοείται πως αυτή η πολιτική μοιρολατρία ενθαρρύνεται από όσα βλέπουμε γύρω μας, με τον τρόπο που καταλήγουμε να τα βλέπουμε. Εννοείται πως μπορείτε να τη βαφτίσετε κοινωνική εντροπία αν ξέρετε και λίγη Φυσική. Ό,τι κι αν εννοείται, βεβαίως, είναι ψευδές: ο κόσμος αλλάζει.
Ο κόσμος όμως αλλάζει προς το καλύτερο σε πολλούς τομείς, σε εκείνους ακριβώς τους τομείς στους οποίους οι ελίτ δεν έχουνε καταφέρει ακόμα να στήσουνε το παιχνίδι ώστε να τζογάρουν ανενόχλητες το μέλλον της ανθρωπότητας με σκοπό να αυξήσουν τα κέρδη τους την επόμενη πενταετία και να συσσωρεύσουν περισσότερο μπανάλ πλούτο. Ο επισιτισμός, τα φάρμακα, η εκπαίδευση, κάποιες απλές τεχνολογικές λύσεις σώζουν εκατομμύρια ζωές και βελτιώνουν τη διαβίωση σε τόπους που δεν φτάνουν στις ειδήσεις.
Ο κόσμος επίσης αλλάζει προς το χειρότερο, με τις μηχανές του πολέμου να αναπτύσσονται και να κάνουν τη φονική δουλειά τους, με τη σε εξέλιξη περιβαλλοντική συντέλεια (κλιματική αλλαγή, τοξικά απόβλητα, πλαστικοπλημμύρα...), με την υποχώρηση ελευθεριών κι εργασιακών δικαιωμάτων και με τους φασισμούς στο προσκήνιο του ανεπτυγμένου κόσμου. Με άλλα πολλά.
Άρα, ως φαταλισμός και ΤΙΝΑ, ως απολίτικη πολιτική μοιρολατρία, γαμιέσαι Κεμάλ (μετά συγχωρήσεως). Ο κόσμος αλλάζει, οι ελίτ και η θεομηνία της απληστίας τους δεν αλλάζουν.
Στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο κόσμος αλλάζει λοιπόν προς το χειρότερο: τα σύνορα κλείνουν για μια ακόμα φορά στην ανθρώπινη ιστορία παρά το πρόσχημα (ή με το πρόσχημα) του ανώτερου πολιτισμού μας, τα εργασιακά δικαιώματα συρρικνώνονται, οι ελευθερίες κατακερματίζονται και αντιμετωπίζονται επιλεκτικά και κατά περίπτωση, ανορθολογισμοί από ταυτοτικοί μέχρι ανοιχτά φασιστικοί κερδίζουν το παιχνίδι του δημόσιου λόγου ονλάιν κι οφλάιν, η θλιβερή ομοιομορφία και ο χαρωπός αυταρχισμός νεοφιλελεύθερων σοβιετιών εξαπλώνονται.
Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, τα ίδια και λίγο χειρότερα: ναζί βουλευτής υπόδικης οργάνωσης καλεί σε πραξικόπημα και σε ανατροπή του πολιτεύματος, διαφεύγει, καταδιώκεται (;), συλλαμβάνεται, αφήνεται ελεύθερος. Τι συμβαίνει με την Ηριάννα και τι συνέβη παλιότερα με τον Θεοφίλου ή τον Σακκά να μην τα υπενθυμίσω. Θυμάται κανείς την Combat 18; (εγώ ο ίδιος δυσκολεύτηκα)
Προφανώς οι φασίστες εχθροί της δημοκρατίας είναι λιγότερο επικίνδυνοι γι' αυτήν από τους αναρχικούς πολέμιούς της. Το οπλοστάσιο κάποιας αριστερής οργάνωσης επιμολύνει όσους αγγίξουν κάποιον που ίσως το άγγιξε -- περίπου όπως οι διατάξεις περί του μιάσματος της εμμηνόρροιας στον μωσαϊκό νόμο. Τα οπλοστάσια των φασιστών είναι συλλογές και η ύπαρξή τους είναι χρήσιμη σε περισσότερους από όσους θα το παραδέχονταν. Αυτή η κραυγαλέα μεροληψία, που καταστρέφει ανθρώπινες ζωές, είναι επιλογή του ελληνικού κράτους κι εδράζεται στα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας: ο αναρχικός είναι αλήτης, ο φασίστας νοικοκύρης που αγανάκτησε (ενίοτε κι οι γκάνγκστερ νοικοκυραίοι είναι). Μέχρι εδώ καλά. Μόνο που ο νόμος και τα δικαστήρια δεν επιθυμούν να πάνε κόντρα σε αυτά τα αντανακλαστικά: προφανώς εδώ δεν μας χρειάζεται κράτος δικαίου. Ενδεχομένως οι φασίστες είναι πιο χρήσιμοι από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε.
Και πάμε στην έξοδο από τα μνημόνια -- ή όπως αλλιώς θέλετε να πείτε αυτό που αποφασίστηκε χτες. Πέρασαν οχτώ χρόνια αυταρχισμού και αστυνομικής βίας κατα τα οποία εξαθλιώθηκαν ή πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και καταληστεύτηκε ο εθνικός πλούτος. Πράγματι, αν δεν αισθανθήκατε τις συνέπειες της εξαθλίωσης μάλλον κακώς διαβάζετε αυτό το κείμενο: είτε ανήκετε στις ελίτ (μην ταράζεστε, παρά τις διαβεβαιώσεις λματ και κωστόπουλων στην Ελλάδα δεν τις διακρίνει γκλαμουριά), είτε ζείτε εκτός Ελλάδας. Στην Ελλάδα πάντως, τα όργανα των ελίτ με ιεραποστολικό ζήλο προσπάθησαν τρία πράγματα:
- να πείσουν την ελληνική κοινωνία για τη χρησιμότητα μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν ποτέ ή που έγιναν με οθνεία αποτελέσματα, συνήθως κολοβώνοντας εργασιακά δικαιώματα·
- να πείσουν όσους δεν ανήκουν στις ελίτ ότι εκείνοι ακριβώς ευθύνονται για τη Μνημονιοκρατία και,
- να μη θιγούν ποσώς τα ντήλια, τα προνόμια και ο τρόπος ζωής των ελίτ.
Μιλώντας για τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα. Αν το ΠΑΣΟΚ έπαθε pasokification, η Νέα Δημοκρατία άντεξε ενόσω έπειθε τις ελίτ και τους θεράποντές τους ότι είναι κεντροδεξιό κόμμα. Όμως έχει πάψει από καιρό να είναι. Σήμερα πλέον μπορεί κανείς να πει ότι λίγο οι άψογες κεντροδεξιές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, λίγο το φλερτ της ΝΔ με φασίστες, παλιοημερολογίτες και θιασώτες του αγροτοποιμενισμού εγγυώνται ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα μας κυβερνάει ο Παππάς για τα επόμενα 10 χρόνια και βάλε. Το παραδέχεται ή το ελπίζει και η πατρίδα μας η Ευρώπη.
Συνοψίζοντας, όπως έγραψε και η Καλυψώ Λάρα στο φέισμπουκ πριν λίγο, "Οι κρίσεις τελειώνουν μόνο όταν οι φασίστες ντρέπονται να πουν δημόσια αυτά που σκέφτονται. Προς το παρόν ο πλανήτης βρίσκεται σε προηγούμενο λέβελ."
Η εικόνα από το κόμικ Fascista του Τάσου Αναστασιάδη.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)