Καιρό είχε να με βάλει σε κίνηση ένα κείμενο μπλογκικό. Διάβασα λοιπόν αυτό:
Η βόλτα επίσης ψιλοανάγκαζε τον κόσμο να είναι καθαρός. Η πλειοψηφία του κόσμου έκανε μπάνιο σε σκάφη Σάββατο βράδι. Οικογενειακώς. Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν είχαν τουαλέτα, κι άλλοι τόσοι που δεν είχαν ζεστό νερό, εννοώ γκαζιέρα, και πλένονταν αραιότερα. Ισαμε μιά φορά τον μήνα. Κάτι ταλαίπωροι με λευκά στιβάλια και με μαντίλια στο κεφάλι ήταν Κρητικοί ζωοκλέφτες που τους είχαν επιβάλει εξορία στα μέρη μας, κι αυτοί ζούσαν χωρίς καμία υγιεινή. Μερικές φυλές (έτσι τους λέγαμε τότε τους διαπολιτισμένους) έκαναν μπάνιο τελετουργικώς Πάσχα και Χριστούγεννα. Πληθος παιδιών στην βόλτα ήταν από χωριά που δεν πήγαιναν με τα πόδια στο σπιτικό τους την Κυριακή (ΚΤΕΛ υπήρχε, αλλα η συγκοινωνία ήταν από μία έως τρείς φορές την εβδομάδα, κυρίως Πέμπτη που είχε παζάρι). Αυτά ζούσαν σε δωμάτια ανά τρία ή τέσσερα, πάλι χωρίς τουαλέτα, παρεκτός και έμεναν σε θείους. Ηταν σύνηθες στις αυλες να υπάρχει μία τουαλέτα έξω, αντί πόρτα μιά κουβέρτα και απαγόρευαν στα παιδιά τους να αφοδεύουν εκεί, οπότε οποιαδήποτε ώρα κάθονταν στις αυλές των σπιτιών τους και μετά χάζευαν την πράσινη μύγα, που γράφει και ο ποιητής.Αυτό λοιπόν το κείμενο μού έκανε πάρα πολλή εντύπωση και το σκεφτόμουν ολόκληρο το σαββατοκύριακο, ακόμα ένα σαββατοκύριακο δουλειάς. Μου θύμισε κάτι που είχα γράψει εδώ:
Η βρωμιά δημιουργούσε κινήσεις του σώματος. Καθώς δεν υπήρχαν σλιπάκια, αλλα βρακοζώνια (το σλιπ "Ατθίς" εμφανίστηκε κοντά στο 1958, μαζί με το τσιγάρο φίλτρο, το νεσκαφέ και τα απορρυπάντικά Ρεφλέξ και Κλινέξ) οι εφηβικές παρέες περπατώντας, ενοχλούνταν από τον ιδρώτα τους ανάμεσα στα σκέλια και έκαναν μιά εντυπωσιακή κίνηση απομάκρυνσης των μηρών μεταξύ τους, απλωνοντας σαν τα χασαπόσκυλα το πόδι ολόκληρο στον αέρα λοξώς, γιά να ξεκολλήσει το άνω μέρος του μηρού από τα αιδοία. Κι επειδή ήταν πολύς ο κόσμος, και φοβόντουσαν οι πάντες τον ήχο και την κραυγή "α, ο κλανιάρης", οι πορδές ξαμολιούνταν στα δύο πέρατα της βόλτας, στο Χαζνέ και στη διασταύρωση προς παλιά αγορά, όπου στην άλλη πλευρά δεν υπηρχε κόσμος, άρα και μάρτυρας. Σε αυτά τα δύο μέρη, μύριζε ο αέρας χαρακτηριστικά.
Όταν έφτασαν οι παππούδες μου στα Φάρσαλα το 1923, όπου τους έστειλε το κράτος γιατί τους θεώρησε γεωργούς κι είχε και γη καβάτζα εκεί, έτρεξαν να πιούνε νερό στην πηγή της πλατείας. "Ούι μάνα μ', κοίτα, πίνουν νερό οι αούντηδες" έλεγαν οι ντόπιοι. Επίσης ισχυρίζονταν ότι οι γυναίκες των τουρκόσπορων πλένονταν κάθε μέρα για να "βγάλουν τ' Άγιο-Μύρον από πάνω τους" κι ότι γδυνόντουσαν πριν πέσουν στο κρεβάτι γιατί ήταν "παστρικιές".Σκεφτόμουνα λοιπόν την ηπειρωτική Ελλάδα πριν το '60, έναν κόσμο που κόλλαγε απαίσια, που η λέρα έκανε στρώσεις πάνω σου, όπου οι πολλές και γερές, αλλά μοιραία ματαιόπονες, μπουγάδες ήταν ο μόνος τρόπος να μη βρωμάς σαν ξεχασμένη ψαροκασέλα.
