Είναι από τις λίγες φορές που δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Είπα να ασχοληθώ αργότερα με το θέμα, πρώτον για να μη γράψω εν θερμώ, δεύτερον γιατί υποθέτω ότι (δικαιολογημένα) όσοι διαβάσουν αυτό το ποστ θα με ψέξουν ότι κάπως καθυστερημένα ανακάλυψα κι εγώ το μπικ. Αλλά δεν μπορώ.
Ας αρχίσω με 'αγανάχτηση'. Πάντα πιάνει στον τόπο μας η αγανάχτηση.
Αισθάνομαι λοιπόν αγανάχτηση σαν Έλληνας και σινεφίλ που έπρεπε να φτάσω 35 χρονών για να δω ίσως την καλύτερη ελληνική ταινία που έχει γίνει ποτέ. Διευκρινίζω: η συγκλονιστική αποκάλυψη της ηλικίας μου (η οποία, είμαι βέβαιος, προκαλεί ρίγη και λιποθυμικά επεισόδια), μπορεί να είναι πραγματική μπορεί και να μην είναι. Άλλωστε ποιος είμαι εγώ; Ένας ψευδώνυμος χαβαλές χωρίς το θάρρος που συνοδεύει την παρρησία.
Έπρεπε λοιπόν να φτάσω στην ηλικία αυτή για να δω τα Κόκκινα Φανάρια. Η ταινία είναι
συγκλονιστική. Γιατί κανείς δε μου το είχε πει; Γιατί στον κανόνα του ελληνικού σινεμά έχουμε άλλα κι άλλα; (ευτυχώς έχουμε τη Στέλλα)
Τα Κόκκινα Φανάρια λοιπόν.
Πρώτα-πρώτα, η ταινία είναι πανάκριβη και της φαίνεται: σωστά σκηνικά, άψογη (για ελληνική ταινία) ηχοληψία, κινηματογραφία και φωτογραφία προσεγμένες,
απίστευτη προσοχή στη λεπτομέρεια (ακόμα και στις σκηνές κομπάρσων), αμερικανοί χαρακτήρες που μιλάν αμερικάνικα και γερμανοί που μιλάνε γερμανικά, σε μια κινηματογραφική βιομηχανία όπου ο Μούτσιος, ο Κομνηνός, ο Φυσσούν, ο Κατρανίδης και ο Ντίνος Καρύδης ήταν οι ξένοι για όλες τις δουλειές.
Δεύτερον, περιέχει συσσώρευση υποκριτικού ταλέντου σε βαθμό ασφυξίας. Δηλαδή εκεί μέσα ο Φούντας και ο Κατράκης είναι οι πιο αδύναμοι στο παίξιμο (για να καταλάβετε). Δεν ήξερα τίποτα για την ταινία, και καθώς εμφανίζονταν οι ηθοποιοί με πιάνανε ρίγη που μεταφράζονταν σε νευρικά γέλια. Μέχρι και ο Παπαμιχαήλ και η Ανουσάκη δίνουνε ρεσιτάλ. Επίσης, ο σκηνοθέτης, ο Βασίλης Γεωργιάδης, καταφέρνει να βάλει όλους αυτούς τους ηθοποιούς να παίξουνε
μαζί κι όχι παράλληλα.
Τρίτον, η κάμερα έχει διδαχθεί πολλά από το καδράρισμα και από την κίνηση και στον Πολίτη Κέιν (λόγου χάρη) αλλά και στο νουβέλ βαγκ. Η ταινία λειτουργεί κινηματογραφικά. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που πήγε καλά εκτός Ελλάδος: κλείστε τον ήχο στον πολύχρυσο Ελ Γκρέκο και τι βλέπετε;
Ωραία κάδρα. Κλείστε τον ήχο στα Κόκκινα Φανάρια και τι βλέπετε; Την ανθρώπινη κατάσταση.
Τέταρτον, η ταινία είναι οργανωμένη χωροταξικά: δεν αποτελεί απλώς μια ιστορία που ξετυλίγεται
κάπου, παρά αρθρώνεται πάνω σε και γύρω από χώρους:
σκάλες -- ιδίως τη σκάλα του Μπαρ Φρύνη, το πάτωμα, το ταξί, τον δρόμο, το λούνα παρκ. Ποιος ανεβαίνει τη σκάλα, πώς την ανεβαίνει (ή την κατεβαίνει), ποιος κρύβεται πίσω από το μπαρ: εκεί βρίσκονται οι σπόνδυλοι του έργου.
Πέμπτον, οι διάλογοι. Εντάξει, είναι βασισμένο σε θεατρικό. Εντάξει, υπάρχει ο ποιητισμός της εποχής (για να το παίξω πετεφρής, ένας θεός ξέρει τι θα προσάπτουνε στο ύφος μας το 2048). Αλλά, φίλοι μου, οι διάλογοι συνέχονται από αληθοφάνεια και ρεαλιστική φυσικότητα (το πιο περίτεχνο και στριφνό τέχνασμα). Ειδικά για ελληνικό κινηματογράφο, ο οποίος παράγει κατά συρροήν ταινίες όπου οι στημένοι, ψευδοποιητίζοντες, πομπώδεις ή μπαγιάτικα ψευτομοντέρνοι διάλογοι σε κάνουν να θες να σηκωθείς όρθιος και να φασκελώνεις αλύπητα. Αλύπητα όμως.
Έκτον, η ταινία έχει χαρακτήρες. Όχι τύπους. Όχι καρικατούρες. Με στοίχειωσε η Ηρώ Κυριακάκη, η υπηρέτρια (ακόμα ανατριχιάζω -- δεν μπορώ καν να γράψω γι' αυτήν), με κατέπληξε στο τέλος ο χαρακτήρας του Φούντα, του νταβά. Όσο για τη Μαντάμ Παρί της Διαμαντίδου, ε, είπαμε, δεν είχα δει την ταινία: δε ζω και πίσω από τον ήλιο.