Πρώτα-πρώτα κατάλαβα πώς ένας τέτοιος κόσμος έχει πολύ διαφορετική άποψη για τον έρωτα από εμάς: δεδομένων των εκκρίσεων, της παρατεταμένης απλυσιάς και της τοπικής ή γενικής τριχοφυίας, τα προκαταρκτικά, τα χάδια, τα γλειψίματα, πιασίματα, τριψίματα και γενικά τα πολλά κόλπα και οι λιγωμένες τεχνικές ήταν εκτός μενού και για πολύ πολύ πρακτικούς λόγους. Δε θέλω να επεκταθώ, μεγάλα παιδιά είμαστε, αλλά φανταστείτε προφανέστατα λ.χ. τον στοματικό έρωτα στα παραπάνω συμφραζόμενα: οπωσδήποτε εκτός συζήτησης, εκτός από περιπτώσεις οξείας ιγμορίτιδας ή βαριού συναχιού. Ξαφνικά αντιλήφθηκα γιατί οι παστρικιές που λέγαμε, ιδίως στις πόλεις, πρόσφεραν εμπειρία τόσο ξεχωριστή και ζηλεμένη: όχι μόνο γιατί η πατριαρχία ευνούχιζε τις γυναίκες (που τις ευνούχιζε, αδιαμφισβήτητα) αλλά γιατί αλλιώς ζυγώνεις μια γυναίκα που μυρίζει σαπούνια, αρώματα και άγνωστα χημικά (π.χ. περμαγγανάτο), αλλιώς μια κακομοίρα που πλένεται μια φορά τη βδομάδα και αν. Φυσικά, οι μη εκδιδόμενες γυναίκες της υπαίθρου δεν είχαν, ως συνήθως, καμμιά επιλογή: ή θα έπαιρναν τον άπλυτο ή τίποτα. Δεδομένου ότι ο άπλυτος τις έβαζε σε έναν ατέλειωτο κύκλο εγκυμοσυνών (όχι όλων με ευτυχή κατάληξη), ξαφνικά καταλαβαίνω γιατί το σεξ ήτανε τόσο ελάχιστα θελκτικό για εκείνες.
Μετά πήγα λίγο παρακάτω. Είναι γνωστό ότι οι μουσουλμάνοι στις μεν πόλεις τρέχανε στα λουτρά και στα χαμάμια, όπως και οι χριστιανοί άλλωστε. Στην ύπαιθρο πάλι είχανε τουλάχιστον τους τελετουργικούς καθαρμούς πριν την προσευχή για να βελτιώνουν και την προσωπική τους υγιεινή (εκτός από την τελετουργική τους καθαρότητα) σχεδόν καθημερινά. Οι Καραγκούνηδες, οι γλίτσηδοι, οι μπαγιάτηδες, οι "ντόπιοι" (όλοι περιφρονητικοί όροι που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μου οι τουρκόσποροι -- τα έχει πει ήδη ο Ηλίας Πετρόπουλος), αυτοί που περιγράφει ο Πετεφρής, άραγε έχασαν την επαφή με το πλύσιμο μέσα στον αντιμουσουλμανικό-αντιτούρκικο πυρετό του 1821-1913, καθώς η Τουρκία και και τα συνήθεια της αποτραβιόντουσαν από τη Βαλκανική; Δεν ξέρω, αφού από την άλλη έχεις π.χ. τις Εβραίες της Σαλονίκης, που (αν δώσω βάση στον παππού) μοσχοβολούσαν, ακόμα κι οι φτωχές. Δεν ξέρω, μακάρι να υπήρχε κανα βιβλίο να διαβάσω σχετικά.
Αναρωτιέμαι γενικά πότε σταμάτησαν οι Ελλαδίτες να πλένονται. Οι φτωχοί Ελλαδίτες της υπαίθρου. Η έλλειψη ζεστού νερού δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό επιχείρημα: προκειμένου να πλένονται κανονικά, ο τουρκόσπορος παππούς στο χωριο (ο άλλος) έκαιγε πολύτιμα ξύλα θέρμανσης για να ζεσταίνει τον χειμώνα νερό στο "βαρέλι" -- κάτι που του το αναγνώριζαν και διάφορες περιπλανώμενες κομπανίες ανταρτών από το 1946 μέχρι το 1949. Για πιο πίσω δεν ξέρω.