Έβδομον: περιεχόμενο. Η ταινία, που βγήκε το 1963, αντιμετωπίζει την πορνεία και τις πόρνες με τρόπο που δε βγάζει τον πατερναλισμό, τον οίκτο ή τη μυθοποίηση προς τα οποία τείνουνε συνήθως τα έργα που καταπιάνονται με αυτή τη θεματολογία. Έχοντας δει εκατοντάδες ελληνικές ταινίες, περίμενα στη γωνία το κήρυγμα, την τσιρίδα, τον φτηνό διδακτισμό. Πουθενά. Μπορεί και να μην πρόσεξα. Αν κάνουμε ένα άλμα στον 21ο αιώνα, βρίσκουμε λ.χ. το παιδαριώδες Hardcore (δυο μικρές βγαίνουνε στο κλαρί, η μία γίνεται σταρ γιατί είναι ξέκωλο, η άλλη τζάνκι κι ερείπιο της ζωής). Τα Κόκκινα Φανάρια, βεβαίως, έχουν την πολιτική τους (πατριαρχία, καταπίεση της γυναίκας, υποκρισία κτλ.) και διαθέτουν ξεκάθαρο ιστορικό πλαίσιο: δεν είναι απολίτικο μελό (αν είναι μελό) ούτε ανιστορικό λαβ στόρυ. Επίσης, για να δούμε
πόσο πίσω έχουμε πάει. Σε μια ταινία του 1963 που έκοψε 500.000 εισιτήρια έχουμε (με ορολογία της εποχής):
α. αράπη αμερικάνο να ερωτοτροπεί με ελληνοπούλα (κατάλευκη, σαφώς). Κανένας από τους δύο δε μαθαίνουμε να κόλλησε σκουλαμέντο ή να τον τριχοτόμησε αλυσοπρίονο.
β. σκηνή όπου η Μαντάμ Παρί είναι στο τσακ να κάνει το πλακομούνι με την καινούργια, αλλά τους διακόπτει ο σωματέμπορας Φούντας. Βλέπουμε γυμνή τη μικρή Ανουσάκη και μετά ο νταβάς κλειδώνει την πόρτα και σβήνει το φως. Επειδή δεν ξέρω πώς λεγόταν το τρίο το 1963, να πω ότι αντιλαμβάνεστε την τόλμη και τη δύναμη μιας τέτοιας σκηνής τότε (ή τώρα). Για να συγκρίνουμε τη σκηνή με άλλη σκηνή στρωσίματος καινούργιας στο ελληνικό σινεμά, στο Hardcore βλέπουμε τον χοντρομαστρωπό να αλείφει έναν μαύρο όλισβο (το ντίλντο, ντε) με βαζελίνη. Τι να σου πω, ανατριχιάσαμε.
γ. ιερόδουλες να ξεκατινιάζονται (πώς θα το έλεγαν αυτό τότε;) και να βρίζονται με τσιρίδες μεταξύ τους, κάτι που οπωσδήποτε προκαλούσε τις ευαισθησίες των νοικοκυραίων (της εποχής εκείνης).
δ. οι πελάτες είναι σεξιστικά γουρούνια (λ.χ. παντρεμένοι που τους βρωμάει η κυρά τους 'κουζινίλα') ή λιάρδα ναυτόπουλα -- όταν δεν είναι νταβατζήδες οι ίδιοι -- αλλά ποτέ καρικατούρες. Έτσι, έχουμε κι έναν Γεωργίτση παθιασμένο αλλά αφελή και δειλό. Έχουμε και τον κλασικό μοναχικό πελάτη (καπετάνιο Κατράκη) που ψάχνει αυτό που πια λέμε girlfriend experience ή gfe.
Σε πιο υποκειμενικό επίπεδο, η ταινία με κατέσφαξε γιατί διαθέτει έναν τρόπο ευαισθησίας και λυρισμού που απηχεί μέσα μου, αντηχεί και με συντονίζει. Στο πρώτο τραγούδι της Καρέζη, το ρουμάνικο της βροχής, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Στο δεύτερο (με την κιθάρα), έλιωσα. Κανονικά.
Τέλος, η ταινία επεξεργάζεται την πρόκληση, τη σαγήνη, τον ερεθισμό και την επιθυμία όπως την καταλαβαίνω και όπως τη νιώθω εγώ. Έχει, συν τις άλλοις, τα φετίχ μου. Προς τις κυρίες που ενδεχομένως θα προσπαθήσουν: σημειώστε το φόρεμα με το σκίσιμο στο πλάι (και τις κάλτσες) της Καρέζη καθώς κατεβαίνει τη σκάλα, πριν τη δει ο Παπαμιχαήλ. Δηλαδή θα ήμουν οπωσδήποτε πελάτης του εν λόγω μαγαζιού φάτσα στο White Horse. Ιδίως άμα έπαιζε πότε-πότε κι ο Ζαμπέτας.
(Ερώτηση: γιατί έκτοτε τον ελληνικό κινηματογράφο τον έχει πάρει ο διάολος; Φταίει ο ηθικισμός και ο πουριτανισμός που έφεραν η χούντα και η Αριστερά του ταγαριού; Δεν ξέρω. Δε θα το συζητήσω. Απλώς απελπίζομαι που η επόμενη ταινία που λέει κάτι πραγματικά δύσκολο και δυσάρεστο είναι το Από την Άκρη της Πόλης του Γιάνναρη αν και, συγκριτικά με τα Κόκκινα Φανάρια, πάρα πολύ δειλά. Ας μην το συζητήσουμε όμως αυτό...)